ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σάντης, Νικόλας Ελ. Πελεκάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-12-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Αίτηση από: RATHNAYAKE MUDIYANSELAGE KASUN SEWWANDIKA, Aίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 54/22, 1/12/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D463

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Aίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 54/22)

 

1 Δεκεμβρίου, 2022

[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ. 1) ΤΟΥ 2003

 

 

Ο ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΣ (Ν.165(Ι)/2002)

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΔΩΡΕΑΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

 Αίτηση από:

RATHNAYAKE MUDIYANSELAGE KASUN SEWWANDIKA

.......

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικώς.

Ελ. Πελεκάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Ο κ. Βαχάν Αϊνετζιάν, διαβεβαιώνει ότι θα μεταφράζει πιστώς και αληθινώς από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντιστρόφως όσον καλύτερα μπορεί. Η κ. Windya Nadishani Hettimudalige, διαβεβαιώνει πως θα μεταφράζει πιστώς και αληθινώς από τα Αγγλικά στα Σιναλεζικά (Singhala) και αντιστρόφως όσον καλύτερα μπορεί.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα αίτηση ημερομηνίας 2.11.22 («η Αίτηση»), επιζητεί χορήγηση δωρεάν νομικής αρωγής δυνάμει του Περί Νομικής Αρωγής Νόμου 165(Ι)/02 Ν.165(Ι)/02»), για «. Habeas Corpus».

        Λέγει ο Αιτητής στη συνοδευτική έγγραφη δήλωση του πως τελεί «. υπό κράτηση για 9 μήνες .» και ότι δεν έχει «. οικονομική στήριξη .» αλλά και πως είναι «. αιτητής ασύλου».

        Η Δημοκρατία σε Σημείωμα που παρουσίασε την 11.11.22 στην τρέχουσα διαδικασία (και που μεταφράστηκε στον Αιτητή), μολονότι δεν εναντιώνεται στη θέση πως αυτός δεν έχει οικονομική στήριξη και κρατείται, εκφράζει την άποψη, σε αντίθεση εκείνης τού Αιτητή, ότι όσα συνθέτουν την Αίτηση δεν συνηγορούν σε έγκριση της.

        Αποτίμησα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, στην πλήρη τους μορφή.

        Τα βασικά στοιχεία που προκύπτουν από το Σημείωμα - χωρίς υποβιβασμό του συνόλου των όσων άλλων κατατέθηκαν - είναι πως ο Αιτητής είναι υπήκοος Σρι Λάνκα. Γεννήθηκε την [ ].[ ].88. Αφίχθηκε στην Δημοκρατία την 10.1.19 ως εργάτης και μέχρι την 24.10.20 κατείχε άδεια διαμονής. Την 2.2.21 ο εργοδότης του τον κατήγγειλε, με απότοκο, την 12.2.21, ο Αιτητής να περιληφθεί στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων. Την 21.9.21 απορρίφθηκε αίτηση του για άδεια προσωρινής διαμονής ημερομηνίας 21.12.20. Την 23.2.22 συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στην Δημοκρατία, ενώ την επομένη (24.2.22) εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης του βάσει του Άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ.105 Κεφ.105»). Την 8.5.22 αιτήθηκε διεθνή προστασία. Το αίτημα απορρίφθηκε την 2.6.22, με την άρνηση να του επιδίδεται την 3.6.22. Την 1.7.22, καταχώρισε την Προσφυγή 4046/22 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας («ΔΔΔΠ»). Την 26.7.22 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης τού Αιτητή με βάση το Άρθρο 9ΣΤ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/00 Ν.6(Ι)/00») Την 3.8.22 το ΔΔΔΠ απέρριψε την Προσφυγή 4046/22. Την 4.8.22 ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ενώ εκδόθηκε και διάταγμα συνέχισης της κράτησης του. Την 25.10.22 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης του κατά το Άρθρο 14, Κεφ.105 και προωθήθηκε ξανά το διάταγμα απέλασης του και αυθημερόν εγκρίθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης συνοδεία προς απέλαση του.

        Σύμφωνα με το Άρθρο 6Β(1)(β), Ν.165(Ι)/02, ο όρος αιτητής διεθνούς προστασίας έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αιτητής στον Ν.6(Ι)/00. Συμφώνως του Άρθρου 2, Ν.6(Ι)/00, αιτητής σημαίνει «. υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή .». Προσθέτως, κατά την ίδια πρόνοια, ο όρος τελική απόφαση εννοεί «. απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας . και (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης ή, (β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση .».

        Το Άρθρο 6Β(7), Ν.165(Ι)/02 προβλέπει για την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής εκεί όπου ο αιτητής υποβάλλει αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus κατά τις διατάξεις του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης νοουμένου πως ο αιτητής είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η νομική αρωγή θα αφορά μόνον στην πρωτοβάθμια εκδίκαση τής υπό αναφορά αίτησης και όχι στην εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά δικαστικής απόφασης που εκδίδεται στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ή άλλο ένδικο μέσο.

        Κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 16Δ(3)(α), Ν.6(Ι)/00 - τα οποία προστέθηκαν εκεί σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/33/ΕΕ Σχετικά με τις Απαιτήσεις για την Υποδοχή των Αιτούντων Διεθνή Προστασία - όπου διαπιστώνεται ότι αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατά την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

        Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στην έννοια του αιτητή διεθνούς προστασίας και επομένως δεν μπορεί να καλυφθεί από τον Ν.165(Ι)/02 γιατί προχώρησε σε αίτηση επανανοίγματος τού φακέλου του η οποία εξετάζεται επί του παραδεκτού/απαράδεκτου της αίτησης του. Κατ' ακολουθίαν, ο Αιτητής δεν έχει την ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας και δεν καλύπτεται από το Άρθρο 6Β(7)(β), Ν.165(Ι)/02, μήτε δε και εντοπίζεται εκεί άλλη πρόνοια διά της οποίας τούτος να δικαιούται, υπό τις περιστάσεις, να αιτηθεί, επιτυχώς, νομική αρωγή προς καταχώριση αίτησης Habeas Corpus (Αναφορικά με την Αίτηση του Reza, Αίτηση Νομικής Αρωγής 69/21, ημ. 5.7.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Sekhri, Αίτηση Νομικής Αρωγής 43/21, ημ. 26.5.21).

        Στην Μadber v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 8/22, ημ. 17.11.22, το Εφετείο αποφάσισε τα ακόλουθα σχετικά προς ό,τι εδώ απασχολεί:

«.....................................Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «.. ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ξεκινά με δεδομένο πως ο εφεσείων δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και άρα η κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι νόμιμα.»

Η επιχειρηματολογία που προέταξε η συνήγορος του εφεσείοντα είναι ως και στο πρωτόδικο, η οποία έχει ήδη καταγραφεί.

 

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, υιοθετώντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, υποδεικνύει πως αφ' ης στιγμής η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο εφεσείων δεν διατηρεί δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως Αιτητής Διεθνούς Προστασίας.

 

Είπε σχετικά επί τούτου του θέματος το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας εκτενή αναφορά στη νομοθεσία του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000:

 

«Το ερώτημα που ανακύπτει, εν προκειμένω, αφορά το κατά πόσον, πρόσωπο που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση / αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, θεωρείται αιτητής για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά συνέπεια απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν αιτητές ασύλου, ως αυτά προδιαγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου.

Απάντηση στο ερώτημα δίδεται από τις διατάξεις του ίδιου του άρθρου 16Δ του προαναφερθέντος Νόμου, στις οποίες προνοείται πως, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μεταχειρίζεται την μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία που υποβάλλονται μετά την αρχική αίτηση του αιτητή, ως νέα αίτηση, αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Εξ' ου και το γεγονός πως τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες της επιφύλαξης του εδαφίου (3)(α) του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει πως ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα και σε τέτοια περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ως αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 16Δ(3)(δ), τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 12Β τετράκις(2)(δ).

Η δυνατότητα παραμονής αιτητή διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία, καθ΄ όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η εξέταση της αρχικής αιτήσεως του από την Υπηρεσία Ασύλου, είναι δεδομένη, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 8(1)(α) του Νόμου. Σε περίπτωση που η αρχική αυτή αίτηση απορριφθεί, ως προδιαγράφεται στις διατάξεις της παραγράφου (1Α) του ίδιου άρθρου, είτε ως αβάσιμη, είτε ως απαράδεκτη, η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία, εξετάζεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο, εφόσον προηγηθεί σχετική ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια καταχώρησης προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ενδιάμεσης αυτής αιτήσεως, ο αιτητής έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.

Εξαίρεση από τα πιο πάνω, εισάγεται στην παράγραφο (1Β) του άρθρου 8 ήτοι στις περιπτώσεις που υποβάλλεται από το πρόσωπο αυτό, μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ή/και νέα στοιχεία μετά την αρχική απόρριψη της αιτήσεως για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 16Δ(1).

Στις περιπτώσεις αυτές, μέχρι την εξέταση της υποβαλλόμενης αιτήσεως, ο εκάστοτε αιτητής, δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και εξετάζεται ad hoc σε περίπτωση υποβολής πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, απλώς για καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της απόφασης για άμεση απομάκρυνση του, η οποία καθίσταται εκτελεστή με την απόρριψη της αρχικής του αιτήσεως ή σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, εφόσον προηγήθηκε η εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης η οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη ή αβάσιμη.

Η διακριτική, λοιπόν, ευχέρεια για εξέταση του δικαιώματος του αιτητή για παραμονή του στη Δημοκρατία, μέχρι τη διοικητική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, ανήκει στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος σε περίπτωση που κρίνει πως δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα παραμονής, θα πρέπει, στη βάση της επιφύλαξης του εδαφίου (4)(β) του άρθρου 16Δ να ικανοποιηθεί πως τυχόν εκτέλεση απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης, δεν θα συνεπάγεται στην άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του.

Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ενόσω εκκρεμεί δικαστική αμφισβήτηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση που υπεβλήθη, ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής. 

Η απόφαση του Προϊσταμένου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, εξ' ου κι ο αιτητής δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, τουλάχιστον μετά την άπρακτη πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 12Α(2) του Ν.73(Ι)/2018. Σε περίπτωση που ασκηθεί τέτοια προσφυγή, το δικαίωμα παραμονής του αιτητή, εξετάζεται από το ΔΔΔΠ, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί η κυρίως προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει τέτοια αίτηση.

Υποβολή, όμως, τέτοιας ενδιάμεσης αιτήσεως και μόνον, δεν αναστέλλει την απόφαση για επιστροφή ή απομάκρυνση. Χρειάζεται διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αφ' ης στιγμής η απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, τέτοια ενδιάμεση αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται πάραυτα, με την καταχώρηση της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ, εφόσον οι ενέργειες της διοίκησης για επιστροφή, δεν αναστέλλονται και τέτοια ενδιάμεση αίτηση, δεν θα έχει πλέον στόχο και σκοπό την ουσιαστική αποκατάσταση και ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την προσφυγή που εκκρεμεί.  

Εν κατακλείδι, σε σχέση με το ερώτημα που τίθεται πιο πάνω, αντλώντας καθοδήγηση και από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, καταλήγω πως οι μεταγενέστερες αιτήσεις, αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.»

Κρίνουμε ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως εφαρμογής τυγχάνουν τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015 και ειδικότερα στην παρ. 46 αυτής:

 

«46. Πρέπει εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2005/85, όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία και, στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτών.»

 

Αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα των Π. Νάσκου-Περράκη, Γ. Παπαγεωργίου, Χρ. Μπαξεβάνη «Πρόσφυγες και Αιτούντες Άσυλο» 2017, όπου στις σελ. 195-196 σημειώνεται πως μια αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να γίνει δεκτή οπότε και χορηγείται καθεστώς διεθνούς προστασίας ή να απορριφθεί ως αβάσιμη. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως απαράδεκτη για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και όταν η αίτηση αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος και η προκαταρκτική εξέταση δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων. Όπως και στην κρινόμενη περίπτωση, όπου η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα εκρίθη απαράδεκτη λόγω μη προσκόμισης νέων ουσιωδών στοιχείων και η κρίση αυτή, οριοθέτησε το καθεστώς και την ιδιότητα του. Άλλως πως, σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν.

.................................».

 

 

        Δεν υπάρχει κατιτί να προστεθεί στα πιο πάνω, πέραν της υιοθέτησης τους.

 

 

        Η Αίτηση - και όσα την επικουρούν κατά νόμο και ουσία - δεν ικανοποιεί τα νομοθετικώς και νομολογιακώς προαπαιτούμενα για αποδοχή της (Αναφορικά με την Αίτηση του Singh, Αίτηση Νομικής Αρωγής 56/21, ημ. 12.7.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Rahmati, Αίτηση Νομικής Αρωγής 56/21, ημ. 12.7.21).  

 

        H Αίτηση απορρίπτεται.

 

       

        Τα έξοδα των διερμηνέων να καταβληθούν από την Δημοκρατία.

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 

                                                                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

       

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο