ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α.Αναστασίου, για τον Αιτητή CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-09-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΪΜΟΝ ΖΕΝΙΟΥ ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική αίτηση αρ.127/22, 7/9/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D346

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.127/22

(i-justice)

 

7 Σεπτεμβρίου, 2022

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΪΜΟΝ ΖΕΝΙΟΥ ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/06/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

------------------------

Α.Αναστασίου, για τον  Αιτητή

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα αυθημερόν)

Ο αιτητής ήταν ο Παραπονούμενος σε ιδιωτική Ποινική υπόθεση  ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου για αδίκημα πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, στην οποία οι Κατηγορούμενες απηλλάγησαν στις 20.6.2022 κατόπιν επιτυχίας ένστασης για κατάχρηση.

 

Συγκεκριμένα η Υπεράσπιση είχε προβάλει αίτημα απαλλαγής λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας βάσει της απουσίας ουσιαστικού δικαιώματος των Παραπονουμένων στην καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης με επίκληση της Ttofinis v. Theocharides (1983)2 C.L.R. 363, Δήμος Παραλιμνίου κ.ά. (2012)2 Α.Α.Δ. 312 και Ποιν.Αιτ.Aρ. 15/15, Αναφορικά με την αίτηση του Ανδρέα Τρύφωνος ημερ. 18.4.2016. 

 

Στην αντίθετη πλευρά, ο Παραπονούμενος είχε εγείρει στο Επαρχιακό Δικαστήριο  τη θέση ότι ναι μεν είχε υποβάλει καταγγελία στην Αστυνομία, για την υπόθεση  πλην όμως προωθεί την ιδιωτική ποινική διαδικασία με σκοπό «την τιμωρία των Κατηγορουμένων από τον ίδιο, διότι δεν μπορεί να αφήνεται στην κρίση της Αστυνομίας η προώθηση των υποθέσεων». 

 

Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, το Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Υπάγοντας τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα στα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, λαμβανομένης υπόψη της νομολογιακώς καθορισθείσας αρχής ότι η ιδιωτική ποινική δίωξη αποτελεί δικαίωμα το οποίο ασκείται με φειδώ, παρόλο που δεν έχει ακουσθεί μαρτυρία, καταλήγω ότι η εισήγηση της υπεράσπισης ευσταθεί. Είναι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι το αδίκημα το οποίο αφορά το κατηγορητήριο αποτελεί τέτοιας φύσεως αδίκημα, στο οποίο ενυπάρχει το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος και συνεπώς αρμόδιο πρόσωπο άσκησης δίωξης για τη διάπραξή του, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας. Πρόκειται για αδίκημα τέτοιας φύσεως που η διερεύνηση του απαιτεί τη διενέργεια ανακριτικού έργου από την αστυνομία, έτσι ώστε να μπορέσει η δικαιοσύνη να απονεμηθεί ορθά και ακριβοδίκαια».

 

Επισημαίνοντας ότι πρόκειται για σοβαρό αδίκημα με προνοούμενη ποινή φυλάκισης 3 ετών, ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Τέλος, σε σχέση με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από πλευράς του παραπονούμενου, ότι δηλαδή αποτελεί δικαίωμα του επηρεαζομένου πολίτη να ασκήσει ιδιωτική ποινική δίωξη και συνεπώς η υπόθεση θαι πρέπει να προχωρήσει διαδικαστικά εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ τα εξής: ναι μεν η Ttofinis αναγνωρίζει τον θεσμό της ιδιωτικής ποινικής δίωξης, - υπό την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού των δικαιωμάτων του παραπονούμενου, - αυτό ωστόσο δεν αλλοιώνει τη φύση του αδικήματος που αφορά το υπό εξέταση κατηγορητήριο, το οποίο ενέχει το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος και για το οποίο αρμόδιο, πρόσωπο καταχώρησης κατηγορητηρίου είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, ως το κατ΄εξοχήν αρμόδιο πρόσωπο να κινεί ποινικές διαδικασίες ώστε να τιμωρούνται οι δράστες. 'Αλλωστε, ο παραπονούμενος έχει το δικαίωμα να αξιώσει θεραπείες ενώπιον αστικού Δικαστηρίου και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η ποινική διαδικασία ως μοχλός πίεσης ή τιμωρίας μεταξύ συμπολιτών για τέτοιας φύσεως αδικήματα.  Δεν εντοπίζω δηλαδή σφετερισμό και οικειοποίηση των νομίμων δικαιωμάτων για το οποίο μπορεί να ασκηθεί ιδιωτική ποινική δίωξη. Τέλος, επισημαίνω ότι κάθε περίπτωση αξιολογείται στη βάση των ειδικών περιστατικών της και ότι ο δικαστικός λόγος της Ttofinis δεν μπορεί να αποτελεί κοινό παρονομαστή για την καταχώρηση πάσης φύσεως ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης. Τούτος είναι και ο λόγος για τον οποίο στην ίδια την Ttofinis  διευκρινίστηκε ότι το δικαίωμα σε ιδιωτική ποινική δίωξη δεν είναι απόλυτο, αλλά ενεργοποιείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.»

 

Μετά την απαλλαγή των κατηγορουμένων, ο Παραπονούμενος προσέφυγε στην παρούσα διαδικασία επιδιώκοντας να του δοθεί άδεια για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την 'Εκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει ή/και να παραμερίζει την απόφαση ημερομηνίας 20/6/2022 που εκδόθηκε και/ή αποφασίσθηκε ως δικαστική πράξη παράνομη ή/και ληφθείσα λόγω έκδηλης πλάνης περί το νόμο και ή προκατάληψης ληφθείσα επί νομικού σφάλματος εμφανούς στο πρακτικό και ή λόγω παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ή και καθ' υπέρβαση Δικαιοδοσίας ή και αντίθετη στα Σύνταγμα ή/και στο Ευρωπαϊκό ή/και Διεθνές Δίκαιο.

 

Είναι η θέση του αιτητή, πως υπήρξε υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει την απόφαση του ημερ. 20.6.22 παραγνωρίζοντας και/ή αγνοώντας την Χαραλαμπίδη ν. Κωμοδρόμου (2002)2 Α.Α.Δ. 522Πλήττεται γενικά η αιτιολογία που δίδει το Επαρχιακό Δικαστήριο για την απαλλαγή των Κατηγορουμένων, ειδικότερα στο ότι εκρίθη για το αδίκημα επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη, η κατηγορία  έπρεπε να εγερθεί από την Πολιτεία και όχι από ιδιώτη.  Ειδικά η αναφορά του Δικαστηρίου στην ποινή είναι εντελώς πεπλανημένη, αφού «εγείρονται ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις που  επίσης τιμωρείται με 3ετή φυλάκιση».

 

΄Εχω μελετήσει τη δικογραφία της Αίτησης και ό,τι ο ευπαίδευτος συνήγορος έχει επισημάνει.

Όπως επανειλημμένα έχει τεθεί με βάση τις σχετικές νομολογιακές αρχές, ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση ώστε να του παρασχεθεί σχετική άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος, μία διαδικασία που ακολουθείται κατ΄εξαίρεση ως κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη απόφασης ή παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. 

 

Συνιστά δε, πάγια γραμμή της νομολογίας ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, τέτοια άδεια δεν χορηγείται, όταν προβλέπεται άλλο υπαλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία και ειδικά έφεση, εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον Κανόνα, εφόσον η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά σε κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης και ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο νομιμότητας (Δέστε μεταξύ άλλων, Ανθί΅ου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Αναφορικά ΅ε την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Αίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2476, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά ΅ε την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121).

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αναμφισβήτητα είχε εξουσία να κρίνειεάν υφίστατο ή όχι κατάχρηση.  Τίθεται περαιτέρω το ερώτημα εάν ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αρχές δικαίου, όπως αναδύονται από τη νομολογία, σε σχέση ειδικά με την έγερση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης και το σκοπό της δίωξης.  Χωρίς να παραγνωρίζεται βεβαίως η αρχή πως το θύμα του εγκλήματος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δίωξη του δράστη, η νομολογία αναγνώρισε τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να ανακόψει ποινική διαδικασία, εάν κρίνει πως γίνεται για  άλλους σκοπούς από εκείνους για τους οποίους προορίζεται (βλ. Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000)2 Α.Α.Δ. 133).

Συνεπώς, το Επαρχιακό Δικαστήριο ενεργώντας με βάση αναγνωρισμένη δικαιοδοσία, ενδεχομένως να έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή αρχών, όμως δεν ενήργησε άνευ εξουσίας.  Ούτε επίσης είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι παραβίασε την πρόσβαση των διαδίκων στο Δικαστήριο, αφού πριν εκδόσει  την απόφαση του, άκουσε επιχειρήματα και θέσεις και των δύο πλευρών.

 

Παρά ταύτα, δεν χρειάζεται να ενδιατρίψω περισσότερο στο ζήτημα της ύπαρξης συζητήσιμης ή μη υπόθεσης, αφού η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί για το λόγο που εξηγώ πιο κάτω.

 

Εν προκειμένω και εάν ακόμη  κρίνετο ότι συντρέχουν περιστάσεις συζητήσιμης υπόθεσης, απουσιάζει εντελώς από τα δεδομένα που ο αιτητής παρουσίασε η θέση ότι δεν υφίσταται άλλο ένδικο  μέσο προς θεραπεία και έτι περαιτέρω ότι και εάν υφίστατο, συντρέχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που θα συνηγορούσαν υπέρ της  παροχής της σχετικής άδειας.

 

΄Εχω εξετάσει τη δικογραφία της αίτησης και πουθενά δεν προβάλλεται αυτή η θέση.  Η προϋπόθεση αυτή είναι απαραίτητη και αναμένεται πως ένας αιτητής που επιδιώκει θεραπείες προνομιακού εντάλματος θα πρέπει και να τοποθετηθεί σχετικά επί του θέματος είτε ενόρκως στη στηρικτική ένορκη δήλωση είτε γενικότερα στη δικογραφία.  (Βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Dev. Ltd (2004) 1Γ A.A.Δ.1535).

 

Παρά το ότι η σημειωθείσα απουσία τοποθέτησης στη δικογραφία, θα μπορούσε να οδηγήσει άνευ ετέρου στην απόρριψη της αίτησης, εν πάση περιπτώσει θα παρατηρούσα πως το ένδικο μέσο της έφεσης ήταν ανοικτό στον αιτητή.  Δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση που εκφράστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο σήμερα, προφορικά ενώπιον μου, για το μη ενδεδειγμένο της έφεσης ως ένδικου μέσου, διότι θα πρέπει να τηρηθούν οι προϋποθέσεις εκ του Νόμου, (ήτοι κυρίως το ΄Αρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 154) ή ότι υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις διότι άλλως πως ουσιαστικά απαγορεύεται  στον αιτητή η πρόσβαση στο Δικαστήριο.

 

 Επρόκειτο για τελική απόφαση με την οποία οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσοντο».  Στην ουσία πρόκειται για αθωωτική απόφαση και ισχύει το ΄Αρθ.25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60).

 

Πολύ χρήσιμες είναι οι παρατηρήσεις του Εφετείου στην Πολ.΄Εφεση αρ. 423/17, Αναφορικά με την αίτηση των 1) Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταρεία Λτδ κ.ά., 3.4.2018:

«Ο Γενικός Εισαγγελέας στην αγόρευση του εισηγήθηκε ότι δεν ήταν εφικτή η καταχώρηση έφεσης από πλευράς του, εφόσον η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν απαλλακτική και όχι αθωωτική. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Το δικαίωμα για έφεση σε ποινική υπόθεση πηγάζει από το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) και αναφέρεται σε αθωωτικές ή καταδικαστικές αποφάσεις.

 

Στην πολύ πρόσφατη  υπόθεση Alexander Rubtsov v. Dimitri Ivantchenko, Υπόμνημα Αρ. 370, ημερ. 28.2.2018, αντικείμενο εξέτασης ήταν κατά πόσο μπορούσε να καταχωρηθεί έφεση δυνάμει του άρθρου 25(2) του Νόμου 14/60 εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την υπόθεση χρησιμοποιώντας τη φράση «ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται». Το Ανώτατο Δικαστήριο απαντώντας θετικά στο ερώτημα, ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:

«Ισχύει αυτό που λέχθηκε στην υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.ά. (2004)2 Α.Α.Δ. 596, όπου επίσης στην εκκαλούμενη απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε χρησιμοποιηθεί ομοίως η φράση «απαλλάσσεται».

 

Το Εφετείο επί του ερωτήματος κατά πόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν εφέσιμη ανέφερε τα εξής σχετικά:

 

«Στην υπόθεση που εξετάζουμε το κακουργιοδικείο σταμάτησε τη δίκη, για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω. Σημειώνεται δε στην απόφαση του πως οι κατηγορούμενοι «απαλλάσσονται», προφανώς δε επειδή δεν έγινε διάγνωση της αθωότητας ή ενοχής των μετά τη λήψη μαρτυρίας δεν χρησιμοποίησε τη φράση «αθωώνονται». Το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε, υπό τις περιστάσεις, δεν έχει σημασία. Η δίκη άρχισε και σε κάποιο στάδιο διεκόπη με την επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα είναι πως το κατηγορητήριο απορρίφθηκε τελεσίδικα, με τη διάγνωση μάλιστα πως παραβιάστηκε θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσιβλήτων. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν, ως εκ τούτου, αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Όταν κατηγορούμενος αθωώνεται είναι πλεονασμός η χρήση της λέξης «και απαλλάσσεται», γιατί, αν είναι υπό κράτηση, η απελευθέρωση του είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της αθώωσης του».

 

Ως εκ των πιο πάνω, στη Γαβριήλ κρίθηκε ότι υπήρχε δικαίωμα έφεσης.

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και προσφάτως στην υπόθεση Κονέ ν. Φλουρή κ.ά. Ποινική έφ. 209/13, 5.3.2015, όπου επίσης αναλύονται οι έννοιες «απαλλαγή» και «αθώωση». Στη δε μεταγενέστερη απόφαση Αναφορικά με την αίτηση του Αντώνη Ιωάννου, πολιτική έφ. 132/15, 13.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D355 αναφέρθηκε ότι η κρίση επί της ουσίας δεν εξυπακούει ακρόαση με μάρτυρες. Γίνεται δεν παραπομπή στην έννοια της απαλλαγής σε συνάρτηση με το ’ρθρο 12(2) του Συντάγματος και αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

«Ο όρος «acquittal» κατά το Jowitt΄s Dictionary of English Law, 2nd EdVol. 1, περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμηγορία της αθώωσης επί της ουσίας από την κατηγορία, αλλά και την επιτυχή προβολή των ειδικών απαντήσεων της απονομής χάριτος ή του autrefois acquit ή του autrefois convict. Ο ίδιος ορισμός δίδεται και στο Osborn΄s Concise Law  Dictionary 12th Ed. Σε αντιδιαστολή, η απαλλαγή ως αποτέλεσμα καταχώρισης ποινικής δίωξης (nolle prosequi), δεν αποτελεί «απαλλαγή» εν τη εννοία του ’ρθρου 12.2 (GAraouzos and Son vThe Police (1980) 2 C.L.R. 131)».

 

 

Το ίδιο, όπως καθορίστηκε στη Γαβριήλ και στις επόμενες υποθέσεις, ακριβώς ισχύει και εν προκειμένω, αφού η απαλλαγή, εν τοις πράγμασι, οδήγησε σε αθώωση και σε απόρριψη της ποινικής υπόθεσης. Η απόφαση ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι.»

 

Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης είναι όμοια με της παρούσας, όπου και εδώ δεν διεξήχθηκε ακρόαση με την προσκόμιση μαρτύρων, αλλά η απαλλαγή των κατηγορουμένων οδήγησε τελικά σε απόρριψη της ποινικής υπόθεσης, που εξυπακούει ότι ήταν αθωωτική, έστω και αν δεν ονομάζεται έτσι. Συνεπώς, ο Γενικός Εισαγγελέας εδικαιούτο να καταχωρήσει έφεση, αλλά δεν το έπραξε».

 

Το ίδιο ισχύει και εν προκειμένω.  Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην ανάγκη απόρριψης της αίτησης.  Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                      Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο