ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A402
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε131/2020)
26 Οκτωβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Ο ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΙΚΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΩΝ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 153)
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΦΥΡΙΛΛΑ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΜΑΡΙΟ ΦΥΡΙΛΛΑ
1. ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΣΟΥΛΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσίβλητοι
....
Αίτηση επαναφοράς ημερ. 14/1/22
Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά
Φρ. Κακούρη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη 1
Κων. Καντούνας για Κ. Καντούνας ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη 2
.........
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Στα πλαίσια της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης με αρ. 45/2019 αναφορικά με τον αποβιώσαντα Μάριο Φυρίλλα, ο εφεσείων, αδελφός του, καταχώρησε αίτηση με αξίωση να καταστεί ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία. Το αίτημα αυτό συνάντησε την ένσταση των συνηγόρων οι οποίοι εκπροσωπούσαν την Αστυνομία και τη σύζυγο του αποβιώσαντα. Ο θανατικός ανακριτής, αφού άκουσε τις θέσεις και αγορεύσεις των μερών, εξέδωσε απόφαση απορρίπτοντας το αίτημα για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων ότι δεν είχε αποκαλυφθεί οιονδήποτε συμφέρον του αιτητή το οποίο θα μπορούσε να επηρεαστεί από το αποτέλεσμα της θανατικής ανάκρισης. Οι υποψίες του αιτητή όπως αυτές εκφράστηκαν με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση του για τα πιθανά αίτια και αιτίους του θανάτου του αδελφού του, είχαν ήδη προσφερθεί στην Αστυνομία με την κατάθεση την οποίαν είχε δώσει ο εφεσείων και περαιτέρω το όνομα του συγκαταλεγόταν στους μάρτυρες της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης και θα μπορούσε και κατ' αυτόν τον τρόπο να ακουστεί.
Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση του θανατικού ανακριτή με την έφεση αρ. Ε131/2020, την οποίαν καταχώρησε στις 6/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B288.
Ζητήθηκε με αίτηση του συνηγόρου του ημερ. 2/3/2021 σύντομη εκδίκαση της έφεσης, αίτημα στο οποίο το Εφετείο ανταποκρίθηκε θετικά, δίδοντας οδηγίες για περιγράμματα και βεβαιώνοντας ότι θα ορίσει σε σύντομο χρόνο την ακρόαση. Το οποίο και έπραξε καθορίζοντας ως ημερομηνία ακρόασης την 20η Οκτωβρίου 2021, ημερομηνία κατά την οποίαν ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε, με αποτέλεσμα η έφεση να απορριφθεί.
Με την κρινόμενη αίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2022 επιζητείται η επαναφορά (reinstatement) της απορριφθείσας στις 20/10/21 έφεσης.
Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Βασιλακκά, δικηγόρου στο Δικηγορικό Γραφείο Ε. Φλουρέντζου και Σία ΔΕΠΕ οι οποίοι εκπροσωπούν τον εφεσείοντα. Σ' αυτήν περιλαμβάνονται τα αναφερθέντα πιο πάνω γεγονότα για την καταχώρηση της έφεσης, την αίτηση για σύντομη εκδίκαση της και τις δοθείσες για περιγράμματα αγορεύσεων οδηγίες. Τα σχετικά και ουσιώδη για την απόρριψη της έφεσης γεγονότα και η γνώση του γι' αυτά αποτυπώνονται στις ακόλουθες παραγράφους, το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται αυτολεξεί:
«5. Κατά την 25/11/2021 λάβαμε μέσω τηλεμοιότυπου επιστολή από το δικηγορικό γραφείο Κωνσταντή Α. Καντούνα ΔΕΠΕ με το οποίο μας ενημέρωνε ότι τα δικηγορικά του έξοδα σε σχέση με την παρούσα έφεση ανέρχονται στο ποσό των 2,054 πλέον ΦΠΑ, πλέον 9 έξοδα επίδοσης, επισυνάπτοντας μάλιστα και σχετικό πιστοποιητικό καταλόγου εξόδων.
6. Μετά την επιστολή αυτή και λόγω του ότι ήταν περίεργο ο συνάδελφος να αιτείται εξόδων, αφού η έφεση δεν είχε οριστεί για ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο ως οι Οδηγίες του Δικαστηρίου την 15.4.2021, προβήκαμε στα δέοντα διαβήματα και ζητήσαμε έρευνα στον φάκελο του Δικαστηρίου για να δούμε τι ακριβώς είχε.
7. Από την έρευνα προέκυψε ότι το Πρωτοκολλητείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση την 20/10/2021 και ώρα 09.30 π.μ. με επιστολή που επέδωσε σε εμένα δικαστικός επιδότης την 16/9/2021, στο Επαρχιακό Δικαστήριο όπου παρευρισκόμουν για έναρξη ακροαματικής διαδικασίας που είχα την εν λόγω ημέρα.»
Εξηγεί πρόσθετα, πως η γραμματέας του γραφείου τους η οποία επιλαμβάνεται της ενημέρωσης του ημερολογίου των υποθέσεων αφού αυτές έλθουν από το Δικαστήριο, απουσίαζε για λόγους υγείας και έτσι δεν ελέχθηκε ο συγκεκριμένος φάκελος και δεν εντοπίστηκε η επιστολή γνωστοποίησης της ημερομηνίας ακρόασης της παρούσας έφεσης. Εκφράζει δε την πίστη πως τα εν λόγω γεγονότα δεν προδίδουν πρόθεση μη εμφάνισης στο Δικαστήριο αλλά αντίθετα συνηγορούν υπέρ της έγκρισης του αιτήματος.
΄Ενσταση καταχωρήθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης 2 Σ. Ιωάννου η οποία εγείρει δώδεκα (12) λόγους με τους οποίους θεωρεί την αίτηση απαράδεκτη και απορριπτέα. Μεταξύ άλλων ότι δεν περιέχει το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο, και δεν υποστηρίζεται από νόμιμη και αποδεκτή ένορκη δήλωση ότι είναι κακόπιστη και παρελκυστική ότι δεν αποκαλύπτεται καλός λόγος για έγκριση του αιτήματος και ότι υπεβλήθηκε με υπερβολική και αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης 2, η οποία εκφράζει τη θέση πως η συμπεριφορά του εφεσείοντα είναι κακόπιστη, καταπιεστική και καταχρηστική για τα τέκνα της και την ίδια.
Απορρίπτει την επικαλούμενη από τον εφεσείοντα ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους και παραθέτει γεγονότα και αριθμούς υποθέσεων πολιτικών και ποινικών οι οποίες καταχωρήθηκαν από τον εφεσείοντα εναντίον του αποβιώσαντα συζύγου της αλλά και υποθέσεις που καταχωρήθηκαν από τον αποβιώσαντα σύζυγο της εναντίον του εφεσείοντα για να καταδείξει την μακροχρόνια αντιδικία και κακή σχέση που επικρατούσε μεταξύ τους. Επισημαίνει επίσης πως η εχθρική συμπεριφορά του εφεσείοντα έναντι του αποβιώσαντος αδελφού του συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του καθώς πλέον στρέφεται δικαστικά εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας του.
Αποτελεί εκφρασθείσα πεποίθηση της πως τυχόν συμμετοχή του στη Θανατική Ανάκριση αρ. 45/2019 μόνον αναστάτωση, εκτροχιασμό και καθυστέρηση θα προκαλέσει.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο αιτητής ο οποίος εμφανίστηκε και χειρίστηκε προσωπικά την αίτηση, ανέπτυξε κυρίως την ουσία της έφεσης, χωρίς να απαντήσει επί της ένστασης ή να τοποθετηθεί επί του αντικειμένου της διαδικασίας που ήταν η επαναφορά της έφεσης.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας προέβαλε ιδιαίτερα τη θέση πως το λάθος και η παράλειψη του συνηγόρου του εφεσείοντα να ενημερώσει το ημερολόγιο για την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης δεν συνιστά καλό λόγο για επαναφορά της.
Η συνήγορος του εφεσίβλητου 1 δεν καταχώρησε ένσταση ούτε περίγραμμα και υιοθέτησε τα όσα ο συνήγορος της εφεσίβλητης 2, ανέπτυξε στο δικό του περίγραμμα.
Νομικό έρεισμα της αίτησης αποτελεί η Δ.35 θ.13 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το ’ρθρο 30 του Συντάγματος, το ’ρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθώς και το Δίκαιο της επιείκειας και οι εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Αυτή η νομική βάση είναι λανθασμένη εισηγείται ο συνήγορος της εφεσίβλητης 2 και το προτάσσει ως λόγο ένστασης, αιτούμενος και γι' αυτό το λόγο τη μη αποδοχή της αίτησης.
Η δικαιοδοσία του Εφετείου για εξέταση αίτησης για επαναφορά απορριφθείσας έφεσης, παρέχεται από τον περί Εφέσεων (προδικασία, περιγράμματα αγορεύσεων, περιορισμός του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 (Κ. 4/1996) (στο εξής ο Κανονισμός) ο οποίος οριοθετεί τα χρονοδιαγράμματα και την ακολουθητέα εν γένει διαδικασία για εμφάνιση, απόρριψη στις περιπτώσεις όπου απαιτείται και την επαναφορά όπου ενδείκνυται. Η καταγραφή στο σώμα της ενδιάμεσης αυτής αίτησης του ορθού δικονομικού μέσου είναι απαραίτητη ώστε να ενεργοποιηθεί η σχετική εξουσία του Εφετείου ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση.
Ο Κανονισμός όμως προνοεί για το πρακτέον στις περιπτώσεις μη εμφάνισης κατά την προδικασία και για την παράλειψη καταχώρησης περιγράμματος, όπου η έφεση απορρίπτεται με δυνατότητα επαναφοράς εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη των αναγκαίων προϋποθέσεων.
Δεν προσδιορίζει ρητά την περίπτωση απουσίας κατά την ακρόαση της έφεσης, αφήνοντας τη ρύθμιση στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, όπως πάντοτε εφαρμόζονταν. Σχετική η Δ.35 θ.13 όπου προνοεί πως:
«13. Εάν κατά την εκφώνηση της έφεσης για ακρόαση ο εφεσίβλητος εμφανιστεί και ο εφεσείων όχι, η έφεση μπορεί, κατόπιν αίτησης του εφεσιβλήτου, να απορριφθεί ή να τύχει χειρισμού όπως θα θεωρούσε ορθό το Εφετείο.
Νοείται ότι έφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη εμφάνιση του εφεσείοντα οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί.»
Στην κρινόμενη περίπτωση η υπόθεση ήταν ορισμένη γι' ακρόαση και το Εφετείο, αφού διαπίστωσε την απουσία του εφεσείοντα και του συνηγόρου του, ενώ η ώρα ήταν 10.35 αποφάσισε την απόρριψη της έφεσης ως μη προωθηθείσας.
Κρίνουμε πως ορθά ο εφεσείων στήριξε το αίτημα του στη Δ.35 θ.13 αφού η διαταγή αυτή αφενός δίδει την ευχέρεια στο Εφετείο να χειριστεί την υπόθεση όπως το ίδιο κρίνει ορθό και εύλογο και αφετέρου προσφέρει στον εφεσείοντα την ευκαιρία για να αιτηθεί την επαναφορά της.
Χρήσιμη αναφορά για την έννοια της φράσης «πέραν των δυνάμεων» του αιτητή μπορεί να γίνει στην απόφαση Κάτση κ.α. ν. ΑΜC Hotels Ltd κ.α. Πολ. Εφ. 315/2012 ημερ. 23/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:A29, στην οποία υιοθετήθηκε η Ρουβανιάς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 191, όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα:
"Tο κριτήριο της επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα". Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας. Τελευταία, στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Αγαθοκλή Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 151, κρίναμε ότι η λανθασμένη εκτίμηση των δικηγόρων που οδήγησε σε απόσυρση της έφεσης δεν αποτελούσε λόγο επαναφοράς.
Δεν μπορεί το λάθος που έγινε σε αυτή την περίπτωση, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση, να θεωρηθεί σαν δικαιολογητικός λόγος για επαναφορά. Μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού. Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου. Ό,τι συνέβη εδώ δεν εμπίπτει στο κριτήριο επαναφοράς που έθεσε ο κανονισμός. Ούτε καν στο κριτήριο της Grand Metropolitan, ανωτέρω, στην περίπτωση που ίσχυε.»
Στην υπόθεση Ξενοφών Ξενοφώντος ν. Γεώργιου Χατζηαράπη (1999) 1 ΑΑΔ 221, που αποφασίστηκε μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού κανονισμού, παρόμοιο επιχείρημα απορρίφθηκε. Όπως ανέφερε ο Αρτεμίδης Δ., που εξέδωσε την απόφαση του Εφετείου:
"Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ' αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα" που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία."
’ξια μνείας αποτελούν και τα λεχθέντα στην απόφαση Μανώλη ν. Ελευθερίου (2000) 1 AAΔ 2034, με υιοθέτηση στην Adboard Ltd κα. ν. Δήμου Στροβόλου (2013) 1 ΑΑΔ 1085, όπου υποδείχθηκε πως:
«η επαναφορά μπορεί να επιτραπεί σε περιπτώσεις όπου αντικειμενικοί παράγοντες, αν και δεν απολήγουν σε «πέραν των δυνάμεων» κατάσταση, εντούτοις απολήγουν σε τέτοια αποδυνάμωση του δικηγόρου, ο οποίος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο.»
Προστέθηκε στην ίδια απόφαση (Μανώλη, ανωτέρω) ότι τα Δικαστήρια δεν μπορούν να αυτοδεσμευθούν σε οποιοδήποτε κανόνα που θα περιόριζε τη θεμελιακή τους υποχρέωση να διασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ αφενός της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις διαδικαστικές οδηγίες τους προς όφελος της τελεσιδικίας και αφετέρου, του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί. Ούτε μπορούν να καταγραφούν εκ των προτέρων εξαντλητικά οι περιπτώσεις που θα επέτρεπαν επαναφορά απορριφθείσας έφεσης.
Με δεδομένο ότι κάθε περίπτωση κρίνεται από τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά και με γνώμονα ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας αποτελεί το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ. ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710) και ότι η άσκηση της ευχέρειας αυτής πρέπει να ασκείται με φειδώ (EAS Birstige Unite Security Services Ltd v. Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 69/2017, ημερ. 6/5/2019) εξετάσαμε την παρούσα περίπτωση.
Όπως καταγράφηκε ανωτέρω, η δοθείσα αιτιολογία για τη μη εμφάνιση στην ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης, αποτέλεσε ο φόρτος εργασίας του συνηγόρου του εφεσείοντα και η λόγω αυτού παράλειψη ενημέρωσης του ημερολογίου του γραφείου, η οποία απέληξε στη λήθη της υπόθεσης. Παρατηρούμε πως υπήρξε μια σειρά γεγονότων τα οποία καθόρισαν την τύχη της γνωστοποίησης της ημερομηνίας εμφανίσεως, τα οποία όμως δεν δικαιολογούν την άφεση της υπόθεσης χωρίς παρακολούθηση, με δεδομένο το γεγονός πως υπήρξε εκ μέρους του εφεσείοντα επιθυμία για σύντομη εκδίκαση της έφεσης για την οποίαν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Το οποίο ικανοποιήθηκε με τον ορισμό σε σύντομο χρονικό διάστημα της ακρόασης, παρά το βεβαρυμένο πρόγραμμα του Εφετείου. Αναμενόταν με την ίδια σπουδή και επιμέλεια να ενεργήσει ο εφεσείων. Πέραν της πάγιας νομολογιακής θέσης πως η αμέλεια συνηγόρου να σημειώσει και να ενθυμηθεί την υπόθεση ή σφάλματα ή παραλείψεις δικηγόρου ή του προσωπικού του γραφείου του ή ο τρόπος λειτουργίας του γραφείου του δικηγόρου δεν είναι δυνατόν να ταξινομηθούν «ως πέραν των δυνάμεων του» εντός της έννοιας του Κανονισμού (Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 1134 και Χρίστου ν. Χατζηιωάννου κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 445), παρατηρήθηκε και καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης, μετά τη γνώση της απόρριψης της έφεσης, η οποία γνώση επήλθε στις 25/11/21 ενώ η καταχώρηση της αίτησης επαναφοράς πραγματοποιήθηκε στις 14/1/22. Ενδεχομένως υπό άλλες συνθήκες να θεωρείτο σύντομος χρόνος εντός του οποίου να δράσει κάποιος. Εν προκειμένω όμως, όπου υπήρξε η σπουδή για σύντομη εκδίκαση, και υπήρχε σε εκκρεμότητα διαδικασία θανατικής ανάκρισης, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των 50 ημερών, χωρίς να παρέχεται καμία αιτιολογία προς τούτο, χαρακτηρίζεται υπερβολικό διάστημα το οποίο στερεί από το Εφετείο τη δυνατότητα άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της έγκρισης του αιτήματος.
Περαιτέρω, ούτε και λόγοι συμφέροντος της δικαιοσύνης μπορούν να εντοπιστούν οι οποίοι να συνηγορούν υπέρ της έγκρισης του αιτήματος, αφού ο λόγος για τον οποίον ο εφεσείων επιθυμεί τη συμπερίληψη του ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία της θανατικής ανάκρισης αναφορικά με το θάνατο του αδελφού του, είναι για να εκφράσει τη γνώμη και υποψίες του για το θάνατο του αδελφού του, επιτυγχάνεται με την κλήση του ως μάρτυρα στη διαδικασία αλλά και την κατάθεση του την οποίαν ήδη παραχώρησε προς την Αστυνομία.
Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται 1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης 2 και εναντίον του εφεσείοντα. Eνόψει του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος 1 περιορίστηκε στην υιοθέτηση των όσων ανέφερε ο εφεσίβλητος 2, χωρίς την εκ μέρους του καταχώρηση είτε ένστασης είτε περιγράμματος αγόρευσης, κρίνουμε δίκαιο να μην επιδικάσουμε έξοδα προς όφελος του.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΚΑς