ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246
Παπαχρυσοστόμου Δημήτριος ν. Aναφορικά με τον Andrew Steward Mathieson (1998) 1 ΑΑΔ 760
Κυπριακή Δημοκρατία (μέσω του Γενικού Εισαγγελέα) ν. Αργύρη Γεωργίου (2003) 1 ΑΑΔ 704
Ψηλογένη Γεωργία και Άλλοι ν. Νέας Συνεργατικής Εταιρείας Πάνω Πλατρών και Άλλου (2004) 1 ΑΑΔ 243
Γεωργίου Ανδρέας και Άλλη ν. Σχολαί Φρειδερίκου Λτδ. και Άλλου (2004) 1 ΑΑΔ 866
Παπαπέτρου Γιαννάκης ν. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 328, ECLI:CY:AD:2015:A121
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:A5
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε112/2022)
13 Ιανουαρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΓΚΑŸ
2. ΦΡΑΝΣΙΣ ΓΚΑŸ
3. ΟΙΝΟΥΣ Α.Γ. ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι.
........
Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Μαυρόκωστας μαζί με Στ. Κυβιδιώτη και Α. Ευαγγέλου, για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 17.5.22 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») - στην Αγωγή 3162/12 («η Αγωγή») - απέρριψε την Αίτηση των Εναγόμενων 2 και 3/Αιτητών («οι Εφεσείοντες») ημερομηνίας 1.3.22 («η Αίτηση») για (συνολική ή μερική) διαγραφή τής (τροποποιημένης με δικαστικό διάταγμα ημερομηνίας 24.9.21) Έκθεσης Απαίτησης ημερομηνίας 19.10.21 («η Έκθεση Απαίτησης»).
Με την Αγωγή, οι Ενάγοντες («οι Εφεσίβλητοι»), αξιώνουν, ανάμεσα σε άλλα, αλληλεγγύως ή και κεχωρισμένως κατά των Εφεσειόντων - όπως και κατά των Εναγόμενων 1 (Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ), που δεν είναι διάδικοι στην έφεση - δηλωτικές αποφάσεις και διατάγματα ότι τα διάφορα έγγραφα υποθηκών, συμφωνιών δανείων, γραμματίων, κάλυψης, τρεχούμενων τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών όψεως, εμπρόθεσμων καταθέσεων και άλλα σχετικά («οι επίδικες συμφωνίες/υποθήκες/έγγραφα») που συνομολογήθηκαν ή και καταρτίστηκαν «. κατά/ή περί το 2002-2003 και/ή 2004 και/ή μετέπειτα και/ή περί το 2006 στην Λεμεσό και/ή στην Ερήμη της Επαρχίας Λεμεσού .», επιτεύχθηκαν παράνομα, δόλια και διά ψευδών παραστάσεων, υποσχέσεων, απάτης και κακής πίστης των Εφεσειόντων σε βάρος των Εφεσίβλητων, με αποτέλεσμα να είναι άκυρα, ακυρώσιμα, ανεφάρμοστα και νομικώς ανίσχυρα. Κατά παρεμφερή τρόπο, οι Εφεσίβλητοι ζητούν και ακύρωση οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνυποσχετικού μεταξύ των διαδίκων για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία, παραμερισμό των σχετικών διαιτητικών αποφάσεων που εκδόθηκαν εναντίον τους («οι διαιτητικές αποφάσεις»), όπως και των διαδικασιών εκποίησης των υποθηκών.
Παρεμβάλλουμε, πως η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, φέρεται να προέκυψε από συγχώνευση μεταξύ της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κουρίου Λτδ («η ΣΠΕ Κουρίου») και της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Ερήμης Λτδ («ΣΠΕ Ερήμης»), και ότι ο (αποβιώσας στην εκτύλιξη των πραγμάτων) Εναγόμενος 2, υπήρξε (κατ' ισχυρισμόν), ο Πρόεδρος της Επιτροπής Έγκρισης Δανείων ή και του Διοικητικού Συμβουλίου της ΣΠΕ Ερήμης, η δε Εναγόμενη 3, σύζυγος του Εναγόμενου 2, και κατά αντίστοιχο δικογραφικό ισχυρισμό «. η διευθύντρια και/ή η αρμόδια υπεύθυνη και/ή υπάλληλος του Καταστήματος της Συνεργατικής Πιστωτικής Ερήμης και/ή εν συνεχεία των Εναγομένων 1.» (η περικοπή να είναι αυτούσια όπως και οι άλλες στο ανά χείρας κείμενο).
Κρίνουμε πρόσφορο, να μεταφέρουμε, εξίσου συνοπτικώς, τις πρωτόδικες εκδοχές (ως τούτες συμπτύχθηκαν στην Πρωτόδικη Απόφαση), οι οποίες και συναποτέλεσαν κατ' ουσίαν το βάθρο επί του οποίου συζητήθηκε η έφεση από αμφότερα τα διάδικα μέρη.
Οι Εφεσείοντες λέγουν ότι τα δάνεια που συνήψαν οι Εφεσίβλητοι με την ΣΠΕ Κουρίου είχαν παραπεμφθεί σε διαιτησία δυνάμει τού Άρθρου 52(1)(2) του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 («Ν.22/85») και πως, κατ' ακολουθίαν, εκδόθηκαν εναντίον των Εφεσίβλητων οι διαιτητικές αποφάσεις. Στη βάση αυτή, προσθέτουν οι Εφεσείοντες, οι διαιτητικές αποφάσεις μπορούσαν να αμφισβητηθούν από τους Εφεσίβλητους, μόνο με έφεση, ως ορίζεται στο Άρθρο 52(4), Ν.22/85.[1] Τούτο, ωστόσο, δεν έγινε, με παρεπόμενο οι διαιτητικές αποφάσεις να καταστούν τελικές και - κατά ανάλογη εφαρμογή τού Άρθρου 52(5), Ν.22/85 [2] - οι Εφεσίβλητοι να κωλύονται από το να εισαγάγουν ζητήματα εικονικότητας των επίδικων συμφωνιών/υποθηκών/εγγράφων καθότι όλα αυτά έπρεπε να τεθούν ενώπιον Διαιτητή και όχι να προωθούνται διά της Αγωγής. Επομένως, περαίνουν οι Εφεσείοντες, η Αίτηση όφειλε να πετύχει, η Αγωγή να διαγραφεί εν όλω ή εν μέρει και (αναλόγως), η έφεση να επιτραπεί.
Οι Εφεσίβλητοι αντιτείνουν, αδρομερώς, πως η Αίτηση ήταν καταχρηστική επειδή με την Αγωγή προβάλλονται σοβαροί λόγοι - απτόμενοι, φερ' ειπείν, δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, ψυχικής πίεσης, αμέλειας, παράβασης νόμιμων και συμβατικών υποχρεώσεων ή και καθηκόντων από μέρους ή εκ πλευράς Εφεσειόντων (ή και Εναγόμενων 1), με αποδέκτες και επηρεαζόμενους τους Εφεσίβλητους - για ακύρωση των επίδικων συμφωνιών/υποθηκών/εγγράφων. Εκτός τούτου, ισχυρίζονται οι Εφεσίβλητοι, την 31.1.13, έπειτα από ενδιάμεση αίτηση των Εφεσίβλητων κατά των Εναγόμενων 1 (ημερομηνίας 13.7.12), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διά ενδιάμεσης απόφασης στην Αγωγή («η ενδιάμεση απόφαση»), διέταξε αναστολή εκτέλεσης των διαιτητικών αποφάσεων («το απαγορευτικό διάταγμα»):
«[.] με ημερομηνία 10/11/11, 16/11/11, 7/12/11, 8/12/11, 9/12/11, και/ή οποιασδήποτε ημερομηνίας η οποία διατάσσει: α. την εκποίηση των υποθηκών Y9745/03, Y4295/06, Y4299/06, Y4300/06, Y4298/06, Y4297/06, Y9744/03, Y9746/03, Y4297/06 . αφενός αλλά και των υποθηκών υπ' αριθμών Υ56/02, Υ4295/06 και/ή οποιασδήποτε άλλης υποθήκης της Ενάγουσας 1 προς όφελος των Εναγομένων 1, και β. την πληρωμή και/ή καταβολή από τους Ενάγοντες 1 και/ή 2 και/ή 3 στους Καθων η αίτηση 1 των οιωνδήποτε επδικασθέντων και/ή αξιούμενων υπέρ των Εναγομένων 1 ποσών δυνάμει γραμματίων και/ή ως υπόλοιπα δανείων και/ή τρεχομένου λογαριασμού και/ή εμπρόθεσμης κατάθεσης και/ή δυνάμει οποιασδήποτε ως άνω και/ή άλλης Διαιτητικής Απόφασης, κατά κεφάλαιο πλέον τόκους και έξοδα, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον άνω ορισμό και τίτλο αγωγή και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου .» («το απαγορευτικό διάταγμα»).
Επιπλέον, την 14.2.14 στη Γενική Αίτηση 760/12 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αρνήθηκε αίτημα της ΣΠΕ Κουρίου κατά των Εφεσίβλητων 1 και 3 για εγγραφή διαιτητικής απόφασης ημερομηνίας 31.3.09. Τούτο, διότι, ως κρίθηκε, το απαγορευτικό διάταγμα επενεργούσε, υπό τις περιστάσεις, καταλυτικώς ενάντια στην αποδοχή του αιτήματος.
Υπό το πλαίσιο όλων των ως άνω (ως και κάποιων άλλων εκφάνσεων που επίσης συνυπολόγισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), τούτο, μελετώντας όσα του τέθηκαν, αρνήθηκε την Αίτηση καταλήγοντας πως δεν υφίσταντο οι αρμόζουσες προς τούτο κανονιστικές, νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις.
Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης, προτάσσοντας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. καθοδήγησε τον εαυτό του λανθασμένα με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένη κατάληξη απορρίπτοντας την αίτηση των Εναγομένων 2 και 3 ημερομηνίας 01/03/2022 .».
Πιο συγκεκριμένα - κατά τη συνοδευτική αιτιολογία του λόγου έφεσης - το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
(α) Αγνόησε τα επιχειρήματα των Εφεσειόντων σε σχέση προς το ότι διαιτητική απόφαση ακυρώνεται με καταχώριση έφεσης, ως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 52(4), Ν.22/85 και πως άνευ υποβολής έφεσης δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επιληφθεί διαιτητικής απόφασης, χώρια και από το ότι η εξουσία για παραμερισμό διαιτητικής απόφασης παρέχεται από το Άρθρο 20(2) του Περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ.4 («Κεφ.4») [3] «. μόνο για τους περιορισμένους λόγους που καθορίζει το εν λόγω άρθρο».
(β) Βάσισε εσφαλμένως την απόφαση του στο Άρθρο 9(2)(3), Κεφ.4 [4] το οποίο «. δεν τυγχάνει εφαρμογής κατά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης .» παρά μονάχα «. μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης .».
(γ) Στήριξε, κακώς, την κρίση του στο απαγορευτικό διάταγμα, που αφορούσε στους Εναγόμενους 1 και όχι στους «. Εφεσείοντες που δεν ήσαν διάδικοι στην εν λόγω διαδικασία .», παραβλέποντας προσέτι πως, σε κάθε περίπτωση, η ενδιάμεση απόφαση «. δεν ήταν δεσμευτική αλλ' ούτε ασχολήθηκε με το επιχείρημα που πρόταξαν οι Εφεσείοντες ότι δηλαδή μια διαιτητική απόφαση μπορεί να παραμεριστεί μόνο με έφεση και μόνο για τους περιορισμένους λόγους που ορίζει το άρθρο 20(2)».
Αξιολογήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή. Σε αυτά, εντάσσουμε τα επιμελή περιγράμματα των ευπαίδευτων δικηγόρων, τα οποία είχαν ως επίκεντρο, με διάφορη στόχευση, την αιτιολογία τού λόγου έφεσης.
Δεν μας βρίσκουν συγκλίνοντες οι απόψεις των Εφεσειόντων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε τα συναρτώμενα προς την Αίτηση, στο σύνολο τους, έχοντας σαφώς υπόψιν, ως συνάγεται από το σκεπτικό του - και ορθώς - την εκτενή δικογραφία και προπαντός την Έκθεση Απαίτησης που, παρεμπιπτόντως, αριθμεί 34 πυκνογραμμένες σελίδες. Τούτου δοθέντος, δεν διέλαθε την προσοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι κατ' ισχυρισμόν διαιτησίες είχαν «. ολοκληρωθεί στην απουσία των Εναγόντων .» μια και τούτοι «. δεν παρευρέθηκαν .», με απότοκο, ως κατέγραψε, να εκδοθούν «. διαιτητικές αποφάσεις σε σχέση με τα αξιούμενα ποσά, όχι όμως ως προς τις υποθήκες που δεν υπάρχει δικαίωμα να ασχοληθεί ο διαιτητής .» (η έμφαση είναι δική μας). Υποσημειώνουμε ότι αυτή η (υπογραμμισμένη) αναφορά, δεν αμφισβητείται ευθέως με την έφεση, και έτσι παραμένει αλώβητη ως προς ό,τι απηχεί (Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, A.C. Prospecta Homes Services Ltd v. Kharima Limited και Άλλων, Π.Ε. Ε118/20, ημ. 12.10.22).
Δεν διακρίνουμε σφάλματα στην πραγμάτευση των επίδικων θεμάτων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δίχως να διατυπώνει ευρήματα γεγονότων ή να εμφανίζει τελική άποψη επί νομικών ζητημάτων - και πάντως χωρίς διόλου να υπαινίσσεται (πόσω δε μάλλον δεσμευτικώς), ότι είναι δυνατή η απευθείας ακύρωση ή ο παραμερισμός των διαιτητικών αποφάσεων με την Αγωγή (ως η ιδιαίτερη ανησυχία των Εφεσειόντων) - κατέληξε (στον δικαιοδοτικώς επιτρεπτό βαθμό), πως οι Εφεσίβλητοι παρέθεσαν επαρκή στοιχεία για τη βασική τους θέση (και στην παράγραφο 54 (α-ζζ) της Έκθεσης Απαίτησης), ότι «. οι κατά συρροή και/ή συμπαιγνία και/ή χωριστά και/ή άλλως διενεργηθείσες κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και/ή σε αναφορά με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής πράξεις και/ή παραλείψεις των Εναγομένων τους καθιστούν ένοχους για δόλο και/ή για απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή ψυχική πίεση και/ή σχετίζονται με τη διάπραξη σοβαρότατων αστικών και/ή ποινικών αδικημάτων σε βάρος των Εναγόντων .», κατά τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
«54.[...] (γγ) Οι Εναγόμενοι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο εσκεμμένα και/ή δολίως δεν όχλησαν και/ή δεν αξίωσαν και/ή δεν προώθησαν καθόλου και/ή οιεσδήποτε νόμιμες και/ή προβλεπόμενες και/ή κανονικές διαδικασίες είσπραξης χρέους και/ή Διαιτησίας και/ή διεκδίκησης δήθεν του λαβείν τους από τα λοιπά εμπλεκόμενα και/ή εμφανιζόμενα πρόσωπα ως πρωτοφειλέτες και/ή εγγυητές και/ή συνοφειλέτες και/ή εντέχνως και/ή εσκεμμένα και/ή παράνομα και/ή αυθαίρετα και/ή κατά παράβαση των συμβατικών και/ή νομίμων καθηκόντων και/ή υποχρεώσεων των Εναγόντων και/ή σε πλήρη καταρράκωση και/ή εξουδετέρωση των δικαιωμάτων των Εναγόντων προώθησαν σε πολύ καθυστερημένο στάδιο και/ή προωθούν την έκδοση και/ή εγγραφή και/ή εκτέλεση των επίδικων Διαιτητικών Αποφάσεων και/ή παράνομων αξιώσεων και/ή αναπόδεικτων ποσών και/ή επιβαρύνουν τους Ενάγοντες προς βλάβη και/ή κατά ζημιά τους και/ή προς δικό τους παράνομο όφελος με αυθαίρετα ποσά χρέους κατά κεφάλαιο και/ή τόκους και/ή έξοδα».
Προκύπτει, ότι είναι εντός αυτού τού πεδίου ισχυρισμών - πέραν των άλλων στη δικογραφία - που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέπτυξε τη συλλογιστική του αναφορικώς (και) προς το Άρθρο 9(2)(3), Κεφ.4, για να κατασταλάξει πως είχε «. δικαίωμα να ασχοληθεί με την παρούσα αγωγή και να εξετάσει τα θέματα που εγείρονται από τους Ενάγοντες και τα οποία οι Εναγόμενοι 2 και 3 τα αμφισβητούν από το 2013 χωρίς να προχωρήσουν με την παρούσα διαδικασία ή την εκδίκαση των προδικαστικών σημείων που εγείρουν στην αρχική υπεράσπισή τους ενώ προχώρησαν με άλλες διαδικασίες όπως αίτηση για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, ένορκη αποκάλυψη εγγράφων και αίτηση για επιθεώρηση των εγγράφων που οι Ενάγοντες αποκάλυψαν και τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση χωρίς να αιτιολογήσουν τον χρόνο που επέλεξαν να προβούν με την παρούσα διαδικασία .», και ότι, το ορθό, ήταν να «. ακούσει ολόκληρη την υπόθεση μέσα στα πλαίσια κανονικής διαδικασίας της δίκης να εξετάσει όλα τα εγειρόμενα θέματα και όχι στα πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατανόησε το μεδούλι της αντιπαράθεσης των μερών, και ό,τι είχε ενώπιον του προς απόφανση στο ενδιάμεσο εκείνο στάδιο, ήτοι πως οι Εφεσίβλητοι ήθελαν ακύρωση των συμφωνιών/υποθηκών/εγγράφων εξαιτίας δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, και όχι μονάχα ακύρωση των διαιτητικών αποφάσεων (οι οποίες ούτως ή άλλως συναπαρτίζουν κατά την παράγραφο 54(γγ) της Έκθεσης Απαίτησης, κομμάτι της δόλιας, παραπλανητικής και απατηλής μεθοδολογίας που υιοθέτησαν οι Εφεσείοντες ή και οι Εναγόμενοι 1), μιας και ακύρωση των συμφωνιών/υποθηκών/εγγράφων διά της Αγωγής, πιθανώς να απολήξει έτσι κι αλλιώς σε εξανδραποδισμό και εκ συμπαθείας ακύρωση, εν τη ευρεία έννοια του όρου, και των διαιτητικών αποφάσεων, ή εν τέλει και σε άρνηση εγγραφής τους. Υπό αυτή τη θεώρηση, η έκταση, πολυπλοκότητα και είδος των αξιώσεων στην Έκθεση Απαίτησης, με όσα τις περιστοιχίζουν, δικαιολογούσε, θεωρούμε, την πρωτόδικη κρίση και χειρισμό, εντός του δοσμένου κανονιστικού, νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου που προείπαμε (βλ. κατ' αναλογίαν, Γεωργίου και Άλλης ν. Σχολαί Φρειδερίκου Λτδ και Άλλων (2004) 1 (Β) Α.Α.Δ. 866, 873-874, Παπαχρυσοστόμου ν. Mathieson (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 760, 765-766).
Παρόμοια θέση - για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει στο παρόν στάδιο - εκφράστηκε από την ευπαίδευτη Πρόεδρο (τότε) τού Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εξέδωσε το απαγορευτικό διάταγμα, στην ενδιάμεση απόφαση, ως εξής:
«......................................Σύμφωνα λοιπόν με το αρ. 52 (2) (β) η διαιτησία «διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοστε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας». Στην παρούσα υπόθεση η πρόνοια του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, που μας ενδιαφέρει είναι εκείνη του αρ. 9(2). Παρόμοια πρόνοια συναντούμε και στο αρ. 24(2) της Αγγλικής Arbitration Act, 1950.
Στον Russel on the Law of Arbitration, 20η εκ., σελ. 148, υποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει Αγγλική αυθεντία ερμηνευτική της εφαρμογής του αρ. 24(2) και σε προηγούμενες εκδόσεις διατυπώνεται η άποψη ότι προφανώς η διακριτική ευχέρεια θα εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται η διακριτική ευχέρεια για άρνηση αναστολής της διαδικασίας σε ταυτόχρονη αγωγή.
Στην Russell v. Russell (1880) 14 Ch. D. 471 o Jessel M.R. αποφάσισε ότι:
«In the case where fraud is charged, the Court will in general refuse to send the dispute to arbitration if the party charged with the fraud desires a public inquiry. But where the objection to arbitration is by the party charging the fraud, the Court will not necessarily accede to it, and will never do so unless a prima facie case of fraud is proved. »
Σε μετάφραση:
«Σε υπόθεση όπου διατυπώνεται κατηγορία για δόλο, το Δικαστήριο γενικώς θα αρνηθεί να παραπέμψει την υπόθεση σε διαιτησία αν ο διάδικος που κατηγορείται για δόλο επιθυμεί δημόσια έρευνα. Πλην όμως όπου η ένσταση στη διαιτησία εγείρεται από το διάδικο που διατυπώνει την κατηγορία για δόλο, το δικαστήριο δεν θα δεχθεί κατ΄ ανάγκη την ένσταση, και δεν θα το πράξει ποτέ, εκτός αν αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου. »
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε από το Αγγλικό Εφετείο στην Cunningham-Reid and Another v. Buchanan-Jardine (1988) All E.R. 438.
(βλ. Γεωργία Ψηλογένη κ.ά. ν. ΝΕΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΝΩ ΠΛΑΤΡΩΝ κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 243).
Στην παρούσα υπόθεση όπως προκύπτει από τα γεγονότα έχουν ήδη εκδοθεί διαιτητικές αποφάσεις εναντίον των εναγόντων σε συνάρτηση με τις υποθήκες. Όμως η παρούσα αγωγή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ύπαρξη δόλου και ψευδών παραστάσεων κατά την συνομολόγηση των διαφόρων συμφωνιών. Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει κατ' αρχή αυτά τα θέματα και συνεπώς έφεση κατά των διαιτητικών αποφάσεων ενδεχόμενα να μην αποτελεί επιβεβλημένη ή μόνο επιλογή των εναγόντων για προώθηση των θέσεων τους.
...................................».
Τούτα, μολονότι δεν είναι δεσμευτικά για εμάς, και παρότι αφορούν μόνο στους Εναγόμενους 1, δεν μπορούν ως εκ της φύσης και περιεχομένου τους να αποτμηθούν, ως προς την ουσία που εκφράζουν, από όσα εδώ απασχολούν και ενδιαφέρουν, μια που συμπλέκονται άρρηκτα με τα επίδικα θέματα και την κατά τους Εφεσίβλητους αξιόμεπτη συμπεριφορά των Εφεσειόντων προς αυτούς.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε κατόπιν πρέπουσας αυτοκαθοδήγησης αυτά που κλήθηκε να αποφασίσει, κρίνοντας πως όσα υπέβαλαν οι Εφεσείοντες με την Αίτηση δεν ήσαν τέτοιας εμβέλειας ώστε να ενταχθούν στην κατηγορία των περιπτώσεων που θα δικαιολογούσαν, ευλόγως, κατά νομολογία (επίκαιρη και παλαιότερη), καταφυγή στο ύστατο και εξαιρετικό πράγματι μέτρο τής ολικής ή μερικής διαγραφής τής Έκθεσης Απαίτησης κατά συμμετρική εφαρμογή τής Δ.19Θ.26 και Δ.27Θ.3 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (Noskov και Άλλης v. Gavrilenko, Π.Ε. Ε101/17, ημ. 14.10.21, Παπαπέτρου ν. Λαϊκή Φάκτορς Λτδ (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 328, ECLI:CY:AD:2015:A121, 335-336, Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ 704, 712-713, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1(Γ) A.A.Δ. 1338, 1343-1344, In Re Pelmako Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246, 257-258).
Δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης στην Πρωτόδικη Απόφαση.
Ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά των Εφεσειόντων έξοδα, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει), ως τούτα θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] «(4) Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης».
[2] «(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου».
[3] «(2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση».
[4] «(2) Όταv συμφωvία μεταξύ συμβαλλόμεvωv πρoβλέπει ότι τυχόv διαφoρές πoυ δυvατόv vα πρoκύψoυv μεταξύ τoυς στo μέλλov παραπέμπovται σε διαιτησία και σε κάπoια διαφoρά πoυ αvαφύεται στη συvέχεια εγείρεται τo ζήτημα κατά πόσo oπoιoσδήπoτε από τoυς συμβαλλόμεvoυς έχει καταστεί έvoχoς δόλoυ, τo Δικαστήριo έχει εξoυσία, στηv έκταση πoυ είvαι αvαγκαίo όπως τo ζήτημα αυτό απoφασιστεί από τo Δικαστήριo, vα διατάξει όπως η συμφωvία παύσει vα ισχύει και vα παραχωρήσει άδεια για ακύρωση oπoιoυδήπoτε συvυπoσχετικoύ πoυ έγιvε βάσει της συμφωvίας αυτής».
(3) Σε oπoιαδήπoτε περίπτωση στηv oπoία τo Δικαστήριo δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ έχει εξoυσία vα διατάξει όπως συvυπoσχετικό παύσει vα ισχύει ή vα παραχωρήσει άδεια για ακύρωση συvυπoσχετικoύ, δύvαται vα αρvηθεί vα διατάξει τηv αvαστoλή oπoιασδήπoτε αγωγής πoυ ασκήθηκε για παράβαση της συμφωvίας».