ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A494
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
iJustice
(E.E.E.Σ. Αρ. 1/2022)
4 Νοεμβρίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΑΤ΄ΕΦΕΣΙΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 11/22, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν.133(Ι)/2004
ΜΕΤΑΞΥ:
Y.B.L.
Εφεσείοντας
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
____________________
Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χατζηκύρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Ε.Δ. Λάρνακας ημερ.10.10.2022, με την οποία διατάχτηκε η παράδοση του στη Γερμανία στη βάση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του, Ε.Ε.Σ., που εκδόθηκε στη χώρα αυτή, δυνάμει του οποίου συνελήφθηκε την 17.9.2022 στο αεροδρόμιο Λάρνακας.
Η έφεση περιλαμβάνει πέντε λόγους έφεσης, όμως ο δεύτερος εγκαταλείφθηκε με σχετική αναφορά του δικηγόρου του Εφεσείοντα στο περίγραμμα της αγόρευσης του.
Με το λόγο έφεσης 1 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παραβίασε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη. Η κατ' ισχυρισμό παραβίαση ήταν το αποτέλεσμα της Ενδιάμεσης Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ.6.10.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Εφεσείοντα για αναβολή. Με την άρνηση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε στον Εφεσείοντα να παρουσιάσει μαρτυρία εμπειρογνώμονα του γερμανικού δικαίου, δεν επέτρεψε στους δικηγόρους του να μελετήσουν τις απαντήσεις των γερμανικών αρχών σε ερωτήματα που τους είχαν τεθεί και απαντήθηκαν καθυστερημένα και δεν έδωσε το δικαίωμα στο δικηγόρο του Εφεσείοντα στη Γερμανία να μελετήσει το φάκελο που του παρέδωσαν οι γερμανικές αρχές. Περαιτέρω, δεν έδωσε στον Εφεσείοντα το δικαίωμα να καταχωρίσει αίτηση για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε., ενώ δεν του έδωσε ούτε και χρόνο για να προετοιμαστεί δεόντως για την τελική του αγόρευση. Αναφέρεται ακόμα στην αιτιολογία του λόγου ότι δεν δόθηκαν τα εχέγγυα της δικονομικής ισότητας και παρερμηνεύτηκε ο περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος του 2004, Ν. 133(I)/2004, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί ο Εφεσείων από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχει το Άρθρο 5(4) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α..
Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε εφαρμογή η αρχή της αναλογικότητας στη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ.. Με την αιτιολογία, προβάλλεται περαιτέρω ότι δεν δόθηκε το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να προβεί σε ολοκληρωμένη εισήγηση επί του προκειμένου και να καταχωρίσει αίτηση για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε..
Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ζητείτο η παράδοση του Εφεσείοντα προς ανάκριση του, αλλά προς δίωξη του. Και πάλι με την αιτιολογία, προβάλλεται περαιτέρω ότι δεν δόθηκε το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να προβεί σε ολοκληρωμένη εισήγηση για το ζήτημα και να παρουσιάσει ως μαρτυρία την άποψη εμπειρογνώμονα αλλοδαπού δικαίου.
Ο λόγος έφεσης 5, όπως αναφέρθηκε από το δικηγόρο του Εφεσείοντα στην ενώπιον μας αγόρευση του, προωθείται επικουρικά και θα πρέπει να εξεταστεί μόνο εφόσον απορριφθούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης. Εγείρεται με αυτόν ζήτημα αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης της με την Απόφαση πλαίσιο 2022/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της πρόνοιας του Άρθρου 3 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κανονισμού του 2021, Καν.17/2021, ότι η απόφαση προς εκτέλεση Ε.Ε.Σ. πρέπει να εκδοθεί μέσα σε 35 ημέρες από τη σύλληψη του εκζητούμενου, με δυνατότητα παράτασης κατά 15 ημέρες σε ειδικές μόνο περιπτώσεις. Αυτό, «Στο βαθμό και στην έκταση που δεν αφήνει περιθώρια σε εκζητούμενους να παρουσιάσουν αποτελεσματικά την υπεράσπιση τους ή/και τους λόγους ένστασης τους σε τέτοια αιτήματα ή και μάρτυρες της επιλογής τους.», όπως διατείνεται ο Εφεσείων ότι έγινε στην περίπτωση του.
Ωστόσο, συνεχίζει ο λόγος έφεσης, το Εφετείο μας δεν μπορεί να εκδικάσει το λόγο έφεσης 5, γιατί και οι τρεις Δικαστές που το απαρτίζουμε, ως Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχουμε προσυπογράψει το Διαδικαστικό Κανονισμό και θα πρέπει, κατά τον Εφεσείοντα, να εξαιρεθούμε. Από τους 11 Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι 10 ήταν μέλη του και κατά την έκδοση του Κανονισμού και τον έχουν προσυπογράψει, οπόταν, εάν ευσταθεί η εισήγηση του Εφεσείοντα, δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί Εφετείο για να εξετάσει το ζήτημα που ο ίδιος εγείρει.
Ωστόσο, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε περαιτέρω με αυτό γιατί δεν καθίσταται αναγκαία η εξέταση της συνταγματικότητας της
σχετικής πρόνοιας για την κρίση της υπόθεσης.
Την 6.10.2022, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τέσσερις ξεχωριστές ενδιάμεσες αποφάσεις, σε ισάριθμα αιτήματα του Εφεσείοντα, αρνούμενο να αναβάλει την υπόθεση. Το πρώτο αίτημα υποβλήθηκε με την ολοκλήρωση της κύριας εξέτασης του μάρτυρα της Δημοκρατίας, λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, με καθήκοντα στο χειρισμό των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης. Αναφέρθηκε από το δικηγόρο του Εφεσείοντα ότι το πρωί της ίδιας ημέρας είχαν ληφθεί σχετικές απαντήσεις από τη Γερμανία και θα έπρεπε να μελετηθούν σε συνεργασία με τους εκεί δικηγόρους του Εφεσείοντα.
Όσο και αν στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αρνηθεί την αναβολή, γίνεται αναφορά στην υποχρέωση του να εκδώσει την απόφαση του μέσα σε 35 ημέρες από τη σύλληψη του Εφεσείοντα[1] και ότι τα χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία όφειλε να ολοκληρώσει την υπόθεση «οδεύουν προς εξάντληση», ο λόγος που δεν δόθηκε η αναβολή δεν ήταν γιατί τα χρονικά πλαίσια για έκδοση απόφασης δεν το επέτρεπαν, αλλά γιατί κρίθηκε ότι η μαρτυρία του λειτουργού ήταν «πολύ απλή διάρκειας περίπου 25 λεπτών, σε αυτήν κατατέθηκαν 6 πολύ απλά έγγραφα και υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι το αίτημα του κυρίου Πολυχρόνη να του δοθεί άλλη ημερομηνία για αντεξέταση δεν δικαιολογείται». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άγγιξε το ζήτημα της μελέτης που αναφέρθηκε ότι θα γινόταν σε συνεργασία με τους δικηγόρους του Εφεσείοντα στη Γερμανία, ό,τι όμως στα πλαίσια αυτού του λόγου έφεσης ενδιαφέρει, είναι ότι δεν ήταν οι χρονικές προθεσμίες του Κανονισμού που καθόρισαν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αρνηθεί την αναβολή, αλλά οι περιστάσεις της υπόθεσης.
Μετά την αντεξέταση του λειτουργού και την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του και της υπόθεσης της Δημοκρατίας, ζητήθηκε εκ νέου αναβολή. Ο Εφεσείων θα έδιδε, όπως αναφέρθηκε, μαρτυρία, αλλά ο δικηγόρος ζήτησε να επικοινωνήσει «με τον Γερμανό δικηγόρο για τα έγγραφα που λάβαμε και μελέτη του ανακριτικού φάκελου στη γερμανική». Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πολύ σύντομη. Ανάφερε ότι: «Για τους λόγους που προηγουμένως ανέφερα απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή, κρίνω ότι δεν έχει διαφοροποιηθεί οτιδήποτε». Και κάλεσε τον Εφεσείοντα, εάν το επιθυμούσε να δώσει τη μαρτυρία του.
Ο Εφεσείων έδωσε μαρτυρία και δεν αντεξετάστηκε. Ο δικηγόρος του ανέφερε ότι ήταν προβληματισμένος σε σχέση με ένα από τα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί, την επιστολή με τις απαντήσεις του γερμανού εισαγγελέα και ήθελε να έχει την επί του περιεχομένου της θέση του δικηγόρου του Εφεσείοντα στη Γερμανία, διαφορετικά δεν μπορούσε να τοποθετηθεί. Ζήτησε να οριστεί η υπόθεση την επόμενη ημέρα για να τοποθετηθεί κατά πόσο θα προσκομιζόταν περαιτέρω μαρτυρία «ή θα κλείσουμε την υπόθεση μας με αγορεύσεις». Η τρίτη ενδιάμεση απόφαση ήταν ακόμα πιο σύντομη από τη δεύτερη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε: «Για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως το αίτημα απορρίπτεται».
Στη συνέχεια, ζητήθηκε, για τέταρτη φορά, αναβολή από το δικηγόρο του Εφεσείοντα για να καταχωριστεί γραπτό αίτημα για παραπομπή νομικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε.. Ο δικηγόρος ανέφερε ότι είχε τα έγγραφα έτοιμα στο γραφείο του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υπενθύμισε ότι υπήρχε χρόνος από 17.9.2022 και ότι ήταν η τρίτη φορά που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, απέρριψε το αίτημα, επικαλούμενο και πάλι τους λόγους που είχε αναφέρει προηγουμένως.
Προκύπτει κατά τρόπο σαφή, ότι δεν ήταν οι χρονικές προθεσμίες του Καν.17/2021 που υπαγόρευσαν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αρνηθεί, σε κάθε περίπτωση, την αναβολή. Άλλωστε, ο Εφεσείων είχε συλληφθεί την 17.9.2022 και η προθεσμία των 35 ημερών εξέπνεε την 23.10.2022. Ο εναπομείνας χρόνος δεν διαφοροποιείτο ουσιαστικά στην περίπτωση που η υπόθεση αναβαλλόταν για την επόμενη ημέρα ή έστω για λίγο περισσότερο. Ο χρόνος που παρέμενε ήταν αρκετός έτσι ώστε, στην περίπτωση που οποιοδήποτε αίτημα θα είχε κριθεί δικαιολογημένο στη βάση των περιστάσεων της υπόθεσης, να δοθεί η αναβολή και να υπάρχει στη συνέχεια επαρκής χρόνος για διεκπεραίωση της αίτησης μέσα στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει ο Κανονισμός.
Δεν είναι αναγκαίο και επομένως καθίσταται αχρείαστο να εξεταστεί κατά πόσο το Άρθρο 3 του Καν.17/2021 είναι αντισυνταγματικό ή αντίθετο με την Απόφαση πλαίσιο, στη βάση της οποίας και για σκοπούς συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Άρθρου 17(3)[2] αυτής θεσπίστηκε. Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Με αναφορά στους εναπομείναντες λόγους έφεσης, 1, 3 και 4, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, με το περίγραμμα του, αποδέχεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια αποφασίζοντας να μην δώσει την αναβολή που ζητήθηκε την 6.10.2022. Όπως, όμως διευκρίνισε κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν αποδέχεται ότι η πρωτόδικη διαδικασία δεν ήταν δίκαιη για τον Εφεσείοντα, αφού δεν γνωρίζει τι θα έλεγε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα «μετά που θα μελετούσε».
Όπως προειπώθηκε, οι λόγοι έφεσης 4 και 5 αφορούν στην ουσία της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλεται ως εσφαλμένη αναφορικά με δύο επιμέρους καταλήξεις. Ότι δεν είχε εφαρμογή η αρχή της αναλογικότητας στη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ. και ότι δεν ζητείτο η παράδοση του Εφεσείοντα για να ανακριθεί, αλλά για να διωχτεί. Μόνο με την αιτιολογία των λόγων, εγέρθηκε ζήτημα ότι δεν δόθηκε η δυνατότητα στον Εφεσείοντα να προβάλει δεόντως τις σχετικές εισηγήσεις του.
Με το περίγραμμα της αγόρευσης του δικηγόρου του και την ενώπιον μας προφορική του αγόρευση, ο Εφεσείων περιορίστηκε στο τελευταίο ζήτημα. Κατέγραψε στο περίγραμμα του ο δικηγόρος του ότι οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 αναπτύσσονται από κοινού και «πρέπει να εξεταστούν σωρευτικά καθ' ότι όλοι στηρίζονται στον ίδιο πυρήνα». Καθ' όσον αφορά το ζήτημα της αναλογικότητας η εισήγηση του ήταν ότι δεν θα το αποφασίσει το Εφετείο πρωτογενώς, εννοώντας στη βάση δικής του ολοκληρωμένης εισήγησης, παρά μόνο θα αποφανθεί κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε από τον Εφεσείοντα το δικαίωμα να ακουστεί επ' αυτού και να παρουσιάσει δεόντως τις θέσεις του, μέσω αίτησης για παραπομπή νομικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε.. Αναφέρθηκε στην ουσία του ζητήματος της αναλογικότητας μόνο για να καταδείξει ότι επρόκειτο για σοβαρό και όχι επιπόλαιο ζήτημα. Ανέφερε στο περίγραμμα του: «Εν σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, δράττουμε της ευκαιρίας να αναφέρουμε στο Δικαστήριο, λίγα λόγια, απλά και μόνο για να δείξουμε ότι το θέμα είναι πολύ βαθύ από τον επιφανειακό τρόπο που το προσέγγισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο». Και δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ουσία του ζητήματος της ανάκρισης-δίωξης. Ούτε και ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα έκρινε σκόπιμο να επιχειρηματολογήσει επί του προκειμένου.
Κρίνουμε ότι ο Εφεσείων, με το περίγραμμα και την αγόρευση του δικηγόρου του, περιορίστηκε στο ότι δεν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει δεόντως τις θέσεις του κατά την πρωτόδικη διαδικασία για τα δύο αυτά ζητήματα.
Παρά το ότι σε κανένα σημείο της έφεσης δεν αναφέρεται ρητά ότι οι αποφάσεις απόρριψης των αιτημάτων για αναβολή ή οποιαδήποτε από αυτές ήταν εσφαλμένη, είναι επί αυτού που ουσιαστικά εδράζεται η έφεση. Ό,τι περιγράφεται στο λόγο έφεσης 1 και την αιτιολογία των λόγων έφεσης 3 και 4, είναι οι κατ' ισχυρισμό συνέπειες της άρνησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δώσει αναβολή, στα διάφορα στάδια που αυτή ζητήθηκε, κατά την 6.10.2022. Ότι δηλαδή ο Εφεσείων, συνεπεία της άρνησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναβάλει την υπόθεση, δεν είχε δίκαιη ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του, για τα επιμέρους σημεία που επικαλείται με την έφεση.
Πέραν των όσων αναφέραμε πιο πάνω και αφορούν στην εξέλιξη της πρωτόδικης διαδικασίας κατά την 6.10.2022, κρίνουμε επιβεβλημένο να παρεμβάλουμε στο σημείο αυτό, σε συντομία, όλο το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης.
Όπως προειπώθηκε, ο Εφεσείων συνελήφθηκε δυνάμει του επίδικου Ε.Ε.Σ. την 17.9.2022 και την επομένη, ημέρα Κυριακή, παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστηρίου. Ο Εφεσείων είχε ένσταση στην παράδοση του. Η υπόθεση ορίστηκε για προγραμματισμό την 21.9.2022 και διατάχτηκε η απόλυση του με όρους. Συμμορφώθηκε με τους όρους την 20.9.2022 και αυθημερόν όρισε δικηγόρο στη Γερμανία. Κατά την εμφάνιση την 21.9.2022, ο δικηγόρος του ανέφερε ότι ο δικηγόρος στη Γερμανία ήταν ήδη σε επικοινωνία με τις γερμανικές αρχές και θα προέβαινε σε διαβήματα για απόσυρση του Ε.Ε.Σ., εφόσον ο Εφεσείων συγκατατίθετο για να ανακριθεί. Θα χρειαζόντουσαν τουλάχιστο μια εβδομάδα. Η Δημοκρατία δεν είχε ένσταση και το πρωτόδικο Δικαστήριο προγραμμάτισε την ακρόαση για την 30.9.2022, αναφέροντας ότι: «εάν παρ΄ελπίδα δεν υπάρξει εξέλιξη ως εισηγήθηκε ο κύριος Πολυχρόνης ή άλλωσπως στην παρούσα υπόθεση, κατά την επόμενη δικάσιμο και οι δύο πλευρές θα είναι έτοιμες για την ακρόαση και ολοκλήρωση της υπόθεσης».
Την 30.9.2022 ο δικηγόρος του Εφεσείοντα ανέφερε ότι ο δικηγόρος του Εφεσείοντα στη Γερμανία είχε έρθει σε επικοινωνία με τον εισαγγελέα και ανέμενε να του δοθεί πρόσβαση στον ανακριτικό φάκελο. Είπε ακόμα ότι στο μεσοδιάστημα ο Εφεσείων είχε, με όλη την ομάδα υπεράσπισης του, ετοιμάσει την εκδοχή του, τα έγγραφα που αφορούσαν την υπεράσπιση του και απάντησε σε σωρεία ερωτήσεων που του τέθηκαν από το δικηγόρο στη Γερμανία. Ζήτησε αναβολή μιας εβδομάδας αναφέροντας ότι υπήρχαν πολύ σοβαρές πιθανότητες να λυθεί το θέμα στη Γερμανία, απλά χρειαζόταν να έχει πρόσβαση ο δικηγόρος στη Γερμανία στον ανακριτικό φάκελο. Πληροφόρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο δικηγόρος στη Γερμανία είχε υποβάλει το αίτημα του για να έχει πρόσβαση στον ανακριτικό φάκελο μια εβδομάδα προηγουμένως και είχε επικοινωνήσει ξανά με τις αρχές την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή 29.9.2022. Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, προς τον οποίο είχε επιδειχθεί η σχετική αλληλογραφία, δεν είχε ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης για την 6.10.2022.
Επανερχόμαστε στα όσα εξελίχθηκαν την ημέρα εκείνη. Από τα τέσσερα αιτήματα για αναβολή που υποβλήθηκαν την 6.10.2022, το τελευταίο θα πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά, αφού ο λόγος που προβλήθηκε για την αναβολή ήταν διαφορετικός, δηλαδή για την καταχώριση αίτησης για παραπομπή νομικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε.. Ζήτημα παραπομπής νομικού ερωτήματος δεν είχε ποτέ προηγουμένως εγερθεί. Αντίθετα, υποβάλλοντας το τρίτο αίτημα για αναβολή, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα είχε αναφέρει ότι θα εξέταζε κατά πόσο θα προσκομιζόταν περαιτέρω μαρτυρία «ή θα κλείσουμε την υπόθεση μας με αγορεύσεις». Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή, ανέφερε ότι η υπεράσπιση είχε στη διάθεση της χρόνο από τη σύλληψη του Εφεσείοντα, εάν επιθυμούσε να καταχωρίσει τέτοια αίτηση.
Κρίνουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση του Εφετείου στην επιμέρους κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αρνηθεί, για το λόγο που προβλήθηκε, την αναβολή. Περαιτέρω, σημειώνουμε ότι τίποτε δεν εμπόδιζε τον Εφεσείοντα από του να καταχωρίσει την αίτηση που ήθελε, αφού ο Καν.3(α) του περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ.1) του 2008, προνοεί ότι: «Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει σ΄οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας διαταγή», που σύμφωνα με τον Καν.2(α) «. σημαίνει την πράξη με την οποία παραπέμπεται στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ερώτημα με σκοπό την έκδοση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 234 της Συνθήκης με την οποία εγκαθιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα».
Σε σχέση με τα πρώτα τρία αιτήματα, ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η αναβολή ήταν για να υπάρξει διαβούλευση και να ληφθεί συμβουλή από το δικηγόρο που ο Εφεσείων είχε διορίσει στη Γερμανία. Με αναφορά στον ανακριτικό φάκελο της υπόθεσης στη Γερμανία αλλά κυρίως στις απαντήσεις που δόθηκαν από το γερμανό εισαγγελέα στις ερωτήσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντα. Διαπιστώνουμε ότι πρόσβαση στο φάκελο είχε επιτευχθεί μόλις την 4.10.2022, οι δε ερωτήσεις που είχαν υποβληθεί με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ.3.10.2022 του κ. Πολυχρόνη προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, διαβιβάστηκαν στις γερμανικές αρχές την 4.10.2022 και οι απαντήσεις από το γερμανό εισαγγελέα λήφθηκαν την επομένη 5.10.2022. Είναι αυτό το έγγραφο που ο κ. Πολυχρόνης ανέφερε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι του είχε παραδοθεί στο δικαστήριο, το πρωί, πριν από την έναρξη της διαδικασίας και το απέστειλε στο δικηγόρο στη Γερμανία.
Διαφαίνεται από τα όσα αναφέραμε πιο πάνω αναφορικά με τα πρώτα τρία αιτήματα αναβολής κατά την 6.10.2022 και την αιτιολογία για την απόρριψη τους, ότι παραγνωρίστηκε εντελώς η παράμετρος που αφορούσε στη διαβούλευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα με το δικηγόρο του στη Γερμανία, σε σχέση με τον ανακριτικό φάκελο και τις απαντήσεις που είχαν δοθεί από το γερμανό εισαγγελέα. Αυτό ήταν το ζήτημα που ήγειρε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα για να τεκμηριώσει το αίτημα του για αναβολή. Δεν αμφισβητήθηκαν τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα ως προς το χρόνο που του είχαν παραδοθεί οι απαντήσεις του γερμανού εισαγγελέα, το πρωί της ίδιας ημέρας και επομένως η ευχέρεια διαβούλευσης με το δικηγόρο στη Γερμανία προέβαλλε αντικειμενικά ανέφικτη, αν δεν παραχωρείτο έστω μιας ημέρας αναβολή. Η Δημοκρατία, προφανώς αναγνωρίζοντας τις αντικειμενικές δυσκολίες που είχε ο Εφεσείων, δεν είχε ένσταση σε κανένα στάδιο που είχε ζητηθεί αναβολή.
Από την αντεξέταση του μάρτυρα της Δημοκρατίας, αναδύεται το ζήτημα στο οποίο εδραζόταν η ένσταση του Εφεσείοντα. Είχε υποβληθεί στο μάρτυρα πως ό,τι επιδιωκόταν ήταν η ανάκριση του Εφεσείοντα και πως αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την έκδοση «ευρωπαϊκής εντολής έρευνας». Ο μάρτυρας διαφώνησε, ανέφερε όμως ότι «η έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ήταν η λύση προς εντοπισμό του εκζητούμενου, καθότι δεν γνώριζαν τον τόπο καταγωγής του».
Διαπιστώνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε σε εσφαλμένη βάση. Δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η αναβολή και επομένως η επί μέρους παράμετρος δεν προσμέτρησε, όπως θα έπρεπε, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα αυτή να πάσχει ουσιωδώς. Τούτου δοθέντος, καλούμαστε να εξετάσουμε τις συνέπειες. Κατά πόσο δηλαδή υπήρξε με αυτό τον τρόπο, όπως ο Εφεσείων διατείνεται, παραβίαση των Άρθρων 11 και 30 του Συντάγματος και των αντίστοιχων Άρθρων 5 και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και του Άρθρου 47 του Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εν κατακλείδι ότι η δίκη του, δηλαδή η πρωτόδικη διαδικασία δεν ήταν δίκαιη.
Πολύ πρόσφατα, στην Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.202/2020, ημερ.20.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B356, αναφέρθηκε σε σχέση με την αναβολή ότι:
«Αυτή θα παραχωρηθεί εφόσον τα συμφέροντα της δικαιοσύνης το απαιτούν και αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα ότι η δικαστική διαδικασία συνεχίζεται μέχρι την πλήρη διεκπεραίωση της, εφόσον υπάρχει δικαστικός χρόνος και δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε μέρους με τη συνέχιση της διαδικασίας χωρίς διακοπή. Ακριβώς γι' αυτό η άρνηση της αναβολής, για να αναδεικνύεται εσφαλμένη, πρέπει να συναρτάται με διαφαινόμενο δυσμενή επηρεασμό του κατηγορούμενου και απολήγει η απόφαση άρνησης της αναβολής να είναι ουσιαστική στα δικαιώματα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη όταν πράγματι έχει προκαλέσει δυσμενή επηρεασμό.»
Το Άρθρο 30 του Συντάγματος οριοθετεί τις προϋποθέσεις για την έγκυρη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη καθώς και της ποινικής του ευθύνης. Παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε αυτό καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητα της (Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, 301-2, με αναφορά στο Άρθρο 30.2). Στην Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185, 194, επαναλήφθηκε ότι: «Η δίκη καθίσταται άδικη, εάν η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστωθεί έξω από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ή κατ' αντίθεση προς τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος. Η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης κρίνεται στο πλαίσιο της δίκης και υπό το φως του αποτελέσματός της».
Το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του διάδικου «να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευήν τούτων». Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της. Στην παρούσα υπόθεση η άρνηση της αναβολής κατέστησε αδύνατη τη διαβούλευση μεταξύ του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τον Εφεσείοντα στη διαδικασία με το δικηγόρο που είχε ορίσει στη Γερμανία για τα ζητήματα που εγείρονταν με τις απαντήσεις του γερμανού εισαγγελέα σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο του ανακριτικού φακέλου. Η διαβούλευση μεταξύ του δικηγόρου του εκζητούμενου στη Δημοκρατία και του δικηγόρου του στη χώρα έκδοσης του Ε.Ε.Σ. είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη, προδήλως γιατί κρίνεται σημαντική ή τουλάχιστο βοηθητική για τη δίκαιη εκπροσώπηση του εκζητούμενου. Προβλέπεται από το Άρθρο 17(5) του Ν.133(Ι)/2004 ότι:
«Ο αρμόδιος Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει τον εκζητούμενο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, ότι έχει δικαίωμα να ορίσει δικηγόρο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος:
Νοείται ότι, ο δικηγόρος στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος βοηθά το δικηγόρο στη Δημοκρατία με την παροχή πληροφοριών και συμβουλών προς τον τελευταίο, ώστε ο εκζητούμενος να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.»
Γίνεται αντιληπτό ότι η διαβούλευση με το γερμανό δικηγόρο θα αφορούσε στο ένταλμα το οποίο εκδόθηκε στη Γερμανία, κατά πόσο αφορούσε ή θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι αφορούσε στην ανάκριση και όχι στη δίωξη του Εφεσείοντα, με την αρχή της αναλογικότητας να υπεισέρχεται στην πρώτη περίπτωση ως ζήτημα προς εξέταση. Και η Ghebali, Πολ. Έφ. Αρ.51/2020, ημερ.11.5.2020, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στις συνεκδικασθείσες από το Δ.Ε.Ε. C-566/19 PPU YR και C-626/19 PPU YR, ημερ.12.12.2019, επιβεβαιώνει ότι παράμετροι που αφορούν στην έννομη τάξη στο κράτος έκδοσης και αφορούν στο εκδοθέν ένταλμα, μπορεί να επηρεάζουν την απόφαση εκτέλεσης.
Με την άρνηση της αναβολής, ο Εφεσείων στερήθηκε της δυνατότητας να προωθήσει τη θέση του για το εναντίον του ένταλμα που εκδόθηκε στη Γερμανία, με υπόβαθρο τη νομική θέση ή και μαρτυρία, αν απαιτείτο, του γερμανού δικηγόρου του. Δεν είχε, επομένως, δίκαιη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του.
Καταλήγουμε ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός του Εφεσείοντα και εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, με αποτέλεσμα η διαδικασία να καθίσταται άκυρη.
Στη Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, 111, εξηγήθηκε ότι: «Εφόσον οι ατέλειες στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να θεραπευθούν με την επανάληψη της δίκης, διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, όχι όμως όπου τούτο δεν είναι δυνατό».
Κατά πόσο θα διαταχτεί επανεκδίκαση της υπόθεσης, είναι ζήτημα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου. Όπως αναφέρθηκε στην Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 100, 111, «Γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Οι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο δεν επιδέχονται προκαθορισμό αλλά η σοβαρότητα της υπόθεσης, η πολυπλοκότητα της, ο χρόνος που παρήλθε αλλά και εκείνος που υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί για την επανεκδίκαση όπως και τα έξοδα γι' αυτή, η δύναμη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής όπως, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να αποτιμηθεί και ο λόγος ακύρωσης της καταδίκης, είναι παράγοντες σχετικοί».
(βλ. ακόμα Σ.Σ. και άλλος ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. Αρ.147 και 148/2019, ημερ.20.11.2019).
Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και το λόγο για τον οποίο ανατράπηκε η πρωτόδικη απόφαση για την παράδοση του Εφεσείοντα, κρίνουμε ότι ενδείκνυται η επανεκδίκαση
Η έφεση επιτυγχάνει και η απόφαση παράδοσης του Εφεσείοντα στη Γερμανία παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της Αίτησης, από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αμέσως. Ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε συνεννόηση με το Διοικητικό Πρόεδρο του δικαστηρίου αυτού να θέσει την υπόθεση την 8.11.2022 ενώπιον του Δικαστή που θα την εκδικάσει.
Ο Εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος νοουμένου ότι θα συμμορφωθεί με τους ίδιους όρους που του είχαν επιβληθεί την 18.9.2022, για να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας την 8.11.2022 και ώρα 10:00.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
[1] Καν.17/2021, Καν.3(1) Επαρχιακός Δικαστής ενώπιον του οποίου τίθεται Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης προς εκτέλεση, σε σχέση με το οποίο το εκζητούμενο πρόσωπο δεν συγκατατίθεται να παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, ορίζει την υπόθεση για ακρόαση και εκδίδει την απόφασή του εντός 35 ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου.
(2) Σε ειδικές περιπτώσεις, αν η απόφαση δεν μπορεί να εκδοθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας, ο Πρωτοκολλητής ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους και η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστή παρατείνεται κατά 15 ημέρες.
[2] 17(2). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός δέκα ημερών μετά τη συγκατάθεση.
(3). Στις λοιπές περιπτώσεις, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός 60 ημερών από τη σύλληψη του καταζητουμένου.