ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A456
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. E2/2021
23 Νοεμβρίου, 2022
(Π. ΠΑΝΑΓΗ[1], Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ν.Γ.ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές)
ΣΤΑΛΩ ΖΑΜΠΑ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ/ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
- ΚΑΙ -
ΚΥΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
----------------------------
Π.Α. Μιχαήλ, για την Εφεσείουσα
Χρ. Α. Νεοφύτου, για τον Εφεσίβλητο
--------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, ως μέλος του Κυνολογικού Ομίλου Κύπρου, εφεσίβλητου στην παρούσα έφεση, μπορούσε, αυτοδικαίως, να κινήσει αγωγή εναντίον του, συμφώνως των διατάξεων του άρθρου 23(1) του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 2017, (Ν.104(Ι)/2017). Όπως πληροφορήθηκε, όμως, με επιστολή που της απεστάλη εκ μέρους του, στις 21.10.2019, η πιο πάνω ιδιότητά της, είχε ανασταλεί, προσωρινά. Στις 9.12.2019 δε, της αφαιρέθηκε, οριστικά. Από την ημερομηνία εκείνη, η εφεσείουσα έπαυσε να είναι μέλος του εφεσίβλητου. Το πληροφορήθηκε στις 7.1.2020. Ωστόσο, στις 12.12.2019, μη γνωρίζοντας περί της αποβολής της, καταχώρησε εναντίον του, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, (το Δικαστήριο), την αγωγή αρ. 4054/2019. Η έναρξη της, έγινε με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Με αυτό, αξίωνε από το Δικαστήριο αριθμό διακηρυκτικών αποφάσεων, σε σχέση με αποφάσεις που φέρεται να είχε λάβει το Διοικητικό Συμβούλιο του εφεσίβλητου, την περίοδο μεταξύ 6.11.2018 και 9.12.2019.
Στις 13.12.2019, την επομένη της καταχώρησης της αγωγής, η εφεσείουσα καταχώρησε, επίσης, μονομερή αίτηση, (η αίτηση). Με αυτή ζητούσε, μεταξύ άλλων, την έκδοση εναντίον του εφεσίβλητου, τριών παρεμπιπτόντων απαγορευτικών διαταγμάτων. Συγκεκριμένα, με τα αιτητικά Α και Β, ζητούσε να απαγορευθεί στον εφεσίβλητο, ενεργώντας δια του Διοικητικού Συμβουλίου του, να συγκαλεί συνεδριάσεις και να λαμβάνει αποφάσεις σε σχέση με σκοπούς που προβλέπονται στο καταστατικό του, καθώς, επίσης, να εκτελεί, οποιεσδήποτε, αποφάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του, με βάση το προαναφερθέν ιδρυτικό έγγραφο. Με το αιτητικό Γ, ζητούσε διάταγμα να αναστέλλει απόφαση της Έκτακτης Γενικής και Καταστατικής Συνέλευσης του εφεσίβλητου, που πραγματοποιήθηκε στις 9.12.2019, (η συνέλευση) και αφορούσε στην τροποποίηση συγκεκριμένων προνοιών του καταστατικού του.
Το Δικαστήριο, εξέτασε την αίτηση, υπό το φως και της ειδοποίησης ένστασης που καταχωρίστηκε, στο μεταξύ, από μέρους του εφεσίβλητου, καθώς, επίσης, υπό το φως των, εκατέρωθεν, ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν, προς υποστήριξη τους. Με αναφορά, ειδικά, στα γεγονότα από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας και τις πρόνοιες του άρθρου 23(1) του Ν.104(Ι)/2017, διαπίστωσε πως αυτή δεν κατέδειξε ότι νομιμοποιείτο να προβεί στην καταχώρηση και προώθηση της αίτησης. Η κρίση του, σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή, ήταν καθοριστική, ως προς την έκβαση της. Ωστόσο, προχώρησε στην εξέταση της αίτησης, υπό το πρίσμα και των προνοιών του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960). Έκρινε ότι δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις του, οπότε την απέρριψε και στη βάση αυτή.
Η εφεσείουσα, διατύπωσε τη διαφωνία της στην, πιο πάνω, απόφαση του Δικαστηρίου, με την καταχώρηση της υπό εξέταση έφεσης. Με αριθμών λόγων που περιέλαβε σε αυτή, προσβάλλει την ορθότητα της, από διάφορες απόψεις. Είναι λογικό, να εξεταστεί πρώτα το θέμα της νομιμοποίησης της εφεσείουσας, να προβεί στην καταχώρηση της αίτησης. Συγκεκριμένα, με το δεύτερο λόγο έφεσης, αυτή, ουσιαστικά, αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου, ότι δεν κατέδειξε πως είχε έννομο συμφέρον, σε σχέση με την καταχώρηση της αίτησης. Όπως γίνεται εισήγηση στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου, το αιτητικό Β, «ήταν κατά τέτοιο τρόπο διατυπωμένο ώστε να καλύπτει όλες τις αποφάσεις που λήφθησαν στις 9/12/2009», κατά τη συνέλευση. Επομένως, συνεχίζει η εισήγηση, δεν δικαιολογείτο η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Σχετικά, με την πτυχή αυτή, της αίτησης, είναι κάποια γεγονότα που παράθεσε η εφεσείουσα, στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωση της.
Ιδιαίτερα σημαντικό, ήταν το γεγονός ότι στις 9.12.2019, που πραγματοποιήθηκε η συνέλευση του εφεσίβλητου, όπως αναφέρθηκε, η εφεσείουσα δεν ήταν μέλος του. Ως εκ τούτου, προφανώς, δεν κλήθηκε να λάβει μέρος σε αυτή. Ωστόσο, η εφεσείουσα, καταχώρησε την αγωγή και στην συνεχεία την αίτηση, βασικά, με αφορμή τη συνέλευση. Είναι η θέση της, ότι η πραγματοποίηση της, όπως και οι αποφάσεις που λήφθηκαν σε αυτή, είναι παράνομες, καθότι αντίκεινται στο καταστατικό του εφεσίβλητου. Το παράνομο, τούτων, έγκειται στο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10 του καταστατικού, το Διοικητικό Συμβούλιο του εφεσίβλητου, πρέπει να είναι εντεκαμελές. Το εν λόγω άρθρο προνοεί, περαιτέρω, ότι «Σε περίπτωση μείωσης του Δ.Σ. κάτω των επτά μελών τότε διενεργούνται εκλογές». Παρά ταύτα, το Διοικητικό Συμβούλιο του εφεσίβλητου, κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο, απαρτιζόταν από έξι μέλη, μόνο.
Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα, κατά πόσο η εφεσείουσα, παρά την αποβολή της από μέλος του εφεσίβλητου, νομιμοποιείτο να προβεί, στην καταχώρηση, στις 12.12.2019, της αγωγής και προπαντός, της αίτησης. Σχετικό, ως προς το πιο πάνω ερώτημα, είναι το άρθρο 23(1) Ν.104(Ι)/2017. Αναφέρει:
«23.-(1) Απόφαση της συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, η οποία είναι αντίθετη προς το νόμο ή το καταστατικό είναι ακυρώσιμη και η ακυρότητα κηρύσσεται από το Δικαστήριο, κατόπιν αγωγής οποιουδήποτε μέλους ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει έννομο συμφέρον, η οποία καταχωρίζεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης:»
Επομένως, η εφεσείουσα, έχοντας απωλέσει την ιδιότητα της, ως μέλος του εφεσίβλητου, για να δικαιούτο να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του, έπρεπε να καταδείξει ότι είχε έννομο συμφέρον, προς τούτο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23(1), ανωτέρω.
Το Δικαστήριο παρατήρησε, ορθώς, σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, ότι «. μέλος που αποβλήθηκε και έπαυσε να έχει την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, έχει έννομο συμφέρον να καταχωρήσει αγωγή για να αμφισβητήσει το κύρος της απόφασης της συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου με την οποία επιβλήθηκε η αποβολή του ιδίου από το σωματείο..». Στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, το οποίο καταχωρίστηκε στις 12.12.2019, η εφεσείουσα δεν ζητά οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με το γεγονός της προσωρινής αποβολής της από τον εφεσίβλητο, που ήταν ό,τι αυτή εγνώριζε, τότε. Με την καταχώρηση, όμως, της έκθεσης απαιτήσεως, στις 30.6.2020, ήτοι έξι μήνες, περίπου, μετά την καταχώρηση της αγωγής, ζητά με το αιτητικό Μ, δήλωση περί του παράνομου της απόφασης του εφεσίβλητου, για οριστική αποβολή της, που λήφθηκε κατά τη συνέλευση στις 9.12.2019. Όπως αναφέρει, επίσης, στο εν λόγω δικόγραφο, στην παράγραφο 5, πληροφορήθηκε για τη συγκεκριμένη απόφαση στις 7.1.2020, δηλαδή μετά την καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος στις 12.12.2019.
Το Δικαστήριο, στην απόφαση του, σε σχέση με την υπό εξέταση ενδιάμεση διαδικασία, παρατήρησε τα εξής: «Τα προσωρινά διατάγματα που ζητούνται με την υπό κρίση αίτηση της Ενάγουσας αποβλέπουν στην ουσία στην αναστολή εφαρμογής των όσων αποφασίσθηκαν κατά την έκτακτη γενική συνέλευση ημερ. 9.12.2019, μετά ή/και ανεξάρτητα από την αποβολή της ιδίας από μέλος του Σωματείου.». Στη βάση αυτή διαπίστωσε, επιπρόσθετα, ότι με την αίτηση δεν ζητείτο οποιοδήποτε προσωρινό διάταγμα σε σχέση με την απόφαση για αποβολή της εφεσείουσας από μέλους του εφεσίβλητου. Ειδικά, το αιτητικό Β στην αίτηση, που παραφράζεται, πιο πάνω, εμφανώς, δεν παραπέμπει στην εν λόγω απόφαση του εφεσίβλητου. Όπως, ακριβώς, επισημαίνεται στον προαναφερθέντα λόγο έφεσης, με αυτό ζητείτο ένα γενικό διάταγμα, σε σχέση με τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί κατά τη συνέλευση της 9.12.2019.
Παρεμπιπτόντως, είναι, επίσης, ορθό να λεχθεί πως αίτημα για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος, δυνάμει του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, πρέπει να συνδέεται, κατά κάποιο τρόπο, με τις θεραπείες που ζητούνται στην αγωγή και να προκύπτει τούτο από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τη σχετική αίτηση· δεν μπορεί να είναι άσχετη με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώνεται, ότι κανένα από τα, προαναφερθέντα, ενδιάμεσα διατάγματα, δε σχετίζεται με τις διακηρυκτικές αποφάσεις που ζητούνται με τη γενική οπισθογράφηση.
Εν πάση περιπτώσει, κατά πόσο η εφεσείουσα είχε έννομο συμφέρον να καταχωρίσει αγωγή, δυνάμει του άρθρου 23(1) του Ν.104(Ι)/2017, έπρεπε να διαπιστωθεί, για σκοπούς της αίτησης, κατά το χρόνο της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος. Στην απουσία έκθεσης απαιτήσεως στο στάδιο εκείνο, μπορούσε να γίνει αναφορά στα όσα, σχετικά, ανέφερε η εφεσείουσα στην ένορκη δήλωση της, (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου, (1998) 1 Α.Α.Δ. 598). Η εφεσείουσα, όμως, δεν έκανε αναφορά σε αυτή, στο γεγονός της οριστικής αποβολής της, για το λόγο που έχει προαναφερθεί.
Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω δεδομένων, διαπιστώνεται ότι κατά την καταχώρηση της αγωγής, στις 12.12.2019, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η εφεσείουσα, δεν γνώριζε για το γεγονός της οριστικής αποβολής της, ως υφίστατο τότε, και το επικαλέστηκε εκ των υστέρων, στην έκθεση απαίτησης της. Κατά συνέπεια, δεν αποκάλυπτε στην ένορκη δήλωση της έννομο συμφέρον, το οποίο να της επέτρεπε να καταχωρίσει την αίτηση, η οποία για τον λόγο αυτό και μόνο δεν μπορούσε να επιτύχει. Στη διαπίστωση αυτή προέβη και το εκδικάσαν Δικαστήριο. Όσον αφορά τη νομιμότητα της ίδιας της αγωγής, το παρών Δικαστήριο, δεν αποφαίνεται, σχετικά, στο παρόν στάδιο. Τέλος, σημειώνεται πως η πιο πάνω κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Για τους λόγους που αναφέρονται, πιο πάνω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.400, πλέον Φ.Π.Α.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Στην παρούσα έφεση συμμετείχε και η επ' αδεία αφυπηρετήσεως τέως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κα Περσεφόνη Παναγή