ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D443
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 15/22)
17 Νοεμβρίου, 2022
[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
MUSTAFA EL HUSSEIN,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ-
1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2) ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ,
ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων.
---------
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για εφεσείοντα.
Αν. Αριστείδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους.
---------
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: O εφεσείων είναι ηλικίας 22 ετών και κατάγεται από τη Συρία. Στις 20.8.2021 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές μέσω των κατεχομένων και εντοπίστηκε στον Καλοπαναγιώτη λίγες μέρες μετά.
Στις 14.9.2021 υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας. Λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητής δεν ήταν επιτρεπτή η κράτηση του (Άρθρο 9ΣΤ(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000) (ο Νόμος). Όμως την ίδια ημέρα εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου, που επιτρέπει κατ' εξαίρεση την κράτηση αιτητή «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης». Ο λόγος είχε σχέση με το γεγονός ότι η Αστυνομία διαπίστωσε πως ο εφεσείων είχε αναρτήσει στο προφίλ του στο facebook φωτογραφία κρατώντας αυτόματο όπλο και φέροντας στρατιωτική περιβολή, με εμβλήματα των τρομοκρατικών οργανώσεων ISIS και Jaysh al-Ahrar. Ο εφεσείων δεν προσέβαλε το διάταγμα κράτησης του και έκτοτε κρατείται μέχρι σήμερα.
Σε ότι αφορά την αίτηση του για πολιτικό άσυλο, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε πως πληρούσε τα κριτήρια για να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας, σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου, αφού σε περίπτωση επιστροφής του στην Συρία υπήρχε βάσιμος λόγος καταδίωξης του από τις αρχές της χώρας λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Όμως, παρά ταύτα, αποφασίστηκε περαιτέρω ότι δεν ήταν πρόσωπο το οποίο εδικαιούτο καθεστώς διεθνούς προστασίας, λόγω της συμμετοχής του στις προαναφερθείσες εξτρεμιστικές ένοπλες οργανώσεις. Η αίτηση του για πολιτικό άσυλο, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε την 1.9.2022.
Ακολούθως ο εφεσείων καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας προσφυγή εναντίον της απόρριψης της αίτησης του από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εκκρεμεί. Τούτου δοθέντος, με βάση το Άρθρο 8(1)(α)(ii) του Νόμου σε συνδυασμό με έννοιες που προσδίδει ο ίδιος Νόμος στον όρο «αιτητής» και «τελική απόφαση», ο εφεσείων παραμένει αιτητής διεθνούς προστασίας μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί της προσφυγής του. Είναι υπό το πρίσμα αυτό που εξετάζουμε την έφεση του.
Στις 6.6.2022 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση habeas corpus προβάλλοντας ότι η κράτηση του κατέστη, λόγω της μακράς διάρκειας της, παράνομη (Πολιτική Αίτηση Αρ. 91/2022, ημερ. 1.7.2022). Στα πλαίσια της διαδικασίας εκείνης υπέβαλε και αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων και συγκεκριμένα όλων των στοιχείων και πληροφοριών που οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας έχουν στη διάθεση τους και που οδήγησαν στο διάταγμα κράτησης ημερ. 14.9.2021 και που δικαιολογούν, κατά τους εφεσίβλητους, τη συνέχιση της κράτησης.
Η αίτηση για αποκάλυψη απορρίφθηκε γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο αιτητής γνωρίζει ήδη τους λόγους για τους οποίους τελεί υπό κράτηση, αφού όπως ο ίδιος καταγράφει στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση του για έκδοση habeas corpus:
«Ταξίδεψα από τη Συρία στην Τουρκία και μετέπειτα με βάρκα από την Τουρκία, καταφθάνοντας στην Κύπρο κατά ή περί τις 20 Αυγούστου 2021. Μόλις έφτασα στην Κύπρο πήγα στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα όπου υπέβαλα αίτηση ασύλου. Παρέμεινα εκεί για 25 περίπου μέρες στη διάρκεια των οποίων ήρθε η Αστυνομία να με ανακρίνει επειδή όπως μου ανέφεραν, είχαν ανακαλύψει ότι είχα αναρτήσει μια φωτογραφία μου στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook, παλαιότερα και όταν ήμουν 17 ετών, στην οποία φέρω όπλο. Μου ανέφεραν ότι εξετάζουν κατά πόσο έχω σχέση με τρομοκρατία, λόγω αυτής της φωτογραφίας, και τους ανέφερα ότι δεν έχω καμία σχέση με τρομοκρατία. Εξήγησα ότι αυτή η φωτογραφία είχε ληφθεί πριν 4 περίπου χρόνια όταν ήμουν 17 ετών και την ανέβασα στο Facebook κατά ή περί το 2019 σε μια στιγμή ανωριμότητας. Τους εξήγησα ότι αγόρασα αυτό το όπλο όταν ήμουν ανήλικος και ανώριμος και ότι αυτό γίνεται από πολλούς ανήλικους στη Συρία κατά τα τελευταία χρόνια όπου μαίνεται ο πόλεμος, αφού κυριολεκτικά, τα όπλα βρίσκονται σε πρώτη ζήτηση και εύκολο να αποκτηθούν.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στο οποίο παραδόθηκαν από την ευπαίδευτη δικηγόρο των εφεσιβλήτων τα απόρρητα έγγραφα που διέθεταν οι αρχές και τα οποία σημείωσε με την ένδειξη «Α», αναφέρει ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν στα χέρια τους οι αρχές «ομιλούν για κάτι άλλο». Δεν θεώρησε αναγκαίο να επεκταθεί, αναφέροντας ότι το δικαστήριο δεν θα μπορούσε να ασκήσει τη δική του κρίση ως προς την επικινδυνότητα ενός αιτητή, υπεισερχόμενο στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών. Αρκέστηκε να αναφέρει ότι «τα εν λόγω έγγραφα φαίνεται να εμπλέκουν τον αιτητή σε παράνομες δραστηριότητες για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω και ουσιαστικά υποστηρίζουν τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας για κράτηση του». Θεώρησε δε, ότι έχοντας μελετήσει τα έγγραφα αυτά υποκατέστησε ουσιαστικά στην άσκηση των δικαιωμάτων του τον εφεσείοντα, διασφαλίζοντας έτσι το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Επιπρόσθετα ανέφερε ότι θα απέρριπτε την αίτηση και για το λόγο ότι ο εφεσείων δεν προσέβαλε τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του.
Στο τέλος, με απόφαση του ημερ. 1.7.2022, απέρριψε και την αίτηση για habeas corpus θεωρώντας ότι η συνέχιση της κράτησης του εφεσείοντα συνδέεται με την ολοκλήρωση των διαδικασιών, τις οποίες ο ίδιος έχει εγείρει, στο πλαίσιο του αιτήματος του να τύχει διεθνούς προστασίας και έκρινε ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των 10 μηνών (τότε), με δεδομένο ότι ο εφεσείων θα καλείτο σε συνέντευξη εντός των επομένων ημερών, δεν δικαιολογούσε παρέμβαση του δικαστηρίου για να αφεθεί ελεύθερος.
Οι παραπάνω αποφάσεις συμπροσβάλλονται με την παρούσα έφεση. Η ουσία έγκειται στην εισήγηση ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ισότητας των όπλων και παραβιάστηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Ενώ το δικαστήριο θεώρησε ότι υποκατέστησε τον εφεσείοντα στα δικαιώματα του αυτά, στην πραγματικότητα δεν το έπραξε αλλά υιοθέτησε πλήρως τη θέση των εφεσιβλήτων, με τρόπο ώστε το κράτος να παραμείνει εντελώς ανέλεγκτο ως προς την άσκηση των εξουσιών του. Με ελλιπή αιτιολογία, εν τέλει, εσφαλμένα παρέλειψε να εφαρμόσει τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας σχετικά με τη νομιμότητα της συνεχιζόμενης και παρατεταμένης διάρκειας της κράτησης του εφεσείοντα.
Επανέρχεται και πάλι το ζήτημα της εξισορρόπησης δύο θεμελιακών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός του δικαιώματος κάθε προσώπου στην ελευθερία του, αλλά και κάθε άλλου προσώπου στην ασφάλεια του (Άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) (ο Χάρτης). Ειδικότερα, το πρόβλημα αφορά στην έκταση του δικαιώματος πρόσβασης σε στοιχεία του φακέλου επί των οποίων η διοίκηση βάσισε την απόφαση της, αλλά, χαρακτηρίζοντας τα ως εμπιστευτικά ή απόρρητα, ενίσταται στην αποκάλυψη τους.
Η εξισορρόπηση γίνεται κάθε φορά με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης (Οδηγία 2013/32, αιτιολογική σκέψη 16).
Στην υπόθεση Al Lakoud v. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 95/20, ημερ. 8.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αναγκαία στάθμιση μεταξύ της υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των στοιχείων που αποτέλεσαν τη βάση της απόφασης για κράτηση του εφεσείοντα, αφενός, και στην ανάγκη για προστασία της δημόσιας ασφάλειας, αφετέρου. Παρέπεμψε στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Regner v. Τσεχίας, Υποθ. Αρ. 35289/11, ημερ. 19.9.2017, στην οποία κρίθηκε ότι η μη κοινοποίηση εγγράφων δεν παραβιάζει το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για δίκαιη δίκη, νοουμένου ότι αυτή αντισταθμίζεται με την παροχή άλλων διαδικαστικών εγγυήσεων από το δικαστήριο. Θεώρησε δε ως επαρκή τέτοια εγγύηση την ενέργεια του πρωτοδίκου δικαστηρίου να αποκτήσει το ίδιο πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες και να υποκαταστήσει, έτσι, τον εφεσείοντα στην άσκηση των δικαιωμάτων του, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου στην C-159/21, ημερ. 22.9.2022, η οποία σημειώνουμε ότι εκδόθηκε μετά την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, στην οποία επιβεβαιώθηκαν και ερμηνεύθηκαν οι αδιαμφισβήτητες αρχές όπως τις βρίσκουμε στο Άρθρο 23(1) της Οδηγίας 2013/32:
«Άρθρο 23
Πεδίο εφαρμογής της νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος, που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση σε αιτούντα βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτούντος βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση. Τα κράτη μέλη δύνανται να κάνουν εξαίρεση όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη:
α) καθιστούν προσβάσιμες στις αρχές που αναφέρονται στο κεφάλαιο V τις εν λόγω πληροφορίες ή πηγές· και β) θεσπίζουν στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος. Όσον αφορά το στοιχείο
β) τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να παρέχουν σε νομικό ή άλλο σύμβουλο, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, εφόσον οι πληροφορίες έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης της διεθνούς προστασίας.»
Στην ίδια απόφαση επιβεβαιώθηκε επίσης, ως απόρροια της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να έχει δυνατότητα πρόσβασης, όχι μόνο στο σκεπτικό της διοικητικής απόφασης που τον αφορά, αλλά και σε όλα τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της, προκειμένου να είναι σε θέση να τοποθετηθεί, πράγματι, και να εκφέρει τη γνώμη του επί των στοιχείων αυτών.
Τα δικαιώματα άμυνας όμως δεν είναι απόλυτα. Το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο μπορεί να περιοριστεί μέσα από στάθμιση μεταξύ, αφενός του δικαιώματος του προσφεύγοντος για χρηστή διοίκηση και για πραγματική προσφυγή και αφετέρου, των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση για μη αποκάλυψη, ιδίως σε περίπτωση που τα συμφέροντα αυτά άπτονται της εθνικής ασφάλειας (αιτιολογική σκέψη 50).
Είναι δεδομένη, όμως, η ανάγκη τήρησης του Άρθρου 47 του Χάρτη για αποτελεσματική προσφυγή που προστατεύει το δικαίωμα πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής. Συνεπώς η στάθμιση αυτή δεν πρέπει να στερεί τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου από κάθε αποτελεσματικότητα και να καθιστά άνευ περιεχομένου το δικαίωμα προσφυγής. Από την άλλη, η μη γνωστοποίηση μπορεί να δικαιολογηθεί μέσα από τέτοια στάθμιση, εάν η κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων «ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, καθόσον μπορεί, μεταξύ άλλων, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία ατόμων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια και, συνεπώς, να παρακωλύσει σοβαρά ή ακόμη και να εμποδίσει τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω οργάνων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 66).» (αιτιολογικές σκέψεις 51 και 52).
Διευκρινίζεται όμως και πάλι πως ο περιορισμός, κατ' επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, δεν πρέπει να περιάγει τον προσφεύγοντα σε κατάσταση κατά την οποία ούτε ο ίδιος, ούτε ο σύμβουλος του, να είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του φακέλου. Το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες του φακέλου αποσκοπεί στο να έχει ο ενδιαφερόμενος τη δυνατότητα να προβάλει την άποψη του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλεια τους για την επίμαχη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 53 και 55).
Ειδικά σε ότι αφορά στη δυνατότητα, ως αντισταθμιστική διαδικαστική εγγύηση, να αποκτά πρόσβαση το ίδιο το δικαστήριο στα στοιχεία που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα, αναφέρθηκαν τα εξής στις αιτιολογικές σκέψεις 57, 58 και 59:
«57. Αφετέρου, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του συμβούλου του στις πληροφορίες του φακέλου.
58. Συγκεκριμένα, εκτός του ότι η ευχέρεια αυτή είναι ανεφάρμοστη κατά τη διοικητική διαδικασία, σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης δεν σημαίνει να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών.
59. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από το γεγονός ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η πρόσβαση των αρμοδίων δικαστηρίων στις πληροφορίες του φακέλου και η θέσπιση διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου συνιστούν δύο διακριτές και σωρευτικές απαιτήσεις.»
Αλλά και με την απόφαση στην υπόθεση Regner το ΕΔΔΑ αναγνώρισε μεν, ως επαρκή αντισταθμιστική διαδικαστική εγγύηση, σε συνδυασμό με όλες τις συναφείς εξουσίες του, τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου για άμεση πρόσβαση σε όλα τα διαβαθμισμένα έγγραφα επί των οποίων η διοίκηση βάσισε την απόφαση της, σημείωσε όμως παράλληλα ότι το εθνικό δικαστήριο χωρίς να προσδιορίσει επακριβώς τον κίνδυνο για την ασφάλεια, ή τους λόγους που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση, είχε λάβει υπόψη ότι η κοινοποίηση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη των μεθόδων εργασίας των μυστικών υπηρεσιών και των πηγών των πληροφοριών τους, ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσπάθειες για επηρεασμό πιθανών μαρτύρων.
Επίσης στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, ημερ. 18.7.2013, είχε λεχθεί ότι για τους σκοπούς τέτοιας στάθμισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν δυνατότητες όπως η κοινοποίηση περίληψης του περιεχομένου των σχετικών πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων.
Εν προκειμένω, ο εφεσείων δεν προσέβαλε το διάταγμα κράτησης του ημερ. 14.9.2021. Τούτο υποδηλώνει ότι τότε είχε, με βάση τα τότε στοιχεία, αποδεχθεί την αναγκαιότητα και τη νομιμότητα του διατάγματος. Τότε του είχαν τεθεί τα προαναφερθέντα σε σχέση με τη φωτογραφία. Ο εφεσείων ή ο δικηγόρος του δεν έλαβαν περαιτέρω γνωστοποίηση για οποιαδήποτε άλλα ή νέα στοιχεία, ούτε αυτούσια, ούτε υπό μορφή περίληψης. Η πρόσβαση στο φάκελο από το ίδιο το δικαστήριο έτυχε, ως άνω, αμφισβήτησης ως επαρκής διαδικαστική εγγύηση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Eν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προσδιόρισε, στη γενικότητα του έστω, τον κίνδυνο. Ό,τι πρόσθεσε στα αρχικά στοιχεία και αναφερόμενο ειδικότερα στο αδιαμφισβήτητο, όπως το χαρακτήρισε, στοιχείο της φωτογραφίας, ήταν η αναφορά του σε εμπιστευτικές πληροφορίες που «ομιλούν για κάτι άλλο», χωρίς όμως να επεκταθεί. Δεν αναφέρθηκε και δεν προβλήθηκε από τους εφεσίβλητους κατά πόσον διερευνάται η υπόθεση και, εάν διερευνάται, σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διερεύνηση και κατά πόσον βρέθηκαν νέα στοιχεία. Η επιθεώρηση των εγγράφων, στην οποία έχουμε καθηκόντως προβεί, δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε συνέχεια από τις 14.9.2021, παρά μόνο επαναλαμβάνεται ότι η υπόθεση συνεχίζει να διερευνάται ως εμπίπτουσα στα πλαίσια του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2019, Ν. 75(Ι)/2019 και ότι μέσα από τις διαθέσιμες ενδείξεις και τη μέχρι στιγμής μαρτυρία που έχει προκύψει, στο «παρόν στάδιο», ο εφεσείων συνεχίζει να θεωρείται δυνητικά επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Δεν δίδεται όμως οποιαδήποτε περιγραφή, έστω στη γενικότητα της, για τις επικαλούμενες ενδείξεις και μαρτυρία. Το τι αναφέρεται συγκεκριμένα είναι ότι τα στοιχεία του εφεσείοντα ελέγχθηκαν στη βάση δεδομένων που διατηρεί το Γραφείο Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας με αρνητικό αποτέλεσμα.
Η κράτηση, σύμφωνα με το εδάφιο (4) του Άρθρου 9ΣΤ του Νόμου, πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διαρκεί για όσο διάστημα διαρκεί ο λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 9ΣΤ του Νόμου, εν προκειμένω δηλαδή του εδαφίου (ε). Είχε υποχρέωση η διοίκηση να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει, 14 μήνες μετά, ότι ο εφεσείων παραμένει πρόσωπο η κράτηση του οποίου δικαιολογείται κατ' εξαίρεση για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Δεν το έπραξε. Η συνέχιση της κράτησης του έχει καταστεί παράνομη.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται ένταλμα habeas corpus δια του οποίου διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του εφεσείοντα.
Έξοδα €3.200 υπέρ του εφεσείοντα, πλέον ΦΠΑ.
Α.Ρ. Λιάτσος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
/φκ