ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Η. Στεφάνου για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για Αιτητή Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Καθ' ου η Αίτηση CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-01-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Τ.Γ. ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 17/2022, 13/1/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D6

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                      ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.  17/2022

(i-justice)

                                      13 Ιανουαρίου, 2023

 

[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

― ― ― ― ―

 

ΚΑΤ' ΕΦΕΣΙΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ 27/2022

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

                                                          ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

                                                          ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Τ.Γ. ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION

 

                                                          ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/2/2022

 

 

 

------------------

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΔΕΕ) ΗΜΕΡ. 26.8.2022

 

----------------

 

Η. Στεφάνου για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για Αιτητή

 

Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Καθ' ου η Αίτηση

 

― ― ― ― ―

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Ο Αιτητής είναι κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση με αρ.  9362/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου  Λευκωσίας, στα πλαίσια της οποίας αντιμετωπίζει την κατηγορία της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του ’ρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154.  Του καταλογίζεται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα στις 30.9.2014, στις Βρυξέλλες, στο Βέλγιο.

          Προτού ο Αιτητής απαντήσει στο κατηγορητήριο, αμφισβήτησε, με επίκληση το ’ρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155,  την ύπαρξη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την εν λόγω υπόθεση.  Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε ότι το αδίκημα, με βάση το Βελγικό Δίκαιο, είχε ήδη παραγραφεί στη χώρα τέλεσης του και σύμφωνα με την αρχή του διπλού αξιόποινου «ne bis in idem», η οποία απαγορεύει την ποινική δίωξη προσώπου δεύτερη φορά, βάσει των ίδιων γεγονότων, για το ίδιο αδίκημα (βλ. Μπόμπολας ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας) Πολιτική Έφεση 239/2018 ημερ. 26.9.2019), ECLI:CY:AD:2019:A393 -  όπως αυτή διασφαλίζεται μέσω του ’ρθρου 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ) και του ’ρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - αυτός δεν θα έπρεπε να δικαστεί για τα ίδια πραγματικά γεγονότα από οποιοδήποτε Εθνικό Δικαστήριο, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

 

Με Ενδιάμεση Απόφαση του ημερομηνίας 18.2.2022, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση του Αιτητή, τονίζοντας ότι η αρχή «ne bis in idem» δεν εφαρμόζεται αυτόματα με μόνο το δεδομένο της παραγραφής ενός αδικήματος, αλλά αυτή ενεργοποιείται μέσω έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης η οποία να αθωώνει τον κατηγορούμενο λόγω παραγραφής του αδικήματος, που εν προκειμένω δεν υπάρχει.

 

          Ο Αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, με την Μονομερή Αίτηση με αρ. 27/2022, επιζητώντας την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της εν λόγω Eνδιάμεσης Aπόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως και Διατάγματος Prohibition το οποίο να απαγορεύει στο πρωτόδικο Δικαστήριο από του να προχωρήσει στην εκδίκαση της Ποινικής Υπόθεσης ενώπιον του.

 

          Ο αδελφός Δικαστής με την Aπόφαση του ημερ. 20.7.2022, απέρριψε την Μονομερή Αίτηση, τονίζοντας ότι:

 

 «.. η εν προκειμένω ενωσιακή και άλλη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν με ενδελέχεια οι δικηγόροι του Αιτητή, δεν φαίνεται να υποστηρίζει πως η παραγραφή του αδικήματος δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας θα πρέπει να οδηγήσει σε κρίση για παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

        Απεναντίας, το απόσταγμα της περί ης ο λόγος νομολογίας κατατείνει στο ότι η αρχή ne bis in idem προϋποθέτει ως απαραίτητο συστατικό για την επί του πεδίου εφαρμογή της, το αναγκαίο ύπαρξης αμετάκλητης και τελικής δικαστικής απόφασης (περί αθώωσης, απαλλαγής ή καταδίκης του κατηγορούμενου), αλλά και παράλληλης με την απόφαση αυτή, αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, με τον όρο δικαστική απόφαση, να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις όπου, δίχως τη σύμπραξη Δικαστή επέρχεται αποδεκτός ποινικός συμβιβασμός μεταξύ της αρμόδιας επί τούτω δημόσιας αρχής - όπως λόγου χάριν του εντεταλμένου εισαγγελέα που συμμετέχει και συμπράττει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην οικεία εθνική έννομη τάξη (με τους εισαγγελικούς όρους που επιβάλλονται στον υπαίτιο να έχουν και χαρακτήρα κύρωσης που εκτελείται με την εκπλήρωση τους) - και του κατηγορούμενου που βρίσκεται αντιμέτωπος με υπαρκτό κίνδυνο καταδίκης (AB and Others [2021] EUECJ C-203/20, Βpost SA v. Authorité Belge de la Concurrence [2021] E UECJ C-117/20, Zolotukhin v. Russia [2009] ECHR 252, Turansky [2008] EUECJ C-491/07, Van Esboeck [2006] EUECJ C-436/04, Gasparini and Others [2006] EUECJ C-467/04, Μiraglia [2005] EUECJ C-469/03, Gozutok and Brugge [2003] ECRI-1345 C-187/01 και C-385/01).

 

............................

Η θέση του Αιτητή προσδίδει στα μέρη - με άλλα λόγια στα μέρη και στους εκπροσώπους τους - θεσμική δυνατότητα που δεν έχουν, και που δεν είναι άλλη από εκείνη που προδιαγράφει η προειρημένη νομολογία για όσα ενδιαφέρουν στην τωρινή διαδικασία, και δη ότι για εφαρμογή της αρχής ne bis in idem απαιτείται, κατά περίπτωση, θεσμική δικαστική ή και εισαγγελική απόφαση για την αντιμετώπιση του κατηγορούμενου εντός των προβλεπόμενων (εθνικών και ενωσιακών) νομοθετικών, κανονιστικών και νομολογιακών μηχανισμών στη χώρα τέλεσης (και παραγραφής) του καθ' υπόθεσιν εγκλήματος.

        Οι διάδικοι δεν μπορούν να δώσουν σε Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας δικαιοδοσία που τούτο δεν έχει (Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Σοφοκλέους, Π.Ε. 513/12, ημ. 18.1.16, ECLI:CY:AD:2016:A20, Κούρου ν. Κόνου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764, Michaelides v. Gregoriou and Others(1988) 1 C.L.R88, 93-95).

        Ούτε εξουσίες και αρμοδιότητες που δεν προβλέπονται στον νόμο.

        Και στη νομολογία.

        Κατά συνέπεια, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες, να αναλάβει δικαιοδοσία και να περιβληθεί εξουσιών και αρμοδιοτήτων που θα του επέτρεπαν να μετατρέψει σε και εξομοιώσει τα πραγματικά γεγονότα με δικαστική ή εισαγγελική απόφαση απαλλαγής, αθώωσης ή καταδίκης του Αιτητή.

        Καμιά από τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμφθηκα από τον Αιτητή, ή από εκείνες που εντόπισα κατά τη μελέτη μου, δεν επικουρεί τον ισχυρισμό του Αιτητή περί της δικαιοδοτικής επενέργειας που τούτος αποδίδει στα παραδεκτά γεγονότα.»

 

          Η εν λόγω Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε με την παρούσα Έφεση, στα πλαίσια της οποίας υποβλήθηκε από τον Αιτητή η υπό κρίση Αίτηση, δυνάμει του ’ρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Προδικαστική Παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (ΔΕΕ), των ακόλουθων ερωτημάτων:

 

«1. Τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 54 της Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας του Σέγκεν, σε περίπτωση που το δικαστήριο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  εδώ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναλαμβάνει να εκδικάσει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που κατ' ισχυρισμό τελέστηκε σε άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εδώ του Βελγίου, αδίκημα το οποίο, βάσει του δικαίου της χώρας τέλεσης, έχει ήδη παραγραφεί κατά την ημερομηνία καταγγελίας και έναρξης της εκδίκασης της υπόθεσης;

 

2.  Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι θετική, σε περίπτωση που αποτελεί παραδεκτό γεγονός απ' όλα τα διάδικα μέρη της ποινικής διαδικασίας στη χώρα εκδίκασης της υπόθεσης ότι, το εν λόγω αδίκημα έχει παραγραφεί, βάσει του δικαίου που ισχύει στη χώρα τέλεσης του αδικήματος, είναι απαραίτητη, με δεδομένο ότι η παραπονούμενη  δεν κατήγγειλε την υπόθεση στις αρχές της χώρας τέλεσης, η ύπαρξη /κατάθεση δικαστικής/εισαγγελικής απόφασης της χώρας τέλεσης του αδικήματος που να επιβεβαιώνει την παραγραφή ή, από την άλλη, η αποδοχή αυτού του παραδεκτού γεγονότος από την Κατηγορούσα Αρχή και την Υπεράσπιση ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου είναι αρκετή για την απαλλαγή του κατηγορουμένου στη βάση της αρχής του  ne bis in idem;

 

          Περαιτέρω, ο Αιτητής αιτείται την αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέχρι την έκδοση απόφασης από το ΔΕΕ επί της πιο πάνω Προδικαστικής Παραπομπής.

 

          Η βασική θέση του Αιτητή, όπως προκύπτει από την Αίτηση, είναι πως σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η παραγραφή ενός αδικήματος βάσει του νόμου της χώρας τέλεσης ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να εξισωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, αν αυτό αποτελεί παραδεκτό γεγονός από τα διάδικα μέρη στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Εισηγείται περαιτέρω,  ότι το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί μια πρωτοεμφανιζόμενη έννομη κατάσταση, η οποία χρήζει αναλυτικότερης ερμηνείας από το ΔΕΕ.  Γι' αυτό,  υποστήριξε ότι είναι καθόλα επιθυμητή η έγκριση του επίδικου αιτήματος του για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ, προκειμένου να διευκρινιστεί κατά πόσο, το ’ρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης  και το ’ρθρο 54 της Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σέγκεν, καλύπτουν περιπτώσεις όπου: α)  το κατ' ισχυρισμό αδίκημα έχει παραγραφεί βάσει του δικαίου του τόπου τέλεσης του αδικήματος, χωρίς κατ' ανάγκη ο κατηγορούμενος να έχει πραγματικά αντιμετωπίσει τον κίνδυνο καταδίκης (λόγω παραγραφής) από την μη εμπρόθεσμη καταχώρηση παραπόνου από το παραπονούμενο πρόσωπο στη χώρα τέλεσης του αδικήματος, και β) παρά την απουσία δικαστικής/ή εισαγγελικής απόφασης που να επιβεβαιώνει την παραγραφή του κατ' ισχυρισμό αδικήματος, όλοι οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένου και του Γενικού Εισαγγελέα της χώρας εκδίκασης, αποδέχονται, ως αναντίλεκτο γεγονός, την παραγραφή του αδικήματος, βάσει του δικαίου της χώρας τέλεσης του αδικήματος.

 

          Ο σκοπός της Προδικαστικής Παραπομπής, σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, είναι να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου και η διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου σε όλα τα Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά ειδικότερα,  την εφαρμογή της αρχής του «ne bis in idem».  Η παρούσα Αίτηση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, εφόσον πρόκειται για ερμηνευτικό ζήτημα που συμβάλλει στην εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και αγγίζει τον πυρήνα της εκκρεμούσας Έφεσης.

  

          Αντίθετα, η θέση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως προβάλλει από την Ένσταση του, είναι ότι δεν τίθεται ζήτημα διευκρίνισης ή μη εφαρμογής ή πλημμελούς εφαρμογής ή παραβίασης Κοινοτικού Νόμου ή Κανόνα ή Οδηγίας από την Κυπριακή έννομη τάξη, αφού η αρχή «ne bis in ίdem»  έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το ΔΕΕ σε σωρεία αποφάσεων του, με τις οποίες έχει κριθεί ότι ο σκοπός του ’ρθρου 54  (ανωτέρω), είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ασκηθεί κατά προσώπου, το οποίο κάνει χρήση του δικαιώματος του για ελεύθερη κυκλοφορία, ποινική δίωξη για τα ίδια περιστατικά στο έδαφος περισσότερων του ενός κρατών μελών.  Επιπλέον, διασφαλίζει ότι δεν θα διωχθούν εκ νέου πρόσωπα κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για τα οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική ή εισαγγελική απόφαση. 

 

Είναι περαιτέρω, η εισήγηση της ευπαίδευτης  εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι κοινός παρονομαστής  της νομολογίας του ΔΕΕ επί της εφαρμογής της αρχής «ne bis in idem» είναι η ύπαρξη μιας απόφασης, δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής, η οποία περιλαμβάνει έρευνα και κρίση επί των επίδικων θεμάτων και/ή κατηγοριών,  με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι εξαλείφεται η ποινική αξίωση  της  πολιτείας  εναντίον  του κατηγορούμενου. Συνεπώς, κατέληξε, σύμφωνα με το δόγμα «acte clair», το Εθνικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να παραπέμψει ερώτημα, εφόσον η ορθή εφαρμογή και ερμηνεία της διάταξης του Ενωσιακού Δικαίου, είναι τόσο σαφής ή εμφανής, που δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης ή εύλογης υποψίας, ως προς τον τρόπο που θα πρέπει να ερμηνευθεί ή να απαντηθεί το επίδικο ερώτημα.

 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες Εθνικό Δικαστήριο  χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται ή υποχρεούται, αν είναι τελευταίου βαθμού, να παραπέμψει ζήτημα στο Δικαστήριο ως Προδικαστική Παραπομπή.  Η Προδικαστική Παραπομπή διέπεται από το ’ρθρο 267 της Συνθήκης το οποίο καθορίζει ότι με προδικαστική απόφαση το ΔΕΕ αποφαίνεται επί της ερμηνείας της Συνθήκης, του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών  οργάνων ή Οργανισμών της Ένωσης. Το Εθνικό Δικαστήριο αποστέλλει ερώτημα ακόμη και αυτεπαγγέλτως, έστω και αν το χρησιμοποιηθέν δικονομικό μέτρο από διάδικο είναι ελλιπές ή άκυρο, όπου το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώνει την προς τούτο αναγκαιότητα, εφόσον κρίνει ότι  το ανακύψαν ζήτημα είναι ουσιώδες και η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του κρίσης.  Στο ημεδαπό δίκαιο σχετικό είναι  το ’ρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, που στην ουσία επαναλαμβάνει τα πιο πάνω. 

 

          Το ’ρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ως ακολούθως:

 

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ΅ε προδικαστικές αποφάσεις: (α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών, (β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Δικαστήριο κράτους ΅έλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ' αυτού. Δικαστήριο κράτους ΅έλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους ΅έλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν."

 

Οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, έχουν ως ακολούθως:

 

«34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται ΅ε βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού.

(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον τον Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

 

          Το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση της Ολομέλειας  Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, (2017) 3 ΑΑΔ 327, ECLI:CY:AD:2017:C125, σελ. 336  είναι σχετικό:

 

  «Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire, όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 (1982) E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο. Η Κυπριακή σχετική νομολογία επί των θεμάτων της προδικαστικής παραπομπής έχει αναφερθεί και συνοψισθεί σε αρκετές αποφάσεις μεταξύ των οποίων η Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305 και Kristian Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013 κ.ά., ημερ. 8.9.2015.  Για το διαδικαστικό μέρος μιας παραπομπής έχει δημοσιευθεί ο προαναφερθείς  περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2008, κατά τον οποίο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας σχετική διαταγή παραπομπής είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αίτησης διαδίκου, εκθέτοντας σε Παράρτημα την παράκληση προς το Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής απόφασης εξειδικεύοντας το ερώτημα και όλα τα σχετικά στοιχεία που καθορίζονται στον Κανονισμό.» 

 

(βλ. F. R. Maximillian v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 06/2022, ημερομηνίας 31.5.2022)

 

 

Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία αμφότερων των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτή προβάλλει μέσα από τις γραπτές τους αγορεύσεις, αλλά και όσα προέβαλαν κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης.

 

Τα προδικαστικά ερωτήματα που διατυπώνονται στην υπό κρίση Αίτηση, αφορούν την ερμηνεία του ’ρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως και του ’ρθρου 54 της Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής «ne bis in idem» τα οποία, έχουν ως ακολούθως:

 

’ρθρο 50 - Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

 

«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».

 

’ρθρο 54 - Σύμβαση για την Εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν

 

«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη».

  
          Το ερώτημα που εγείρεται και το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει, είναι κατά πόσο η ερμηνεία των εν λόγω άρθρων, υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είναι ουσιώδης και η απόφαση από το ΔΕΕ επί του επίδικου ζητήματος, κρίνεται ως αναγκαία για την έκδοση της δικής του κρίσης στα πλαίσια της παρούσας Έφεσης. 

 

    Η απάντηση, είναι κατά την κρίση μας, αρνητική.

 

    Η αρχή «ne bis in idem» κατοχυρώνεται στο ’ρθρο 12.2 του Συντάγματος και απαντάται υπό τη μορφή ειδικών υπερασπίσεων στο ’ρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 (βλ. Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 494, Κονέ ν. Φλουρή κ.ά. (2015) 2 ΑΑΔ 80, ECLI:CY:AD:2015:B156, Γ. Μ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure in Cyprus (1975) στα ελληνικά, σελ. 157)

 

Όπως νομολογιακά αναγνωρίσθηκε, (ως ανωτέρω), το Εθνικό Δικαστήριο, έστω και αν είναι Δικαστήριο τελεσίδικου βαθμού, διατηρεί, στη βάση του δόγματος του  «acte clair», τη δυνατότητα να απορρίψει αίτημα για προδικαστική παραπομπή, όταν η ερμηνεία νομοθετικής διάταξης είναι τόσο προφανής, ή ακόμα, στη βάση του δόγματος «acte éclairé», όταν το ερώτημα που ανακύπτει, έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιώδες παρόμοιο ερώτημα και έχει ήδη απαντηθεί από το ΔΕΕ. 

 

Τέτοια, είναι κατά την κρίση μας και η παρούσα περίπτωση.  Αφενός διότι το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων (Αρ. 50 και 54) είναι ρητό, ξεκάθαρο και σαφές, αλλά και αφετέρου γιατί το ’ρθρο 54 που κατοχυρώνει την αρχή «ne bis in idem», η ερμηνεία του οποίου τίθεται υπό μορφή προδικαστικού ερωτήματος, έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ επί παρόμοιων ζητημάτων, κατά τρόπο που αποτελεί acte éclairé και συνεπώς δεν χρήζει ερμηνείας (βλ. Srl Cilfit (ανωτέρω) και Consiglio nazionale dei geologi και Autoritά garante della concorrenza e del mercato, απόφαση ημερ. 18.8.2013, C-136/12.)

 

Σχετικές είναι οι ακόλουθες αποφάσεις του ΔΕΕ επί του συγκεκριμένου ζητήματος:

 

Στην υπόθεση C-469/03 Filomeno Mario Miraglia, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι η αρχή «ne bis in idem», την οποία κατοχυρώνει το ’ρθρο 54 (ανωτέρω), δεν τυγχάνει εφαρμογής στην απόφαση των δικαστικών αρχών κράτους μέλους, με την οποία η υπόθεση κηρύσσεται περατωθείσα κατόπιν απόφασης του εισαγγελέα να μην συνεχίσει την ποινική δίωξη για τον λόγο και μόνο ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε άλλο κράτος μέλος, κατά του ίδιου κατηγορουμένου, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και χωρίς μάλιστα να πραγματοποιείται καμία αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών.   Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«33.  Η εφαρμογή όμως του άρθρου αυτού σε απόφαση περατώσεως της ποινικής διαδικασίας, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απόφαση, θα είχε ως αποτέλεσμα, αν όχι να εμποδίζει εξ ολοκλήρου, πάντως να δυσχεραίνει κάθε συγκεκριμένη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως, εντός των ενδιαφερομένων κρατών μελών, για την παράνομη συμπεριφορά που καταλογίζεται από τον κατηγορούμενο»

 

34.  Πρώτον, η εν λόγω απόφαση περατώσεως της διαδικασίας θα εκδιδόταν από τις δικαστικές αρχές κράτους μέλους χωρίς καμία αξιολόγηση της παράνομης συμπεριφοράς που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.  Δεύτερον, θα κινδύνευε να ματαιωθεί η κίνηση ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος για τα ίδια περιστατικά, μολονότι η άσκηση της διώξεως αυτής θα είχε αποτελέσει τον δικαιολογητικό λόγο για την παύση της ποινικής διώξεως εκ μέρους του εισαγγελέα του πρώτου κράτους  μέλους.  Το αποτέλεσμα αυτό θα προσέκρουε προδήλως στον ίδιο τον σκοπό των διατάξεων του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο οποίος διακηρύσσεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση ΕΕ, δηλαδή την επιδίωξη της Ένωσης «να διατηρήσει και αναπτύξει την Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά [..] την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας»

 

35.  Κατ' συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem, την οποία θέτει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση των δικαστικών αρχών κράτους μέλους με την οποία η υπόθεση κηρύσσεται περατωθείσα κατόπιν της αποφάσεως του εισαγγελέα να μη συνεχίσει την ποινική δίωξη για τον λόγο και μόνο ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε άλλο κράτος μέλος κατά του ίδιου κατηγορουμένου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, χωρίς μάλιστα να πραγματοποιείται καμία αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών.»

 

Το ΔΕΕ έχει περαιτέρω οριοθετήσει τι μπορεί να αποτελέσει αμετάκλητη δικαστική απόφαση.  Στην υπόθεση Gozutok and Brugge C-187-01 and C-385/01 απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα, ότι σε διαδικασίες συμβιβασμού όπως της υπόθεσης αυτής, όπου ο εισαγγελέας διακόπτει οριστικά την ποινική δίωξη μόλις ο κατηγορούμενος καταβάλει χρηματικό ποσό υπό μορφή τιμωρίας και υπό τον όρο ότι η απόφαση βασίζεται σε προσδιορισμό της ουσίας της υπόθεσης, εφαρμόζεται η αρχή «ne bis in idem» και κατά συνέπεια, η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης σε άλλη χώρα, για τα ίδια αδικήματα, εξαλείφεται οριστικά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι:

 

«27.  Οι διαδικασίες με τις οποίες εξαλείφεται η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης όπως είναι οι επίμαχες στις κύριες δίκες διαδικασίες, είναι οι διαδικασίες στις οποίες ο εισαγγελέας, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει συναφώς η οικεία εθνική έννομη τάξη, αποφασίζει να παύσει την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου, αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος αυτός έχει εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων καταλέγεται π.χ. η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού που έχει καθορίσει ο εισαγγελέας.

 

28.  Επομένως, επιβάλλεται κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, η ποινική δίωξη παύει κατόπιν αποφάσεως μιας δημόσιας αρχής που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εντός της οικείας εθνικής έννομης τάξης.

 

29.  Δεύτερον, η διαδικασία αυτή, καθόσον η επέλευση των αποτελεσμάτων της, τα οποία προβλέπονται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο εθνικό νόμο, εξαρτάται από τη δέσμευση του κατηγορουμένου να εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις που του έχει επιβάλει ο εισαγγελέας, αποτελεί τιμωρία για την παράνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου.

 

30.  Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται κατ' ανάγκη το συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση που η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης εξαλείφεται οριστικά κατόπιν διαδικασίας παρόμοιας με τις επίμαχες στις κύριες δίκες, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρείται ότι «καταδικάστηκε αμετάκλητα» υπό την έννοια του άρθρου 54 της σύμβασης εφαρμογής για τα πραγματικά περιστατικά που του καταλογίζονται.  Επιπλέον, εφόσον ο κατηγορούμενος εκτελέσει τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, λογίζεται ότι η ποινή την οποία ενέχει η διαδικασία με την οποία εξαλείφεται η δυνατότητα ποινικής δίωξης «έχει εκτιθεί», υπό την έννοια της ίδιας αυτής διάταξης».

 

 

 

Σχετική είναι και η υπόθεση C-467/04 Giuseppe Francesco Gasparini του ΔΕΕ, στην οποία το αιτούν δικαστήριο ρωτούσε αν τυγχάνει εφαρμογής το ’ρθρο 54, σε περίπτωση που κατηγορούμενος απαλλάχθηκε λόγω παραγραφής του εγκλήματος αλλά με αμετάκλητη απόφαση δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους.   Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«28.  Η μη εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ σε περίπτωση που δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους εξέδωσε, μετά την άσκηση ποινικής διώξεως, αμετάκλητη απόφαση με την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη θα έθετε σε κίνδυνο την εφαρμογή του εν λόγω σκοπού.  Επομένως, πρέπει να θεωρείται ότι για το πρόσωπο αυτό έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

 

...................................

 

33.  Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, έχει εφαρμογή στην περίπτωση αμετάκλητης αποφάσεως συμβαλλομένου κράτους που εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως και με την οποία κατηγορούμενος απαλλάχθηκε λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη.

 

Επί του δευτέρου ερωτήματος

 

34.  Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν ποια πρόσωπα μπορούν να ωφεληθούν από την αρχή ne bis in idem.

 

35.  Συναφώς, από το περιεχόμενο του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ προκύπτει σαφώς ότι από την αρχή ne bis in idem μπορούν να ωφεληθούν μόνο τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

 

36.  Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τον σκοπό των διατάξεων του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, όπως διακηρύσσεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση, ΕΕ, δηλαδή στην επιδίωξη της Ένωσης «να διατηρήσει και να αναπτύξει την Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά [..] την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας».

 

37.  Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, δεν έχει εφαρμογή σε άλλα πρόσωπα πέραν αυτών για τα οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση σε συμβαλλόμενο κράτος»

 

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι,  όπως προκύπτει από το ρητό και σαφές λεκτικό των ’ρθρων 50 και 54 (ανωτέρω), αλλά και με βάση την προαναφερθείσα σχετική νομολογία του ΔΕΕ σε ουσιωδώς παρόμοια ερωτήματα, το συγκεκριμένο ζήτημα είναι και ξεκάθαρο και επαρκώς διασαφηνισμένο. Και τούτο, με δεδομένο ότι καμιά ποινική διαδικασία είχε οποτεδήποτε - πέραν της επίδικης - διενεργηθεί εναντίον του Αιτητή, ως αποτέλεσμα της οποίας να μπορεί να γίνει λόγος για αθώωση ή καταδίκη του, ως προαπαιτούμενο για εφαρμογή των ’ρθρων 50  και 54 (ανωτέρω).

 

Έπεται ότι η Προδικαστική Παραπομπή  στο ΔΕΕ των υπό κρίση προδικαστικών ερωτημάτων, δεν είναι αναγκαία για την επίλυση τους, ως επιτακτική προϋπόθεση για την απόφαση του Δικαστηρίου επί της παρούσας Έφεσης. 

 

 

Συνακόλουθα, η Αίτηση για παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, ύψους €1.200.-

                                                           Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

       

   Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

       ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο