ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
HOTEL & CATERING ν. PILAVA (1982) 1 CLR 81
In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246
Χατζήκυριακος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 ΑΑΔ 1119
Τρ. Κύπρου κ.ά. ν. Coudounaris Ltd κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 641
Xριστοδούλου Δόμνα Nικόλα ν. Aθηναΐδος Iωάννου Xριστοδούλου (1998) 1 ΑΑΔ 579
Kαλησπέρας Kώστας ν. Δάφνου Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 867
Pop Life Electric Shops Ltd και Άλλοι ν. Ονησίφορου Ονησιφόρου και Άλλης (2007) 1 ΑΑΔ 359
ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΑΥΛΙΔΗ κ.α. ν. JIMMERSON, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 232/2012, 31/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:A27
Xρυσοστόμου Eλένη και Άλλοι ν. Aικατερίνης Δημητρίου Kωνσταντινίδου και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 316
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2023:A51
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 236/2014
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
14 Φεβρουαρίου, 2023
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22.3.2022
1. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
2. ΑΛΚΗΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ
ΚΑI
1. ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΙΗΜΗΤΡΑ
2. ΣΩΤΗΡΗ ΓΙΟΥΠΑ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ
-----------------------------
Δρ Ποιητής, για Εφεσείοντες
Κ. Μελάς για Μαρκίδη & Μαρκίδη και για Γ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους
------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η απόφαση Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος, να απορρίψει την αγωγή αρ. 230/2010 των εφεσειόντων, εναγόντων σε αυτή. Ο λόγος, που έδωσε, σχετικά, ήταν πως η απαίτηση τους, όπως το έθεσε, «παρέμεινε ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη ως μη αποδειχθείσα». Τούτο, ήταν το αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία προσφέρθηκε από τον πρώτο εφεσείοντα, ως το μοναδικό μάρτυρα, για την απαίτηση. Το Δικαστήριο, όμως, στο εντελώς αρχικό στάδιο της απόφασης του, παρατήρησε, επίσης, το εξής, σημαντικό, σε σχέση με τη δικογραφημένη απαίτηση των εφεσειόντων, ότι «. το υπόβαθρο των αξιώσεων τους, τόσο από πλευράς γεγονότων, όσο και από πλευράς νομικής βάσης, είναι δυσνόητο και ασαφές». Η πιο πάνω παρατήρηση, είναι ορθή. Αναπόφευκτα προβλημάτισε το παρόν Δικαστήριο, εφόσον, απαίτηση σε αγωγή πρέπει να αποκαλύπτει εύλογη αιτία, δυνάμενη να καταστεί αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας, (βλ. Hotel & Catering v. Pilava (1982) 1 C.L.R. 81 σελίδα 94 και Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1119, σελίδα 1121).
Κατ΄αρχάς, να λεχθεί, πως οι εφεσείοντες, με την αγωγή, αξίωναν από τους δύο εναγόμενους, ποσό «€150.000 ή €75.000 εκάτερος ως κατωτέρω». Παρέπεμπαν, έτσι, στα ουσιώδη γεγονότα που, κατ' ισχυρισμόν, αποτελούσαν το υπόβαθρο της απαίτησης τους, όπως τούτα εκτίθεντο στην έκθεση απαίτησης. Ωστόσο, η αγωγή τους είχε το αποτέλεσμα που προαναφέρθηκε και οδήγησε στην παρούσα έφεση. Οι εφεσείοντες, με πέντε λόγους που παραθέτουν στη, σχετική, ειδοποίηση, εισηγούνται ότι το Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά τη μαρτυρία, η οποία προσφέρθηκε από τον πρώτο εφεσείοντα, κατά την ακρόαση της αγωγής, προς απόδειξη της απαίτησής τους. Τούτων, λεχθέντων, σημειώνεται ότι η αγωγή, τελικώς, προχώρησε σε ακρόαση εναντίον, μόνο, του εναγομένου 1, (ο εφεσίβλητος), ενώ, προφανώς, εγκαταλήφθηκε σε σχέση με τον εναγόμενο 2, σε αυτήν,(ο εναγόμενος 2, όπως αυτός θα αναφέρεται για σκοπούς της εξέτασης που ακολουθεί).
Όπως έχει προαναφερθεί, κατά την ακρόαση της έφεσης, απασχόλησε, πρωτίστως, η αρχική παρατήρηση του Δικαστηρίου, όσον αφορά την πραγματική και τη νομική βάση της απαίτησης των εφεσειόντων, δεδομένων των ουσιωδών γεγονότων που παρατίθενται στην έκθεση απαίτησής τους. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων μερών, καταχώρησαν πρόσθετες αγορεύσεις, σε σχέση με την πτυχή αυτή, οι οποίες θα σχολιαστούν στο κατάλληλο σημείο. Εν πάση περιπτώσει, προς το σκοπό καλύτερης κατανόησής της, επιβάλλεται να γίνει αναφορά, κατά πρώτο, στο περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως, ως το δικόγραφο που προσδιορίζει την αιτία αγωγής, (βλ. Mepa Manag. Ltd κ.α. v. Αγροτικής Ετ. Γεν. Ασφαλ. (1997) 1 Α.Α.Δ. 772, σελίδα 780).
Οι εφεσείοντες, αναφέρουν στην έκθεση απαίτησης τους, ότι κατά το 2006 αγόρασαν από τον εφεσίβλητο και τον εναγόμενο 2, ένα τεμάχιο γης στην Targoyiste της Ρουμανίας, έναντι ποσού €104.000. Εξαιτίας προβλημάτων που προέκυψαν, όμως, στη μεταβίβαση του, κατέβαλαν, πρόσθετα, σε τρίτους που είχαν αγοράσει το διπλανό τεμάχιο, από €35.000, ο καθένας. Η πράξη αυτή, θα τους καθιστούσε, θεωρούσαν, συνιδιοκτήτες σε ένα μεγαλύτερο τεμάχιο γης. Ωστόσο, όπως ισχυρίζονται στην παράγραφο 6 της έκθεσης απαιτήσεως, «Κατά τις αρχές του 2008 οι εναγόμενοι διέρρηξαν τις συμφωνίες που είχαν μεταξύ τους και ο 1ος εναγόμενος πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι δεν πρόκειται να τους μεταβιβάσουν ενώ ακόμη οι ενάγοντες ήταν στη Ρουμανία».
Ό,τι καταγράφεται πιο πάνω, βασικά, αποτελεί την τελευταία λέξη, σε σχέση με την πιο πάνω συμφωνία, που οι εφεσείοντες φέρεται να είχαν συνάψει το 2006, για την αγορά του συγκεκριμένου τεμαχίου γης στην Targoyiste, η οποία, προφανώς, δεν έμελλε να υλοποιηθεί. Εν πάση περιπτώσει, δε δικογραφείται οτιδήποτε άλλο σε σχέση με αυτή. Υπάρχει, όμως, συνέχεια. Στην παράγραφο 7 της έκθεσης απαιτήσεως, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται, ότι «Οι εναγόμενοι υποσχέθηκαν . στους ενάγοντες να τους μεταβιβάσουν 3 τεμάχια μακριά από την πόλη με την υπόσχεση ότι θα τους κατασκευάσουν δρόμο από την περιοχή Βασιλιάτη για να έχουν πρόσβαση στα τεμάχια». Υπήρχε μια δυσκολία, όμως, ως προς τη διαθέσιμη για τον προαναφερθέντα σκοπό γη, που καθιστούσε την κατασκευή του δρόμου ανέφικτη. Επενέβη, τότε, ο εφεσίβλητος, ο οποίος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαιτήσεως, «. ζήτησε να του παραχωρήσει υποθήκη ο δεύτερος εναγόμενος, οπότε ο ίδιος θα αναλάμβανε ότι μέχρι τις 18.2.2009, θα εγίνετο ο δρόμος μέσω Βασιλιάτη, άλλως όφειλε να καταβάλει εις εκάτερον των εναγόντων €75.000, κάτι το οποίο απεδέχθησαν[1]. Ο 2ος εναγόμενος παραχώρησε πράγματι την υποθήκη, αλλά ούτε ο δρόμος κατασκευάστηκε ούτε οποιοδήποτε ποσό κατεβλήθη στους ενάγοντες». Τα πιο πάνω, φέρεται να έλαβαν χώρα το 2008.
Από τους, αμέσως, προηγηθέντες ισχυρισμούς γεγονότων, είναι φανερό ότι οι εφεσείοντες αναφέρονται στη σύναψη με τον εφεσίβλητο και τον εναγόμενο 2 μιας δεύτερης συμφωνίας, για την αγορά από αυτούς τριών τεμαχίων γης, μακριά από την πόλη Targoyiste, προφανώς. Ο ισχυρισμός τους στην καταληκτική παράγραφο 10 του εν λόγω δικογράφου, πως «Κατά τα ανωτέρω, η συμφωνία διερρήχθει υπαιτιότητι των εναγομένων ή οιουδήποτε εξ αυτών», εύλογα, παραπέμπει στη δεύτερη αυτή συμφωνία, την οποία οι αντισυμβαλλόμενοι τούς, κατ' ισχυρισμό, είχαν διαρρήξει. Τούτο υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο της παραγράφου 11, όπου αναφέρεται πως, «Συνεπεία των ανωτέρω, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημιά ίση προς €150.000 ή €75.000 έκαστος.». Έτσι, συνδέεται ευθέως, ο τελευταίος ισχυρισμός των εφεσειόντων, με την προηγηθείσα υπόσχεση του εφεσίβλητου προς αυτούς, στο πλαίσιο της δεύτερης συμφωνίας, για την καταβολή «εις εκάτερον των εναγόντων €75.000», στην περίπτωση που δεν γινόταν ο δρόμος.
Με βάση, λοιπόν, τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως, είναι προφανές ότι τα διάδικα μέρη στην αγωγή, είχαν συνάψει, μεταξύ τους, δύο διαφορετικές συμφωνίες. Την πρώτη το 2006 και τη δεύτερη το 2008. Από τα ίδια ουσιώδη γεγονότα, δεν διαφαίνεται η δεύτερη συμφωνία να αντικατέστησε την πρώτη. Συγκεκριμένα, δεν δικογραφούνται ισχυρισμοί τέτοιοι από τους οποίους να μπορεί, εύλογα, να συναχθεί πρόθεση των μερών για τη δημιουργία, κατά τη αγγλική έκφραση, ενός «novation», όπως τούτο προβλέπεται στο άρθρο 62 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και ερμηνεύεται από τη σχετική νομολογία[2]. Ελλείπει αναφορά σε αντάλλαγμα, που δόθηκε στο πλαίσιο αυτού και είχε ως αποτέλεσμα την, εκ συμφώνου, ακύρωση της πρώτης συμφωνίας. Επομένως, οι δύο συμφωνίες δεν συνδέονται μεταξύ τους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε, στο πλαίσιο της συμπληρωματικής αγόρευσης του, ότι οι εφεσείοντες προώθησαν απαίτηση για αποζημίωση, στη βάση διάρρηξης, όπως το έθεσε, «της άλλης συμφωνίας», εννοώντας την διαπιστωθείσα, ανωτέρω, ως δεύτερη συμφωνία. Σε τούτο, διαφώνησε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, στη δική του συμπληρωματική αγόρευση. Εισηγήθηκε, ότι οι ισχυρισμοί στις παραγράφους 7, 8 και 9 της έκθεσης απαιτήσεως, περιλήφθηκαν, «για να φανεί η συνέχεια της υπόθεσης, και για να καταδειχθεί ότι οι εναγόμενοι απεδέχθησαν αμφότεροι την εκ μέρους τους κατάρτιση της πιο πάνω συμφωνίας και την εκ μέρους των ευθύνη για διευθέτηση της υπόθεσης». Έτσι, απορρίπτει τη θέση για συνομολόγηση μεταξύ των διαδίκων μερών δεύτερης συμφωνίας. Αντιθέτως, με αναφορά στις παραγράφους 2 έως 6 της εκθέσεως απαιτήσεως, εισηγείται ότι η καθορισθείσα, ανωτέρω, ως πρώτη συμφωνία, ήταν η μοναδική συμφωνία που είχαν συνάψει μεταξύ τους τα διάδικα μέρη. Η θέση αυτή, βεβαίως, είναι δεσμευτική για τους εφεσείοντες. Επομένως, καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση, περαιτέρω, με τη δεύτερη συμφωνία. Από τις πιο πάνω δηλώσεις εκ μέρους των εφεσειόντων, είναι προφανές ότι αυτοί δεν προωθούν οποιαδήποτε απαίτηση στη βάση αυτής και ότι βασίζουν την απαίτηση τους στην αγωγή, αποκλειστικά, στην πρώτη συμφωνία, του 2006.
Ωστόσο, από τις προηγηθείσες αναφορές στο περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Υπενθυμίζεται, ότι οι εφεσειόντες, στην παράγραφο 6 της έκθεσης απαιτήσεως, ισχυρίζονται πως οι πωλητές αρνήθηκαν να μεταβιβάσουν το υπό αναφορά τεμάχιο γης και έτσι διάρρηξαν τη συγκεκριμένη συμφωνία. Πρόκειται, μάλλον, για ουσιώδη διάρρηξη, ωστόσο δεν αγγίζουν την πτυχή αυτή, στην έκθεση απαίτησης τους. Πάντως, εάν έτσι είχαν τα πράγματα, δικαιούντο να προβούν στην ακύρωση της συμφωνίας και να αξιώσουν την καταβολή αποζημιώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 75[3] του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149, (βλ. Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, σελίδα 879). Επιπρόσθετα, ανεξάρτητα από την πιο πάνω θεραπεία, οι εφεσείοντες, εφόσον ακύρωναν τη συμφωνία δικαιούντο να απαιτήσουν την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, για την αγορά του εν λόγω τεμαχίου, στη βάση της πλήρους αποτυχίας του ανταλλάγματος (βλ. Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.α., ανωτέρω και Pop Life Electric Shops Ltd κ.α. v. Ονησιφόρου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 359). Οι εφεσείοντες δεν ισχυρίζονται, όμως, στην έκθεση απαίτησης τους, ότι προέβηκαν στην ακύρωση της εν λόγω συμφωνίας. Ούτε αξιώνουν οποιαδήποτε από τις πιο πάνω οικονομικής φύσεως θεραπείες, και πιο σημαντικό την επιστροφή του τιμήματος των €104.000 και του πρόσθετου ποσού των €35.000 που κατέβαλαν έκαστος, για τη διασφάλιση της αγοράς, ώστε, εύλογα, να μπορεί να συναχθεί έστω, η από μέρους τους ακύρωση της.
Ειδικά, είναι αξιοσημείωτο ότι οι εφεσείοντες δεν προβάλλουν οποιαδήποτε απαίτηση για αποζημιώσεις, σε σχέση με υπαίτιο τερματισμό της συμφωνίας, από μέρους των πωλητών. Δεν προβάλλουν οποιοδήποτε τέτοιο ισχυρισμό στην έκθεση απαίτησης. Η καταχώρηση και μόνο της αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας γίνεται αναφορά στη σύναψη συμφωνίας και στη διάρρηξη της, δεν στοιχειοθετούν αγώγιμη αιτία. Βέβαια, οι εφεσείοντες, στην παράγραφο 11 της εκθέσεως απαιτήσεως τους, αναφέρονται σε ζημιά που υπέστησαν «ίση προς €150.000 ή €75.000 έκαστος». Δεν αναφέρουν, όμως, κατά πόσο η εν λόγω ζημιά συνδέεται με την ισχυριζόμενη διάρρηξη της υπό αναφορά συμφωνίας. Αντιθέτως, όπως έχει καταδειχθεί, η συγκεκριμένη αξίωση συνδέεται, άμεσα, με τη δεύτερη συμφωνία, του 2008.
Το Δικαστήριο, οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να ενεργεί εκτός των δικογράφων των διαδίκων μερών, το περιεχόμενο των οποίων αντανακλά τις, αντίστοιχες, θέσεις τους. Ειδικά το περιεχόμενο της έκθεσης απαιτήσεως, αυτού συναποτελούμενου από τα ουσιώδη γεγονότα, πρέπει να αποκαλύπτει κατά, ευλόγως ικανοποιητικό βαθμό, την απαίτηση του ενάγοντος κατά του εναγομένου. Εν προκειμένω, από τα δικογραφημένα γεγονότα, διαπιστώνεται ότι δεν προβάλλεται οποιαδήποτε αιτία κατά του εφεσίβλητου, η οποία να μπορούσε να καταστεί αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο δίκης.
Εν τέλει, διαπιστώνεται ότι η αγωγή των εφεσειόντων είναι, παντελώς, αβάσιμη. Τούτο, διαπιστώνεται από το Εφετείο, το οποίο «. είναι σε θέση ουσιαστικά, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, να καταλήξει σε συμπεράσματα σε σχέση με τη δικαιϊκή υπόσταση δικογράφου». Αυτά λέχθηκαν στην υπόθεση In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 246, στη σελίδα 258 και υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Χατζήκυριακος ν. Κυθρεώτη, ανωτέρω, στη σελίδα 1121. Ως τέτοια δε, πρέπει να απορριφθεί. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 στη σελίδα 320, «Ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για την απόρριψη δικαστικού μέτρου το οποίο δεν αποβλέπει στην επίλυση ζωτικής διαφοράς.» Το Εφετείο, έχει τέτοια εξουσία, με βάση τις πρόνοιες της Δ.35 κ.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579, σελίδα 583 και Γιάννη Κοφτερού ν. Maria Gemma Jimmerson Πολιτική Έφεση Αρ. 232/2012, ημερομηνίας 31.1.2019), έστω και αν δεν υπάρχει αντέφεση προς τούτο, από μέρους του εφεσίβλητου. Ως εκ της πιο πάνω κατάληξης, δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500 πλέον Φ.Π.Α.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Ο τονισμός υπάρχει στο ίδιο το δικόγραφο.
[2] Scarf v. Jardine (1881-5) All E.R. Rep. 651, στη σελίδα 655, Τράπεζα Κύπρου ν. Coudounaris Food Products Ltd (1995) 1 A.A.Δ 641 και Πίγκος Εστέϊτς Λτδ ν. Καλογήρου κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 1953, ECLI:CY:AD:2015:A628.
[3] 75. Το πρόσωπο το οποίο υπαναχωρεί νόμιμα από τη σύμβαση, δικαιούται αποζημίωση για κάθε ζημιά την οποία υπέστη συνεπεία της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.