ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σωκράτους, Δώρα Μ. Νεοφύτου (κα), για τον αιτητή. Α. Μελάς, δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με τον Α. Παναγή, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ B. R. ΚΑΤΟΧΟ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. [ ] ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ 503-006 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 75/2022, 8/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D316

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 75/2022)

 

8 Ιουλίου, 2022

 

[Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ B. R. ΚΑΤΟΧΟ ΡΩΣΙΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡ. [   ] ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ 503-006 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 21/2/2022 Η ΟΠΟΙΑ ΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ ΥΠ΄ ΑΡ. 9/19, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ Ν. 97/70 (ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ)

 

---------

 

Μ. Νεοφύτου (κα), για τον αιτητή.

Α. Μελάς, δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με τον Α. Παναγή, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Με την κρινόμενη δια κλήσεως αίτηση για την καταχώριση της οποίας δόθηκε άδεια στα πλαίσια της αίτησης αρ. 36/22, επιζητείται η «έκδοση εντάλματος certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης της απόφασης ημερομηνίας 21/2/2022 η οποία δόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του Αιτητή ως Δικαστική πράξη/απόφαση που εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ή καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοτικής του εξουσίας και ή αρμοδιότητας του και ή κατόπιν νομικής πλάνης και ή παρερμηνείας νόμου».

 

          Σύμφωνα με τα αναντίλεκτα περιβάλλοντα την υπόθεση γεγονότα, στην Αίτηση Έκδοσης Φυγοδίκου υπ΄ αρ. 9/19, εζητείτο η έκδοση του Αιτητή στη Ρωσία, για λόγους οι οποίοι δεν ενδιαφέρουν την παρούσα διαδικασία.

 

          Στις 17/1/2022, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για την έκδοση της απόφασης, ο αιτητής ο οποίος παρέμενε ελεύθερος με όρους, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.  Παραδόθηκε από το Πρωτοκολλητείο στο Δικαστήριο μια επιστολή φερόμενη να ετοιμάστηκε και υπογράφηκε από τον αιτητή, ο οποίος την απέστειλε ηλεκτρονικά στη μεταφράστρια της διαδικασίας και η οποία την εκτύπωσε και την έδωσε στο Πρωτοκολλητείο.  Η επιστολή απευθυνόταν στο Δικαστήριο, το ευχαριστούσε για τη διεξαχθείσα διαδικασία και το πληροφορούσε ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κύπρο για να συνενωθεί με την οικογένεια του.  Παρακαλούσε όπως η απόφαση δοθεί στη δικηγόρο του, Μ. Νεοφύτου, την οποία εξουσιοδοτούσε να εισπράξει την κατατεθείσα εγγύηση.

 

          Τόσον η μεταφράστρια, στην οποία απέστειλε και ηχητικό μήνυμα, όσο και η συνήγορος του, επιβεβαίωσαν ότι η επιστολή εγράφη από τον αιτητή.

 

          Το Δικαστήριο αφού άκουσε τις απόψεις των συνηγόρων των μερών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του αιτητή και όρισε την υπόθεση στις 28/1/2022.  Την ανωτέρω ημερομηνία ζητήθηκε χρόνος από τον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα ώστε να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για εντοπισμό του αιτητή, χρόνος ο οποίος δόθηκε, με ορισμό εκ νέου της υπόθεσης στις 21/2/2022.  Την εν λόγω ημερομηνία, αφού αρμόδιος αστυνομικός ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι ήταν αδύνατος ο εντοπισμός του αιτητή, ο οποίος εγκατέλειψε τη διεύθυνση στην οποία διέμενε και αφού οι συνήγοροι διετύπωσαν κάποιες απόψεις, το Δικαστήριο προχώρησε στην απαγγελία της απόφασης του με την οποία διατασσόταν η έκδοση του στην αιτούσα χώρα.

 

          Το γεγονός της απαγγελίας της απόφασης στην απουσία του αιτητή και χωρίς να έχει ενημερωθεί πως έχει δικαίωμα καταχώρισης habeas corpus την καθιστά, εισηγείται η συνήγορος του αιτητή, μη νόμιμη, έκδηλα πεπλανημένη και εκδοθείσα καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.

 

Ένταλμα certiorari χωρεί, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 "είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας" (σελ. 701).   Περιπτώσεις όπως η προκατάληψη ή το συμφέρον στη λήψη της απόφασης και γενικότερα η μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης όπως και η λήψη απόφασης με ψευδορκία, για τις οποίες επίσης χωρεί certiorari - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 (στη σελ. 46) στην οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη Attorney General v. Christou (1962) CLR 129 (Ιωσηφίδη, Δ.) - θεωρούνταν στην Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και έτσι εντάσσονται στα όρια που εξηγήθηκαν στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω).  Με το ένταλμα certiorari  ελέγχεται η νομιμότητα της διαδικασίας στο κατώτερο δικαστήριο. Δεν προσφέρεται το ένταλμα για την αναθεώρηση της ορθότητας απόφασης.  Γι' αυτό, όπου το κατώτερο δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία, αυτή δεν ελέγχεται με certiorari αν την άσκησε μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν αλλιώς, αν υπερέβη τα όρια, προκύπτει παρανόηση ή πλάνη νόμου και τότε ελέγχεται εφόσον διακρίνεται στο πρακτικό: (βλ. τις Armah v. Government of Ghana & Another (1966) 3 All ER 177 και Anisminic Ltd v. The Foreign Compensation  Commission and Another (1969) 1 All ER 208, Eπί τοις αφορώσι την Tricor Ltd, Πολ. Εφ. 117/20 ημερ. 7/4/2021), ECLI:CY:AD:2021:A131.

 

          Το σκεπτικό του Δικαστηρίου, με το οποίο οδηγήθηκε στην έκδοση της απόφασης, απόντος του αιτητή, ακολουθεί:

 

 

«Η διαδικασία έκδοσης φυγόδικου, δεν αποβλέπει στην τιμωρία του φυγόδικου.  Σύμφωνα με τη νομολογία συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική διαδικασία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Παραπέμπω σχετικά στην αναφορικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα 3 (1995) 1 Α.Α.Δ. 361.  Το Άρθρο 9(3) του Νόμου 99/70 προνοεί ότι η δίκη διεξάγεται κατά τον αυτόν ή δυνατό τρόπο ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδίκασης αδικήματος φερόμενο ως διαπραχθέντο ως υπό το εν λόγω πρόσωπο.  Αυτό βέβαια δεν καθιστά την αίτηση ποινική υπόθεση.  Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Κονοβάλοβα, Πολιτική Έφεση 436/11, ημερομηνίας 30/09/2015, ECLI:CY:AD:2015:D639, η διαδικασία αφορά τη διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων έκδοσης.  Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση εκδικάζεται, κατά το δυνατόν, όπως εκδικάζεται μια συνοπτική δίκη ποινικού αδικήματος.  Το Άρθρο 89 του Κεφ. 155 προνοεί ότι:

 

«89.-(1) Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπι απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.»

 

Έχω την άποψη ότι η πιο πάνω πρόνοια εφαρμόζεται κατ'  αναλογία και στις περιπτώσεις διαδικασιών έκδοσης φυγόδικου.  Σε πρώτο στάδιο το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Καθ΄ ου η Αίτηση δίνοντας έτσι την ευκαιρία να εντοπιστεί και να παρουσιαστεί κατά τη διαδικασία που τον αφορά.  Η παρουσία κάποιου στο Δικαστήριο αποτελεί υποχρέωση, από τη μια, αλλά και δικαίωμα από την άλλη.  Προφανώς ο Καθ΄ ου η Αίτηση με την επιλογή του να μην παρουσιαστεί στο Δικαστήριο απεμπόλησε αυτό το δικαίωμα με ό,τι συνεπακόλουθα τούτο μπορεί να έχει.  Στην επιστολή που έστειλε προς το Δικαστήριο μέσω της διερμηνέως, ανέφερε ρητά τα εξής «I ...back to me», προφανώς και η επιθυμία του ιδίου του Καθ΄ ου η Αίτηση είναι να ανακοινωθεί η απόφαση στην απουσία του. Δεν παραγνωρίζω ότι με βάση το Άρθρο 10 του Ν. 97/1970 αυτός πρέπει να ενημερωθεί για τη δυνατότητα του να υποβάλει αίτηση Habeas Corpus στο Ανώτατο Δικαστήριο σε περίπτωση που η απόφαση που θα εκδοθεί δεν τον ικανοποιεί.  Η όλη συμπεριφορά του όμως δεικνύει ότι έχει απεμπολήσει και αυτό το δικαίωμα.  Συνεπώς, κρίνω, ότι το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει διά της έκδοσης της απόφασης στην παρούσα υπόθεση.  Έχω ετοιμάσει γραπτό κείμενο της απόφασης μου, θα σας δώσω αντίγραφο.  Δεδομένου ότι ο Καθ΄ ου η Αίτηση απουσιάζει, δεν κρίνω σκόπιμο να την ανακοινώσω μεγαλοφώνως.  Υπογράφεται το κείμενο και σας δίδεται αντίγραφο.  Για τους λόγους που θα δείτε μέσα στο κείμενο που θα σας δοθεί, το αίτημα εγκρίνεται και διατάζεται η σύλληψη και κράτηση του Καθ΄ ου Αίτηση προς τον σκοπό έκδοσης του στις Ρωσικές αρχές.  Στην απόφαση αναγράφεται ότι επεξηγείται το δικαίωμα του Καθ΄ ου η Αίτηση να υποβάλει αίτηση για Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 10 του Νόμου 97/70.  Προφανώς και αυτή η αναφορά στο κείμενο που θα σας δοθεί δεν αντικατοπτρίζει το τι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα, αφού ο Καθ΄ ου η Αίτηση απουσιάζει.  Θεωρώ όμως ότι έχει ενημερωθεί δεόντως η δικηγόρος του, η οποία με βάση την επιστολή που έστειλε ο ίδιος ο Καθ΄ ου η Αίτηση είναι εξουσιοδοτημένη να ακούσει την απόφαση του Δικαστηρίου.»

 

          Με την ένσταση που υπεβλήθη εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εγείρονται διάφοροι λόγοι, οι οποίοι επικροτούν την ενέργεια του επαρχιακού δικαστή να εκδώσει την απόφαση στην απουσία του αιτητή.  Προβάλλεται επίσης η θέση ότι ο αιτητής «με την απόφαση του να εγκαταλείψει την Κύπρο και να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο, απεμπόλησε το δικαίωμα του να ακούσει την τελική απόφαση του Δικαστηρίου και του δικαιώματος του να ενημερωθεί ο ίδιος για την δυνατότητα καταχώρισης habeas corpus στην περίπτωση που η τελική απόφαση ήταν εναντίον του».

 

          Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από το δικηγόρο της Δημοκρατίας, περιστρέφεται γύρω από την ίδια θέση της απεμπόλησης του δικαιώματος του αιτητή, ο οποίος δεν μπορεί να στηρίζεται στη δική του παρανομία με σκοπό να ισχυριστεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα του.

 

          Υποστηρίζει δε πως το άρθρο 10 του Νόμου 97/70 δεν επιτάσσει το Δικαστήριο να ενημερώσει τον εκζητούμενο αλλά το προτρέπει να το πράξει.  Επομένως είναι η θέση του πως ακόμη και να είναι παρών ο εκζητούμενος, η παράλειψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου να τον ενημερώσει για το δικαίωμα καταχώρισης habeas corpus συνιστά μια τυπική παράλειψη που δεν οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης.  Θεωρεί ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση Ρένος Γ. Πέτρου (Ππίτρος) ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 275, την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος του αιτητή. 

 

          Υποδεικνύει δε πως η πλευρά του αιτητή ενώ επικαλείται την εφαρμογή του άρθρου 74(1) του Κεφ. 155 για την υποχρέωση ενημέρωσης του, ωστόσο αντιφατικά σκεπτόμενη, εισηγείται πως το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του όταν εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 89 του ιδίου Νόμου, για την έκδοση της απόφασης στην απουσία του αιτητή.  Αυτή, η κατ'  επιλογή προς το συμφέρον του αιτητή εφαρμογή του Κεφ. 155 δεν είναι ορθή, εισηγείται.

 

          Η συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει πως το άρθρο 10 του Νόμου 97/70 προσδίδει στο Δικαστήριο συγκεκριμένο καθήκον το οποίο του επιβάλλει όταν αποφασίσει την έκδοση και κράτηση του φυγοδίκου, να τον πληροφορήσει σε γλώσσα κατανοητή για το ένδικο μέσο του προνομιακού εντάλματος habeas corpus σε περίπτωση που ο φυγόδικος διαφωνεί με την απόφαση αυτή.

 

          Εισηγείται πως με την εξειδικευμένη αυτή νομοθεσία ουσιαστικά απαγορεύεται οποιαδήποτε άλλη δικαστική πρακτική, σε περίπτωση απόφασης έκδοσης του φυγοδίκου. Το άρθρο 10 συνεχίζει η εισήγηση, δημιουργεί υποχρέωση προς το Δικαστήριο, χωρίς να δίδει δικαίωμα επιλογής στον φυγόδικο, να διορίσει κάποιον άλλο εκπρόσωπο του να ακούσει την απόφαση.

 

          Εξομοιώνει το άρθρο αυτό με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 74(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπου το Δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για τα δικαιώματα του.  Η παράλειψη αυτή οδήγησε σε ακυρότητα της διαδικασίας στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ρένου Πέτρου (Ππίτρου), ανωτέρω.

 

          Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω γεγονότα και επιχειρήματα των συνηγόρων θεωρώ χρήσιμη μια αναφορά στη διαδικασία που προβλέπει ο περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμος, Ν. 97/1970.

 

          Η διαδικασία έκδοσης φυγόδικου συνιστά πολιτική δικαιοδοσία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.3) (1995) 1 ΑΑΔ 381), χωρίς όμως η διαδικασία αυτή να εξομοιώνεται με αστική αγωγή.  Πρόκειται, όπως σημειώθηκε στην Μελά (1998) 1Δ ΑΑΔ 2261, για μια ειδική διαδικασία, προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου της αίτησης για έκδοση φυγόδικου και κύριος σκοπός της είναι η διαπίστωση της ύπαρξης των προϋποθέσεων για την έκδοση του.

 

          Το άρθρο 9(3) του Νόμου 97/70, το οποίο επικαλέστηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο, προνοεί πως η δίκη «διεξάγεται κατά τον αυτόν, ει δυνατόν, τρόπον, ως εάν επρόκειτο περί συνοπτικής εκδίκασης αδικήματος φερόμενου ως διαπραχθέντος υπό του εν λόγω προσώπου» χωρίς η διαδικασία να καθίσταται ποινική.  Λέχθηκε στην Suray Yevgeniy κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 453, πως κατά τη διαδικασία έκδοσης το Δικαστήριο αντικρίζει το ζήτημα του ποινικά κολάσιμου των κατ'  ισχυρισμόν πράξεων του εκζητούμενου στη βάση του πιθανού τεκμηρίου ενοχής κατ'  αντιστοιχία με το τι αναμένεται να εξεταστεί στις προανακρίσεις κατά το άρθρο 94 του Κεφ. 155.

 

          Η προσφυγή συνεπώς στις πρόνοιες της Ποινικής Δικονομίας, με σκοπό τη διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης, όπως π.χ. γίνεται στη διαδικασία προσωποκράτησης του φυγόδικου δεν καθιστά παράνομη την ενέργεια αυτή, ούτε εκτός των νόμιμων πλαισίων. 

 

          Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί πως Διεθνείς Συνθήκες, καθώς και διμερείς συμβάσεις ή διευθετήσεις για την έκδοση φυγόδικων σκοπούν στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος που αποτελεί κοινή επιδίωξη των εθνών.

 

Οι πρόνοιες του σχετικού άρθρου 10 του Νόμου 97/70, γύρω από τον οποίο περιστράφησαν οι εισηγήσεις της συνηγόρου του αιτητή περί μη νόμιμης διαδικασίας καταγράφεται:

 

«10.-(1) Τo Δικαστήριov, εv πάση περιπτώσει, καθ' ηv ήθελε διατάξει τηv κράτησιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, θέλει πληρoφoρήσει άμα τov εvδιαφερόμεvov, εις κoιvήv γλώσσαv, περί τoυ δικαιώματoς αυτoύ όπως υπoβάλη αίτησιv διά habeas corpus πρoς τoύτoις δε αμελλητί κoιvoπoιήση τηv τoιαύτηv απόφασιv τω Υπoυργώ.»

 

 

Χωρίς να παραγνωρίζεται ο σκοπός της διαδικασίας έκδοσης, ο οποίος είναι η έκδοση του φυγόδικου στην αιτούσα χώρα, εάν βέβαια ικανοποιηθεί προς τούτο το Δικαστήριο, θεωρώ πως καταλυτικής σημασίας είναι οι φράσεις «Τo Δικαστήριov, . θέλει πληρoφoρήσει .».  Όπως είναι διατυπωμένη η τελευταία φράση, κρίνεται πως αυτή δεν δημιουργεί ένα επιτακτικό καθήκον του Δικαστηρίου αλλά προτροπή για να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για την επιλογή του.  Διακρίνεται από την υποχρέωση του άρθρου 74(1) του Κεφ. 155 αφού σε εκείνη την περίπτωση η ακροαματική διαδικασία συνεχίζεται και πρέπει ο κατηγορούμενος να πληροφορηθεί για τα δικαιώματα τα οποία ο Νόμος του παρέχει.  Στην κρινόμενη περίπτωση, η διαδικασία έχει περατωθεί, ο ενδιαφερόμενος φυγόδικος έχει κάνει τις επιλογές του και παρέμενε η απαγγελία της απόφασης.  Ο ενδιαφερόμενος ασχέτως της αποστολής επιστολής στο Δικαστήριο, επέλεξε να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο, να αναζητηθεί και να μην ανευρεθεί και είναι ορθή η παρατήρηση του συνηγόρου της Κυπριακής Δημοκρατίας πως σε περίπτωση ακύρωσης της διαδικασίας, τότε η δικαστική διαδικασία θα γινόταν έρμαιο των αποφάσεων και προθέσεων των φυγοδίκων.  Στους οποίους, όπως εδώ,  δεν είχε επιβληθεί στέρηση της ελευθερίας του, αλλά παρέμενε ελεύθερος μέχρι εκδικάσεως της υπόθεσης του και καταχράστηκε της ελευθερίας που απολάμβανε. 

 

          Η απόφαση στην Πολιτική Αίτηση αρ. 140/2015, ημερ. 13.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D750, Αναφορικά με την Αίτηση της Nataliya Alexandrovna Konovalova, στην οποία η συνήγορος του αιτητή με παρέπεμψε, δεν είναι διαφωτιστική για το εξεταζόμενο ζήτημα, αφού εκείνη αφορούσε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus η οποία καταχωρήθηκε μετά την απόρριψη έφεσης της αιτήτριας από το Εφετείο για έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος.

          Διαφωτιστική επί του θέματος θεωρώ ότι είναι η απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την αίτηση του Ντέϊβιντ Κάρτερ (Αρ.2) (1998) 1 ΑΑΔ 371, στην οποία εξεταζόταν η αίτηση habeas corpus του αιτητή, του οποίου διατάχθηκε η κράτηση του διαρκούσης της διαδικασίας έκδοσης του.  Παραπονείτο ότι δεν τον είχε πληροφορήσει το Δικαστήριο για το δικαίωμα του να καταχωρίσει αίτηση για ένταλμα habeas corpus.  Αποφασίστηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 εφαρμόζονται όταν το Δικαστήριο αποφασίσει, μετά τη λήξη της ενώπιον του διαδικασίας, για την έκδοση του αιτητή και όχι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του, όταν ο αιτητής, όπως ήταν η ανωτέρω υπόθεση, δεν εκπλήρωσε τον όρο της εγγύησης και διατάχθηκε η κράτηση του.

 

          Τονίστηκαν δε στη συνέχεια τα ακόλουθα, τα οποία και εφαρμόζονται στην κρινόμενη περίπτωση:

 

«Εν πάση περιπτώσει έχουμε τη γνώμη πως η παράλειψη του Δικαστηρίου να πληροφορήσει τον καθ' ου η αίτηση, όπως ο Νόμος προβλέπει και στο ορθό στάδιο γι' αυτό το δικαίωμα, δεν καθιστά άκυρη τη διαδικασία όταν μάλιστα ο καθ' ου η αίτηση χρησιμοποιεί το διάβημα που προβλέπει ο Νόμος και προσβάλλει την απόφαση εκδόσεως του. (Δες Re Hussein Jamil Hachem για έκδοση Habeas Corpus (1991) 1 C.L.R. 723). 

 

 

Στην Re Hussein Jamil Hachem (ανωτέρω), διατυπώθηκε από τον Δικαστή Πική, πως η παράλειψη του Δικαστηρίου να ενημερώσει τον αιτητή μετά την απόφαση του για έκδοση για το δικαίωμα καταχώρισης habeas corpus, δεν κατέστησε άκυρη τη διαδικασία και δεν επηρέασε το δικαίωμα αυτό.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση παρατηρείται πως ενώ ο αιτητής δεν παρέστη στη διαδικασία, κατ'  επιλογήν του, δεν ανευρέθηκε για εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, ωστόσο φαίνεται να εξουσιοδοτεί τη δικηγόρο του να καταχωρίσει ένδικα μέσα για ανατροπή, ουσιαστικά, της απόφασης έκδοσης του.

 

Συνακόλουθα κρίνεται πως ο επαρχιακός δικαστής δεν υπερέβη τον Νόμο και δεν ενήργησε πεπλανημένα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                          Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/φκ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο