ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A482
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 183/2020)
14 Δεκεμβρίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Eφεσείων/Κατηγορούμενος/Καθ΄ου η Αίτηση,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητος/Κατήγορος/Αιτητής.
____________________
Μ. Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.
Ειρ. Οικονομίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον
Εφεσίβλητο.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει τα διατάγματα δήμευσης που εκδόθηκαν εναντίον του, μετά από σχετική αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα. Συγκεκριμένα, εκδόθηκε (α) διάταγμα δήμευσης ποσού €10.134 που αφορά το προϊόν αδικήματος, τη διάπραξη του οποίου είχε παραδεχθεί ο Εφεσείων και (β) διάταγμα δήμευσης για είσπραξη εσόδων του Εφεσείοντα από παράνομες δραστηριότητες, δηλαδή το ποσό των €66.100.
Της εν λόγω αίτησης είχε προηγηθεί παραδοχή του Εφεσείοντα σε διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν την παράνομη κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών, τάξεως Α και Β, καθώς και αναβολικών ουσιών. Περαιτέρω, ο Εφεσείων είχε παραδεχθεί κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον του υπό στοιχείο (β) διατάγματος δήμευσης (αιτητικό (γ) στην αίτηση δήμευσης).
Ο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/2007, προνοεί στο Άρθρο 6 για τη διεξαγωγή έρευνας από το Δικαστήριο προς διαπίστωση του κατά πόσο ο κατηγορούμενος αποκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος δήμευσης, δυνάμει του Νόμου, θεωρείται μέρος της διαδικασίας επιβολής ποινής. Γι΄ αυτό, άλλωστε και η σχετική αίτηση καταχωρίστηκε μετά την παραδοχή του κατηγορουμένου στο κατηγορητήριο που αντιμετώπισε και πριν από τη διαδικασία έκθεσης γεγονότων.
Το Άρθρο 7(1)[1] του Νόμου προνοεί ως προς το τι λογίζεται ως έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Το εδάφιο (2) του Άρθρου 7 του Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«(2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι—
(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή απέκτησε ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙
(β) κάθε δαπάνη του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή πληρωμές ή αμοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με τη διάπραξη από τον ίδιο παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙
(γ) οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την παράγραφο (α) την παρέλαβε ελεύθερη από επιβαρύνσεις και συμφέροντα άλλων προσώπων για σκοπούς υπολογισμού της αξίας της:
Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται, σύμφωνα με το εδάφιο (3), αν αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουμένου ή το Δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου αν εφαρμόζονταν.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από την αίτηση και δεν έχουν αμφισβητηθεί είναι ότι ο Εφεσείων, κατά την ημερομηνία διάπραξης αδικημάτων (Φεβρουάριο 2019), ήταν ηλικίας 28 ετών και ήταν άνεργος, ενώ, κατά την περίοδο 26.7.2016 μέχρι 10.5.2018, ήταν κατάδικος και εξέτιε ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές. Δεν είχε δηλώσει ασφαλιστικές αποδοχές από εργασία, είτε ως μισθωτός, είτε ως αυτοτελώς εργαζόμενος για τα έτη 2013 μέχρι 2018 και δεν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο του Τμήματος Φορολογίας για σκοπούς Φόρου Εισοδήματος, μη έχοντας υποβάλει φορολογική δήλωση για οποιοδήποτε φορολογικό έτος. Επίσης, δεν διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό. Σύμφωνα με το Μητρώο Μηχανοκινήτων Οχημάτων του Τμήματος Οδικών Μεταφορών υπήρξε εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης τεσσάρων μηχανοκινήτων οχημάτων, τα οποία αποκτήθηκαν τα τελευταία έξι χρόνια, ένα εκ των οποίων μάρκας Dodge, μοντέλο Durango, με αρ. εγγρααφής NBB523, το οποίο εκτιμάται ότι αξίζει €35.000 και, επίσης, είναι ιδιοκτήτης χρυσαφικών, τα οποία απέκτησε διά αγοράς από τον Αύγουστο του 2018, αξίας €31.100.
Ο Εφεσείων καταχώρησε έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών, όπου ισχυρίζεται ότι, και σε προηγούμενη υπόθεση που αντιμετώπισε, η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε να δημεύσει περιουσιακά του στοιχεία, όμως, η διαδικασία δεν προχώρησε, καθότι παρουσίασε έσοδα από ιπποδρομιακά στοιχήματα. Για την υπόθεση εκείνη είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση και παρέμεινε στη φυλακή από 26.7.2016 μέχρι 10.5.2018. Είχε δε εξουσιοδοτήσει τον πατέρα του να πωλήσει κάποια οχήματα και να του δώσει τα χρήματα όταν θα αποφυλακιζόταν. Τα οχήματα που πωλήθηκαν ήταν το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KYH894, για το ποσό των €2.500, το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΚΖW601 για το ποσό των €10.000 και μοτοσυκλέτα με αρ. εγγραφής KZA758 για το ποσό των €7.000. Περαιτέρω, ο πατέρας του του δώρισε ποσό €6.000 όταν αποφυλακίστηκε. Με τα χρήματα από τις πωλήσεις των πιο πάνω οχημάτων, καθώς και μίας μοτοσυκλέτας με αρ. εγγραφή KVK543 για το ποσό των €10.000 αγόρασε το όχημα Dodge Durango για το ποσό των €30.000. Μετά την αποφυλάκισή του ξεκίνησε να στοιχηματίζει στον Ιππόδρομο και απέκτησε κέρδη ύψους €52.834,50, μεταξύ Ιουνίου 2018 και Ιανουαρίου 2019. Τα κοσμήματα που αποτελούν αντικείμενο δήμευσης αγοράστηκαν από αυτά τα χρήματα.
Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη στη βάση ενόρκων δηλώσεων που κατατέθηκαν εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα από την Αστ. 1254, μέλος της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ) και το Διευθυντή της Υπηρεσίας Πληροφορικής της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας. Ο Εφεσείων παρουσίασε δική του ένορκη δήλωση, καθώς και ένορκη δήλωση του πατέρα του, και των φίλων του Κουρτέλλα, Κωστουρή και Μαυράτσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, έκρινε ότι ο αιτητής πέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του, ενώ ο Εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που του εναποτίθεται από το Νόμο. Έκρινε συναφώς ότι ισχύουν οι υποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 7(2) του Νόμου.
Η έφεση αρχικά περιλάμβανε δέκα λόγους έφεσης, από τους οποίους αποσύρθηκαν οι δύο (λόγοι έφεσης 1 και 2). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης 5 και 10 άπτονται της συμπερίληψης στο διάταγμα δήμευσης ποσού που προερχόταν από περιουσιακό στοιχείο που είχε συμπεριληφθεί σε προηγούμενη αίτηση δήμευσης. Η Κατηγορούσα Αρχή είχε περιορίσει την αίτησή της στο ποσό των €58.100 και όχι €66.100 που αναφέρετο στο αιτητικό της αίτησης. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ μνημόνευσε στην απόφασή του το ζήτημα αυτό, στο τέλος εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το αιτητικό της αίτησης, δηλαδή για το ποσό των €66.100. Η εισήγηση του Εφεσείοντα είναι ορθή και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξέτασης. Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 5 και 10 επιτυγχάνουν.
Ο Εφεσείων, με τον τρίτο, τέταρτο και έβδομο λόγο έφεσης, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία στον απαιτούμενο από το σχετικό Νόμο βαθμό απόδειξης (3ος λόγος), ότι αδικαιολόγητα έκρινε μη αποδεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισε ο Εφεσείων στο σύνολό της (4ος λόγος) και πως εσφαλμένα απέρριψε τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα αναφορικά με τα κέρδη από ιπποδρομιακά στοιχήματα (7ος λόγος).
Αποτελεί θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ανέφερε ότι έκρινε τη μαρτυρία στον απαιτούμενο βαθμό, εντούτοις, διαφαίνεται ότι εφάρμοσε πιο αυξημένο βαθμό απόδειξης στη μαρτυρία του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, ο Εφεσείων ισχυρίζεται πως η μαρτυρία που προσκόμισε, κάθε άλλο παρά ασαφής ή γενική ή ότι πάσχει από ένδειξη τεκμηρίωσης είναι, παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ως προς τα κουπόνια που παρουσίασε ο Εφεσείων, τα οποία κατ΄ ισχυρισμό κέρδισε στον Ιππόδρομο, προβάλλεται ότι η μαρτυρία που δόθηκε υπερκαλύπτει τον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης που τέθηκε στους ώμους του Εφεσείοντα.
Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε ότι ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε αδικήματα που αφορούν σε ναρκωτικές ουσίες, τα οποία εμπίπτουν στα γενεσιουργά αδικήματα που προβλέπονται από το Νόμο. Δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι τα έσοδα, αντικείμενο των διαταγμάτων δήμευσης, ήταν αποτέλεσμα διάπραξης των συγκεκριμένων αδικημάτων στα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων. Συνεπώς, η έρευνα στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 6 του Νόμου, αποσκοπεί στη διαπίστωση των εσόδων του κατηγορούμενου από παράνομες δραστηριότητες γενικά και όχι ειδικά των συγκεκριμένων καθορισμένων αδικημάτων στα οποία αυτός καταδικάστηκε.
Από τα Άρθρα 7(1) και (2) του Νόμου προκύπτει ότι το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε συγκεκριμένες υποθέσεις τις οποίες εφαρμόζει, εκτός εάν αποδειχθεί από τον κατηγορούμενο ότι αυτές δεν ισχύουν στην περίπτωσή του ή εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αδικίας σε βάρος του κατηγορούμενου εάν εφαρμοστούν. Το Άρθρο 72 του Νόμου αναφέρει πως το μέτρο απόδειξης που εφαρμόζεται είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ως εφαρμόζεται σε πολιτική διαδικασία.
Ανάλυση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών γίνεται στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551 και Δημοκρατία ν. Περδίκη, Ποινικές Εφέσεις 98/2020 κ.ά., ημερ. 27.5.2021. Από την τελευταία αυτή απόφαση παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Προνοείται στο άρθρο 7(1) τί λογίζεται ως έσοδα του καταδικασθέντα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ το εδάφιο (2) παρ.(α) παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να υποθέσει ότι οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο καταδικασθέντας τα τελευταία έξι χρόνια πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του, αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σε τέτοια περίπτωση, και για να μην δύναται το Δικαστήριο να υποθέσει ως ανωτέρω, πρέπει να αποδειχτεί ότι η πρόνοια του εδαφίου 2 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του καταδικασθέντα, με αποτέλεσμα, στην πράξη, το βάρος να μετατίθεται στους ώμους του τελευταίου, να πείσει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η υπόψη περιουσία δεν αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή να κριθεί ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να προκαλείτο αδικία σε αυτόν αν εφαρμοζόταν το τεκμήριο.»
Σχετική ανάλυση γίνεται και στην υπόθεση R. v. Briggs-Price (2009) UKHL 19, όπου επεξηγείται ο τρόπος εφαρμογής των αντίστοιχων προνοιών του Αγγλικού Drug Trafficking Act του 1994:
«1. Under the Drug Trafficking Act 1997 ("the 1994 Act") the assets of a defendant convicted of a drug trafficking offence are liable to confiscation to the extent that he has benefited from drug trafficking. The benefit in question is not restricted to the benefit derived from the offence or the offences in respect of which the defendant has been convicted. In confiscation proceedings the prosecution has to satisfy the court that the defendant has benefited from drug trafficking and the extent of such benefit. The normal way of doing this is to prove that the defendant possessed, or has possessed, property and to invite the court to assume that the property in question represents or represented benefit derived from drug trafficking. The Act expressly provides that the court must make this assumption unless it is shown to be incorrect or would involve a serious injustice.»
Αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση της Αστ. 1254, μέλος της ΜΟΚΑΣ, και με βάση το Μητρώο Μηχανοκινήτων Οχημάτων του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, ο Εφεσείων, κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης, ήταν ιδιοκτήτης τεσσάρων οχημάτων, τα οποία αποκτήθηκαν τα τελευταία έξι χρόνια, ήτοι των οχημάτων με αρ. εγγραφής KTP 569, KUP 578, KUS 053 και του οχήματος μάρκας Dodge, μοντέλο Durango. Η αίτηση δήμευσης αφορούσε μόνο τον υπολογισμό της αξίας του αυτοκινήτου Dodge, καθότι τα υπόλοιπα τρία αυτοκίνητα περιλαμβάνονταν σε άλλη αίτηση δήμευσης, που έγινε σε προηγούμενη ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι πώλησε τα οχήματα με αρ. εγγραφής ΚΥΗ894, ΚΖW601 KZA758 και KVK543 και αγόρασε το όχημα Dodge για το ποσό των €30.000, ορθά αναφέρθηκε από το Δικαστήριο ότι, πέρα από την προβολή του ισχυρισμού αυτού, δεν παρουσίασε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την είσπραξη οποιουδήποτε ποσού, ούτε και για το ότι πράγματι πλήρωσε τίμημα και πόσο για την αγορά του οχήματος Dodge. Όλα παρέμειναν στη σφαίρα των ισχυρισμών. Σημειώνεται ότι για την πώληση του οχήματος KVK543 για το ποσό των €10.000 στο μηχανικό Χριστοφή, η έρευνα στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών και στο Αρχείο της Αστυνομίας κατέδειξε ότι ο Εφεσείων μεταβίβασε το όχημα στην Π. Κετάνη στις 7.7.2016 και όχι στο Χριστοφή. Περαιτέρω, σε κατάθεσή του ο Χριστοφή ανέφερε ότι αυτός μεσολάβησε για την πώληση του εν λόγω οχήματος, χωρίς όμως να προσκομίσει καμία απόδειξη ή τιμολόγιο για την πράξη. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός για πώληση του οχήματος με αρ. εγγραφής KYH894 για το ποσό των €2.500 στην Κ. Τσακκούρα δεν ευσταθεί, αφού στη βάση έρευνας στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών και στο Αρχείο της Αστυνομίας, ναι μεν ο Εφεσείων μεταβίβασε το πιο πάνω όχημα, όμως, η Τσακκούρα στην κατάθεσή της ανέφερε ότι η ίδια δεν πήρε, ούτε έδωσε χρήματα για τη μεταβίβαση του οχήματος, παρά μόνο υπέγραψε τα έντυπα μεταβίβασης που της πήρε ο πατέρας του Εφεσείοντα και ο μηχανικός που το συνόδευε.
Ενόψει των πιο πάνω, ορθά κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα ως εξωπραγματικοί.
Ο Εφεσείων επικαλέστηκε ότι εισέπραξε €52.834,50 από στοιχήματα Ιπποδρομιών που κέρδισε και, προς τούτο, παρέδωσε 164 κουπόνια. Δόθηκε μαρτυρία από το Διευθυντή Υπηρεσίας Πληροφορικής ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί η κυριότητα των εν λόγω κουπονιών, είτε στην όψη τους, είτε από τον Ιππόδρομο. Πέραν τούτου, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, για πολλά από αυτά τα κουπόνια δεν θα μπορούσε το ίδιο πρόσωπο να προβεί στην εξαργύρωσή τους, λόγω της ώρας εξαργύρωσης και της μηχανής από την οποία έγινε η εξαργύρωση. Η μαρτυρία του Εφεσείοντα, επί του προκειμένου, ήταν ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες, όταν ο ίδιος δεν μπορούσε να μεταβεί στον Ιππόδρομο ή σε πρακτορείο στοιχημάτων για να στοιχηματίσει, ζητούσε τηλεφωνικά από φίλους του να στοιχηματίσουν για λογαριασμό του και ότι υπήρχαν περιπτώσεις κατά τις οποίες πήγαινε με φίλους του στον Ιππόδρομο και τους έδιδε οδηγίες όπως στοιχηματίσουν σε ιπποδρομίες ή να εξαργυρώσουν κερδισμένα κουπόνια. Στη μαρτυρία του δε αναφέρθηκε στους φίλους του, Κουρτέλλα, Κωστουρή και Μαυράτσα, οι οποίοι έδωσαν ένορκες δηλώσεις επί τούτου. Οι ένορκες δηλώσεις των εν λόγω προσώπων χαρακτηρίζονται από γενικότητα και ασάφεια και ουδόλως παραπέμπουν στα συγκεκριμένα κουπόνια που κατέθεσε ο Εφεσείων. Ορθά, λοιπόν, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μαρτυρία για τα κουπόνια αυτά ήταν γενική και αόριστη και δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει το σχετικό βάρος που είχε ο Εφεσείων. Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν δόθηκε καμία λογική εξήγηση, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί ο Εφεσείων κρατούσε τα εξαργυρωμένα κουπόνια σε κιβώτιο ασφαλείας, κάτι που δεν έχει οποιοδήποτε νόμιμο σκοπό να εξυπηρετήσει.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Millington and Sutherland Williams On the Proceeds of Crime, 3η έκδοση, παρα. 9.76, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«.If the defendant wishes to succeed in showing the assumptions are incorrect he must produce clear and cogent evidence; see R v. Walbrook and Glasgow [1994] Crim LR 613, where the Court held: "vague and generalized assertions unsupported by evidence would rarely, if ever, be sufficient to discharge the burden on the defendant."»
Έχοντας υπόψη τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα του Εφεσείοντα, τα οποία έχουν παρατεθεί πιο πάνω, κρίνουμε ότι ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτός δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης έτσι ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 7(3)(α) του Νόμου.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους του Εφεσίβλητου. Η εισήγηση εδράζεται στη θέση του Εφεσείοντα ότι ο Εφεσίβλητος αμφισβήτησε την απόκτηση συγκεκριμένων οχημάτων, τα οποία, όμως, ήταν αντικείμενο έρευνας που διεξήγαγε στο παρελθόν ο ίδιος, στα πλαίσια αίτησης δήμευσης, την οποία απέσυρε, αφού αποδέχτηκε ότι προέρχονταν από νόμιμες συναλλαγές. Συγκεκριμένα, για τα οχήματα με αρ. εγγραφής ΚΤΡ569, KUP578 και KUS053 η ΜΟΚΑΣ είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διαταγμάτων δήμευσής τους στα πλαίσια εκδίκασης άλλης υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄ αρ. 15206/2016, όμως, μετά που ο Εφεσείων είχε τότε προσκομίσει δικαιολογητικά ότι τα οχήματα είχαν αγοραστεί με κέρδη από στοιχήματα στον Ιππόδρομο, απέσυρε την εν λόγω αίτηση.
Σύμφωνα με τον κατάλογο οχημάτων που απέκτησε ο Εφεσείων μεταξύ των ετών 2014 μέχρι 2016, όλα τα οχήματα, πλην του Dodge Durango αποκτήθηκαν κατ΄ εκείνη την περίοδο και, άρα, όλα αυτά τα οχήματα ήταν ή έπρεπε να περιλαμβάνονταν στην υπόθεση 15206/2016. Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση, η αμφισβήτηση από τον εφεσίβλητο ότι «ο κατηγορούμενος δεν αιτιολογεί πως απέκτησε τα οχήματα με αριθμούς εγγραφής KVK543, KYH894 και KZW601 και τα οποία πώλησε μετέπειτα» είναι καταχρηστική και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το Άρθρο 7(5) του Νόμου προνοεί ότι:
«(5) Για σκοπούς υπολογισμού των εσόδων του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αν σε προηγούμενη περίπτωση εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα δήμευσης, το δικαστήριο δε θεωρεί έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος τα έσοδα τα οποία θα καταδειχθεί ότι λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού το οποίο αναφέρεται στο προηγούμενο διάταγμα.»
Από το λεκτικό της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας προκύπτει ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για σκοπούς υπολογισμού εσόδων του κατηγορούμενου έσοδα τα οποία λήφθηκαν υπόψη σε προηγούμενο διάταγμα. Εν προκειμένω, η προηγούμενη αίτηση δήμευσης δεν αφορούσε τα ίδια οχήματα, ούτε τα οχήματα τα οποία ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι πώλησε για να αγοράσει το Dodge, πλην ενός οχήματος η αξία του οποίου ανέρχεται σε €8.000 και θα έπρεπε να αφαιρεθεί από τον υπολογισμό του ύψους του ποσού της δήμευσης, για το οποίο έχουμε αναφερθεί σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης 5 και 10.
Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στις πρόνοιες του Άρθρου 7(3)(β) του Νόμου και προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε την επίκληση του Εφεσείοντα στο άρθρο αυτό.
Το Άρθρο 7(3) του Νόμου προνοεί πως οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται αν «το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου αν εφαρμόζονταν».
Το Δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες του εν λόγω Άρθρου και έκρινε ότι δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
« Δεν εντοπίζω, πρέπει να σημειωθεί, οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε, το Δικαστήριο, να καταλήξει σε εύρημα ότι, οι προαναφερόμενες υποθέσεις προς όφελος του Αιτητή, δεν θα έπρεπε εξ αρχής να εφαρμοστούν, επειδή, όπως προνοείται στο Άρθρο 7(3)(β) του Νόμου, σε μία τέτοια περίπτωση, θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας σε βάρος του Κατηγορουμένου. Όπως αναφέρθηκε από Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση R v Jones a. o. [2006] EWCA Crim 2061, σε σχέση και με αναφορά στην ανάλογη σε διατάξεις νομοθετική πράξη και διάταξη στο Ηνωμένο Βασίλειο:
«[13] It is only when considering the appropriateness of applying those assumptions that s 10(6) bites. It is there in order to ensure that assumptions made under s 10 are not so unrealistic or so unjust in relation to a particular Defendant that they should not be made. It provides a means of moderating the ultimate calculation of benefit.
[14] Section 10(6)(a) is clear in its terms. As far as s 10(6)(b) is concerned, the question will arise, in relation to any case, as to what will be considered unjust in the circumstances. The prosecution submit that whatever meaning one gives to the phrase "serious risk of injustice", that cannot include the fact that an order will create hardship. Support for that can be gleaned from Blackstone's Criminal Practice 2006, para E-217, at p 2129:
"The risk of injustice must arise from the operation of the assumptions in the calculation of benefit and not from eventual hardship in the making of a confiscation order (Dore [1997] 2 Cr App Rep (S) 152; Ahmed [2005] 1 WLR 122). What is contemplated is some unjust contradiction in the process of assumption (eg double counting of income and expenditure), or between an assumption and an agreed factual basis for sentence (see Lunnon [2005] 1 Cr App Rep (S) 111; Lazarus [2005] Crim LR64)."
With that we agree. The purpose of the exercise is to ensure that there is ultimately a sensible calculation of benefit. It is not a discretionary exercise by the judge to determine whether or not it is fair to make an order against a particular Defendant.».
(η υπογράμμιση και η έμφαση είναι δική μου)
47. Βλ, επίσης, Banks on Sentence, Volume 1, 14η έκδοση, στην παράγραφο 21-72.»
Δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να χρήζει επέμβασης από το Εφετείο. Το Δικαστήριο εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και δικαιολογημένα κατέληξε ότι δεν υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας σε βάρος του.
Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον ένατο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Αστ.1254 αναφορικά με τη ζημιά που υπέστη το όχημα Dodge Durango.
H αξία του εν λόγω οχήματος καθορίστηκε στις €35.000, σύμφωνα με έκθεση της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, παρόλο που υπέστη ζημιά από φωτιά. Όπως ορθά υπέδειξε η εκπρόσωπος του Εφεσίβλητου, το Άρθρο 13(3) και (4) του Νόμου[2] προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι, το ποσό το οποίο δύναται, κατά την έκδοση διατάγματος δήμευσης να εξασφαλιστεί, περιλαμβάνει το σύνολο των αξιών της ρευστοποιήσιμης περιουσίας την οποία έχει ο κατηγορούμενος κατά την έκδοση του διατάγματος και η αξία περιουσίας, εκτός από μετρητά, περιλαμβάνει την αξία της περιουσίας όταν αυτή ανήκει αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο.
Η αξία του εν λόγω οχήματος, το οποίο αποτελεί ρευστοποιήσιμη περιουσία, δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου, καθορίστηκε με την έκθεση της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, η οποία δεν αμφισβητήθηκε και παρέμεινε αναντίλεκτη. Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αυτή τη μαρτυρία για να καταλήξει στην αξία του εν λόγω οχήματος.
Ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει ως προς τους λόγους 5 και 10. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Ως εκ τούτου, το διάταγμα δήμευσης τροποποιείται ώστε το ποσό που αναφέρεται στο διάταγμα της παραγράφου (γ) της αίτησης να ανέρχεται στο ποσό των €58.100. Κατά τα λοιπά τα διατάγματα παραμένουν ως έχουν.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-
(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όλες οι πληρωμές οι οποίες καταβλήθηκαν σ' αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες ή με αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο πρόσωπο˙
(β) τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ' αυτόν ή το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.»
[2] 13(3) Για τους σκοπούς των άρθρων 11 και 12 το ποσό το οποίο δύναται, κατά την έκδοση του διατάγματος δήμευσης, να εξασφαλισθεί είναι-
(α) Το σύνολο των αξιών όλης της ρευστοποιήσιμης περιουσίας την οποία έχει ο κατηγορούμενος κατά την έκδοση του διατάγματος˙
(β) πλέον το σύνολο όλων των αξιών των κατά την έκδοση του διατάγματος απαγορευμένων από το Νόμο δωρεών ή απαγορευμένων μεταβιβάσεων περιουσίας˙
(γ) μείον το σύνολο των υποχρεώσεων οι οποίες, κατά την έκδοση του διατάγματος, έχουν, σύμφωνα με το εδάφιο (6), προτεραιότητα.
(4) Τηρουμένων των ακόλουθων προνοιών του παρόντος άρθρου, αξία περιουσίας, εκτός από μετρητά, είναι-
(α) Η αγοραία αξία της περιουσίας, όταν αυτή ανήκει αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο˙
(β) σε περίπτωση κατά την οποία και άλλο πρόσωπο έχει συμφέρον στην εν λόγω περιουσία, η αγοραία αξία της περιουσίας μείον το ποσό το οποίο απαιτείται για την ικανοποίηση του συμφέροντος του άλλου προσώπου και την ακύρωση οποιασδήποτε επιβάρυνσης, εξαιρουμένης επιβάρυνσης με βάση επιβαρυντικό διάταγμα.