ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Ν. Καλλής, για Εφεσίβλητη. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2023-01-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Α.Σ. v. Ε.Α., ΄Εφεση αρ.14/22, 26/1/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2023:1

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

Εφεση αρ.14/22)

26 Ιανουαρίου, 2023

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

    Α.Σ.,

                   Εφεσείων-Καθ΄ου η αίτηση,

v.

             Ε.Α.,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

------------

Αν.Γεωργίου, για Εφεσείοντα.

Ν. Καλλής, για Εφεσίβλητη.

------------

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου

είναι ομόφωνη.

--------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ:   Η Εφεσίβλητη-Αιτήτρια είχε υποβάλει στις 16.10.2020 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εναρκτήρια αίτηση με σκοπό την έκδοση διατάγματος ως προς την καταβολή μηνιαίως ποσού €2.000 ως συνεισφορά του Εφεσείοντα-Καθ΄ου η αίτηση για τη διατροφή των τριών ανηλίκων τέκνων των διαδίκων ήτοι τον Λ. (γεννηθέντα στις 15.10.2004),  τον Στ. (γεννηθέντα στις 30.4.2011) και την Μ. (γεννηθείσα στις 28.11.2013).

 

Σημειώνεται ότι οι διάδικοι βρίσκονταν σε πλήρη διάσταση από το Σεπτέμβριο του 2020 και στις  10.3.2021 εξεδόθη διαζύγιο για ισχυρό κλονισμό του γάμου τους, μετά από αίτηση της Εφεσίβλητης.

 

Επίσης στις 19.10.2020 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο προσωρινό διάταγμα, με το οποίο διατάχθηκε ο Εφεσείων να πληρώνει προσωρινά το ποσό των €800 μηνιαίως μέχρι τελικής εκδίκασης της κυρίως αίτησης. Το προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο στις 30.10.20.

 

 

Η ακρόαση της  αίτησης πρωτόδικα επιτεύχθηκε με την καταχώρηση και ανταλλαγή της έγγραφης μαρτυρίας μεταξύ των διαδίκων δυνάμει της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτή έχει τροποποιηθεί. Σημειώνεται ότι τόσο η Εφεσίβλητη όσο και ο Εφεσείων, δεν αντεξετάστηκαν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο,  αφού προέβη στην αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι τα έξοδα διατροφής και συντήρησης των τριών ανήλικων τέκνων των διαδίκων ανέρχονται στα €1.425 μηνιαίως καθορίζοντας τη συνεισφορά του πατέρα στο ποσό των  €626 και της μητέρας στο ποσό των  €799.

 

Συνακόλουθα εξέδωσε τελικό διάταγμα με το οποίο ο Εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλλει στην Εφεσίβλητη από 1.2.2022 το ποσό των €626 μηνιαίως ως συνεισφορά στη διατροφή των τριών ανήλικων τέκνων του, ήτοι €226 για τον Λ., €210 για τον Στ. και €190 για την Μ. και επιδίκασε τα έξοδα εναντίον του, κατά το ήμισυ.

 

 

O Eφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση, προβάλλοντας συνολικά οκτώ λόγους έφεσης αμφισβητώντας την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.

 

Με τους δύο πρώτους λόγους ουσιαστικά προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αυθαίρετη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ύψος  των μηνιαίων απολαβών του Εφεσείοντα ανέρχεται στα €1.380.

 

Συγκεκριμένα στον πρώτο λόγο έφεσης καταγράφεται ότι «Λανθασμένα και/ή αυθαίρετα και/ή εσφαλμένα και/ή ατεκμηρίωτα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και/ή κατέγραψε και/ή αντιλήφθηκε ότι ο Καθ' ου η Αίτηση στην Έκθεση Υπεράσπισης αυτού ισχυρίζεται ότι «Επί του παρόντος όμως και ενώ εργάζεται στο σύστημα βάρδιας στην Μενόγεια λαμβάνει το ποσό των Ευρώ 1380 μηνιαίως, που είναι το μεγαλύτερο ποσό που μπορεί να λάβει ακόμα και αν εργάζεται συνέχεια βάρδιες».

 

Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και/ή κατέγραψε ως άνωθεν, παρερμηνεύοντας και/ή

 

αντιλαμβανόμενο λανθασμένα τις θέσεις του ως καταγράφονται στην Έκθεση Υπεράσπισής του και/ή στη γραπτή του μαρτυρία. Υποδεικνύεται περαιτέρω στο περίγραμμα αγόρευσης ότι- «Αντίθετα ο  Εφεσείοντας στην Υπεράσπισή του όσο και στην μαρτυρία του προβάλλει  τη θέση ότι δεν δύναται να λαμβάνει μηνιαίως ποσό πέραν των 1.086,00 ευρώ από την εργασία του, ότι οι υπερωριακές ώρες οι οποίες δύναται να εργάζεται είναι περιορισμένες και η δυνατότητα που του παρέχεται από την εργασία του για υπερωριακή εργασία καθορίζεται από την εργασία του, η έκτασή της είναι περιορισμένη και ο μηνιαίος μισθός του δεν δύναται να ξεπερνά τα ευρώ 1.236,00». Επιπλέον αναφέρεται πως αυτό που επεξήγησε ο Εφεσείων στη Έκθεση Υπεράσπισής του είναι ότι «το μεγαλύτερο ποσό που δύναται και μπορεί να λαμβάνει από την εργασία του ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 1.380,00 και για να λαμβάνει το εν λόγω ποσό πρέπει να εργάζεται συνεχώς βάρδιες, πράγμα το οποίο δεν επιτρέπεται και δεν υπάρχει δυνατότητα από την εργασία του να γίνει».

 

Ως αιτιολόγηση του δεύτερου λόγου έφεσης, επιπροσθέτως αναφέρεται ότι «δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία συγκλίνει με το πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου ως προς το πραγματικό εισόδημα του Εφεσείοντα. Δεν δόθηκε μαρτυρία ούτε εκ μέρους της Αιτήτριας ούτε εκ μέρους του Καθ' ου η Αίτηση που να υποστηρίζει ότι το μηνιαίο ποσό που λαμβάνει ή δύναται να λαμβάνει ο Εφεσείοντας από την υπερωριακή του εργασία ξεπερνά ή είναι πέραν των 150 ευρώ μηνιαίως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παντελώς αυθαίρετα και αβάσιμα, χωρίς να λάβει υπόψη την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων λαμβάνει για τις υπερωρίες επιπλέον 374 ευρώ.»

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με την αιτιολόγηση που προβλήθηκε για στήριξη των πιο πάνω λόγων έφεσης. Και αυτό διότι εντοπίζουμε ότι στην παράγραφο 8 της Έκθεσης Υπεράσπισης, ο Εφεσείων κατέγραψε ότι «Το επάγγελμά του είναι αστυνομικός και λαμβάνει το ποσό των €1080 μηνιαίως βασικό μισθό, αφού είναι καταχωρημένος και δηλωμένος στην κλίμακα Α1, που είναι η κατώτατη μισθοδολογική κλίμακα στο δημόσιο τομέα, εκτός και αν εργάζεται στο σύστημα βάρδιας το οποίο δεν είναι μόνιμο, αφού ο προϊστάμενος του ανά πάσα στιγμή μπορεί να τον μετακινήσει σε σταθερό ωράριο όπως συμβαίνει με όλους τους αστυνομικούς. Επί του παρόντος όμως και ενώ εργάζεται στο σύστημα βάρδιας στη Μενόγεια λαμβάνει το ποσό των €1380 μηνιαίως, που  είναι το μεγαλύτερο ποσό που μπορεί να λάβει ακόμα και αν εργάζεται  συνεχώς σε βάρδιες». [Η υπογράμμιση είναι δική μας].

         

Είναι επομένως προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, ορθά κατέγραψε ως αποδεκτό γεγονός, αυτούσια την πιο πάνω δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα. Συνακόλουθα θεωρούμε ότι ο  υπολογισμός των υπερωριών δεν ήταν αυθαίρετος αλλά έγινε στη βάση των όσων ο ίδιος ο Εφεσείων ισχυρίσθηκε στην Έκθεση Υπεράσπισής του.  Συνάδουν δε με τις  καταστάσεις μισθοδοσίας που προσκόμισε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την έγγραφη μαρτυρία  του υπό μορφή ένορκης δήλωσης. 

 

Σαφώς και  οι υπερωρίες εξαρτώνται από τη θέση που είναι τοποθετημένος.  Όμως σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα, στην Έκθεση Υπεράσπισής του και την  προσκομισθείσα μαρτυρία του, τον επίδικο χρόνο, η λήψη υπερωριακής αμοιβής αποτελούσε μέρος της εισοδηματικής του κατάστασης. 

 

 

Στο  σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση μελλοντικών αποκοπών  των υπερωριών και κατ' ακολουθίαν μεταβολής της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσείοντα,   παρέχεται η δικονομική ευχέρεια τροποποίησης του.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 κρίνονται επομένως ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης 3, 4, 5 και 7 οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους καθότι με αυτούς βάλλεται  ουσιαστικά ως λανθασμένη και πάσχουσα η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την έκταση της επιδικασθείσας επιμέρους συνεισφοράς των διαδίκων στην διατροφή των ανήλικων τέκνων τους.

 

Ειδικότερα με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του καθορισμού της  εισοδηματικής ικανότητας της Εφεσίβλητης και συγκεκριμένα ότι «Λανθασμένα και/ή αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε και/ή αντιλήφθηκε και/ή έκρινε ότι τα εισοδήματα της Εφεσίβλητης υπολογίζονται στο συνολικό ποσό των €1.760,00 ήτοι από την εργασία της στην

Υπεραγορά πλέον επίδομα τρίτεκνης οικογένειας πλέον επίδομα μονογονιού, αναφορά που γίνεται στην σελίδα 18 της απόφασης»

 

Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία εκ μέρους της Αιτήτριας, τα εισοδήματα της θα έπρεπε να υπολογιστούν στο ποσό των €2.709.25 και επομένως η κατάληξή του Δικαστηρίου θα έπρεπε να ήταν σαφώς διαφορετική ως προς το μερίδιο συνεισφοράς της και κατ΄επέκταση και του ιδίου.

 

Ως αιτιολογία δε του 4ου λόγου έφεσης, σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε «σε λανθασμένη ερμηνεία και/ή κατάληξη αναφορικά με τα εισοδήματα της Εφεσίβλητης, υπολογίζοντας αυτά κατά πολύ μικρότερα από τα πραγματικά της  εισοδήματα και αντίθετα με την ενώπιον του μαρτυρία, τα  κατατεθειμένα τεκμήρια και τη Γραπτή Μαρτυρία της Εφεσίβλητης και τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσίβλητης και του  Εφεσείοντα».

 

Περαιτέρω και ειδικότερα με το λόγο 5, ο Εφεσείων διατείνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην επιδίκαση της επιμέρους συνεισφοράς διατροφής είναι λανθασμένη καθότι δεν

 

λήφθηκε υπόψιν το εισόδημα από την δεύτερη εργασία της Εφεσίβλητης, αλλά επιπλέον ούτε τα πραγματικά έξοδα των ανήλικων τέκνων των διαδίκων κατά την ημερομηνία καταχώρησης της Αίτησης Διατροφής.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων ουσιαστικά προχωρεί στη διατύπωση της θέσης του ότι «η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή η αιτιολογία της ελλιπής και/ή εσφαλμένη και/ή το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε και/ή παρέλειψε να λάβει υπόψη του ουσιώδη γεγονότα»

 

Κατά αρχάς, επισημαίνουμε ότι όντως μέσα από τη γραπτή μαρτυρία της Εφεσίβλητης Αιτήτριας, προκύπτει ότι δεν έχει αμφισβητηθεί από την ίδια ότι πέραν της εργασίας της στην υπεραγορά ΧΧ, παρέχει επ΄αμοιβή υπηρεσίες Καθοδηγήτριας Εργασίας σε συγκεκριμένο Φορέα Ψυχικής Υγείας.  Επιπλέον επισυνάφθηκε το Τεκμήριο (Τεκμήριο 2), προς επιβεβαίωση της συμφωνίας αγοράς υπηρεσιών από την Εφεσίβλητη, στο οποίο μάλιστα, διαφαίνεται ότι το ύψος της αμοιβής της κατά την παροχή των υπηρεσιών της στο πιο πάνω Φορέα καθορίζεται «σε ίσες δόσεις σε 958.00 Ευρώ εκάστη στο τέλος κάθε μήνα

 

..» (Άρθρο 2 της Συμφωνίας).

 

Είναι φανερό λοιπόν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψιν του ή και να αξιολογήσει δεόντως το στοιχείο αυτό κατά τη διεργασία των υπολογισμών του στον προσδιορισμό της εισοδηματικής ικανότητας της Εφεσίβλητης.

 

Επίσης παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε πως τα εισοδήματα της Αιτήτριας από την υπεραγορά ΧΧ «υπολογίζονται μαζί με υπερωρίες στα 950 Ευρώ» χωρίς όμως να επεξηγείται από πού αντλήθηκε τέτοιο συμπέρασμα. Μάλιστα, το εν λόγω συμπέρασμα δεν συνάδει με τη  θέση της Εφεσίβλητης ή και τον ισχυρισμό που προώθησε ότι εργάζεται ως υπάλληλος στην υπεραγορά ΧΧ με μηνιαίο εισόδημα περί τα 450 Ευρώ».

 

Αναφορικά με την επιδίκαση διατροφής παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μη αποδεχόμενο όλα τα αιτούμενα κονδύλια, προσδιόρισε εκείνα που θεώρησε μέρος των πραγματικών αναγκών των ανηλίκων καθορίζοντας το ύψος των εξόδων διατροφής τους στο ποσό των €1.425 μηνιαίως.

 

Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι έχει νομολογιακά κριθεί ότι το ποσό της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, αναλόγως των συνθηκών ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη διατροφή, ευημερία και την εν γένει εκπαίδευσή του. Όμως, το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των αναγκών των δικαιούχων.  (Βλ. Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 951 και Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ.1386 ).

 

Έχοντας λοιπόν κατά νου τη νομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις (σε  υποθέσεις επιδίκασης διατροφής) και αντίστοιχα των όσων η Εφεσίβλητη κατέγραψε σε σχέση με τα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζαν τα παιδιά (επισυνάπτοντας σχετικές βεβαιώσεις και αποδείξεις ως τεκμήρια), καταλήγουμε ότι δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση  από μέρους μας προς ανατροπή του ποσού που καθορίστηκε,

 

από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εξόδων διατροφής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.

 

Όμως, εφόσον η επιμέρους συνεισφορά των διαδίκων βασίστηκε σε λανθασμένη διαπίστωση ως προς την εισοδηματική ικανότητα της Εφεσίβλητης, αναπόφευκτα κρίνεται ως εσφαλμένη η τελική απόφαση επιδίκασης της επιμέρους συνεισφοράς των διαδίκων. Συνεπώς θεωρούμε αναγκαίο να προχωρήσουμε στον υπολογισμό της με βάση τα ορθά εισοδηματικά δεδομένα.

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της δικής μας κατάληξης ως προς τη συνεισφορά των διαδίκων στα έξοδα διατροφής των παιδιών, κρίνεται σκόπιμο να παραθέσουμε αρχικά τον υπολογισμό του πρωτόδικού Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού.

 

Υπολογισμός Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

Τα συνολικά έξοδα διατροφής υπολογίστηκαν στα €1.425 μηνιαίως και η συνεισφορά του κάθε γονέα στην κάλυψη αυτού του ποσού, υπολογίστηκε σε συνάρτηση με τα επιμέρους εισοδήματα του κάθε γονέα ως προς το συνολικό εισόδημα αμφοτέρων. Συγκεκριμένα, το μηνιαίο εισόδημα του πατέρα εκτιμήθηκε στα €1.380 ήτοι ποσοστό 43,95% του συνολικού εισοδήματος και της μητέρας στα €1.760 (στρογγυλός αριθμός-. δηλαδή αμοιβή από υπεραγορά €950, συν €801 επιδόματα), ήτοι ποσοστό 56,05%, του συνολικού εισοδήματος, αντίστοιχα.  Τα ίδια ποσοστά χρησιμοποιήθηκαν σε σχέση με την κάλυψη του συνολικού ποσού εξόδων διατροφής, (€1.425) από τον κάθε γονέα διάδικο.  Δηλαδή η μηνιαία συνδρομή του πατέρα υπολογίστηκε στα 43,95% του €1.425, δηλαδή €626 και η μηνιαία συνδρομή της μητέρας υπολογίστηκε στα 56,05% του €1.425, ήτοι στα €799.

 

Υπολογισμός του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου

(Δικός μας υπολογισμός)

Στη δική μας κατάληξη, παρόλο που το επιδικασθέν ποσό των €1.425 μηνιαίως για έξοδα διατροφής των ανήλικων εξακολουθεί να υφίσταται, η συνεισφορά του κάθε γονέα στην κάλυψη αυτού του ποσού θα πρέπει να διαφοροποιηθεί. Κατά την κρίση μας, η εισοδηματική ικανότητα της Εφεσίβλητης και κατ' επέκταση το συνολικό εισόδημα αμφοτέρων των γονέων διαφοροποιείται, αφού στην πρωτόδικη απόφαση δεν λήφθηκε υπόψη το εισόδημα της Εφεσίβλητης από πώληση υπηρεσιών, όπως έχει

 

πιο πάνω λεχθεί. Όμως, λαμβάνεται υπόψη ως μηνιαίο ακάθαρτο εισόδημα της Εφεσίβλητης από την υπεραγορά το ποσό των €450 αντί του ποσού των €950 που πρωτοδίκως είχε σημειωθεί.  Αυτό είναι το ποσό που η Εφεσίβλητη έχει προωθήσει.  Δηλαδή, €450 από την υπεραγορά, €958 από τη δεύτερη ως άνω εργασία της, πλέον τα επιδόματα, εκ ποσού €800 (€450 + €958 + €800 = €2.208).

 

Συνεπακόλουθα, κρίνουμε ότι το εισόδημα της μητέρας ανέρχεται στα €2,208 (στρογγυλός αριθμός) εν αντιθέσει με τα €1,760 που πρωτοδίκως λήφθηκαν υπόψη.  Ως εκ τούτου, το συνολικό εισόδημα των δύο γονέων κρίνεται να φθάνει τα  €3.588 (€1.380 + €2.208).  Το δε μηνιαίο εισόδημα του πατέρα ως ποσοστό επί του συνολικού εισοδήματος ανέρχεται στο 38,45% και της μητέρας στο 61.54%.  Συνακόλουθα, η αντίστοιχη συνεισφορά των διαδίκων στην κάλυψη του συνολικού ποσού των €1.425 καθορίζεται στο ποσό των €548 για τον πατέρα (38,46% του €1.425) και €876 για τη μητέρα αντίστοιχα  (61.54% του €1.425).

 

Η ομάδα αυτών των λόγων έφεσης μερικώς επιτυγχάνει ως άνω. 

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης  καταγράφεται ότι «Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο και/ή αυθαίρετα κατέληξε και/ή έκρινε σχετικά με το θέμα της μη αναδρομικότητας ισχύς του επίδικου διατάγματος διατροφής, αναφορά που γίνεται στην σελίδα 20 της πρωτόδικης Απόφασης, όπου αναφέρεται ότι «Όσα ποσά πληρώθηκαν δυνάμει του προσωρινού διατάγματος μέχρι 31.1.2022 καλώς εδόθηκαν και όσα οφείλονται πρέπει να πληρωθούν με βάση το ισχύον μέχρι σήμερα προσωρινό διάταγμα καθότι το Δικαστήριο δεν θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με την αναδρομική ισχύ του διατάγματος». Στην Παπαντωνίου ν. Παπαντωνίου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1875 αναφέρθηκε πως δύναται να διαταχθεί αναδρομική καταβολή της διατροφής από την ημέρα της υποβολής της αίτησης ή από κάποιο μεταγενέστερο χρονικό σημείο ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  (Βλ. επίσης Κλεοβούλου ν. Χριστοδούλου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 886 και Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ.  839).  Στην  δε ΧΧ KONYALIAN και ΧΧ PASKULOV, ΄Εφεση αρ. 2/20, 24.6.21 αναφέρθηκε:

 

 «Η αναδρομικότητα του διατάγματος είναι καθόλα επιτρεπτή εφόσον ανατρέχει στην ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης και

 

ήταν υπό τις περιστάσεις καθόλα εύλογη (βλ. Χρυσάνθου ν. Χρυσάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1890). Η έκδοση νωρίτερα προσωρινού διατάγματος με μεγαλύτερο ποσό δεν μπορεί να εμποδίσει το Δικαστήριο να διατάξει αναδρομικότητα ισχύoς του τελικού διατάγματος. Οι δύο διαδικασίες κρίνονται επί διαφορετικών παραμέτρων και προϋποθέσεων και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς».

 

 

Θεωρούμε το σχετικό λόγο έφεσης αβάσιμο.  ΄Ηταν μέσα στα πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει όπως διέταξε και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας. 

 

Ο 6ος λόγος απορρίπτεται.

 

Τέλος, με τον όγδοο λόγο καταγράφεται ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αυθαίρετα κατέληξε στην επιδίκαση των δικηγορικών εξόδων της Αίτησης υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Αιτητή και/ή λανθασμένα κατέληξε στην επιδίκαση των δικηγορικών εξόδων κατά το ήμισυ (σελ. 21 πρωτόδικης Απόφασης)»

 

΄Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η επιδίκαση εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως και  ο καθορισμός μέρους των εξόδων.  Αφής στιγμής ο ίδιος ο Εφεσείων  δεν συναίνεσε στην έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος διατροφής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ηδύνατο  να το λάβει υπόψη κατά την έκδοση της διαταγής για τα έξοδα.  Περαιτέρω το γεγονός ότι είχε επιδικαστεί μικρότερο ποσό στο τελικό διάταγμα ήταν παράμετρος προς επιδίκαση μειωμένων εξόδων εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Ουδέν λοιπόν μεμπτό εντοπίζεται στην κρίση αυτή και επομένως δεν χωρεί η οποιαδήποτε διαφοροποίηση από το Εφετείο σε σχέση με τη διαταγή για τα έξοδα.  Ο όγδοος λόγος έφεσης ομοίως απορρίπτεται.

 

Κατάληξη:

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς ως άνω.  Το ποσοστό συνεισφοράς του Εφεσείοντα ως προς τη διατροφή των τέκνων των διαδίκων καθορίζεται στο ποσό των €548 ενώ της Εφεσίβλητης στο ποσό των €876.  (Σύνολο €1.425). 

 

 

Βεβαίως η ισχύς του παρόντος ανατρέχει στην ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης (Φεβρουάριο του 2022), οπότε, εφόσον με βάση την πρωτόδικη απόφαση το πληρωτέο ποσό από τον Εφεσείοντα ήταν €626 το οποίο αντικαθίσταται με το ποσό των €548, θα πρέπει να αποφασισθεί τι δέον γενέσθαι με το ποσό που η Εφεσίβλητη θα πρέπει να καταβάλει πίσω στον Εφεσείοντα.  Πρόκειται για ποσό €78 μηνιαίως από 1.2.2022 μέχρι 1.1.2023 δηλαδή σύνολο €858.  Για να μην υπάρξει πρόβλημα στη διατροφή των παιδιών το ποσό που θα αποκόπτεται από το πληρωτέον ποσό των €548 θα είναι €78 μηνιαίως μέχρι συμπλήρωσης του ποσού των €858, δηλαδή από 1.2.2023 μέχρι 1.12.2023, θα καταβάλλεται από τον Εφεσίβλητο μηνιαίως το ποσό των €470 (αντί του €548 ως άνω ποσού), (€78 Χ 11 = €858) και από 1.1.2024 και εντεύθεν το ποσό των €548 ευρώ μηνιαίως.

 

Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία ώστε να συμψηφιστεί το ως άνω ποσό των €858 που ήδη πληρώθηκε με βάση την πρωτόδικη διαταγή, πριν να αντικατασταθεί από την απόφαση του Εφετείου. 

 

Για τα έξοδα της έφεσης, λαμβάνοντας υπόψη το μερικό της επιτυχίας του Εφεσείοντα και την ειδική φύση της διαδικασίας, επιδικάζουμε υπέρ του Εφεσείοντα μειωμένο ποσό εξόδων εκ ποσού €650 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. 

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο