ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A114
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2015)
29 Μαρτίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΑΨΕΡΟΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΝΟΝΤΑΡΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσίβλητος
_________________________
Φρ. Βρυωνίδης για Α. Βρυωνίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Αθανασίου με Σ. Παπαγεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα σε αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας τον Δεκέμβριο του 2009 εναντίον του Εφεσίβλητου, ήταν πως σε πάνω από εκατόν διαφορετικές περιπτώσεις, μεταξύ της περιόδου 6.10.2007 - 15.11.2009, κατέβαλε στον Εφεσίβλητο διάφορα χρηματικά ποσά, συμποσούμενα σε €76,644.00 «υπό μορφή δανείου».
Στην Έκθεση Απαίτησης γινόταν αναφορά πως ο Εφεσίβλητος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υπήρξε συνεργάτης και/ή υπάλληλος εργοληπτικής εταιρείας του Εφεσείοντα και πως μεταξύ τους είχαν αναπτυχθεί πολύ φιλικές σχέσεις. Σύμφωνα πάντα με την Έκθεση Απαίτησης, «Από τον Οκτώβριο του 2007 ο Εναγόμενος επικαλούμενος διάφορα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε με την οικογένεια του παρακάλεσε τον Ενάγοντα όπως τον δανείσει διάφορα χρηματικά ποσά. Πράγματι ο Ενάγοντας ανταποκρινόμενος στις παρακλήσεις του Εναγομένου άρχισε να προβαίνει σε διάφορες ημερομηνίες στο δανεισμό του Εναγομένου με διάφορα ποσά». Στην Έκθεση Απαίτησης καταγράφονται αυτές οι συγκεκριμένες ημερομηνίες και τα συγκεκριμένα ποσά, τα οποία ήταν από €50 έως και €4.900. Όσον αφορά στην αποπληρωμή του δανείου, η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα ήταν πως ήταν ρητός όρος της συμφωνίας πως αυτό θα εξοφλείτο περί τα τέλη του 2009 με αρχές του 2010, με τη σύναψη δανείου εκ μέρους του Εφεσίβλητου από πιστωτικό ίδρυμα. Ο Εφεσείων καταγράφει ακόμη πως για σκοπούς εξασφάλισης του δανείου, ο Εφεσίβλητος του είχε παραδώσει μια «λευκή κόλλα» επί της οποίας έθεσε την υπογραφή του και τον αριθμό της ταυτότητας του «. υποδηλώνοντας ότι ήτο έτοιμος να καταβάλει οιονδήποτε ποσό ο Ενάγοντας συμπλήρωνε άνωθεν της υπογραφής του».
Ο Εφεσίβλητος, του οποίου η μητρική γλώσσα είναι η Ρωσική, με το δικόγραφο της Υπεράσπισης του παραδέχθηκε πως ήταν υπάλληλος της εταιρείας του Εφεσείοντα. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε συνάψει συμφωνία δανείου με αυτόν. Όσον αφορά στη «λευκή κόλλα», καταγράφεται στο δικόγραφο του πως «. Το δε γεγονός γιατί υπόγραψε «λευκή κόλλα» ο Εναγόμενος θα το αναφέρει κατά την ακροαματική διαδικασία».
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσε ως μάρτυρας τόσο ο Εφεσείων όσο και ο Εφεσίβλητος. Η θέση του Εφεσείοντα ήταν πως ο Εφεσίβλητος ήταν συνεργάτης εργοληπτικής εταιρείας, συμφερόντων του ιδίου και του αδελφού του, και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η εν λόγω εταιρεία ανέθετε στον Εφεσίβλητο την διεκπεραίωση διαφόρων υπεργολαβιών. Στο πλαίσιο της πιο πάνω συνεργασίας, αναπτύχθηκαν μεταξύ τους φιλικές και οικογενειακές σχέσεις τις οποίες ο Εφεσίβλητος εκμεταλλεύτηκε, και επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα παρακαλούσε τον Εφεσείοντα να τον δανείζει, και τον δάνειζε, μικροποσά. Τα ποσά αυτά άρχισαν να συσσωρεύονται, αφού η κατ΄ ισχυρισμόν δανειοδότηση ελάμβανε χώρα σχεδόν επί καθημερινής βάσεως. Τα χρήματα ο Εφεσείων τα έδιδε στον Εφεσίβλητο σε μετρητά. Σε κάποιες περιπτώσεις έτυχε να του δώσει επιταγές τις οποίες εξέδωσε από δικό του λογαριασμό. Σε δύο περιπτώσεις κατέθεσε στον λογαριασμό εταιρείας του Εφεσίβλητου το ποσό των €1.500 και το ποσό των €4.900, αντίστοιχα. Σε μια άλλη περίπτωση επιταγή €1.000, την οποία του παρέδωσε τρίτο πρόσωπο, την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στον Εφεσίβλητο μαζί με €700 μετρητά, και έτσι τη συγκεκριμένη ημέρα του είχε δανείσει το συνολικό ποσό των €1.700. Τέλος, σε μια άλλη περίπτωση όταν ο ίδιος ο Εφεσείων είχε να λαμβάνει το ποσό των €1.000 από κάποιο Χ. Ρ., επιταγή για το αντίστοιχο ποσό εξεδόθη από τον Χ. Ρ. στο όνομα του Εφεσίβλητου με οδηγίες του Εφεσείοντα.
Είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους πως ολόκληρο το ποσό το οποίο θα έδιδε στον Εφεσίβλητο δυνάμει δανείου, αυτός θα έπρεπε να το εξοφλούσε περί τα τέλη του 2009 με αρχές του 2010, όταν θα ελάμβανε δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα. Ο Εφεσίβλητος θέλοντας να τον εξασφαλίσει, του παρέδωσε μια «λευκή κόλλα» στην οποία έθεσε μόνο την υπογραφή και τον αριθμό ταυτότητας του προτρέποντας τον να την συμπληρώσει με το ποσό που ο ίδιος θεωρούσε οφειλόμενο δυνάμει της συμφωνίας δανείου. Στις 27.11.2009 ο Εφεσίβλητος διέκοψε αυθαίρετα τη συνεργασία τους και τότε ο Εφεσείων του ανέφερε ότι θα έπρεπε να εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό του δανείου. Ο Εφεσίβλητος τον πληροφόρησε τότε ότι δεν είχε πρόθεση να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό και ότι θα πωλούσε το διαμέρισμα του και θα εγκατέλειπε την Κύπρο.
Ο Εφεσείων αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε πως ταυτόχρονα με τα ποσά του κατ΄ ισχυρισμόν δανείου που έδιδε στον Εφεσίβλητο, η Εταιρεία του, μέσω του ιδίου, κατέβαλλε στον Εφεσίβλητο και χρήματα για τις εργασίες που αυτός εκτελούσε ως υπεργολάβος, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους. Ακολούθησαν οι εξής ερωτήσεις εκ μέρους της Υπεράσπισης, στις οποίες ο Εφεσείων έδωσε τις απαντήσεις που παρατίθενται αμέσως πιο κάτω:
«Ε. Από το 2007 μέχρι το 2009 δανείζατε συνέχεια αυτά τα λεφτά στον Εναγόμενο και συγχρόνως από την εργασία που δούλευε κοντά σου, πληρωνόταν;
Α. Πληρώνετουν από την εταιρεία.
Ε. Αυτήν την αντιμισθία από το 2007 μέχρι και το 2009 που πληρώνετουν από την εταιρεία σου, τώρα έχεις να μας δείξεις ποσά που έχει πάρει από την δουλειά του, των δύο χρόνων;
Α. Όχι.
Ε. Μπορείς να μας πεις πόσα έπιανε σαν εργοδοτείτο από την εταιρεία σου για τα δύο χρόνια;
A. Όχι.
..............................
Ε. Από το 2007 μέχρι το 2009 που ήταν κοντά σου και ανάλαβε εργολαβίες σου, μπορείς να μας φέρεις τα ποσά που τον πλήρωνες και σου υπόγραφε αποδείξεις;
Α. Ναι να τα φέρω.»
Ο Εφεσείων ουδέποτε προσκόμισε τέτοια έγγραφα για να υποστηρίξει τη θέση του ότι άλλα χρήματα κατέβαλλε στον Εφεσίβλητο η εταιρεία του και άλλα ο ίδιος.
Όσον αφορά στην αποπληρωμή του κατ΄ ισχυρισμόν δανείου, παραθέτουμε τις σχετικές ερωτήσεις και απαντήσεις, επίσης από την αντεξέταση του Εφεσείοντα:
«Ε. Γνωρίζεις ότι ένας λογικός, ένα άτομο που δανείζει χρήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα και διάφορα ποσά, όταν ζητήσατε κατ΄ επανάληψη επιστροφή τους και εξακολουθούσατε πάλι να του δίνεις χρήματα μέχρι το 2009. Είναι λογικό;
Α. Δεν του τα ζητούσα συνέχεια, τα ζήτησα όταν ήθελε να σταματήσει να συνεργαζόμαστε.
Ε. Σε καμιά περίπτωση κύριε μάρτυρα δεν ζήτησες είτε την πρώτη βδομάδα, είτε τον πρώτο μήνα ή τον 2ον χρόνο, είτε τον 3ον χρόνο; Πολλαπλασιάστηκαν τα χρέη σου και του είπες 'εγώ σταματώ να σου δίνω'.
Α. Ενδιάμεσα του ζήτησα, ότι πρέπει να αρχίσει να μου δίνει λεφτά.
Ε. Και δεν άρχισε να σου δίνει;
Α. Ναι.
Ε. Και εξακολουθούσες να του δίνεις;
Α. Ναι.»
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι ήταν ρητός όρος της μεταξύ τους συμφωνίας, ότι το δάνειο θα εξοφλείτο «περί τα τέλη του 2009 και αρχές του 2010, με τη διενέργεια εκ μέρους του Εναγομένου σχετικού δανείου από τράπεζα ή συνεργατικό ίδρυμα», και όχι προηγουμένως και μάλιστα σταδιακά. Ούτε διευκρινίζεται στο δικόγραφο τί θα γινόταν, εάν ο Εφεσίβλητος δεν κατόρθωνε να εξασφαλίσει τέτοιο δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα.
Διαμετρικά αντίθετη ήταν η θέση του Εφεσίβλητου, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία δανείου με τον Εφεσείοντα και ότι έλαβε το ποσό των €76.644 δυνάμει τέτοιας συμφωνίας. Ήταν η θέση του πως ο Εφεσείων του «έδιδε εργασία με το μέτρο» και αυτός την διεκπεραίωνε. Τα χρήματα που ελάμβανε από τον Εφεσείοντα τα ελάμβανε για τις εν λόγω εργασίες. Όσον αφορά στην υπογραφή της «λευκής κόλλας», ανέφερε πως αυτή δόθηκε στον Εφεσείοντα για να είναι εξασφαλισμένος πως θα του έδιδε (ο Εφεσίβλητος) το ποσό των €10.000 που είχαν συμφωνήσει σε σχέση με την ανέγερση δύο κατοικιών στο πλαίσιο της συνεργασίας τους. Για το θέμα αυτό θα κάνουμε αναφορά και στη συνέχεια.
Ο Εφεσίβλητος κάλεσε ως μάρτυρα και τη σύζυγο του, η οποία επίσης αρνήθηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας δανείου. Σε υποβολή του ευπαίδευτου δικηγόρου του Εφεσείοντα, ότι ο Εφεσίβλητος σύζυγος της υπέγραψε τη «λευκή κόλλα» ως εγγύηση προς τον Εφεσείοντα για τα χρήματα που του είχε δανείσει, αυτή απάντησε ως εξής: «Είναι γελοίο αυτό που λέτε, αν θέλω δάνειο θα πάω στην τράπεζα για να πάρω δάνειο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφαση του τη μαρτυρία που έδωσαν και οι τρεις μάρτυρες τόσο κατά την κυρίως εξέταση τους όσο και κατά την αντεξέταση τους, μέρος της οποίας έχουμε ήδη παραθέσει. Έλαβε ακόμη υπόψη του το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ενώπιον του ως τεκμήρια και το περιεχόμενο των τελικών αγορεύσεων των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων. Ακολούθως κατέγραψε στην απόφαση του πως: «Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και έχοντας εξετάσει την μαρτυρία τους καταλήγω στα πιο κάτω .». Για τον Εφεσείοντα κατέγραψε πως δεν του έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και κατ΄ επέκταση πως δεν τον έπεισε η θέση του ότι σχεδόν καθημερινά δάνειζε, και συνέχιζε να δανείζει, στον Εφεσίβλητο χρήματα παρά το ότι του είχε ζητήσει να αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο και ο τελευταίος δεν το έπραξε. Να επαναλάβουμε εδώ πως η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι καθ΄ ον χρόνο κατέβαλλε στον Εφεσίβλητο χρήματα δυνάμει δανείου, η εταιρεία του, μέσω του ιδίου, κατέβαλλε άλλα χρήματα στον Εφεσίβλητο για εργασίες που αυτός εκτελούσε για λογαριασμό της εταιρείας του. Ως ελέχθη, ουδέποτε ο Εφεσείων παρέθεσε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σε σχέση με τα χρήματα που καταβάλλονταν στον Εφεσίβλητο για τις εν λόγω εργασίες, παρόλο που αντεξεταζόμενος είχε αναφέρει πως θα προσκόμιζε τα σχετικά έγγραφα, τα οποία μάλιστα ελάμβανε υπογεγραμμένα από τον Εφεσίβλητο.
Για τον τελευταίο και τη σύζυγο του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως αυτοί του έκαναν καλή εντύπωση. Και οι δύο, ως ελέχθη, αρνήθηκαν τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας δανείου. Εν κατακλείδι, βρήκε πως δεν υπήρχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία για την ύπαρξη συμφωνίας δανείου και κατ΄ επέκταση πως ο Εφεσείων, ο οποίος είχε και το βάρος απόδειξης, απέτυχε να το αποσείσει στον απαιτούμενο βαθμό. Η αγωγή απερρίφθη με έξοδα εναντίον του, ο οποίος με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλει τώρα ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης ουσιαστικά αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης, βρίσκεται στους ώμους αυτού που προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας. Εν προκειμένω, του Εφεσείοντα. Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί πως τα πρωτόδικα Δικαστήρια, τα οποία έχουν και την ευθύνη για την διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση για να κρίνουν την αξιοπιστία των μαρτύρων, αφού αυτά είναι που βλέπουν, ακούουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες ενόσω καταθέτουν. Το Εφετείο, αυτό που βλέπει είναι μόνο τη μαρτυρία τους καταγεγραμμένη στα πρακτικά που έχουν τηρηθεί. Είναι γι΄ αυτόν τον λόγο που διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον του Εφετείου ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων, στα οποία έχει προβεί ένα πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει να υπερπηδήσει ένα αρκετά ψηλό εμπόδιο.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Εφεσείοντα ανέφερε ενώπιον μας πως το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του πελάτη του «εκπλήσσουν, γιατί ούτε εγώ ούτε εσείς θα δίναμε αυτό το δάνειο με αυτό τον τρόπο», δεν ήταν λόγος για να απορρίψει το πρωτόδικο Δικαστήριο την εκδοχή του. Συμφωνούμε πως μια εκδοχή ή ένας ισχυρισμός που προβάλλεται από ένα μάρτυρα, μπορεί μεν να ακούγεται εξωπραγματικός ή μη πειστικός, αλλά τελικά να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όπως εύστοχα τέθηκε στην Mustafa v. Κακουρή κ.ά (2002) 1(Α) ΑΑΔ 165, 173, και το απίθανο μπορεί να είναι αληθινό. Κριτής το Δικαστήριο.
Δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οτιδήποτε από το οποίο να αποκαλύπτεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο. Ούτε συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αυτό που εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας παρακολουθήσει όλους τους μάρτυρες και αφού έθεσε ενώπιον του και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, βρήκε πως ο Εφεσείων, εν αντιθέσει με τον Εφεσίβλητο και τη σύζυγο του, δεν ήταν μάρτυρας αληθείας και κατ΄ επέκταση έκρινε πως οι ισχυρισμοί του δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Βρίσκουμε πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και συνεπώς δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας. ΄Επεται ότι ο Εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «. παρέλειψε παντελώς να αξιολογήσει το δικόγραφο της Υπεράσπισης και να διαπιστώσει ότι ουδεμία Υπεράσπιση προβάλλεται εκ μέρους του Εναγομένου. Παράλληλα κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης του Εναγομένου επέτρεψε την εισαγωγή μαρτυρίας και ισχυρισμών, οι οποίοι δεν ήταν δικογραφημένοι».
Ο τρίτος λόγος έφεσης, αφορά στην «λευκή κόλλα» η οποία είχε κατατεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τεκμήριο 6. Επρόκειτο για έγγραφο το οποίο συνέχιζε μέχρι και την κατάθεση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να είναι χωρίς περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης: «Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προσδώσει την ανάλογη βαρύτητα σε σχέση με το τεκμήριο 6, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία σχέση έχουν με τα δικόγραφα». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων καταγράφει πως ο Εφεσίβλητος στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του «. Παρέλειψε επιμελώς να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με το εν λόγω έγγραφο ... αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στους μάρτυρες του Εναγομένου να προβούν σε σωρεία ισχυρισμών αναφορικά με αυτό το θέμα».
Προχωρούμε να συνεξετάσουμε τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς. Ως γνωστό, στις αστικές υποθέσεις τα δικόγραφα καθορίζουν τα επίδικα θέματα και τις παραμέτρους της δίκης (Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1(Α) ΑΑΔ 24, 28 και Λουκαϊδης κ.ά. ν. Εκδοτ. Ετ. Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1(Α) ΑΑΔ 22, 44). Στην Κασπαρής ν. Αχιλλέως (1995) 1 ΑΑΔ 492 επαναλαμβάνεται πως «Στις γραπτές προτάσεις περιέχονται ουσιώδη γεγονότα και όχι η μαρτυρία που θα προσαχθεί προς απόδειξη τους και είναι σαφές πως ούτε κατ΄ ισχυρισμόν παραδοχές του αντιδίκου ούτε ισχυρισμοί για κατάρτιση λογαριασμού που προβάλλεται υπό τύπον μαρτυρίας ή παραδοχής είναι ορθό να περιέχονται στις γραπτές προτάσεις (βλ. 'Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings' 12η έκδοση σελ. 37)». Γεγονότα τα οποία δεν είναι αναγκαία για να στοιχειοθετήσουν αιτία αγωγής ή υπεράσπιση, δεν είναι ουσιώδη. Kατά πόσο συγκεκριμένα γεγονότα είναι ή όχι ουσιώδη, εξαρτάται κυρίως από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης.
Εν προκειμένω, η υπόθεση ήταν απλή. Ο Εφεσείων με την αγωγή του αξίωνε θεραπείες κατ΄ επίκληση προφορικής συμφωνίας δανείου και όχι κατ΄ επίκληση «λευκής κόλλας». Συνεπώς, η χωρίς ημερομηνία «λευκή κόλλα» που ο Εφεσίβλητος υπέγραψε και παρέδωσε στον Εφεσείοντα, δεν ήταν γεγονός αναγκαίο για τη στοιχειοθέτηση της συγκεκριμένης αιτίας αγωγής. Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος είχε δικογραφήσει μια και συγκεκριμένη υπεράσπιση, πως ουδέποτε είχε συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία δανείου με τον Εφεσείοντα και κατ΄ επέκταση ουδέποτε όφειλε χρήματα δυνάμει τέτοιας συμφωνίας. Συνεπώς, δεν απαιτείτο να δικογραφηθεί ούτε από τον Εφεσίβλητο η θέση του για τους λόγους που αυτός υπέγραψε την «λευκή κόλλα».
Κατά την ακροαματική διαδικασία, η μαρτυρία των διαδίκων σε σχέση με τους λόγους υπογραφής της «λευκής κόλλας», ήταν εντελώς αντίθετη. Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η «λευκή κόλλα» του παρεδόθη από τον Εφεσίβλητο για σκοπούς εξασφάλισης του δανείου. Ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω έγγραφο αφορούσε σε εργασίες σε σχέση με δύο κατοικίες στις οποίες θα προέβαινε ως υπεργολάβος, αφού ο ίδιος δεν είχε άδεια εργολάβου. Έτσι απευθύνθηκε στον Εφεσείοντα και όπως ανέφερε, «συμφωνήσαμε και μου ζήτησε €5.000 για την κάθε κατοικία και έπρεπε μεταξύ μας να κάνουμε συμφωνία, έπρεπε σ΄ αυτή τη συμφωνία να γράψει ότι όταν θα τέλειωνα την δουλειά με τα δύο τα σπίτια θα έπαιρνε €10.000, γι΄ αυτό εγώ του υπόγραψα αυτό το χαρτί το λευκό, δεν ξέρω ούτε να γράψω ούτε να διαβάσω ελληνικά, ναι μιλώ και συζητώ, μπορώ, άλλο να διαβάζω και άλλο να μιλήσω .». Για να συμπληρώσει πως, «Είχαμε πολύ καλές σχέσεις μεταξύ μας και αυτός ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσα ούτε να γράψω, ούτε να διαβάσω και μου είπε υπογράψε 'θέλω την υπογραφή σου εδώ και τα υπόλοιπα θα τα γεμίσω εγώ'».
Η εκδοχή του Εφεσείοντα για τους λόγους υπογραφής της «λευκής κόλλας», εφόσον γινόταν αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν μαρτυρία που θα έτεινε να ενισχύσει τη θέση του ότι είχε συνάψει την επίδικη συμφωνία με τον Εφεσίβλητο. Ο τελευταίος επίσης είχε δικαίωμα να δώσει τη δική του εκδοχή σε σχέση με την υπογραφή της «λευκής κόλλας», και ορθά αφέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο να την δώσει.
Να σημειώσουμε ακόμη πως στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου σε σχέση με το εν λόγω έγγραφο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας ενώπιον του τις δύο αντικρουόμενες εκδοχές, κατέγραψε τα ακόλουθα στην απόφαση του:
«Προσθέτω επίσης πως θεωρώ παντελώς εξωπραγματική τη θέση του ενάγοντα πως η λευκή κόλλα, τεκμήριο 6, που υπεγράφη από τον εναγόμενο συνιστούσε εξασφάλιση στα πλαίσια του δανείου. Θεωρώ ότι η προσπάθεια του ενάγοντα να πείσει το Δικαστήριο ότι δανειοδότησε τον εναγόμενο ή ότι τέθηκαν οι οποιοιδήποτε όροι ή εξασφαλίσεις σε σχέση με τη δανειοδότηση έπεσε στο κενό. Απορρίπτω χωρίς ενδοιασμό την μαρτυρία του.»
Για τον Εφεσίβλητο, ως ελέχθη, κατέγραψε στην απόφαση του ότι αυτός του έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας, και κατ΄ επέκταση απεδέχθη την δική του εκδοχή σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπέγραψε και παρέδωσε στον Εφεσείοντα το συγκεκριμένο έγγραφο.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο και τις θέσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου του Εφεσίβλητου, το βάρος απόδειξης ότι καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία δανείου και ότι ο Εφεσίβλητος όφειλε χρήματα δυνάμει τέτοιας συμφωνίας, ήταν στους ώμους του Εφεσείοντα, ο οποίος για να το αποσείσει θα έπρεπε να είχε προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία. Τέτοια μαρτυρία δεν προσκόμισε, και κατ΄ επέκταση ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.
Και οι τρεις λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.