ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2023:3
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 24/2020)
26 Ιανουαρίου, 2023
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Α. Τ.
Εφεσείων,
ν.
Π. Χ.
Εφεσίβλητης,
---------
Κα Αλ. Καρλσιάδου για Π. Κλεοβούλου, για τον εφεσείοντα
Μ. Β. Βασιλειάδης για Μ. Βασιλειάδης ΔΕΠΕ, για τον αιτητή στην αίτηση έρευνας ημερ. 2/7/2018
-------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η κρινόμενη έφεση αφορά απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου (πρωτόδικο Δικαστήριο) σε αίτηση έρευνας η oποία καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντα, από τον πρώην δικηγόρο του κ. Μ. Βασιλειάδη για πληρωμή των εξόδων του, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά από ψήφιση καταλόγου εξόδων, στο ποσό των €6,797,70 πλέον ΦΠΑ.
Με την αίτηση για εξέταση της οικονομικής κατάστασης του εφεσείοντα εκφραζόταν η πίστη και πεποίθηση ότι μπορεί να καταβάλλει το ποσό των €500 μηνιαίως ή όπως το περιόρισε με την αγόρευση του σε εκείνο των €200 μηνιαίως. Αντίθετα, ο εφεσείων με την ένσταση την οποία καταχώρησε επικαλέστηκε οικονομική αδυναμία πληρωμής του χρέους του. Παραδεχόταν ότι ήταν λήπτης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (ΕΕΕ) εκ ποσού €297,70 και επιδόματος μονογονέα, εκ ποσού €182,72, όμως προέβαλε ότι πέραν τούτου δεν διέθετε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα. Είναι άνεργος λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει και παρουσίασε προς τούτο ιατρικά πιστοποιητικά.
Είναι διαζευγμένος και έχει τη φύλαξη και φροντίδα του υιού του, ετών 17, η οποία έχει ανατεθεί σε αυτόν δυνάμει δικαστικού διατάγματος, ενώ η πρώην σύζυγος του διατάχθηκε να καταβάλλει ως συνεισφορά στη διατροφή του υιού τους, το ποσό των €200 μηνιαίως. Υποχρέωση την οποία δεν εκπληρώνει με συνέπεια, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η οικονομική του κατάσταση.
Είναι οφειλέτης δυο δανείων σε πιστωτικό ίδρυμα, τα οποία έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα λόγω αδυναμίας καταβολής των δόσεων, ενώ οφείλει και άλλα ποσά προς την Κυπριακή Δημοκρατίας ως ποινές προστίμου, τα οποία λόγω της τραγικής οικονομικής του κατάστασης, ο Γ. Εισαγγελέας αποδέχθηκε την δια δόσεων πληρωμή τους.
Αντεξεταζόμενος δέχθηκε πως ασχολείται με την τέχνη του χορού από την ηλικία των έξι ετών, ότι εργαζόταν παλαιότερα ως χορογράφος - χοροδιδάσκαλος, και διέθετε σχολή χορού, η οποία όμως έκλεισε το 2013 όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση. Ότι χορεύει περιστασιακά για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Διατηρεί ακίνητη ιδιοκτησία στην οποί περιλαμβάνεται η κατοικία στην οποία διαμένει με τον υιό του, η οποία είναι όλη υποθηκευμένη σε τραπεζικά ιδρύματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση και εξέτασε τα προσκομισθέντα τεκμήρια, έκρινε ατεκμηρίωτη τη θέση του για αδυναμία καταβολής του χρέους του λόγω του ότι είναι ανίκανος για εργασία. Ως αποφάσισε, «τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατέθεσε ως τεκμήρια (τεκ. 1 και Στ) αναφέρονται κατά γενικό και αόριστο τρόπο σε ανικανότητα του προς εργασία». Έκρινε πως:
«...Με δεδομένο, όμως, ότι το επάγγελμα που ασκούσε είχε σχέση με το χορό, δραστηριότητα με την οποία, κατά τον ίδιο, εάν σταματήσει να ασχολείται καλύτερα να πεθάνει, κρίνεται ότι η δραστηριότητά του αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει μέσον αποκόμισης εισοδήματος. Ο ίδιος ανέφερε ότι με κάθε ευκαιρία χορεύει, όχι μόνο για προσωπικούς του σκοπούς, αλλά και σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις ή όπου αλλού προσκαλείται. Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα του να εξασκεί την απασχόλησή του με το χορό επιρρώνεται και από τη βεβαίωση του Δρ. Η. Νικολαϊδη ημερομηνίας 24.10.2017, που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. Συνάγεται, επομένως, από τα ως άνω ότι ο Καθ' ου η αίτηση δεν είναι ανίκανος για να ασκεί τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Το γεγονός ότι δεν επιδιώκει να λαμβάνει εισόδημα μέσω του χορού αποτελεί καθαρά δική του επιλογή.»
Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του κατώτατου μισθού ως τότε ίσχυε, θεώρησε πως ο εφεσείων εάν εργαζόταν ακόμη και με μερική απασχόληση, θα ήταν σε θέση να λαμβάνει εισόδημα ύψους €450 μηνιαίως.
Αφού έλαβε υπόψη ότι για την κάλυψη των βασικών του αναγκών, λαμβάνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα μονογονέα καθώς και διατροφή από την πρώην σύζυγο του για κάλυψη μέρους των εξόδων του υιού τους, και αφού έλαβε υπόψη τα έξοδα του τα αναγκαία προς συντήρηση όπως ο ίδιος τα παρέθεσε πλην του κονδυλίου των €120 για τηλέφωνο, έκρινε πως ο καθ' ου ήταν σε θέση να καταβάλλει το ποσό των €100 μηνιαίως χωρίς να επηρεάζεται η αξιοπρεπής διαβίωση του και εξέδωσε διάταγμα καταβολής του από την 1/2/2020.
Η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι πλήττουν το εύρημα για ικανότητα του εφεσείοντα για εργασία. Ο τρίτος λόγος χαρακτηρίζει εσφαλμένη την επιδίκαση εξόδων στην κλίμακα €100,000-500,000. Ο τέταρτος λόγος προσβάλλει την ορθότητα δεύτερης απόφασης, ημερ. 26/8/2020 με την οποίαν ενώ εδόθη παράταση χρόνου για καταχώρηση της κρινόμενης έφεσης, ωστόσο ο εφεσείων, ενώ επέτυχε, καταδικάστηκε στα έξοδα της διαδικασίας.
Με τον πρώτο λόγο, ο εφεσείων διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα παραγνώρισε ότι η λήψη του επιδόματος του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, από τον Καθ' ου συνιστά τεκμήριο οικονομικής αδυναμίας και η πρωτόδικη απόφαση ουδόλως αιτιολογεί γιατί δεν προσμέτρησε αυτό το στοιχείο κατά την αξιολόγηση των δεδομένων, τα οποία ετέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο εσφαλμένα αφίσταται των λεχθέντων στην υπόθεση Α. Στυλιανού ν. Αριστείδη Χ. Ανδρεάδη (2005) 1 ΑΑΔ 502.»
Ως αιτιολογία του λόγου τούτου υπογραμμίζεται πως η οικονομική αδυναμία του εφεσείοντα είναι δεδομένη και διαπιστωμένη από την αρμόδια αρχή η οποία προέκυψε μετά από ενδελεχή έρευνα των λειτουργών της εν λόγω αρχής. Η ίδια επιχειρηματολογία αναπτύσσεται και στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία τεκμηρίου ανικανότητας προς εργασία από το γεγονός της λήψης ΕΕΕ. Η αδυναμία του εφεσείοντα, συνεχίζει η εισήγηση, βασίζεται στα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία παρουσίασε στο Δικαστήριο και δυνάμει αυτών οι αρμόδιες αρχές αναγνώρισαν την ανικανότητα του για εργασία. Η παροχή δημόσιου βοηθήματος είναι προϊόν της έρευνας της αρμόδιας αρχής και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι είναι ανίκανος για εργασία, αντιφάσκει με το αποτέλεσμα της έρευνας της αρμόδιας αρχής. Θεωρείται από το συνήγορο του αιτητή σφάλμα του Δικαστηρίου να μην αξιολογήσει το γεγονός αυτό και να αποστεί των ευρημάτων-συμπερασμάτων του αρμόδιου Γραφείου Ευημερίας.
Η ανωτέρω εισήγηση/θέση απορρίπτεται από τον κ. Βασιλειάδη, ο οποίος υποδεικνύει πως ουσιαστικά με τον πρώτο λόγο έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντα, ζητά υποκατάσταση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την απόφαση Κρατικών Λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κατά τη διεργασία της λήψης της απόφασης του, υπόψη του το ποσό του ΕΕΕ και του επιδόματος μονογονέα, υπενθυμίζοντας πως
«..με βάση την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 82 του Κεφ.6 [Ν.109(Ι)/2018], κατά την εξέταση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, εκτός εάν το χρέος οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής, δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο οποιοδήποτε ποσό το οποίο ο εν λόγω οφειλέτης λαμβάνει ως δημόσιο βοήθημα, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, φοιτητικό επίδομα ή χορηγία ή σύνταξη.»
Αυτό το κατέγραψε, όχι για να μη το λάβει καθόλου υπόψη (όπως εισηγείται ο κ. Βασιλειάδης) αλλά για να μην το εντάξει στα εισοδήματα του εφεσείοντα.
Κρίνουμε το σχετικό λόγο αβάσιμο και απορριπτέο.
Η λήψη δημοσίου βοηθήματος όπως το ΕΕΕ μπορεί να μην αποτελεί ένδειξη ευμάρειας αλλά σίγουρα δεν μπορεί άνευ άλλου τινός να εκληφθεί ως τεκμήριο ανικανότητας για εργασία, σε υποθέσεις ενώπιον Δικαστηρίου. Δεν παραγνωρίζουμε πως η παροχή δημόσιου βοηθήματος προϋποθέτει εξέταση διαφόρων παραγόντων και προϋποθέσεων ικανών να αποτελέσουν ένδειξη μη οικονομικής ευρωστίας. Όμως, η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία δύναται μέσω της αντεξέτασης και της λοιπής μαρτυρίας να αποκαλύψει στοιχεία μιας διαφορετικής εικόνας από εκείνη που αποκαλύπτουν τα πιστοποιητικά και στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γραφείο Ευημερίας.
Η απόφαση Στυλιανού (ανωτέρω) της οποίας γίνεται επίκληση από το συνήγορο του εφεσείοντα δεν προωθεί τη θέση πως η λήψη του δημοσιου βοηθήματος, συνιστά αμάχητο τεκμήριο οικονομικής ένδειας, αλλά θα λέγαμε προσέθετε στα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο σε τέτοιου είδους διαδικασίες έχει ευρεία εξουσία εξέτασης των οικονομικών δυνατοτήτων ενός εξ' αποφάσεως χρεώστη.
Λέχθηκε στην ανωτέρω απόφαση ότι
«...Τα επιδόματα που παίρνουν οι εφεσείουσες από το Γραφείο Ευημερίας, χορηγούνται για την κάλυψη βασικών αναγκών οι οποίες χωρίς την καταβολή των επιδομάτων δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν. Αυτό ακριβώς το γεγονός, αποτελεί σημαντικό τεκμήριο οικονομικής αδυναμίας που διαπιστώθηκε προφανώς ύστερα από έρευνα λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας. Η εξέταση πρωτοδίκως δεν έφερε στο φως στοιχεία αποκαλυπτικά άλλης καλύτερης οικονομικής κατάστασης που θα δικαιολογούσε την έκδοση των διαταγμάτων ως η εκκαλούμενη απόφαση.
Έχουμε την άποψη ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων θα επηρεάσει δυσμενώς την ικανότητα των εφεσειουσών να αντιμετωπίσουν βασικές ανάγκες των ιδίων και αναφορικά με την εφεσείουσα Λουκία Στυλιανού, της οικογένειάς της. Βλ. Λαϊκή Τράπεζα ν. Θεοχάρη Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. 536.»
Σημειώνουμε πως τονίστηκε στην ανωτέρω απόφαση πως η εξέταση πρωτοδίκως δεν έφερε στο φως στοιχεία αποκαλυπτικά άλλης καλύτερης οικονομικής κατάστασης, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο διαφοροποίησης της κατάστασης, μετά από την εξεταστική διαδικασία που προνοείται στο Μέρος ΙΧ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Άλλωστε εάν το γεγονός της λήψης ΕΕΕ αποτελούσε τεκμήριο ανικανότητας προς εργασίας και προς πληρωμή οιουδήποτε ποσού, τότε το έργο του Δικαστηρίου θα αντικαθίστατο από την έρευνα των λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο, ο οποίος είναι συναφής με τον πρώτο και αποτελούν τον πυρήνα των παραπόνων του εφεσείοντα, χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου, να κρίνει τον εφεσείοντα ικανό για εργασία, παραβλέποντας τα ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία επισύναψε με την ένσταση του καθως και το τεκμ. ΣΤ το οποίο με παρέμβαση του Δικαστηρίου κατέθεσε κατά την αντεξέταση του.
Έχουμε ανωτέρω καταγράψει τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έκρινε πως τα ιατρικά πιστοποιητικά, ιδίως εκείνο ημερ. 24/10/17 συνιστά επίρρωση της θέσης του αιτητή, ότι ο εφεσείων μπορεί να εργάζεται.
Αναφέρει το σχετικό πιστοποιητικό:
«Παρακολουθώ τον ως άνω από 16/8/17 και επί συστηματικής βάσεως μέχρι και σήμερα. Βρίσκεται σε αντικαταθλιπτικά. Πρόκειται για άτομο με ναρκισσιστική συμπεριφορά με πολύ χαμηλή ανοχή στις πιέσεις και στην επίλυση προβλημάτων.
Σαν αποτέλεσμα του ιδιόρρυθμου χαρακτήρος του περιπίπτει συχνά σε μελαγχολία και γίνεται δυσλειτουργικός σε επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο. Βρίσκεται σε αγωγή.
Μπορεί να εξασκεί τις ευχάριστες απασχολήσεις του (χορός, ψάρεμα).
Επανεκτίμηση αρχές Μαρτίου. Συνυπάρχουν τα ορθοπεδικά του προβλήματα που περιπλέκουν την εικόνα.»
Είναι σαφές από το περιεχόμενο του ανωτέρω πιστοποιητικού πως η σύσταση του θεράποντος ιατρού για εξάσκηση των ευχαρίστων απασχολήσεων του ήτοι χορός, ψάρεμα, παρέμπεπε στην ενασχόληση με τις δραστηριότητες αυτές ως μέσου ψυχαγωγίας και όχι ικανότητας για εργασία. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως το περιεχόμενο του πιστοποιητικού δεν μιλά με σαφήνει για ανικανότητα εργασίας. Όμως: Υπάρχει η γνώμη του πως: «.σαν αποτέλεσμα του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα του περιπίπτει συχνά σε μελαγχολία και γίνεται δυσλειτουργικός σε επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο (η έμφαση είναι του Εφετείου).
Πέραν τούτου η ιατρική βεβαίωση ημερ. 3/8/2018 (Δρ. ΧατζηΒασίλη) ρητά αναφέρεται σε ανικανότητα για εργασία για χρονικό διάστημα έξι μηνών συνεπεία των εκδηλώσεων κατάθλιψης και χαρακτηριολογικής διαταραχής. Τα ίδια συμπτώματα διαπίστωσε ο ίδιος ψυχίατρος στο πιστοποιητικό ημερ. 12/9/2019 που ετοίμασε για σκοπούς συνέχισης λήψης του ΕΕΕ και κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως τεκμ. ΣΤ, στο οποίο ο ιατρός αποφαίνεται ότι είναι ανίκανος για εργασία για ένα έτος. Την ως άνω ιατρική βεβαίωση τεκμ. ΣΤ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε να εξετάσει και συνεκτιμήσει μαζί με τα υπόλοιπα, τα οποία παρουσιάζουν τον εφεσείοντα ως πάσχοντα από ψυχικά προβλήματα τα οποία του δημιουργούν δυσλειτουργία στην εργασία.
Δεν μας διαφεύγει ότι ο χορός, ο οποίος συστήθηκε ως ενασχόληση από τον θεράποντα ιατρό του, αποτελούσε και το επάγγελμα του εφεσείοντα. Όμως και το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, πως όπως ο εφεσείων ανέφερε, περιστασιακά μπορούσε να λάβει μέρος και να χορέψει αμισθί σε κάποια φιλανθρωπική εκδήλωση.
Κρίνουμε πως υπό το φως των ιατρικών δεδομένων που είχε ενώπιον του, δεν μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε. Κρίνουμε πως με τις δεδομένες συνθήκες, ο εφεσείων δεν ήταν ικανός για εργασία και εν όψει ανυπαρξίας άλλου εισοδήματος, ο δεύτερος λόγος πετυχαίνει και η έκδοση του επίδικου διατάγματος ακυρώνεται.
Η επιτυχία του λόγου τούτου συμπαρασύρει και τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος αφορά τα έξοδα της διαδικασίας δεδομένου πως με την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος, παραμερίζεται και η διαταγή για έξοδα. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επιδικάσουμε έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του εφεσείοντα, καθόσον ο αιτητής (Μ. Β. Βασιλειάδης) υπό τις δεδομένες περιστάσεις είχε κάθε δικαίωμα να επιζητήσει την είσπραξη των εξόδων του.
Με τον τέταρτο λόγο, ο εφεσείων μέμφεται το Δικαστήριο πως εσφαλμένα επεδίκασε έξοδα εναντίον του, στην αίτηση ημερ. 21/2/2020.
Με την εν λόγω αίτηση, ο εφεσείων ζήτησε μονομερώς παράταση του χρόνου καταχώρησης της κρινόμενης έφεσης. Η αίτηση, με οδηγίες του Δικαστηρίου επιδόθηκε, ο κ. Βασιλειάδης έφερε ένσταση και το Δικαστήριο κατόπιν ακρόασης, ενέκρινε το αίτημα. Ο εφεσείων παραπονείτο, πως εφόσον είχε επιτυχή για εκείνον κατάληξη η αίτηση, έπρεπε ως επιτυχών διάδικος να εισπράξει και όχι να πληρώσει έξοδα.
Η εισήγηση είναι λανθασμένη και ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά στάθμισε το γεγονός της εκτροπής της διαδικασίας ενόψει της μη έγκαιρης καταχώρησης έφεσης και παραπέμποντας στην απόφαση Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 ΑΑΔ 140, κατάληξε πως
«Συνεκτιμώντας όλα τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας και αντισταθμίζοντας την αναστάτωση στα δικαιώματα του καθ' ου η αίτηση όπως διαμορφώθηκαν μετά την εκπνοή της προθεσμίας και την συνακόλουθη εκτροπή από την αρχή της τελεσιδικίας, αφενός, με το μικρό χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της εκπνοής του χρόνου και της υποβολής αίτησης για παράταση σε συνδυασμό με τις εξηγήσεις που δόθηκαν για την καθυστέρηση, αφετέρου, κρίνουμε το αίτημα δικαιολογημένο. Δικαιούται όμως ο εφεσίβλητος στα έξοδα της παρούσας διαδικασίας τα οποία οφείλονται αποκλειστικά στην παράλειψη του αιτητή να συμμορφωθεί με τη Δ.35 Θ.2.»
Συνακόλουθα: Ενόψει της επιτυχίας του δεύτερου λόγου έφεσης το εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα έξοδα €700 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κασ