ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A299
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 397/2014)
13 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΟΙΖΟΥ
Eφεσείων,
ν.
1. ΜΑΡΟΥΛΑΣ Α. ΚΩΣΤΟΥΛΛΟΥ
2. ΗΒΗΣ Ι. ΤΟΥΜΑΖΟΥ
Εφεσιβλήτων.
........
Χρ. Χριστάκης για Χριστάκη Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Γ. Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τις εφεσίβλητες
......
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας «το πρωτόδικο Δικαστήριο» δυνάμει της οποίας ο εφεσείων διατάχθηκε να καταβάλει προς τις εφεσίβλητες ποσό €3.865,05 πλέον νόμιμο τόκο από 22/4/2005 μέχρις εξοφλήσεως. Το εν λόγω ποσό αντιστοιχούσε σε εκείνο το οποίο ήδη οι εφεσίβλητες είχαν καταβάλει στον εφεσείοντα, ως επιδικασθέντα εναντίον τους έξοδα. Για εύκολη κατανόηση της υπόθεσης παραθέτουμε σύντομο ιστορικό της.
Οι εφεσίβλητες είχαν καταχωρίσει εναντίον του εφεσείοντα και ενός ακόμη προσώπου, την υπ' αρ. 14409/97 αγωγή, η οποία, μετά από ακροαματική διαδικασία, απορρίφθηκε με την καταδίκη των εφεσιβλήτων στα έξοδα.
Οι εφεσίβλητες άσκησαν την υπ΄ αρ. 11999 έφεση εναντίον της απορριπτικής απόφασης, την οποίαν το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέκτηκε, παραμερίζοντας με απόφαση του ημερ. 22.4.2005 την πρωτόδικη απόφαση.
Αναφορικά με τα έξοδα έγινε η ακόλουθη αναφορά «έχοντας υπόψη την όλη τροπή της έφεσης, κρίνουμε ορθό όπως, παραμεριζόμενης της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα, ο εφεσίβλητος 1 καταβάλει το ήμισυ των εξόδων των εφεσειουσών πρωτοδίκως και κατ' έφεση».
Οι εφεσίβλητες, για να εξασφαλίσουν αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, είχαν ήδη καταβάλει στις 9/1/2003 προς τους δικηγόρους του εφεσείοντα ποσό εκ ΛΚ2.227 (€3.805,05) για τα επιδικασθέντα έξοδα (τεκμ. 1 απόδειξη 03617).
Μετά την έκδοση της απόφασης από το Εφετείο, οι εφεσίβλητες αξίωσαν αρχικά με επιστολή και στη συνέχεια ενόψει της μη θετικής ανταπόκρισης του εφεσείοντα, με αγωγή την επιστροφή του ποσού των €3.865,05 πλέον τόκο προς 8% από 9/1/2003 ως αχρεωστήτως καταβληθέν και/ή για αιτία που δεν ακολούθησε και/ή υπό συνθήκες αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ο εφεσείων ήγειρε με το δικόγραφο της Έκθεσης Υπεράσπισης του προδικαστικές ενστάσεις: Ότι οι εφεσίβλητες δεν αποκάλυπταν αιτίαν αγωγής, ότι η αγωγή στερείτο ερείσματος, ότι με την εκδίκαση και διαδικασία της έφεσης δημιουργήθηκε δεδικασμένο και πως το Ανώτατο Δικαστήριο καθόρισε τα έξοδα των εφεσιβλήτων στο ποσό των ΛΚ574,15 πλέον ΛΚ70,05 ΦΠΑ. Ισχυρίστηκε επίσης ότι κατέβαλε το υπό του Εφετείου καθορισθεν ποσό εξόδων και ουδέν άλλον όφειλε στις εφεσίβλητες.
Η ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεδομένου πως τα γεγονότα ήσαν ουσιαστικά αποδεκτά, περιορίστηκε στην εκ συμφώνου κατάθεση διαφόρων εγγράφων ως τεκμηρίων: Ήτοι πέραν της απόδειξης πληρωμής των εξόδων από τις εφεσίβλητες προς το δικηγόρο του εφεσείοντα (τεκμ. 1), επιστολή (τεκμ. 2) των δικηγόρων του εφεσείοντα προς τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων με την οποίαν διαβεβαίωναν πως σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης που καταχώρησαν οι ενάγουσες (εφεσίβλητες), τότε ήσαν πρόθυμοι να επιστρέψουν το ποσό, εάν δοθούν οι ανάλογες οδηγίες από το Εφετείο. Πέραν αυτών, καταχωρήθηκαν ως τεκμήρια η απόφαση του ημερ. 29.3.2002, του Εφετείου ημερ. 22.4.2005 καθώς και οι επιστολές των δικηγόρων των εφεσιβλήτων προς τους δικηγόρους του εφεσείοντα για επιστροφή του ποσού των ΛΚ2.227 (Τεκμήρια 2Β, 3, 4 και 5 αντίστοιχα).
Υποστηρίχτηκε πρωτόδικα εκ μέρους του συνηγόρου του εφεσείοντα πως πουθενά στην απόφαση του Εφετείου δεν υπάρχει διαταγή εναντίον του πελάτη του για να επιστρέψει το ποσό που καταβλήθηκε από τις ενάγουσες/εφεσίβλητες στην πρώτη διαδικασία. Ηταν η εισήγηση του, πως το μόνο που εδικαιούντο οι εφεσίβλητες να διεκδικήσουν, ήταν το ήμισυ των εξόδων τους πρωτοδίκως και κατ' έφεση, χωρίς οποιαδήποτε υποχρέωση επιστροφής χρημάτων.
Η αντίθετη εισήγηση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, κινήθηκε γύρω από τη θέση πως οι εφεσίβλητες δικαιούνται στην επιστροφή που κατέβαλαν καθόσον η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα, στη βάση της οποίας καταβλήθηκαν, έχει παραμεριστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε την αξίωση, με βάση τα Άρθρα 70 και 72 του περί Συμβάσεων Νόμου και αφού αναφέρθηκε στο θέμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού παρέπεμψε σε σχετικές αποφάσεις, αποσπάσματα των οποίων παρέθεσε όπως Minerva Finance & Investments Ltd v. Γεωργιάδης (1998) 1 ΑΑΔ 2173, και Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 1077.
Έκρινε πως οι εφεσίβλητες θεμελίωσαν δεόντως βάση για επιστροφή του ποσού των ΛΚ2.227 (€3.805,05), ότι ο εφεσείων είχε «πλουτίσει από την απόκτηση οφέλους εις βάρος των εφεσιβλήτων» και εξέδωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.
Με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση. Μερικοί εξ αυτών, ήτοι οι πρώτος και τέταρτος, επικαλούνται γεγονότα και θέματα τα οποία δεν αποτέλεσαν επίδικα ζητήματα διότι δεν ηγέρθηκαν με την έκθεση υπεράσπισης του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα εξέτασε ούτε βέβαια υπάρχει εύρημα επί τούτων. Συνεπώς δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Εφετείου για εξέταση τους αφού ελλείπει το πραγματικόν και νομικό υπόβαθρο τους. Ενδεικτικά αναφέρεται πως ο εφεσείων εγείρει για πρώτη φορά τον ισχυρισμό περί υποχρέωσης επιστροφής του ποσού των εξόδων από το δικηγόρο τους στον οποίο καταβλήθηκαν και από το συνεναγόμενο του.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Σφάλμα αποδίδεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο, «το οποίο έκρινε ότι η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. παρείχε δικαιοδοτική βάση για την κρινόμενη αγωγή.»
Ο συγκεκριμένος λόγος είναι εκ της φύσης του καταδικασμένος σε αποτυχία. Είναι γενικός και αόριστος στην καταγραφή του, ενώ δεν προσφέρεται καμιά ουσιαστική αιτιολογία προς υποστήριξη του πέραν της φράσης πως «στα γεγονότα της παρούσας αγωγής δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 70-72 του Κεφ. 149 και οι αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού» επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το λόγο έφεσης.
Αποκλίνοντας, με αυτό τον τρόπο, από τη δικονομική υποχρέωση για αιτιολόγηση των λόγων έφεσης, η απουσία της οποίας οδηγεί σε απόρριψη του, αν ληφθεί υπόψη πως η επιχειρηματολογία γύρω από το λόγον αυτόν, απλά τον επανάλαβε, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνηση ή επεξήγηση (Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 832). Έχοντας υπόψη πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112, Σάββας Σαμουρίδης ν. Νικου Inzeyannis, Πολ. Έφ. 326/14 ημερ. 18/3/2022), ECLI:CY:AD:2022:A133, ο συγκεκριμένος λόγος απορρίπτεται.
Με την απόρριψη αυτού του λόγου παραμένει αλώβητο το εύρημα και η κρίση του Δικαστηρίου πως στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και η αρχή της αποκατάστασης και υπό το πρίσμα αυτών εξετάζονται οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης (δεύτερος και τρίτος).
Οι συγκεκριμένοι λόγοι είναι αλληλένδετοι και αμφότεροι εγείρουν τον ισχυρισμό, πως η απόφαση του Εφετείου δημιούργησε δεδικασμένο και ότι επέλυσε το ζήτημα των επιδικασθέντων εξόδων.
Και αυτός ο λόγος είναι απορριπτέος, για τους κάτωθι λόγους:
Προτού το Εφετείο αποφανθεί για τα έξοδα, απέρριψε την έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 2 (πρώην συνεναγόμενου του παρόντος εφεσείοντα) ενώ την έκαμε δεκτή για τον εφεσίβλητο 1/εφεσείοντα και ανέφερε «Ως προς τα έξοδα, έχοντας υπόψη την όλη τροπή της έφεσης, κρίνουμε ορθό όπως, παραμεριζομένης της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα, ο εφεσίβλητος 1 καταβάλει το ήμισυ των εξόδων των εφεσειουσών πρωτοδίκως και κατ' έφεση». (Η υπογράμμιση είναι του Εφετείου).
Επομένως το Εφετείο, όχι μόνο δεν απάλλαξε τον εφεσείοντα από την πληρωμή των εξόδων, τα οποία εισέπραξε από τις εφεσίβλητες, ως εισηγείται, αλλά τουναντίον παραμέρισε τη διαταγή με την οποίαν οι εφεσίβλητες είχαν υποχρέωση να καταβάλουν και κατέβαλαν τα έξοδα προς αυτόν. Η καταβολή εκ μέρους του το ½ των εξόδων στα οποία καταδικάστηκε με την απόφαση του Εφετείου, αφορά το αποτέλεσμα της αποτυχίας του στην έφεση, και είναι διαφορετικό πσοό από εκείνο το οποίο οι εφεσίβλητες, αχρεωστήτως, κατέβαλαν.
Ορθή είναι επί τούτου η παρατήρηση και αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου με παραπομπή στο σύγγραμμα των Gott & Jones "The Law of Restitution" 7η έκδοση «ότι το Κεφ. 16 πραγματεύεται το θέμα της ανάκτησης οφελών που αποδόθηκαν διά αποφάσεων ή διαταγμάτων τα οποία στη συνέχεια ανατράπηκαν ή παραμερίσθηκαν (recovery of benefits conferred under judgments or orders subsequently reversed or set aside). Ειδικότερα, αναφέρεται στη σελίδα 443, παράγραφο 16-001 ότι στις περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάσσει έναν διάδικο να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό στον αντίδικο, και αυτός συμμορφώνεται πριν την έφεση, και η εν λόγω απόφαση ή διαταγή ανατρέπεται ή παραμερίζεται (reversed or set aside) από το Εφετείο, το Εφετείο θα δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να αποκαταστήσει στον εφεσείοντα τα χρήματα που κατέβαλε βάσει της πρωτόδικης απόφασης που τώρα έχει ανατραπεί ή παραμερισθεί. Επεξηγείται, περαιτέρω, ότι ο εφεσίβλητος έχει εμπλουτισθεί εις βάρος του εφεσείοντα και ως εκ τούτου αυτός ο πλουτισμός είναι άδικος, εφόσον έγινε προς συμμόρφωση με δικαστική διαταγή, και ο εφεσείων έχει δικαίωμα αποκατάστασης :
«The respondent has been enriched at the appellant's expense...the enrichment is an unjust enrichment since the appellant's ''actswere done in the execution of justice, which are compulsive''.
Indeed, the appellant may recover even though he satisfied the judgment voluntarily, without waiting for execution. It is then settled that a successful appellant can compel the respondent to restore all benefits gained through the judgment which had been reversed. The appellant has a right of ''restitution'' of money paid by him... under a judgment now reversed.» »
Στην κρινόμενη περίπτωση, ο εφεσείων έχει μεν συμμορφωθεί με το δεύτερο σκέλος της διαταγής του Εφετείου ως προς τα έξοδα, καταβάλλοντας το ήμισυ των εξόδων των εκεί εφεσειουσών/ εφεσιβλήτων, όμως έχει κατακρατήσει το ποσό που του είχε καταβληθεί βάσει της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα, η οποία παραμερίστηκε από το Εφετείο.
Τούτων δοθέντων οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €1.500 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κας