ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A104
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 352/2014)
16 Μαρτίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Δ. ΚΥΘΡΕΩΤΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Εφεσείοντες,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητης.
....
Γ. Κολοκασίδης για Κολοκασίδης Χατζηπιερής ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες
Χρ. Στρόππος για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ., για την εφεσίβλητη
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Με συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητης ημερ. 30/12/2003, στο εξής «η Σύμβαση» η δεύτερη ανέθεσε στους πρώτους, οι οποίοι είναι ετερόρρυθμη εταιρεία, την παροχή αρχιτεκτονικών και συναφών υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Η συνομολόγηση της σύμβασης ήταν αποτέλεσμα προκήρυξης προσφορών, από την εφεσίβλητη.
Η σύμβαση, η οποία κατατέθηκε από κοινού ως τεκμ. 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, αποτελείτο από το προοίμιο, τους όρους 1-20 τα παραρτήματα Α-Γ καθώς και τα παραρτήματα 1 (Προδιαγραφές) και 2 (Προσφορά Συμβούλου).
Οι εφεσείοντες, σύμφωνα με τους όρους αυτής θα παρείχαν τις υπηρεσίες που φαίνονται στο παράρτημα Α έναντι αμοιβής όπως αυτή παρουσιαζόταν στην προσφορά τους, καθόν τρόπο προνοούσε το παράρτημα Γ.
Η διάρκεια της σύμβασης, καθορίστηκε στα δύο έτη, με την εφεσίβλητη να διατηρεί το μονομερές δικαίωμα ανανέωσης της γι' ακόμα ένα έτος.
Απαιτείτο από τους εφεσείοντες να παράσχουν τραπεζική εγγύηση και Επαγγελματική Ασφάλιση (όρο τον οποίον εκπλήρωσαν) για ζημιές που ήθελεν τυχόν προκληθούν στην εφεσίβλητη. Υποχρεούντο επίσης να εργοδοτήσουν και χρησιμοποιήσουν ειδικούς σύμβουλους και συνεργάτες, την αμοιβή των οποίων ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν.
Οι εφεσείοντες θεωρούν την εφεσίβλητη υπαίτια παράβασης της σύμβασης διότι κατά πρώτον δεν πραγματοποιήθηκαν οι «υπεσχημένες» εργασίες και κατά δεύτερο η εφεσίβλητη ανέθεσε σε τρίτους την ετοιμασία μελέτης και εγγράφου έργων, τα οποία ενέπιπταν σε εκείνα τα οποία θα έπρεπε να ανατεθούν σε αυτούς.
Για τούτο καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διεκδικώντας ποσό €228.952,59 (ΛΚ 134,000) για έξοδα γραφείου και στελέχωση ομάδας και έτερο ποσό ύψους €232.369,80 (ΛΚ 136.000) ως απωλεσθέν κέρδος «από τη μη εκτέλεση των συμφωνηθέντων εργασιών για τα δύο χρόνια.»
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι υπήρξε υπαίτια παράβασης της σύμβασης και ισχυρίστηκε ότι ενήργησε νομίμως εντός των πλαισίων των δικαιωμάτων της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού αναφέρθηκε στους όρους της σύμβασης και επικαλέστηκε νομολογία για την ερμηνεία των όρων αυτής, πως η ορθή ερμηνεία κατέδειξε ότι η αμοιβή στους εφεσείοντες θα καταβαλλόταν μόνον για εργασίες τις οποίες θα εκτελούσαν και δεν υπήρχε υποχρέωση ανάθεσης συγκεκριμένου αριθμού έργων.
Με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης τόσον ως προς την γενόμενη ερμηνεία των όρων της σύμβασης την οποίαν θεωρούν εσφαλμένη (2ος λόγος) όσο και ως προς την κρίση περί μη απόδειξης των αξιούμενων ποσών ως προκληθείσες εκ της παράβασης της σύμβασης ζημιών (3ος και 4ος λόγοι έφεσης).
Σχετικοί με την αξιολόγηση και αποδοχή μαρτυρίας προβάλλουν οι πρώτος και πέμπτος λόγοι έφεσης με τους οποίους πλήττεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση των μαρτύρων καθώς και η αποδοχή εκ μέρους των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 μαρτυρίας ερμηνευτικής των όρων της σύμβασης.
Εξ αρχής μπορούμε να πούμε πως οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι καθόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ναι μεν έκρινε μη αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσειόντων, πλην όμως, αυτό δεν επηρέασε την κρίση του αφού η μαρτυρία τους περιεστράφη, όπως ρητά καταγράφει στην απόφαση του, γύρω από την ερμηνεία των όρων της σύμβασης, την οποίαν δεν έλαβε υπόψη, όπως ούτε και αυτή των μαρτύρων της εφεσίβλητης, για τη δικανική διεργασία στην οποίαν το ίδιο προέβη. Τα γεγονότα, τα οποία πρόσφεραν οι μάρτυρες της εφεσείουσας, όπως υπογραφή της σύμβασης, τεκμ. 1 παραχώρηση εκ μέρους τους τραπεζικής εγγύησης προς όφελος της εφεσίβλητης καθώς και η εκτέλεση έργων για τα οποία καταβλήθηκε σε αυτούς ως αμοιβή το ποσό των €17.947,99 (ΛΚ10.504,99) έγιναν αποδεκτά.
Αποδεκτό έγινε επίσης το γεγονός το οποίο κατέθεσε ο ΜΕ1 πως η εφεσίβλητη ανέθεσε σε τρίτους, το έργο της ενίσχυσης και συντήρησης του κτιρίου της στα Κιόνια και ότι η χρονική διάρκεια της σύμβασης περιορίστηκε στα δύο έτη, αφού η εφεσίβλητη δεν προέβη σε ανανέωση της.
Με το δεύτερο λόγο, οι εφεσείοντες διατείνονται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε την επίδικη σύμβαση, κρίνοντας μεταξύ άλλων ότι «οι αξίες των έργων όσο και οι ποσότητες αυτών είναι «προνοητικές» ή/και δεν εμπεριέχεται συμβατικό τίμημα».
Η ερμηνεία των όρων σύμβασης, ως έχει διακηρυχθεί, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, το οποίο μέσα από το λεκτικό, αναζητά τις προθέσεις των συμβαλλομένων, με κριτήριο πάντοτε να είναι η έννοια την οποία μεταδίδει στο μέσο λογικό άνθρωπο (Χατζησωτηρίου Γιολάντα ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1406). Οι όροι της σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζονται απομονωμένοι από το όλο πνεύμα της σύμβασης και την πρόθεση των συμβαλλομένων αλλά να δίδεται η ερμηνεία η οποία οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο το οποίο εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση (Λίλλης Νίκος ν. Παρασκευούλα Ξενή (2009) 1 ΑΑΔ 217, United Five Development Co (Holdings) Ltd v. Stighting Altas Specials, Πολ. Εφ. 316/13 ημερ. 5/2/2023).
Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τόσο η συμπεριφορά των μερών όσο και συναφή προς τη σύμβαση έγγραφα τα οποία τείνουν να φανερώσουν τις προθέσεις των συμβαλλομένων.
(βλέπε επίσης Avlida Hotels Ltd ν. ANNIK LTD, Πολ. Εφ. 260/14, ημερ. 16/5/22), ECLI:CY:AD:2022:A213.
Έχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις εισηγήσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων, οι οποίες κατά παρόμοιο τρόπο είχαν προβληθεί και πρωτόδικα και επικροτούμε ως ορθή την επί τούτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σημειώνοντας και τα ακόλουθα.
Σημαντικές πρόνοιες για επίλυση του εγερθέντος ζητήματος περιέχουν οι όροι 1-20 της σύμβασης, όπου στον όρο 1.10 δίδεται ο ορισμός «εργασίες» ως εξής: «σημαίνει τις εργασίες και υπηρεσίες που περιγράφονται στο Παράρτημα Α» και υπό τον όρο 2 με τίτλο «Ανάθεση» αναφέρεται:
«Η ΑΤΗΚ αναθέτει στο Σύμβουλο την εκτέλεση των εργασιών όπως καθορίζεται στο Παράρτημα Α αυτής της Συμφωνίας και ο Σύμβουλος αναλαμβάνει την εκτέλεση των εργασιών μέσα στα χρονικά πλαίσια που αναφέρονται στο Παράρτημα Β»
Υπό τον όρο «Αμοιβή» ορίζεται πως :
«Η ΑΤΗΚ συμφωνεί όπως καταβάλει στο Σύμβουλο για τις εργασίες και υπηρεσίες που θα προσφέρει αμοιβή όπως αναφέρεται και αναλύεται στο Παράρτημα Γ. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει την αμοιβή του Αρχιτέκτονα, του Πολιτικού Μηχανικού, του Ηλεκτρομηχανολόγου του Επιμετρητή και όλων των ειδικών συμβούλων και συνεργατών που θα χρησιμοποιήσει.»
Στο Παράρτημα Α δεν περιγράφονται συγκεκριμένα έργα αλλά καθορίζονται οι υποχρεώσεις γενικά του Συμβούλου για ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων, προσχεδίων αριθμός αντιγράφων αυτών, η ευθύνη για συντονισμό των εργασιών, ποιότητα υλικών, τρόπος σχεδίασης, ετοιμασία Στατικής/Αντισεισμικής Μελέτης και στατικών σχεδίων και γενικότερα η υποχρέωση ενημέρωσης της εφεσίβλητης για την πορεία των εργασιών.
Είναι πρόδηλο πως στο Τεκμ. 1 δεν συγκεκριμενοποείται έργο ή εργασίες ούτε προσδιορίζεται ειδικό ποσό αμοιβής. Η αμοιβή θα ήταν ανάλογη με το έργο που εκτελείτο και θα καταβαλλόταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Παραρτήματος Γ.
Είναι αποδεκτό πως το συνολικό ποσό προσφοράς των εφεσειόντων ανερχόταν στο ύψος των €439.025,14 (ΛΚ 256.950) όπως αυτό αναγράφεται στο έντυπο προσφοράς τους (σελ. 215 τεκμ. 1) και αποτέλεσε και τη βάση επί της οποίας δόθηκε η τραπεζική εγγύηση. Όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η εισήγηση των εφεσειόντων πως αυτό το ποσό αποτελούσε το ποσό του συμβολαίου που έπρεπε η εφεσίβλητη να καταβάλει διότι όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρατηρεί:
«... το ποσό αυτό αποτελεί την προσφορά των εναγόντων για τρία έτη ενώ η συμφωνία ήταν διετής, με μονομερές δικαίωμα των εναγομένων να την ανανεώσουν για περαιτέρω περίοδο ενός έτους (όρος 6 του Παραρτήματος 1 σελ. 32)».
«...Ούτε και με βάση το περιεχόμενο των όρων 25, 26 και 30 του Παραρτήματος 1 (βλ. σελ. 40-41) είναι δυνατό να θεωρηθεί βάσιμη η θέση αυτή των εναγόντων. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ποσό των £256.950 προήλθε από ενδεικτικές ποσότητες για σκοπούς αξιολόγησης της προσφοράς και υπόκειτο σε μεταβολή λόγω της συμφωνηθείσας δυνατότητας των εναγομένων να αυξομειώσουν τις ποσότητες και τις αξίες των έργων ανάλογα με τις ανάγκες τους. Από δε τον όρο 25 του Παραρτήματος 1 (βλ. σελ. 40) προβάλλει ότι το ποσό αυτό αποτελεί «μέγιστο ποσό Συμβολαίου» καθώς αναφέρεται ότι «το Συμβόλαιο θα διαρκέσει μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού ή μέχρι την παρέλευση των 24 μηνών που είναι η μέγιστη διάρκεια του (όποιο από τα δυο συμβεί πρώτο)», όπως εξάλλου υποδείχθηκε στους ενάγοντες εκ μέρους των εναγομένων και με την επιστολή τους Τεκμήριο 2.»
Βοηθητικοί επίσης της ερμηνείας της Σύμβασης είναι οι όροι 3.2 και 5 (σελ. 4-5 του τεκμ. 1) οι οποίοι παρείχαν το δικαίωμα στην εφεσίβλητη να αναστείλει την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου. Εάν γίνει αποδεκτή η ερμηνεία που προτείνουν οι εφεσείοντες για την αναγκαιότητα ανάθεσης συγκεκριμένου αριθμού έργων, αυτό θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα αφού θα υπήρχε δέσμευση και υποχρέωση της εφεσίβλητης να αναθέσει στους εφεσείοντες συγκεκριμένο αριθμό έργων, για τα οποία διατηρούσε το δικαίωμα αμέσως μετά να αναστείλει.
Διαφωτιστικό των προθέσεων των συμβαλλομένων είναι και το περιεχόμενο της σελ 223 του τεκμ. 1, όπου σε Σημείωση εξηγεί ότι έργο είναι εργασία που ανατίθεται στο Σύμβουλο και περιλαμβάνει οικοδομικές, ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες και εργασίες επιμετρητή ποσοτήτων, και καθορίζει πως η αμοιβή ισχύει μόνο για τις εργασίες που περιλαμβάνονται στο έργο, διατηρώντας το δικαίωμα όπως σε έργα μεγαλύτερου των €170.000 (ΛΚ 100,000) κόστους, να καθορίζει μέσω άλλων διαδικασιών τον επιμετρητή ποσοτήτων, με τον οποίον ο Σύμβουλος έχει υποχρέωση να συνεργαστεί. Εάν συνεπώς είχε υποχρέωση η εφεσίβλητη να αναθέσει έργα της αξίας που εισηγούνται οι εφεσείοντες δεν θα επιβάλλονταν οι όροι και οι σημειώσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Κρίνεται συνεπώς πως η εφεσίβλητη δεν ανέλαβε υποχρέωση να αναθέσει έργο/εργασίες αξίας €439.025,14 (ΛΚ 256.950) ώστε η μη ανάθεση του να την καθιστούσε υπαίτια παράβασης της σύμβασης αλλά να καταβάλει αμοιβή για έργα που θα εκτελούσαν οι εφεσείοντες.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με δεδομένη την επικρότηση ως ορθής της ερμηνείας που δόθηκε στη σύμβαση και της συνεπεία αυτής ευρήματος ότι η εφεσίβλητη δεν την παρέβη, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης, αναφορικά με το ύψος των αξιούμενων από τους εφεσείοντες ζημιών.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €3,600 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ εφεσίβλητης και εναντίον εφεσειόντων.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ. Δ. Σωκράτους, Δ. Ν. Γ. Σάντης, Δ.
/ΚΑς