ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A21
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2020)
25 Ιανουαρίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2014, Ν. 91(Ι)/2014
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
_________________________
Σ. Δράκος με Δ. Κουλαφέτη για Σ. Δράκος ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, ο οποίος είχε πρότερο σύννομο βίο, διέπραξε τον Οκτώβριο του 2014, στην ηλικία των 70 ετών, αδίκημα που αφορούσε σε άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την Ποινική Υπόθεση αρ. 23077/15, η οποία καταχωρίστηκε στις 21.10.2015, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, αυτός επιτέθηκε παράνομα και άσεμνα εναντίον της [.], δηλαδή την άρπαξε από τα μάγουλα και προσπάθησε να τη φιλήσει στα χείλη. Η [..] ήταν ηλικίας 16 ετών.
Στις 14.12.2018, τρία και πλέον χρόνια μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, εξεδόθη η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στη βάση της οποίας ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αυτός ήταν ελεύθερος και ουδεμίαν άλλη παράνομη συμπεριφορά επέδειξε. Στις 7.2.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 2 μηνών. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, ορθά έλαβε προς όφελος του Εφεσείοντα τους ακόλουθους μετριαστικούς παράγοντες:
1. Το λευκό του ποινικό μητρώο. Καταγράφεται στην απόφαση πως αυτός ήταν νομοταγής πολίτης, ο οποίος ήλθε αντιμέτωπος με το Νόμο για πρώτη φορά στη ζωή του στην ηλικία των 70 ετών ενώ κατά την επιβολή της ποινής ήταν 75 ετών περίπου.
2. Ότι η συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά του ήταν μεμονωμένη.
3. Τα προβλήματα υγείας του, τα οποία χαρακτήρισε πολύ σοβαρά. Καταγράφεται στην απόφαση πως αυτός θα πρέπει να υποβληθεί αμέσως σε βλεφαροπλαστική. Περαιτέρω, «. Ότι κάνει συστηματική χρήση συσκευής μη επεμβατικού μηχανισμού αερισμού κατά τη διάρκεια του ύπνου επειδή πάσχει από το σύνδρομο αποφρακτικής άπνοιας του ύπνου. Μετά το θάνατο της συζύγου του παρουσιάζει κατάθλιψη. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του, λαμβάνει επί καθημερινής βάσεως συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή».
4. Τις ιδιαιτέρες προσωπικές του περιστάσεις αφού ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση «. πρόκειται για οικογενειάρχη, πατέρα 2 ενήλικων παιδιών και παππού 5 εγγονιών, που καθόλη τη διάρκεια της ζωής του εργαζόταν έχοντας ως μέλημα του την συνεισφορά στη δημόσια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στην μακρά προσφορά του στην εκπαίδευση και στην κοινωνία γενικότερα».
5. Την καθυστέρηση τόσο στην καταχώριση της ποινικής υπόθεσης όσο και στην εκδίκαση της.
Ο Γενικός Εισαγγελέας στις 20.2.2019 εφεσίβαλε την ποινή φυλάκισης των 2 μηνών ως έκδηλα ανεπαρκή. Ο Εφεσείων αποφυλακίστηκε στις 19.3.2019 με προεδρική χάρη. Η Έφεση όμως συνέχιζε να εκκρεμεί μέχρι και τις 6.12.2019 όταν ο Γενικός Εισαγγελέας την απέσυρε. Πριν όμως αποσυρθεί, και συγκεκριμένα στις 12.3.2019, το Εφετείο, με άλλη σύνθεση, ανέφερε, παρεμπιπτόντως, ότι επρόκειτο περί υποθέσεως ήσσονος σημασίας.
Στις 21.3.2019, δηλαδή δύο ημέρες μετά την αποφυλάκιση του Εφεσείοντα, με προεδρική χάρη, ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε μονομερή αίτηση η οποία βασιζόταν κυρίως στο Άρθρο 53 (1), (5) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, Ν. 91(Ι)/2014. Με την εν λόγω αίτηση, αξίωνε διάταγμα του Δικαστηρίου για παραπομπή του Εφεσείοντα σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας για χρονικό διάστημα που θα καθόριζε το Δικαστήριο. Να σημειώσουμε εδώ πως η Αρχή Εποπτείας έχει δικαιοδοσία επί ατόμων τα οποία παραπέμπονται από τα Δικαστήρια σ΄ αυτήν για εποπτεία, είτε δυνάμει του Άρθρου 14(1) (γ) είτε δυνάμει του Άρθρου 53 του πιο πάνω Νόμου. Πρόκειται για διατάγματα που εκδίδονται κατ΄ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας των Δικαστηρίων (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ν.Ν., Ποινική Έφεση αρ. 69/17, απόφαση ημερ. 5.12.2017).
Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του κ. Παναγιώτη Τσολιά, Αρχιδεσμοφύλακα στο Τμήμα Φυλακών. Καταγράφεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ανάμεσα σ΄ άλλα, πως η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ήταν αναγκαία για να αποφευχθεί η διάπραξη στο μέλλον παρόμοιου αδικήματος και ότι «. Η δε στάση του κατάδικου απέναντι στο αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε, ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη αυτού και η εξαιρετική σοβαρότητα του, συνηγορούν υπέρ της πιθανότητας να διαπράξει παρόμοιας φύσεως αδικήματα και υπέρ την ανάγκης να προστατευθούν άλλα παιδιά». Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτεται και έκθεση ειδικού ψυχολόγου, ημερ. 14.3.2019 (δηλαδή ημερομηνίας πριν από την αποφυλάκιση του Εφεσείοντα), στην οποία καταγράφεται ότι ο Εφεσείων κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του παρουσίασε καλή συμπεριφορά τόσο απέναντι στους συγκρατούμενους του όσο και απέναντι στο προσωπικό. Καταγράφεται ακόμη ότι αυτός δεν φάνηκε να αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα. Επειδή όμως αυτός φάνηκε να παρουσιάζει «χαρακτηρολογικά στοιχεία που ικανοποιούν τη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας», κρίθηκε ότι θα ήταν ωφέλιμη η παροχή σ΄ αυτόν ψυχολογικής φροντίδας «στοχευμένης στην αντιμετώπιση της ναρκισσιστικής συμπτωματολογίας του ούτως ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί καλύτερα τον εαυτό του και τις σχέσεις με τους γύρω του και να αποτραπεί στο μέλλον ο κίνδυνος εκδήλωσης εκ μέρους του συμπεριφορών οι οποίες να δημιουργούν συνθήκες επανάληψης αξιόποινων πράξεων παρόμοιων με αυτές που οδήγησαν στη φυλάκιση του».
Η ευπαίδευτη δικηγόρος που εκπροσώπησε τον Γενικό Εισαγγελέα, αντιλαμβανόμενη προφανώς ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα χωρίς να ακουστεί και η άλλη πλευρά, ζήτησε χρόνο για να επιδώσει την αίτηση, και το Δικαστήριο έδωσε τις ανάλογες οδηγίες. Η Αίτηση επεδόθη και ο Εφεσείων, τότε Καθ΄ ου η Αίτηση, καταχώρισε, μέσω συνηγόρου, στις 11.5.2019 ένσταση η οποία βασιζόταν σε δέκα λόγους. Ανάμεσα σ΄ αυτούς υπήρχαν λόγοι ότι η εν λόγω αίτηση ήταν Νόμω και Ουσία αβάσιμη, ότι δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του Νόμου, ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε ήταν μεγάλο και ότι δεν προέκυπτε κίνδυνος επανάληψης άλλων αδικημάτων. Η ένσταση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του ίδιου του Εφεσείοντα. Σ΄ αυτήν γινόταν αναφορά και στα όσα το Εφετείο (με διαφορετική σύνθεση) είπε στις 12.3.2019, στα πλαίσια εκδίκασης της Έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα κατά της επιβληθείσας ποινής, και για τα οποία έχουμε ήδη κάνει αναφορά. Ακολούθησαν αιτήσεις για τροποποίηση της νομικής βάσης της ένστασης, για τροποποίηση των λόγων ένστασης, για καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, και άλλα στα οποία δεν χρειάζεται να κάνουμε αναφορά.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 10.1.2020 έκανε δεκτή την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και εξέδωσε διάταγμα για παραπομπή του Εφεσείοντα σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας για 3 χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης του. Εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Ο Εφεσείων, με 18 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν στη διαδικασία που ακολούθησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά δεν χρειάζεται να επικεντρωθούμε σ΄ αυτούς. Θα σημειώσουμε απλώς πως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις ακόλουθες θέσεις του Εφεσείοντα:
(α) Ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε και προωθήθηκε για αλλότριους/εκδικητικούς σκοπούς.
(β) Ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε έφερε τον Εφεσείοντα σε μειονεκτική θέση.
(γ) Ότι υπήρχε δεδικασμένο ενόψει της καταδίκης του στην Ποινική Υπόθεση αρ. 23077/15.
(δ) Ότι τα έγγραφα που είχαν επισυναφθεί ως τεκμήρια σε ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση, ήταν αντικανονικά γιατί δεν είχαν απαριθμηθεί με καθαρότητα με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση και ασάφεια.
Το Άρθρο 53, εδάφια (1) - (3) του πιο πάνω Νόμου, έχει ως εξής:
«53.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία, για την έκδοση διατάγματος παραπομπής σε εποπτεία από την Αρχή Εποπτείας για χρονικό διάστημα που θα καθορίσει το δικαστήριο, προσώπου το οποίο έχει καταδικασθεί για αδικήματα σεξουαλικής φύσης κατά παιδιών εντός του εδάφους της Δημοκρατίας ή στο εξωτερικό και για το οποίο δεν έχει παραγραφεί το αδίκημα από το ποινικό του μητρώο και το οποίο είτε εκτίει ποινή φυλάκισης είτε έχει αποφυλακιστεί εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφόσον κρίνει αυτό αναγκαίο για την προστασία παιδιών από την διάπραξη αδικημάτων τα οποία προνοούνται στον παρόντα Νόμο.
(2) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(3) Το δικαστήριο δύναται, κατά την λήψη απόφασης δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, να λαμβάνει υπόψη μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
(α) Tην πιθανότητα ο καταδικασθείς να αποτελεί κίνδυνο για διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(β) τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε,
(γ) το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος ή των αδικημάτων,
(δ) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά το χρόνο καταδίκης του,
(ε) την ηλικία του καταδικασθέντος κατά τη διάπραξη του αδικήματος,
(στ) οποιαδήποτε άλλη καταδίκη για αδικήματα παρόμοιας φύσης,
(ζ) κατά πόσο εκκρεμεί ποινική διαδικασία εναντίον του καταδικασθέντος για παρόμοιας φύσης αδίκημα, και
(η) τις απόψεις της Αρχής Εποπτείας.»
(Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)
Καθίσταται σαφές από τις πιο πάνω πρόνοιες, πως ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να καταχωρίσει αίτηση για την έκδοση τέτοιου διατάγματος, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Καταδίκη εν ισχύι προσώπου για σεξουαλικής φύσεως αδίκημα κατά παιδιού, και
(β) Ο καταδικασθείς να εκτίει ποινή φυλάκισης ή να έχει αποφυλακιστεί εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ κάνει αναφορά στην απόφαση του ότι η εξουσία και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, για έκδοση διατάγματος εποπτείας δυνάμει του Άρθρου 53 του Νόμου, ξεκινά μετά την καταδίκη, εντούτοις δεν φαίνεται να είχε εξετάσει την άλλη προϋπόθεση για την υποβολή της αίτησης, για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Ήταν ηλίου φαεινότερον πως εν προκειμένω ο καταδικασθείς δεν εξέτιε ποινή φυλάκισης κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης αλλά ούτε είχε αποφυλακιστεί εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης του πιο πάνω Νόμου. Συνεπώς, ήταν αδικαιολόγητη η καταχώριση της αίτησης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Δικαιολογημένα ο Εφεσείων με τον πρώτο λόγο έφεσης αναφέρει πως δεν μπορούσε εν προκειμένω να είχε εφαρμογή το Άρθρο 53 του Νόμου. Συνεπώς η ΄Εφεση θα πρέπει να πετύχει και επιτυγχάνει. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους ουσιαστικά αμφισβητείται ότι η έκδοση του διατάγματος εποπτείας ήταν «αναγκαία για την προαγωγή των σκοπών του Νόμου 91(Ι)/2014», ως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε.
Το εκδοθέν διάταγμα παραπομπής ημερ. 10.1.2020 ακυρώνεται.
Επιδικάζονται προς όφελος του επιτυχόντος Εφεσείοντα €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.. Στο εν λόγω ποσό συμπεριλαμβάνονται τόσο τα πρωτόδικα όσο και τα κατ΄ έφεσιν έξοδα.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.