ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:D34
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 197/2022
1 Φεβρουαρίου, 2023
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ KURUKULASOORIYA FERNANDO NUWAN HARSHA MAHELA ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΝ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 105), ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2008/115/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 16ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΜΈΣΟΥ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
-----------------
Χλ. Λοïζίδου (κα), για Άντη Γεωργίου & Συνεργάτες, για Αιτητή
Π. Ευαγόρου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για Καθ' ων η Αίτηση
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία, αφορά αίτηση για habeas corpus ad subjiciendum. Ο αιτητής σε αυτή, κατάγεται από τη Σρι Λάνκα. Είναι ηλικίας 35 χρονών και ήρθε στην Κύπρο στις 27.10.2008 ως φοιτητής, με σχετική άδεια παραμονής. Στην πορεία έπαψε να παρακολουθεί μαθήματα στη σχολή που είχε εγγραφεί, όποτε η εν λόγω άδεια του έπαυσε να ισχύει. Κατά συνέπεια, η παραμονή του στη χώρα κατέστη παράνομη. Αναζητήθηκε, όμως δεν ανευρέθηκε, οπότε το όνομα του καταχωρίστηκε στον κατάλογο των αναζητουμένων προσώπων. Ο αιτητής, έκανε γνωστή την παρουσία του στις αρχές, στις 12.3.2014, όταν υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Στην πορεία, η αίτηση του αυτή απορρίφθηκε από την αρμόδια Αρχή, όπως και διάφορες άλλες συναφείς διαδικασίες, με τελευταία την προσφυγή αρ. 1605/2015. Η απορριπτική απόφαση, στην προσφυγή, εκδόθηκε στις 18.11.2016.
Ο αιτητής, από τότε διαμένει παράνομα στην Κύπρο. Στις 17.5.2022, συνελήφθη για παράνομη διαμονή και την επομένη, 18.5.2022, εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, (ο Νόμος Κεφ. 105). Στις 6.6.2022, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη και, επίσης, απερρίφθη. Με το εν λόγω ένταλμα απέλασης να βρίσκεται ακόμα σε ισχύ, στις 28.9.2022, ο αιτητής, μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακος, προς το σκοπό απέλασης του. Ωστόσο, λόγω της αντιδραστικής συμπεριφοράς που αυτός επέδειξε, δεν επιτράπηκε η επιβίβαση του και έτσι η απέλαση του ματαιώθηκε. Ο αιτητής, συνεχίζει να είναι υπό κράτηση, δυνάμει του εντάλματος ημερομηνίας 18.5.2022.
Η περίπτωση του αιτητή, σύμφωνα με εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του, διέπεται από το άρθρο 18ΠΣΤ του Νόμου, Κεφ. 105, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 2011, (Ν.153(Ι)/2011). Συγκεκριμένα, εισηγείται ότι με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου και σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (το ΔΕΕ), η κράτηση του κατέστη παράνομη, συνεπεία της μακράς και αδικαιολόγητης διάρκειας της. Αντίθετη, είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Γενικό Εισαγγελέα. Εισηγείται ότι στην περίπτωση του αιτητή δεν τίθεται θέμα παραβίασης του δικαιώματός του για ελευθερία, δεδομένης της πρόνοιας στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, η οποία, κατ' εξαίρεση, επιτρέπει την κράτηση αλλοδαπού σε σχέση με τον οποίο γίνονται ενέργειες, προς το σκοπό απέλασης του.
Σημειώνεται, ότι ο Ν.153(Ι)/2011, τροποποίησε τον ομώνυμο βασικό Νόμο, Κεφ. 105, μεταφέροντας στην κυπριακή έννομη τάξη την «Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών». Με βάση την Αρχή της Υπεροχής, το ενωσιακό Δίκαιο υπερισχύει του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σχετική επί τούτου είναι η υπόθεση Factortame, C-213/89, 19.6.1990, της εν λόγω αρχής υιοθετηθείσας, συγχρόνως, υπό του Άρθρου 1(Α)[1] του Συντάγματος.
Ο αιτητής, λόγω της καταγωγής του, από τη Σρι Λάνκα, είναι υπήκοος τρίτης χώρας, (άρθρο 18ΟΔ του Νόμου, Κεφ. 105). Κεντρικό, λοιπόν, στην εξέταση της υπόθεσης του, είναι το άρθρο 18ΠΣΤ του τροποποιηθέντος, ως ανωτέρω, Νόμου. Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού:
«18ΠΣΤ(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή της διεκπεραίωσης της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν -
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αναφέρθηκε ο αιτητής να αμφισβήτησε τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του, ασκώντας προς τούτο προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως υποδεικνύεται, συναφώς, στο εδάφιο (3)(α) του άρθρου 18ΠΣΤ. Αυτός, κρατείται, όμως, από τις 18.5.2022 και στις 17.11.2022 συμπληρώθηκαν έξι μήνες κράτησης του. Τούτο, είναι επιτρεπτό σύμφωνα με το εδάφιο (7) του ίδιου άρθρου, υπό την αίρεση, βέβαια, αντίθετης απόφασης σε προσφυγή, ως ανωτέρω. Το εδάφιο (7) προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι η κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, εξακολουθεί «. καθ' όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η επιτυχής απομάκρυνση και δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες». Η πιο πάνω πρόνοια, θέτει, εμφαντικά, τη σημασία στη διάρκεια της κράτησης, ότι παρά τον σκοπό που εξυπηρετεί, εντούτοις, «δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες».
Η διαταγή κράτησης του αιτητή, έτυχε επανεξέτασης, δυνάμει του εδαφίου (4) του εν λόγω άρθρου σε διάφορες περιπτώσεις. Στην τελευταία περίπτωση, Λειτουργός Μετανάστευσης με σημείωμα του ημερομηνίας 17.11.2022, ενημέρωσε τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ως την αρμόδια Αρχή, ότι στις 17.11.2022 συμπληρώνονταν έξι μήνες κράτησης του αιτητή. Το εν λόγω σημείωμα αφορούσε αριθμό αλλοδαπών προσώπων, περιλαμβανομένου του αιτητή. Κατέληγε δε ως εξής:
«Οι πιο πάνω περιπτώσεις αφορούν αλλοδαπούς κρατουμένους οι οποίοι συμπληρώνουν εντός της τρέχουσας περιόδου έξι (6) μήνες κράτησης. Η απέλαση τους δεν κατέστη δυνατή μέχρι στιγμής εξαιτίας διαφόρων κωλυμάτων. Επομένως, γίνεται εισήγηση για έγκριση της παράτασης της κράτησης τους μέχρι να καταστεί δυνατή η απέλαση τους για χρόνο που δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες συνολικά.»
Προηγουμένως, αναφέρεται, συγκεκριμένα, για τον αιτητή ότι, «. ο αλλοδαπός έχει ταξιδιωτικά έγγραφα και θα απελαθεί με συνοδεία όταν επανανοίξουν οι πτήσεις για τις απελάσεις αφού διακόπηκαν μέχρι το τέλος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου.» Η Διευθύντρια έκανε δεκτή την εισήγηση, ανωτέρω και παρέτεινε την κράτηση του αιτητή, ουσιαστικά, για πρόσθετη περίοδο δώδεκα μηνών.
Οι πιο πάνω αναφορές του Λειτουργού Μετανάστευσης, παραπέμπουν στο εδάφιο (8) του άρθρου 18ΠΣΤ. Τούτο, αρχίζει με ρητή απαγόρευση και συνεχίζει με εξαίρεση η οποία εφαρμόζεται, όμως, υπό αυστηρούς όρους. Προβλέπει τα εξής:
«Ο Υπουργός Εσωτερικών δε δύναται να παρατείνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) παρά μόνο για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή-
(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί, ή
(β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες».
Το (β), ανωτέρω, προφανώς δεν ισχύει, αφού, όπως αναφέρεται στο σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης, υπάρχουν ταξιδιωτικά έγγραφα για τον αιτητή. Επομένως, η κράτηση του, έπρεπε να δικαιολογείται στη βάση ότι αυτός «αρνείται να συνεργαστεί». Ακόμα και τότε, όμως, αυτή έπρεπε να είναι για «πρόσθετο περιορισμένο χρόνο», ο οποίος να αιτιολογείτο με αναφορά σε εύλογες προσπάθειες απομάκρυνσης του. Μάλιστα, σύμφωνα με το εδάφιο (6) δεν αποκλείεται υπήκοος τρίτης χώρας να αφεθεί ελεύθερος, όταν «δεν υφίσταται πλέον λογική προοπτική», προς τούτο. Βέβαια, δεν έγινε εισήγηση ότι είναι τέτοια η περίπτωση του αιτητή. Βασικά, ο συνήγορος του εισηγήθηκε ότι η απόφαση για παράταση της κράτησης του, δεν είναι νόμιμη. Τα όσα αναφέρονταν, σχετικά, στο σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης και υιοθετήθηκαν από την αρμόδια Αρχή, είναι ανεπαρκή.
Δεδομένων των προνοιών, ανωτέρω, και των όσων καταγράφονται στο σημείωμα του εν λόγω Λειτουργού, πολύ σημαντική είναι και η πρόσθετη πρόνοια στο εδάφιο (1) του άρθρου 18ΠΣΤ. Αναφέρει ότι, «Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.». Ακολούθως, το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι, «Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και συνοδεύεται από αιτιολόγηση των πραγματικών και νομικών λόγων». Σχετική επί τούτου είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-146/14 PPU Mahdi, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε πρώτα στις πρόνοιες του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115, οι οποίες μεταφέρθηκαν στο ημιδαπό Δίκαιο με το άρθρο 18ΠΣΤ του Νόμου Κεφ. 105, συνέχισε με τα εξής:
"62. Eξ αυτού προκύπτει ότι δικαστική αρχή αποφαινόμενη επί αιτήματος παρατάσεως κρατήσεως πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού και νομικού στοιχείου για να προσδιορίσει αν δικαιολογείται παράταση της κρατήσεως, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 61[2] της παρούσας αποφάσεως, πράγμα το οποίο απαιτεί εξέταση σε βάθος των πραγματικών στοιχείων της κάθε υποθέσεως.»
Η πρόνοια του εδαφίου (2), ανωτέρω εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση έκδοσης διαταγής κράτησης αλλοδαπού τρίτης χώρας ή έκδοσης διαταγής παράτασης της κράτησης του προσώπου αυτού. Διαφορετικά, δεν θα είναι δυνατός ο έλεγχος από αρμόδιο Δικαστήριο, της νομιμότητας διαταγής κράτησης. Η υπόθεση Mahdi, δεν εξετάζει, βέβαια, τα εφαρμοζόμενα σε κάθε περίπτωση, εθνικά ένδικα μέσα, αλλά επισημαίνει την αναγκαιότητα προσδιορισμού «σε βάθος των πραγματικών στοιχείων της κάθε υποθέσεως». Στη βάση αυτή, δυνατό να εξεταστεί κατά πόσο, ως θέμα γεγονότων, η κράτηση συνάδει προς το νόμο, εν προκειμένω προς τις πρόνοιες, ανωτέρω, του άρθρου 18ΠΣΤ.
Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα προαναφερθέντα γεγονότα, ο αιτητής έχει ταξιδιωτικά έγγραφα. Ωστόσο, δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, που υποστηρίζει την ένσταση, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, να είχε γίνει άλλη προσπάθεια, στο μεταξύ, ή να λήφθηκαν οποιαδήποτε μέτρα απομάκρυνσης του αιτητή, ως το ένταλμα απέλασης του, ημερομηνίας 18.5.2022. Οι αναφορές στο σημείωμα του Λειτουργού δεν καθορίζουν το αναγκαίο του χρόνου κράτησης. Επομένως, με την ανανέωση, ουσιαστικά, διατάχθηκε εξ αρχής όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση για δώδεκα μήνες και μέσα στο χρόνο αυτό να απελαθεί. Δεν είναι, όμως, τούτο που προκύπτει από το λεκτικό των πιο πάνω προνοιών του άρθρου 18ΠΣΤ. Υπενθυμίζεται ότι στο εδάφιο (1) του πιο πάνω άρθρου προβλέπει πως η κράτηση διατάσσεται «μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης» και πως τούτη πρέπει να «έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια». Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι ως θέμα πραγματικό και νομικό, η κράτηση του αιτητή είναι παράνομη.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει. Ο αιτητής να αφεθεί ελεύθερος πάραυτα. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της Δημοκρατίας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Άρθρο 1(Α). Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.
[2] Σε αυτές διενεργείται εξέταση των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 15 της Οδηγίας αντίστοιχες των εδαφίων 6, 7 και 8 του άρθρου 18ΠΣΤ του Νόμου, Κεφ. 105.