ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:D461
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 181/2021)
25 Οκτωβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Ν. ΜΕ ΑΔΤ [ ] ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΤΑIΡΕΙΑΣ COBOMO LTD HE 334997 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΗΜΕΡ. 16/08/2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ Α.ΑΣΤ. 1099 ΧΡ. ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΡ. 53/21, ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ €10,661 ΕΥΡΩ, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΝ ΣΕ ΑΥΤΟ
Αλέξανδρος Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.ΕΠ.Ε., για τους Αιτητές.
Πέτρος Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση Γενικό Εισαγγελέα.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, είναι ένα φυσικό πρόσωπο, ο αιτητής και μία εταιρεία, η αιτήτρια. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο πρώτος φέρεται να ήταν εργοδοτούμενος της δεύτερης, σε επιχείρηση νυκτερινού κέντρου που αυτή διατηρούσε στην Αγία Νάπα. Με την παρούσα αίτηση, (η αίτηση) επιδιώκουν την έκδοση εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσης διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου, (το Δικαστήριο), ημερομηνίας 16.8.2021, για κατακράτηση περιουσίας, δυνάμει του άρθρου 33 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Επρόκειτο για χρηματικό ποσό, καταμετρηθέν στα €10.661,00. Είχε ανευρεθεί στην οικία του αιτητή στη xxx συσκευασμένο σε άσπρους φακέλους, στις 12.8.2021, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, δυνάμει των άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155. Το, πιο πάνω, ανευρεθέν ποσό, δεν αποτελούσε αντικείμενο αναζήτησης στο πλαίσιο του εν λόγω εντάλματος έρευνας.
Σύμφωνα με την εκδοχή του αιτητή, όπως αυτή αναφέρεται στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την αίτηση, στις 12.8.2021, μέλη της Αστυνομικής Διεύθυνσης που εδρεύει στην επαρχία Αμμοχώστου, διενήργησαν έρευνα στην οικία και στα υποστατικά του, στη xxx, στη βάση, σχετικού, εντάλματος. Σκοπός της έρευνας, όπως αναφέρεται στο ένταλμα, ήταν η ανεύρεση και η κατάσχεση κοκαΐνης, πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών, σχετιζομένων με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/1977). Η έρευνα, δεν απέδωσε οτιδήποτε προς την πιο πάνω κατεύθυνση. Ο διενεργήσας αυτήν, αστυνομικός, εντόπισε και κατάσχεσε, όμως, το προαναφερθέν χρηματικό ποσό. Τούτο, παρά τις διαμαρτυρίες του αιτητή, ότι αυτό ανήκε στην εργοδότριά του, την αιτήτρια και ότι το είχε στην κατοχή του για σκοπούς της επιχείρησής της. Τον πληροφόρησε, ότι πίστευε πως αυτό αποτελούσε προϊόν κλοπής και τον συνέλαβε, χωρίς ένταλμα σύλληψης, για το εν λόγω ποινικό αδίκημα. Πρόκειται για πλημμέλημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης έξι μηνών, που προβλέπεται από το άρθρο 309[1] του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό δεν αναφερόταν στο ένταλμα έρευνας. Ωστόσο, στις 16.8.2021, υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, από τον αρμόδιο Αστυνομικό Διευθυντή, μονομερής αίτηση με την οποία ζητείτο να διαταχθεί η κατακράτηση του. Το Δικαστήριο ικανοποίησε το πιο πάνω αίτημα και εξέδωσε, σχετικό διάταγμα κατακράτησης περιουσίας. Σημειώνεται, συναφώς, ότι στις 29.11.2021 το, ως άνω, κατασχεθέν ποσό επεστράφη στον αιτητή, με την αιτιολογία της «ολοκλήρωσης της αστυνομικής έρευνας», σε σχέση με αυτό. Τούτο, δηλώθηκε από τις δύο πλευρές, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ως κοινώς παραδεκτό γεγονός. Προφανώς, δεν διαπιστώθηκε η διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, σε σχέση με αυτό. Οι αιτητές, βέβαια, είχαν ήδη προωθήσει την παρούσα, διά κλήσεως αίτηση, αφού, προηγουμένως, είχε δοθεί άδεια, ως προς τούτο. Εισηγούνται δε, ότι αυτή πρέπει να εξεταστεί μέχρι τέλους, ώστε να διαφανεί το παράνομο της κατακράτησης της υπό αναφορά περιουσίας. Είναι η θέση τους, ότι υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο, όταν εξέδωσε το διάταγμα κατακράτησης της, ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία. Εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση, Γενικού Εισαγγελέα, γίνεται εισήγηση, ότι εκ των πραγμάτων, η αίτηση απώλεσε το αντικείμενό της. Στη βάση δε αυτή, αλλά και με αναφορά στην αρχική τους θέση, ότι δεν υπήρξε, εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε παρανομία, ζητούν την απόρριψη της.
Όπως αναφέρεται στην αίτηση, η «αιτούμενη θεραπεία» στοχεύει στην έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 16.8.2021, «για κατακράτηση του χρηματικού ποσού των €10.661,00, ως δικαστική πράξη η οποία εκδόθηκε ελλείψει δικαιοδοσίας και/ή καθ' έκδηλη πλάνη νόμου». Γίνεται αντιληπτό, ότι η αιτία της έκδηλης πλάνης νόμου, παραπέμπει στην έτερη αιτία της έλλειψης δικαιοδοσίας. Όπως έχουν τα, σχετικά, γεγονότα, το Δικαστήριο, στο στάδιο που αποφάσισε την έκδοση του διατάγματος κατακράτησης, είχε ενώπιον του τη μονομερή αίτηση δια της οποίας υποβλήθηκε το σχετικό, αίτημα. Αυτή, υποστηριζόταν από την ένορκη δήλωση του αστυνομικού ο οποίος είχε διενεργήσει την κατάσχεση της περιουσίας. Η πληροφορία που έδωσε στο Δικαστήριο, συναφώς, ήταν πως κατά τη διενεργηθείσα, ως ανωτέρω, έρευνα, εντοπίστηκαν έντεκα άσπροι φάκελοι στους οποίους περιέχετο το προαναφερθέν, χρηματικό ποσό. Όταν δε, επέστησε την προσοχή του αιτητή στο νόμο, σε σχέση με αυτό, έλαβε την απάντηση: «εν της δουλειάς μου». Δεν ήταν, όμως, σε θέση να παρουσιάσει αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τον πιο πάνω ισχυρισμό του, οπότε τον πληροφόρησε ότι διέπραττε το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας. Συνακόλουθα, τον συνέλαβε ενώ του επέστησε, εκ νέου, την προσοχή του στο νόμο. Ο αιτητής απάντησε και τούτη τη φορά: «εν της δουλειάς μου, έννα τηλεφωνήσω του δικηγόρου μου και του λογιστή μου».
Ο αιτητής, κατά την ίδια πιο πάνω ημέρα, σε γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία, επανέλαβε, περίπου, τους ίδιους προαναφερθέντες ισχυρισμούς, προσθέτοντας, ότι η εργασία του ήταν σε, συγκεκριμένο, κέντρο στην Αγία Νάπα του οποίου ήταν διευθυντής και ότι το ανευρεθέν ποσό χρημάτων ήταν προϊόν ημερήσιων εισπράξεων, από τις οποίες θα πλήρωνε τα έξοδα του κέντρου στο τέλος του μήνα και το υπόλοιπο θα το κατέθετε στην τράπεζα. Διαβάζοντας, περαιτέρω, την ένορκη δήλωση του αστυνομικού ανακριτή, αναφέρεται, σε αυτή, ότι ο αιτητής «παρέδωσε μέσω του λογιστή του έγγραφα από τις μηνιαίες εισπράξεις του υποστατικού για το μήνα Ιούλιο καθώς και αντίγραφα των αποδείξεων της ταμειακής μηχανής «Ζ» του υποστατικού, τα οποία θα αξιολογηθούν».
Οι πιο πάνω πληροφορίες, ήταν όλα τα στοιχεία που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του, κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης για κατακράτηση περιουσίας. Στη βάση αυτών, διέταξε την κατακράτηση του εν λόγω χρηματικού ποσού, «μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας η οποία δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με τα πιο κάτω». Τοιουτοτρόπως, διέταξε την κατακράτηση του, αναμφίβολα, κατ' εφαρμογή της πρόνοιας του άρθρου 33, του Κεφ. 155 που προβλέπει ότι, δικαστής «δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο». Η εξουσία που προβλέπεται δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, προσομοιάζει με αυτή στο άρθρο 32 του Κεφ. 155. Οι δύο πρόνοιες διαφέρουν ως προς το ότι, στην περίπτωση του άρθρου 32, η περιουσία της οποίας, δυνατό να διαταχθεί η κατακράτηση, αναφέρεται στο ένταλμα, ως το αντικείμενο διενεργούμενης, στη βάση αυτού, έρευνας ενώ στην περίπτωση του άρθρου 33, η κατασχεθείσα περιουσία δεν αναφέρεται στο ένταλμα. Προφανώς, τα δύο προαναφερθέντα άρθρα εφαρμόζονται ξεχωριστά, το ένα από το άλλο.
Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, οι αιτητές, δεδομένων των περιστάσεων, επί των οποίων το Δικαστήριο ενήργησε για την έκδοση του διατάγματος κατακράτησης, για να επιτύχουν στην αίτηση τους, πρέπει να καταδείξουν πως το Δικαστήριο, με την απόφαση του ότι ήταν σκόπιμο να εκδώσει το διάταγμα, ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία. Στην αίτηση παρατίθεται, στη συνέχεια, αριθμός αιτιάσεων διά των οποίων επιχειρείται να στοιχειοθετηθεί ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης.
Επισημαίνεται, ευθύς εξ αρχής, ότι ουδεμία από τις προβαλλόμενες αιτιάσεις, είναι δυνατό να επιτύχει. Οπωσδήποτε, η απουσία, όπως έχει επισημανθεί, αναφοράς στην μονομερή αίτηση στο άρθρο 33 του Κεφ. 155, δεν αποτελεί τέτοιο λόγο. Πάντως, οι αιτητές δεν εξηγούν γιατί αυτό αποτελεί παράλειψη τέτοιας σημασίας που δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος κατακράτησης, ως εκπίπτον για το λόγο τούτο της, σχετικής, δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και ποια είναι η νομοθετική πρόνοια που είχε, εν προκειμένω, παραβιαστεί. Το Δικαστήριο, γνώριζε, προφανώς, εκ του ιδίου του αιτήματος, τη φύση της εξουσίας που καλείτο να ασκήσει. Στο πρακτικό του, δήλωσε ότι, «ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους του αιτητή». Επομένως, είχε κατά νουν αυτά που έχουν προαναφερθεί και στη βάση αυτών, ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι ενώπιον του είχε τεθεί μονομερής αίτηση για κατακράτηση περιουσίας. Εν ολίγοις, το Δικαστήριο ασκώντας τη δικαιοδοσία του, ως ανωτέρω, είχε πλήρη επίγνωση της φύσης και των αναγκών της, εν λόγω, αίτησης. Με αυτά, ως δεδομένα, δεν μπορεί και να λεχθεί, ότι ενήργησε μηχανικά, ως εισηγούνται οι αιτητές. Η αναφορά του, στην ενώπιον του μαρτυρία, ειδικά, αποτελεί επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης του για έκδοση του διατάγματος.
Το Δικαστήριο, από την μαρτυρία που έλαβε υπόψη, αναγνώρισε, επίσης, ότι ο αστυνομικός εξεταστής, όταν αποφάσισε να κατάσχει την περιουσία είχε, πράγματι εύλογη υποψία, περί της διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος, όπως απαιτείτο από αυτόν, προκειμένου να προέβαινε στην κατάσχεση της. Επιβεβαίωση τούτου, αποτελεί η ενέργεια του αιτητή να προσκομίσει στοιχεία, προκειμένου να καταδείκνυε το νόμιμο της προέλευσης της. Συγκεκριμένα, προσκόμισε έγγραφα από το λογιστή της αιτήτριας, στα οποία το ίδιο το Δικαστήριο βάσισε την απόφαση του περί της αναγκαιότητας κατακράτησης της περιουσίας, ώστε να καθίστατο δυνατός ο αστυνομικός έλεγχος, αναφορικά, με την προέλευση της. Επομένως, καμία από τις αιτιάσεις που προβάλλουν οι αιτητές, δεν αποδεικνύει την έλλειψη δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο, αναφορικά με τη νομιμότητα έκδοσης του υπό αναφορά διατάγματος κατακράτησης και δη, της διαπιστωνόμενης, από το πρακτικό ενώπιον του, σχετικής, διαδικασίας. Έπειτα, η από κοινού αναφορά των μερών, σε ολοκλήρωση της αστυνομικής έρευνας, σε σχέση με την προέλευση της περιουσίας, εύλογα, εκλαμβάνει ότι οι αιτητές αποδέχθηκαν την ύπαρξη της αναγκαιότητας ως προς τούτο.
Ένα τελευταίο θέμα αφορά στο γεγονός ότι οι αιτητές επικαλέστηκαν τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, για ακύρωση του διατάγματος κατακράτησης της εν λόγω περιουσίας. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο άλλο ένδικο μέσο προς επιδίωξη του πιο πάνω σκοπού. Η ρύθμιση που έγινε με τη θέσπιση του άρθρου 32Α, του Κεφ. 155, που παρέχει δικαίωμα έφεσης σε σχέση με διάταγμα που εκδίδεται βάσει του άρθρου 32 του Κεφ. 155, δεν επεκτείνεται σε σχέση με το άρθρο 33 του ιδίου Νόμου. Επομένως, η προσβολή της νομιμότητας διατάγματος, ως το υπό εξέταση, ορθώς, επιδιώχθηκε κατ' επίκληση της προαναφερθείσας δικαιοδοσίας, που προβλέπει για την έκδοση εντάλματος certiorari.
Τέλος, υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, καθίσταται αχρείαστη η ενδελεχής εξέταση της εισήγησης εκ μέρους της Δημοκρατίας, ότι η παρούσα αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω της μη προώθησης ποινικής υπόθεσης, εναντίον των αιτητών, σε σχέση με το ως άνω κατασχεθέν χρηματικό ποσό. Είναι αρκετό να επισημανθεί ότι η διαπίστωση της παρανομίας, όπου υπάρχει, και δη στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, συμβάλλει στην εμπέδωση της έννομης τάξης και στη διασφάλιση του κράτους δικαίου, (βλ. Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Επομένως, η πιο πάνω εισήγηση δε θα μπορούσε να εγκριθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/γκ
[1] 309. Όποιος έχει στην κατοχή του κινητό, χρήματα, αξιόγραφο ή οποιαδήποτε άλλην περιουσία, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν αποδείξει με αυτό τον τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι απόκτησε νόμιμα την κατοχή τους.