ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Ηλίας Στεφάνου, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-03-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2023, 9/3/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D83

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                                            i-Justice

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Αίτηση Αρ. 17/2023

 

 

9 Μαρτίου, 2023

 

 

[ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΚΑΙ 2. ΠΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ  ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION

 

- ΚΑΙ -

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24.01.2023

 

----------------------------------

 

 

Ηλίας Στεφάνου, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ,  για τους Αιτητές

 

-------------------------------------

                                                                              

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Με την υπό κρίση αίτηση επιζητείται η παροχή άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης διά κλήσεως προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση Διατάγματος Αποκάλυψης ημερ. 24.1.2023, το οποίο  εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 5/2023.  Περαιτέρω, επιδιώκεται  η αναστολή εκτέλεσης και/ή  ισχύος του υπό αναφορά Διατάγματος και/ή η απαγόρευση στην Αστυνομία και/ή στις Εισαγγελικές Αρχές να απαιτήσουν την εκτέλεση του ή να έχουν πρόσβαση στα αιτούμενα έγγραφα, μέχρι εκδίκασης της παρούσας αίτησης και σε περίπτωση παραχώρησης άδειας, μέχρι περάτωσης της αίτησης διά κλήσεως. 

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση ημερ. 16.2.2023 της Έλενας Καπαρδή, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές, με βάση την οποία διατυπώνονται ως ουσιώδη γεγονότα, τα ακόλουθα:

 

Οι Αιτητές, είναι Διευθυντές των εταιρειών, Meritservus HC Ltd, Di Ross Εt Co Ltd, A. Corp. Trustee Ltd, Finservus (Trustees) Ltd, Meritservus Secretaries Ltd και Meritservus (Trustees) Ltd.   

 

Στις 24.1.2023 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν αίτησης του Γραφείου Εκτέλεσης Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας και Αιτημάτων Δικαστικής Συνδρομής, έκδοσε το υπό κρίση Διάταγμα Αποκάλυψης (στο εξής το Διάταγμα) προς τους Αιτητές, υπό την ιδιότητα τους ως Διευθυντές των πιο πάνω εταιρειών, διατάσσοντας τους όπως εντός 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του Διατάγματος, αποκαλύψουν/παραδώσουν τα έγγραφα/πληροφορίες στον ανακριτή της υπόθεσης, Α/Αστυφύλακα 3498, Φώτη Οντέτση.  Την ίδια ημέρα, το Διάταγμα επιδόθηκε στα γραφεία της Meritservus HC Ltd, προσωπικά στους Αιτητές. Κατόπιν σχετικού αιτήματος, δόθηκε από τον εν λόγω Αστυφύλακα, παράταση εκτέλεσης του Διατάγματος, μέχρι τις 17.2.2023.

 

Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, το Διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση, (α) του Άρθρου 12 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, (β) του Άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για μη επιβολή ποινής άνευ νόμου, και (γ) των αρχών της επιείκειας, σε σχέση με την υποχρέωση του Αιτητή σε μονομερή Αίτηση, να προβαίνει  σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργεί με καλή πίστη.

 

Έχοντας παραθέσει το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης, όπως αυτό προβάλλεται από τους Αιτητές, προχωρώ σε επιγραμματική παράθεση των αρχών που διέπουν την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari. Συναφώς είναι νομολογιακά εμπεδωμένο ότι η χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για Certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά και με πολλή φειδώ. Χορηγείται για λόγους έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, έκδηλης πλάνης νόμου και παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και μόνο όταν καταδεικνύεται από τον Αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή συζητήσιμη υπόθεση, ως και ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλου, Πολιτική Έφεση 7/2020, ημερομηνίας 7.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A239 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd και Άλλων (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1535).

 

Όπως γίνεται αντιληπτό από την παράθεση του πραγματικού και νομικού πλαισίου της υπόθεσης, τρία είναι τα ερωτήματα που εγείρονται υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως αυτά περιγράφηκαν ανωτέρω και προκύπτουν, ως νομικά ζητήματα, από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση.

 

Σ΄ ότι αφορά το πρώτο ερώτημα, το οποίο αφορά το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης υπόπτου, όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 12 του Συντάγματος και το Άρθρο  6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών αναφέρθηκε στην Ένορκη Δήλωση του Α/Αστυφύλακα που συνόδευε την Αίτηση αρ. 5/23, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Συναφώς, το Διάταγμα εκδόθηκε κατόπιν Αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής από τις αρχές του Jersey (Ηνωμένο Βασίλειο) και συγκεκριμένα από τον Γενικό Εισαγγελέα του Jersey, το οποίο παραλήφθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, για διερευνόμενη ποινική υπόθεση, με βάση τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα (Κυρωτικός Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000) και του Άρθρου 9 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου 23(1)/2001.

 

Με αναφορά στα  Παραρτήματα 1-4 που συνοδεύουν την   υπό αναφορά Ένορκη Δήλωση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών επεσήμανε ότι σ΄ αυτά καταγράφεται ο τρόπος με τον οποίο οι Αρχές του Jersey αιτούνται την αποκάλυψη εγγράφων. Συγκεκριμένα, το άτομο το οποίο παραδίδει τα έγγραφα και εν προκειμένω οι Αιτητές, καλούνται να παραδώσουν έγγραφα,  συμπληρώνοντας ταυτόχρονα και γραπτή δήλωση στην οποία να διαβεβαιώνουν τη γνώση τους σε σχέση με την αυθεντικότητα των εγγράφων, ως και ότι αναγνωρίζουν ότι είναι δυνατόν να υπόκεινται σε δίωξη, εάν έχουν δηλώσει οτιδήποτε το οποίο γνωρίζουν ότι είναι ψευδές ή δεν πιστεύουν ότι είναι αληθές. Το αυτούσιο κείμενο της εν λόγω δήλωσης, έχει ως ακολούθως:

 

«b) It is requested that any statement should be reported in writing, dated and headed with the following declaration:

 

      "This statement (considering of . page(s) each signed by me) is true to the best of my knowledge and belief and I make it knowing that, if it is tendered in evidence, I shall be liable to prosecution if I have willfully stated in it anything which I know to be false or do not believe to be true."»

 

Συναφώς, εισηγήθηκε ότι, υπό  την απειλή ποινικής δίωξης, οι Αιτητές εξαναγκάζονται να παραδώσουν έγγραφα και πληροφορίες, μέσω συγκεκριμένης μορφής εξαναγκαστικής δήλωσης, η οποία θα πρέπει να συνοδεύει τα έγγραφα. Με δεδομένη την εν λόγω απειλή δίωξης ή και ποινής σε σχέση με τα έγγραφα που καλούνται να παραδώσουν, αλλά και λόγω του ότι υπάρχει κατ΄ ισχυρισμόν εύλογη υπόνοια διάπραξης από τους Αιτητές αδικήματος ή οφέλους από αδίκημα, σύμφωνα με το  Άρθρου 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007) - στη βάση του οποίου εκδόθηκε το Διάταγμα - οι Αιτητές θεωρούνται ύποπτοι και συνεπώς τυγχάνει εφαρμογής το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, είναι η θέση των Αιτητών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδίδοντας το Διάταγμα, ενήργησε παράνομα και κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ως και του Άρθρου 3(Γ)(2)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Περαιτέρω, έσφαλε, παραλείποντας να θέσει οποιαδήποτε ασφαλιστική δικλείδα σε σχέση με το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης των Αιτητών.

 

Έχοντας διεξέλθει τα όσα, επί του πρώτου ερωτήματος εισηγήθηκε ο  ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Το νομικό υπόβαθρο έκδοσης του Διατάγματος, είναι τα Άρθρα 45 και 46 του Ν.188(1)/2007, τα οποία προβλέπουν ότι:

 

«45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.

(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.

(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.

 

46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.

(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -

(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙

(ii) [Διαγράφηκε]˙

(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙

(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙

(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-

(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και

(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.

(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-

(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙

(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙

(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙

(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»

 

Επανερχόμενη στο τεθέν πρώτο ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή,  το Διάταγμα στοχεύει στην εξασφάλιση μαρτυρίας από ύποπτα πρόσωπα - εδώ από τους Αιτητές -  ώστε να εγείρεται το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, θεωρώ πως η  απάντηση  είναι αρνητική.  Και αυτό γιατί οι Αιτητές καλούνται, με βάση το Διάταγμα και υπό την ιδιότητα τους ως Διευθυντές των υπό αναφορά εταιρειών και όχι ως ύποπτα πρόσωπα, να αποκαλύψουν τα όσα στο Διάταγμα αναφέρονται. Επί του προκειμένου, τονίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Αιτητών, ότι στο αίτημα για δικαστική συνδρομή διατυπώνεται  η πιο πάνω εξαναγκαστική δήλωση, στοιχείο που, κατά την εισήγησή του, συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι οι Αιτητές θεωρούνται ύποπτοι. Δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση αυτή.  Η πιο πάνω προειδοποίηση, σ΄ ό,τι αφορά τις συνέπειες για το μη αληθές των δηλώσεων, αφορά το περιεχόμενο των σκοπούμενων δηλώσεων και δεν εξυπακούουν  εκ προϊμίου ότι οι Αιτητές θεωρούνται - στο παρόν στάδιο - ύποπτα πρόσωπα σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αντίθετα, οι Αιτητές, στο παρόν στάδιο, θεωρούνται  από την Αιτήτρια χώρα, ως ουσιώδεις μάρτυρες και προς τούτο παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από το Παράρτημα που συνόδευε το αίτημα δικαστικής συνδρομής:

 

«It is respectfully requested that the documents requested be produced by a relevant witness, able to produce them at a trial in Jersey, and in a form which would be admissible in criminal proceedings in Jersey .»

 

 

Σ' ό,τι αφορά την ορθή επισήμανση του  ευπαίδευτου συνηγόρου των Αιτητών, ότι  το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν είναι απόλυτο, αλλά εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας και τα γεγονότα της υπόθεσης, (βλ. σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ, Ibrahim v. United Kingdom (Applications nos. 50541/08, 50571/08, 50573/08 και 40351/09, ημερ. 13.9.2016 και Jalloh v. Germany (Application no 54810/00, ημερ. 11.7.2006), θεωρώ πως τέτοιο  ζήτημα, υπό τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν εγείρεται προς περαιτέρω εξέταση,  ενόψει του ότι, όπως σημειώνεται πιο πάνω, οι Αιτητές δεν θεωρούνται στο παρόν στάδιο ως ύποπτα πρόσωπα διάπραξης των επίδικων αδικημάτων.

 

Συνακόλουθα, οι προωθηθέντες από τους Αιτητές νομικοί λόγοι που αφορούν το πρώτο ερώτημα, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Αναφορικά τώρα με το δεύτερο ερώτημα, είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Αιτητών ότι το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο οι αρχές του Jersey θεμελιώνουν το αίτημα τους, αντιβαίνει στο Άρθρο 12 του Συντάγματος και στο Άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία ενσωματώνουν την αρχή της μη επιβολής ποινής άνευ νόμου.

 

Συγκεκριμένα, με αναφορά στην Ένορκη Δήλωση του Α/Αστυφύλακα και στο συνημμένο σ΄ αυτήν Παράρτημα Ι, επεσήμανε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας του Jersey εξηγεί ότι το αδίκημα «misconduct in a public office» που διερευνά, δεν είχε διαπραχθεί στο Jersey, αλλά στη βάση της υπόθεσης Bhojwani v. Attorney General (2010) JLR, Court of Appeal, θεωρεί ότι του δίδεται η δυνατότητα να μεταφέρει τη δικαιοδοσία στο Jersey, σε σχέση με πράξεις που είχαν κατ΄ ισχυρισμό, διαπραχθεί στη Ρωσία. Περαιτέρω, ο Γενικός Εισαγγελέας του Jersey περιγράφει γεγονότα και εξηγεί ότι από τις 29.9.1999 και μετά, έγινε κατ΄ ισχυρισμό μεταφορά των εσόδων της πώλησης των μεριδίων των μετοχών της Sibneft, σε Κυπριακές εταιρείες, δηλαδή σε περίοδο προτού αποφασιστεί η υπόθεση Bhojwani (ανωτέρω). Συνεπώς, όπως εισηγείται, γίνεται προσπάθεια για εμπλοκή προσώπων σε Ρωσία και Κύπρο, τα οποία χρονικά από το 1999 μέχρι και το 2005, δεν ήταν δυνατόν να  γνωρίζουν ότι το 2010 οι πράξεις τους στη Ρωσία και Κύπρο, θα μπορούσαν, κατ΄ ισχυρισμό, να οδηγήσουν σε δίωξη για «misconduct in a public office», στο Jersey.

 

Έχω εξετάσει τα όσα προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Αιτητών, σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα και θεωρώ πως η αμφισβήτηση εκ μέρους των Αιτητών της ανάληψης δικαιοδοσίας των δικαστικών αρχών του Jersey, για να εκδικάσουν το αδίκημα του «misconduct in a public office», το οποίο στοιχειοθετείται από πράξεις που κατ΄ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν στη Ρωσία και Κύπρο, πριν την έκδοση της απόφασης Bhojwani (ανωτέρω) το 2010, εκφεύγει του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας. Τυχόν ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου, με αυτό το ζήτημα,  θα συνιστούσε, κατά την κρίση μου, εκτροπή του αντικειμένου της, το οποίο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, συνίσταται στην έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έκδωσε το Διάταγμα και όχι στην έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλοδαπού Δικαστηρίου, στην προκειμένη περίπτωση του Jersey.

 

 Συνεπώς, η πιο πάνω εισήγηση των Αιτητών δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Τέλος, σε σχέση με το τρίτο ερώτημα, είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Αιτητών ότι, οι αρχές του Jersey  δεν προέβηκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας του Jersey περιγράφει ως τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την εύλογη υπόνοια για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Συγκεκριμένα, είναι η θέση του ότι στην απόφαση του Εμπορικού Δικαστηρίου της Αγγλίας Berezovsky v. Abramovich (Rev 1) (2012) EWHC 2463 (Comm) (31 August 2012), μία από τις θέσεις του Roman Abramovich ήταν ο ρόλος του «Krysha». Η ερμηνεία του όρου «Krysha» και το πλαίσιο στο οποίο η εν λόγω Αγγλική Απόφαση αντιλήφθηκε την εμπορική διαφορά και κατ΄ επέκταση το «Krysha», δεν συμπεριλήφθηκε στη μαρτυρία ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου. Περαιτέρω, καμία αναφορά έγινε και στο γεγονός ότι είχε υπάρξει αναφορά στον διεθνή τύπο, ότι η Αστυνομία του Jersey είχε παραδεχθεί πως παράνομα είχε εξασφαλίσει ένταλμα έρευνας, δυνάμει του οποίου ερεύνησαν εγκαταστάσεις που σχετίζονταν με τον Roman Abramovich και γι΄ αυτό είχε αποδεχθεί να καταβάλει αποζημίωση για να απολογηθεί. Είναι η θέση του ότι η μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων της Αγγλικής Απόφασης (ανωτέρω) και της  έρευνας των αρχών του Jersey, αντιβαίνει στις αρχές  της επιείκειας, αφού η αποκάλυψη δεδομένων, δεν έγινε με πλήρη και ειλικρινή τρόπο.

 

Κατέληξα ότι οι πιο πάνω αιτιάσεις των Αιτητών δεν ευσταθούν. Η οποιαδήποτε ερμηνεία δόθηκε στον όρο «Krysha» από το Εμπορικό Δικαστήριο της Αγγλίας, ως και το περιεχόμενο οποιασδήποτε αναφοράς στο διεθνή τύπο, σε σχέση με ένταλμα έρευνας που εκτελέσθηκε από την Αστυνομία του Jersey, συνιστούν ζητήματα που σχετίζονται με την ουσία των υπό διερεύνηση αδικημάτων και περαιτέρω, ενδέχεται να εγερθούν στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης στο Jersey, εάν και εφόσον τέτοια δίωξη γίνει.  Κατά συνέπεια, θεωρώ πως εκφεύγουν του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας, υπενθυμίζοντας επί τούτου, ότι η προσφυγή σε Προνομιούχα Εντάλματα - εδώ Certiorari - πρέπει να γίνεται με πολλή φειδώ και κάτω από εξαιρετικές συνθήκες.

 

 

 

Συνακόλουθα, από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, προκύπτει ότι το κατώτερο Δικαστήριο, ενήργησε μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και δεν μπορεί να κριθεί ότι έσφαλε με οποιοδήποτε τρόπο. Δεν αποκαλύπτεται επομένως εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.  

 

Η Αίτηση για χορήγηση άδειας προς καταχώριση Αίτησης Certiorari, απορρίπτεται.

                                                                                          

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.

 

 

                                                                  

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο