ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2023:2
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 17/2021
26 Ιανουαρίου 2023
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Κ.Σ.Π.,
Εφεσείουσα,
ν.
1. Κ.Τ.,
2. RUN CY DEVELOPERS LTD,
Εφεσίβλητων.
____________________
Π. Ευθυμίου για Παύλος Γ. Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε. και Έλενα Γεωργίου Ταλιώτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Στ. Σιβιτανίδης, για τον Εφεσίβλητο Αρ.1.
Κ. Καλλής για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους Αρ.2.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με αίτηση της στο Οικογενειακό Δικαστήριο η Εφεσείουσα αιτήθηκε την απόδοση σε αυτή του μέρους εκείνου της αύξησης της περιουσίας του εν διαστάσει συζύγου της, Εφεσίβλητου 1, η οποία αποκτήθηκε μετά το γάμο τους και προέρχεται από δική της συμβολή. Συγκεκριμένα ότι δικαιούται στο ½ μερίδιο τεμαχίου του Εφεσίβλητου 1, στην Αγία Μαρίνα Πόλεως Χρυσοχούς, στο οποίο είχε ανεγερθεί κατοικία, το επίδικο ακίνητο, και διάταγμα που να τον διατάσσει να της μεταβιβάσει το μερίδιο αυτό. Διαζευκτικά, ποσό €200.000 που αντιστοιχεί στο ½ της αξίας του ακινήτου.
Αυθημερόν με την καταχώριση της κύριας αίτησης, την 26.9.2019, η Εφεσείουσα καταχώρισε μονομερή αίτηση, αιτούμενη διάταγμα που να απαγορεύει στον Εφεσίβλητο να αποξενώσει ή επιβαρύνει το ακίνητο και την επομένη, 27.9.2019, εκδόθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, περιορισμένο στο 1/3 του ακινήτου. Το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο και στην αίτηση καταχώρισαν ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης, τόσο ο Εφεσίβλητος 1, όσο και η Εφεσίβλητη 2 εταιρεία, που είχε στο μεταξύ, την 2.10.2020, συνενωθεί ως καθ' ης η αίτηση 2. Αυτή είχε την 2.9.2019 αγοράσει από τον Εφεσίβλητο 1 το επίδικο ακίνητο και είχε την 18.9.2019 καταθέσει το σχετικό αγοραπωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Η μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι της δεν κατέστη εφικτή, λόγω της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, εννέα ημέρες μετά την κατάθεση του στο Κτηματολόγιο.
Η Εφεσείουσα και ο Εφεσίβλητος 1 ήταν σε διάσταση από τον Ιούλιο του 2017. Η καταχώριση της αίτησης την 26.9.2019, πέραν από δύο χρόνια μετά, συνδέεται με την πώληση του ακινήτου στην Εφεσίβλητη 2. Το γεγονός της πώλησης επικαλείται η Εφεσείουσα στην ένορκη δήλωση της που υποστήριζε την αίτηση της για προσωρινό διάταγμα.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ.21.5.2021, το προσωρινό διάταγμα ακυρώθηκε. Είχε διαπιστωθεί ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα η Εφεσείουσα να δικαιούται σε θεραπεία εναντίον του Εφεσίβλητου 1. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ικανοποιηθεί ως προς την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, ότι δηλαδή θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν οριστικοποιείτο το προσωρινό διάταγμα.
Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι δεν συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960. Του καταλογίζεται ότι απέδωσε στενή ερμηνεία στη φύση της αξίωσης της Εφεσείουσας, ότι δηλαδή είναι οικονομική και ότι παρέλειψε να εξετάσει τη θέση της ότι το ακίνητο ήταν και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο στο οποίο είχε δικαίωμα συμμετοχής. Επικαλείται ακόμα η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανεπίτρεπτα, διέγνωσε την ουσία της αγωγής.
Με το λόγο έφεσης 2 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα και αντινομικά προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε σε ευρήματα επί των θέσεων των διαδίκων. Αναφέρονται ως τέτοια το εύρημα ότι η Εφεσείουσα δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη εάν δεν δοθεί το διάταγμα, ότι ο Εφεσίβλητος 1 ήταν αξιόχρεος και ότι η συνεισφορά της είναι μικρή και αποτιμώμενη σε χρήμα, που ο Εφεσίβλητος 1 θα μπορούσε να ικανοποιήσει.
Ο λόγος έφεσης 3 αφορά στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας που επιδικάστηκαν εναντίον της Εφεσείουσας. Δεν είναι ξεκάθαρο από την αιτιολογία κατά πόσο ο λόγος είναι αυτοτελής ή διασυνδέεται με το αποτέλεσμα που, κατά την Εφεσείουσα θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό.
Θα πρέπει από την αρχή να σημειωθεί ότι η θέση της Εφεσείουσας, που αναπτύσσεται τόσο στα πλαίσια του λόγου έφεσης 1, όσο και του λόγου έφεσης 2, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα, διέγνωσε την ουσία της αγωγής και ότι βρήκε ότι η συνεισφορά της ήταν μικρή, είναι λανθασμένη. Καταγράφεται στην απόφαση ότι το Δικαστήριο δεν θα προέβαινε σε οποιοδήποτε καθορισμό της συνεισφοράς της Εφεσείουσας, ζήτημα, που όπως ανέφερε θα κρινόταν στο τέλος της υπόθεσης. Απλά παρέθεσε τις επί του προκειμένου εκατέρωθεν θέσεις. Περαιτέρω, δεν είναι ορθό ότι διέγνωσε την ουσία της αγωγής και είναι άξιο απορίας, γιατί να εκφράζει παράπονο για κάτι τέτοιο η Εφεσείουσα, αιτήτρια στην αίτηση, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι πληρούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/1960.
Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960, ήταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διαπιστώσει κατά πόσο θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν οριστικοποιείτο το προσωρινό διάταγμα. Και για να αχθεί σε κρίση, αναπόφευκτα θα κατέληγε σε επιμέρους ευρήματα, που όμως δεν αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης, αλλά κατά κύριο λόγο την τρέχουσα περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του Εφεσίβλητου 1, με σημείο αναφοράς τη δυνατότητα του να ικανοποιήσει τυχόν δικαστική απόφαση, του εύρους της αξίωσης, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του.
Είναι η θέση του Εφεσίβλητου ότι, με το λόγο έφεσης 1 δεν προσβάλλονται τα επιμέρους ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των οποίων αποφάσισε ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 και συνακόλουθα ότι η έφεση είναι αλυσιτελής και θα πρέπει να απορριφθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι:
«. η Αιτήτρια απαιτεί διαζευκτικά την απόδοση χρηματικής αποζημίωσης, χωρίς όμως να έχει καταδείξει ότι ο Καθ΄ου η αίτηση δεν θα είναι σε θέση να της καταβάλει το ποσό που πιθανόν να επιδικαστεί υπέρ της. Πέραν τούτου, φαίνεται ότι η «αποζημίωση» που ζητά είναι υπολογίσιμη. Η μεν Αιτήτρια την καθορίζει σε €200.000, ο δε Καθ΄ου η αίτηση 1 σε €4.086,33.
Περαιτέρω, η ίδια η Αιτήτρια αναγνωρίζει ότι ο Καθ΄ου η αίτηση 1 είναι υψηλόμισθος δημόσιος υπάλληλος. Παρά το ότι ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος έχει δανειακές υποχρεώσεις, εντούτοις κανένα στοιχείο παρουσίασε ότι αυτές είναι μη εξυπηρετούμενες λόγω ενδεχόμενης αφερεγγυότητας του.
Αντιθέτως, από τα στοιχεία που ο ίδιος ο Καθ΄ου η αίτηση 1 προσκόμισε, και που δεν έχουν αμφισβητηθεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο, προκύπτει ότι ο ίδιος είναι ιδιοκτήτης και άλλης ακίνητης περιουσίας μεγάλης αξίας.»
Ότι η Εφεσείουσα δεν προσβάλλει τα πιο πάνω ευρήματα δεν εμποδίζει την εξέταση του λόγου έφεσης 1. Περαιτέρω, ότι η ίδια η Εφεσείουσα προωθούσε διαζευκτικά χρηματική θεραπεία, ότι ο Εφεσίβλητος ήταν υψηλόμισθος υπάλληλος, ακόμα και ότι ήταν ο ιδιοκτήτης και άλλης ακίνητης περιουσίας μεγάλης αξίας, ειρήσθω εν παρόδω υποθηκευμένης (επισυναπτόμενο στη δική του ένορκη δήλωση Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας), είναι στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την διεργασία διαπίστωσης κατά πόσο συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960, που βρίσκεται υπό έλεγχο με την παρούσα έφεση. Άλλωστε, στα πλαίσια του λόγου έφεσης 2, προσβάλλεται το εύρημα, όπως αναφέρεται, του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος 1 ήταν αξιόχρεος.
Αναφορικά με τη τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 και σε σχέση με διατάγματα που αφορούν στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αναφέρεται στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785, 789-90, ότι δεν αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγόμενου για αποξένωση ή επιβάρυνση της περιουσίας και, το κυριότερο, πως εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα δοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μην ικανοποιηθεί δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.
Στην προκειμένη περίπτωση η αποξένωση του ακινήτου ήταν σχεδόν βέβαιη. Το ακίνητο είχε ήδη πωληθεί στην Εφεσίβλητη 2, η οποία με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση της ξεκάθαρα δήλωνε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν είχε καταστεί εφικτή η μεταβίβαση του επ' ονόματι της, ήταν η ισχύς του προσωρινού διατάγματος. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι εφόσον ακυρωνόταν το προσωρινό διάταγμα θα ακολουθούσε και η αποξένωση του ακινήτου με τη μεταβίβαση του από τον Εφεσίβλητο 1 στην Εφεσίβλητη 2. Είχε και αυτό τη σημασία του, όμως οι λόγοι έφεσης περιορίστηκαν στην, κατ' ισχυρισμό, εσφαλμένη εφαρμογή του Άρθρου 32 του Ν.14/1960, χωρίς αναφορά στο Άρθρο 14Γ(1) και (4) των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999 (Ν.232/1991, όπως έχει τροποποιηθεί) και το Άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.
Το ζήτημα παρέμενε να είναι ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί δικαστική απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας αν μεταβιβαζόταν το ακίνητο. Κατά πόσο δηλαδή η εκτίμηση αυτής της προοπτικής από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη.
Διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εναποθέσει συγκεκριμένο αποδεικτικό βάρος στην Εφεσείουσα και θεωρώντας ότι δεν το είχε αποσείσει, απέρριψε την αίτηση της και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα. Οι δανειακές υποχρεώσεις του Εφεσίβλητου 1, ακόμα και αν δεν ήταν μη εξυπηρετούμενες, υφίσταντο. Ο ίδιος ανέφερε στην ένορκη του δήλωση ότι από το ποσό που εισέπραξε από την πώληση του ακινήτου, τις €200.000 διέθεσε για την εξόφληση δανειακών του υποχρεώσεων στην Ελληνική Τράπεζα για τις οποίες η Εφεσείουσα ήταν εγγυήτρια. Τί άλλο θα έπρεπε να παρουσιάσει η Εφεσείουσα για να πείσει ότι εάν ο Εφεσίβλητος 1, έστω ένας υψηλόμισθος υπάλληλος, μεταβίβαζε το ακίνητο υπήρχε κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί δικαστική απόφαση υπέρ της, να ήταν δηλαδή τουλάχιστο δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο; Καταλήγουμε ότι η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν επαρκής προς τεκμηρίωση του κινδύνου και επομένως η απόφαση του ότι δεν είχε ικανοποιηθεί η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 εσφαλμένη. Παραμένει κενό ως προς το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας και «των λοιπών λόγων ένστασης», που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ενόψει της κατάληξης του.
Αναφέρεται στο περίγραμμα του δικηγόρου του Εφεσίβλητου 1 και ο τελευταίος επανέλαβε κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο έχει ήδη μεταβιβαστεί στην Εφεσίβλητη 2. Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας δεν αρνήθηκε την εξέλιξη. Ούτε έχει αναφερθεί ότι λήφθηκαν διαβήματα για να ανατραπεί η νέα κατάσταση πραγμάτων. Πρόδηλα η μεταβίβαση κατέστη δυνατή με την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος. Σε αυτή τη βάση, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου 1 υποστήριξε πως η έφεση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.
Είναι αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν αποφαίνονται επί ματαίω, και δεν θα είχε, υπό τις περιστάσεις, κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, αντίθετα θα επιβάρυνε με περαιτέρω έξοδα τη διαδικασία, εάν διατασσόταν να τεθεί η αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να αποφασίσει το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας.
Περιοριζόμαστε, συνεπώς, στην ακύρωση της πρωτόδικης διαταγής ως προς τα έξοδα, αντικαθιστώντας την με διαταγή όπως τα έξοδα εκείνα είναι στην πορεία της κύριας αίτησης.
Η έφεση επιτυγχάνει ως ανωτέρω. Ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, κρίνουμε ότι είναι δίκαιο να μην επιδικάσουμε έξοδα στην έφεση και η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.