ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D361
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Πολιτική Αίτηση αρ. 97/22
(iJustice)
15 Σεπτεμβρίου, 2022
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1.DIVEMED CENTRE LIMITED 2. Ν.Ν. ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 20/05/2022 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 2571/2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 & 146 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6.1 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015 (Ν.131(Ι)/2015), ΑΡΘΡΟ 24 ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1960 (14/1960) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 52 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2000 (Ν. 95(Ι)/2000).
----------
Ν.Νεοφύτου και Γ.Μιχαηλίδου, (κα), για τους Αιτητές
Στ.Παπουή, (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 30.5.2018 οι Αιτητές Κατηγορούμενοι 1 και 3 στην ποινική υπόθεση 2571/2018, καταχώρησαν εναντίον του Εφόρου Φορολογίας την προσφυγή υπ΄αρ.744/2018 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Κύπρου επιζητώντας «Διακήρυξη, ή/και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη, ή/και απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 14/01/2013, ή/και άλλης ημερομηνίας ή/και συνολικού ύψους περί τις €27,771.95 (Είκοσι Επτά Χιλιάδες Επτακόσια Εβδομήντα Ένα Ευρώ και Ενενήντα Πέντε Σεντς) η οποία γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές 1 & 2 δια του ποινικού κατηγορητηρίου με αριθμό 2571/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 12/03/2018 και επιδόθηκε στους Αιτητές 1 & 2 στις 16/03/2018, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
H προσφυγή αυτή υπήρξε ο βασικός πυρήνας υπεράσπισης στην ως άνω ποινική υπόθεση που ο ΄Εφορος καταχώρησε εναντίον των κατηγορουμένων. Το Ποινικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσφυγή αποτελούσε ευρύτερο σχέδιο αποφυγής ευθύνης των κατηγορουμένων με βάση εκτενή αιτιολογία που δίδει στην απόφαση του.
Οι κατηγορούμενοι βρέθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν στις 20.5.2022. Ακολούθησε εκ μέρους τους, ως Αιτητές, η καταχώρηση αιτήματος για λήψη άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση ή και τον παραμερισμό της καταδικαστικής απόφασης ημερ. 20.5.2022, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην ποινική υπόθεση αρ.2571/18, λόγω υπέρβασης εξουσίας η οποία έχει ως συνέπεια την παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Τους εδόθη η σχετική άδεια στις 14.6.2022. Επίσης διετάχθη η αναστολή της ποινικής δίκης μέχρι την καταχώρηση και την εκδίκαση της δια κλήσεως αίτησης, η οποία και ακολούθησε με αιτούμενη θεραπεία την ως άνω ακύρωση της ποινικής απόφασης ημερ. 20.5.2022.
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε ένσταση στην αίτηση με τους εξής κύριους λόγους:
Η επίδικη καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε ορθά, νομότυπα και/ή σύννομα εντός των πλαισίων δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, και χωρίς να προκύπτει υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε ορθώς μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και σε συνάρτηση με όλες τις νομοθετικές και συνταγματικές επιταγές που αφορούν την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ήταν, υπό τις περιστάσεις, καθόλα δικαιολογημένη και επαρκώς αιτιολογημένη. Ενήργησε δε το Δικαστήριο εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του και δεν επιλήφθηκε αλλά ούτε και αποφάσισε επί θεμάτων που άπτονται της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Δεν υπεισήλθε στην ουσία της εγκυρότητας και της νομιμότητας της απόφασης του ΦΠΑ η οποία συνιστά διοικητική πράξη, καθώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το ποινικό δικαστήριο αλλά από δικαστήριο αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ως καθορίζεται στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος. Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο νόμος και σύμφωνα με τη νομολογία, ορθά εξέτασε το ανέκκλητο της διοικητικής πράξης υπό το πρίσμα της παρέλευσης της προθεσμίας των 75 ημερών από τη λήψη σχετικής ειδοποίησης σύμφωνα με την ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία. Η λήψη γνώσης της επίδικης ειδοποίησης στο χρόνο που αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης. Ακόμη, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία κατέληξε ότι η επίδικη βεβαίωση φόρου, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, χαρακτηρίζεται από το τεκμήριο της νομιμότητας, δηλαδή παράγει πλήρη έννομα αποτελέσματα μέχρις ότου ανακληθεί από το όργανο που την έχει εκδώσει ή ακυρωθεί από τo Διοικητικό Δικαστήριο. Τέτοια ανάκληση ή ακύρωση δεν υφίσταται και η εκ των υστέρων καταχώρηση προσφυγής, χρόνια μετά την κοινοποίηση της βεβαίωσης φόρου και μερικούς μήνες μετά την έγερση ποινικής δίωξης, δεν ανατρέπει το τεκμήριο της νομιμότητας και της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ασκούσε εμπρόθεσμα προσφυγή, αυτή καθ΄ αυτή η καταχώρηση της προσφυγής δεν θα ανέτρεπε την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης και συνακόλουθα την ποινική ευθύνη σύμφωνα και με τη σχετική, επί του θέματος, νομολογία.
Ακόμη οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται πως το αιτούμενο προνομιακό ένταλμα Certiorari δεν μπορεί να εκδοθεί καθότι παρέχεται στους Αιτητές υπαλλακτική θεραπεία, ήτοι το δικαίωμα έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου.
Τίθεται ακόμη ο ισχυρισμός ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια καθότι απέκρυψαν από το Δικαστήριο το γεγονός ότι την 31/3/2022 άσκησαν εναντίον της επίδικης διοικητικής πράξης στο Εφοριακό Συμβούλιο ιεραρχική προσφυγή και ότι η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε με απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου την 31/5/2022.
Οι Αιτητές, σφόδρα αρνήθηκαν τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης, επιμένοντας στη βασική εξ αρχής θέση τους, πως το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε καθ΄υπέρβαση ή άνευ δικαιοδοσίας, αφού στην ουσία εξέτασε τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης, της υποχρέωσης καταβολής οφειλόμενου φόρου και δη ΦΠΑ, ως η σχετική νομοθεσία επιτάσσει (περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000 και των σχετικών Κανονισμών).
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις θέσεις τους σε γραπτές αγορεύσεις και προφορικά ενώπιον μου.
Κατ΄αρχάς, θα πρέπει να λεχθεί πως η επίδικη διοικητική πράξη που αφορά την υπόθεση είναι η «βεβαίωση φόρου» που προέρχεται από τη Διοίκηση. Η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας καταβολής του φόρου καθιστά την παράλειψη, ποινικά κολάσιμη.
Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να θεμελιωθεί - ας μου επιτραπεί ο όρος - δικαιοδοσία εξέτασης της νομιμότητας της διοικητικής πράξης στη βάση της αιτιολογίας που δίδει το Επαρχιακό Δικαστήριο σημειώνοντας στη σελ.28 της απόφασης του, πως ο οφειλόμενος φόρος προκύπτει από αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις της κατηγορούμενης και όχι από οποιανδήποτε απόφαση της Διοίκησης.
Η προσέγγιση αυτή είναι καταφανώς πεπλανημένη.
Περαιτέρω, προκύπτει ανάγκη εξέτασης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να εξεταστεί σε βάθος εάν, τω όντι διαπιστώνεται στην πράξη, έλεγχος νομιμότητας της διοικητικής πράξης ενώ εκκρεμεί προσφυγή που την προσβάλλει.
Προσεκτική ανάγνωση της απόφασης αποκαλύπτει δύο τινά:
(α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο εκτενώς και σε βάθος ασχολείται με τα γεγονότα που αφορούν τη γνωστοποίηση ή μη της Διοικητικής Πράξης στους αιτητές. Αυτό όμως δεν θα συνιστά βασικό σημείο κρίσης που αφορά την προσφυγή, ώστε να κριθεί - από το αρμόδιο Δικαστήριο - εάν είναι εκπρόθεσμη ή μη; Η απάντηση σαφώς και είναι καταφατική.
(β) Το Επαρχιακό Δικαστήριο επίσης καταγράφει πολλά «σημεία» για να κρίνει το «προσχηματικό» της προσφυγής των Αιτητών, επεμβαίνοντας όμως με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά στην ίδια την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης σε σχέση με τους αιτητές, καταλήγοντας να «αξιολογήσει» την προσφυγή ως «κακόπιστη».
Τα πιο πάνω σημεία, που καλύπτουν διάσπαρτα πολλές αναφορές εντασσόμενες στα πλαίσια εξέτασης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, στην ουσία των πραγμάτων, θεωρώ ότι επεμβαίνουν έμμεσα στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, καθήκον για το οποίο επιφορτισμένο είναι το Διοικητικό Δικαστήριο και όχι το Ποινικό. Ως εκ τούτου, οι ενστάσεις της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση δεν είναι βάσιμες.
Στην Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994)2 Α.Α.Δ. 137 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας διοικητικής πράξης έχει το Ανώτατο Δικαστήριο — Μόνο στην περίπτωση νόσφισης εξουσίας μπορεί πράξη να αγνοηθεί διότι στην περίπτωση εκείνη το προϊόν της νόσφισης δεν περιέρχεται στη σφαίρα του δικαίου».
Η αρχή αυτή επαναλήφθηκε εμφαντικά και στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999)2 Α.Α.Δ. 75, όπου αναφέρθησαν τα ακόλουθα:
«Η αρχή, η οποία επαναβεβαιώθηκε στη Μηλιώτης Λτδ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995)2 Α.Α.Δ. 12, είναι ότι, στην ποινική δίκη, δεν αποτελεί επίδικο θέμα η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης που επιβάλλεται από διοικητική απόφαση, για την παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας διώκεται ο κατηγορούμενος. Η οριστικοποίηση της υποχρέωσης, κατά τα θέσμια του διοικητικού δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση της ποινικής ευθύνης. Η ύπαρξη της αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της κατηγορίας. Το άλλο είναι η παράλειψη εκπλήρωσης της. Η εγκυρότητα της υποχρέωσης δεν ελέγχεται από το ποινικό δικαστήριο. Το μόνο πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι εκείνο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Στην Ηλία ν. Συμβ. Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137, η οποία προηγήθηκε και την οποία επικαλείται το Δικαστήριο στη Μηλιώτης, αποφασίστηκε ότι η Ποινική διαχωρίζεται θεσμικά από την Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο ίδιος διαχωρισμός ισχύει και μεταξύ της Αναθεωρητικής και της Πολιτικής Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Ολομέλειας στη Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453. Εξηγείται ότι οι δικαιοδοσίες εκάτερου των δικαστηρίων δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο. Το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας διοικητικής πράξης, από την οποία απορρέει η υποχρέωση, η μη εκπλήρωση της οποίας στοιχειοθετεί το αδίκημα.
Η υποχρέωση για την καταβολή φορολογικής οφειλής εκπηγάζει από διοικητική απόφαση. Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο των προνοιών του Άρθρου 146. Είναι σ' εκείνο το πλαίσιο που αμφισβητήθηκε και η υποχρέωση, περιλαμβανομένης της συνταγματικής της θεμελίωσης, στην υπόθεση Γαβριηλίδης, (ανωτέρω) και, όντως, εξετάστηκε από το Δικαστήριο.»
Η διαπίστωση της έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας εν προκειμένω είναι επαρκής βάση για ακύρωση και ως εκ τούτου δεν εξετάζονται οι άλλοι λόγοι που προβάλλονται, οι οποίοι εξάλλου στην ουσία και στον πυρήνα τους πάλι έχουν ως επάλληλη βάση την έλλειψη δικαιοδοσίας.
Για το μέρος της ένστασης που αφορά τον ισχυρισμό για «μη καθαρά χέρια» των αιτητών στην εξ πάρτε, επειδή δεν αποκάλυψαν το θέμα ιεραρχικής προσφυγής που απορρίφθηκε, θα αναφέρω πως το ζήτημα δεν κρίνεται ως ουσιώδες, αφού εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία είναι η ύπαρξη της προσφυγής.
Παραμένει να εξετασθεί ο λόγος ένστασης που αφορά στην ύπαρξη του ένδικου μέσου της έφεσης και εκ τούτου τον αποκλεισμό της δυνατότητας της θεραπείας προνομιακού εντάλματος. Η θέση αυτή καταρρίπτεται λόγω της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων αφού η συνέχιση της δικαιοδοσίας ενώπιον του ποινικού δικαστή ηδύνατο να οδηγήσει σε επιβολή στερητική της ελευθερίας ποινής. Θα ήταν ατελέσφορο και άδικο να προχωρήσει η διαδικασία επιβολής ποινής ενώ η πλημμέλεια αφορά ένα τέτοιο ουσιαστικό θέμα.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει θεωρώ ότι η αίτηση πρέπει να επιτύχει. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα με το οποίο ακυρώνεται η ως άνω καταδικαστική απόφαση.
Τα έξοδα της παρούσας αίτησης ομού με την εξ πάρτε για άδεια, επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον του Καθ΄ου η αίτηση, ως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.