ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστεϊτς (1991) 1 ΑΑΔ 327
Παπακόκκινου Βερεγγάρια και Άλλη ν. Αγγελικής Σμυρλή και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1653
R.K.B. Leathergoods Limited ν. Βιργινίας Ευαγγέλου Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071
Σοφοκλέους Ανδρέας Μιχαλάκη και άλλη ν. Παύλου Ηλία Παύλου (2012) 1 ΑΑΔ 2047
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:A317
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 389/2014)
13 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΛΑΓΙΩΤΗΣ,
2. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΙΩΑΚΕΙΜ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Εφεσίβλητος προσωπικά.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Πρωτοδίκως η απαίτηση του ενάγοντα-Εφεσίβλητου είχε, ως βάση αγωγής, παράνομη επέμβαση και στέρηση δικαιώματος διάβασης, εγγεγραμμένου προς όφελος κτήματός του. Ισχυριζόταν ότι υφίστατο ζημιά και αξίωνε αποζημιώσεις, καθώς επίσης και διατάγματα επαναφοράς και αποκατάστασης του δικαιώματος διάβασης. Εναγόμενοι ήταν τέσσερα πρόσωπα. Οι εναγόμενοι 1 (Εφεσείων 2) και 2 είναι σύζυγοι. Η εναγόμενη 3 είναι αδελφή της εναγόμενης 2. Οι εναγόμενες 2 και 3 είναι θυγατέρες του εναγόμενου 4 (Εφεσείοντα 1).
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος ήταν, σε προηγούμενο στάδιο, ιδιοκτήτης του τεμαχίου 3576, στην Κυπερούντα. Κατά τον επίδικο όμως χρόνο, ιδιοκτήτριες ήταν οι θυγατέρες του Αλεξία και Άννα από ½ μερίδιο. Ο Εφεσίβλητος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτης του τεμαχίου 2328. Τα δύο αυτά τεμάχια, βρίσκονται βόρεια και ανατολικά αντίστοιχα, του τεμαχίου 3578, συνιδιοκτήτες του οποίου είναι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3, κατά ¼, ¼ και ½ μερίδιο, αντίστοιχα. Ο εναγόμενος 4 ήταν συνιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου μέχρι και το 2001, οπόταν και μεταβίβασε το μερίδιό του στις θυγατέρες του, εναγόμενες 2 και 3. Προς όφελος του τεμαχίου 2328 (δεσπόζον), υπάρχει εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης σε βάρος του τεμαχίου 3578 (δουλεύον). Το εν λόγω δικαίωμα διάβασης, παραχωρήθηκε όταν έγινε διαχωρισμός του τεμαχίου 421/2 και προέκυψαν τα τεμάχια 2328 και 3578.
Ο Δημήτρης Αλλαγιώτης, εναγόμενος 4 - Εφεσείων 1, όντας προγενέστερος συνιδιοκτήτης του τεμαχίου 3578 και ως πατέρας των εναγομένων 2 και 3, περί το έτος 2003, επιχείρησε την έναρξη εργασιών με εκσκαφές στο εν λόγω τεμάχιο, για σκοπούς ανέγερσης δύο κατοικιών για τις θυγατέρες του. Προέκυψε, ωστόσο, διαφωνία ως προς τα σύνορα του τεμαχίου του με το τεμάχιο 2328, που ανήκει στον Εφεσίβλητο. Ακολούθησε χωρομετρική εργασία, οπότε διαπιστώθηκε ότι ο Εφεσίβλητος επενέβηκε στο τεμάχιο 3578. Είχε ο Εφεσίβλητος προβεί σε εκσκαφές και τοποθετήσεις χώματος, δημιουργώντας χωμάτινο δρόμο, ώστε μέσα από το τεμάχιο 3578, και μετά, μέσα από το τεμάχιο 2328, να περνούν φορτηγά και μπετονιέρες, και να εισέρχονται στο τεμάχιο 3576, προκειμένου, στο πίσω μέρος αυτού, να ανεγερθεί η κατοικία της θυγατέρας του. Ο Εφεσίβλητος δεν αποδεχόταν τα σύνορα των τεμαχίων που υποδείχθηκαν από το Κτηματολόγιο, και εμπόδιζε τις εργασίες στο τεμάχιο 3578. Με την παρέμβαση της αστυνομίας, ο Εφεσείων 1 υπέγραψε και παρέδωσε στον Εφεσίβλητο βεβαίωση (Τεκμήριο 3), με την οποία αναφέρει πως, αν αποδειχθεί ότι θα προκαλούσε οποιαδήποτε επέμβαση στα δύο ακίνητα του Εφεσίβλητου, τεμάχια 2328 και 3576, ήταν υπόχρεος να του αποκαταστήσει τις ζημιές.
Ακολούθησαν οι εκσκαφές επί του τεμαχίου 3578 και ανεγέρθηκαν οι κατοικίες των εναγομένων 2 και 3, ήτοι των θυγατέρων του Εφεσείοντα 1. Στο βόρειο τμήμα του τεμαχίου 3578, σήμερα, είναι τοποθετημένο πλακόστρωτο, που καλύπτει όλο το πλάτος και μήκος του δικαιώματος διάβασης, το οποίο υπάρχει προς όφελος του τεμαχίου 2328. Επίσης, λόγω των εκσκαφών, στο τέρμα του δικαιώματος διάβασης, δηλαδή εκεί που αρχίζει το τεμάχιο 2328, έχει δημιουργηθεί, κατακόρυφος όχθος, ύψους πέραν των 2,5 μέτρων.
Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, η οποιαδήποτε υψομετρική διαφορά υπάρχει μεταξύ του τεμαχίου 3578, πλην των 2,5 μέτρων που προαναφέρθηκε, και ενδότερα του τεμαχίου 2328, δεν δημιουργήθηκε από τις εκσκαφές που έγιναν στα πλαίσια της ανέγερσης των δύο κατοικιών των εναγομένων 2 και 3 - θυγατέρων του Εφεσείοντα 1. Είναι περαιτέρω εύρημα ότι ο Εφεσείων 2 τοποθέτησε στο τέρμα του δικαιώματος διάβασης και πριν την είσοδο στο τεμάχιο 2328, τσιμεντόπετρες ύψους 60 εκ. περίπου.
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων και αφού ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ανέπτυξε τη νομική διάσταση που διέπει τις αρχές του αστικού αδικήματος παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, όπως αυτές αποτυπώνονται στο ΄Αρθρο 43 του Κεφαλαίου 148 και αναλύονται σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας (Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστέϊτς Lτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 327), Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 426, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634, Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836, Γλυκής ν. Ιεράς Μονής Μαχαιρά (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 654, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653), έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος απέδειξε την απαίτησή του για επέμβαση και παρεμπόδιση στη χρήση του δικαιώματος διάβασης, σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 4, Εφεσείοντες. Αναφορικά με την αξίωση εναντίον των θυγατέρων του Εφεσείοντα 1, ήτοι των εναγομένων 2 και 3, διαπίστωσε ότι «. καμία αποδεκτή μαρτυρία ή εύρημα τις συνδέει με την προαναφερόμενη επέμβαση και παρεμπόδιση στη χρήση του δικαιώματος διάβασης. Ως εκ τούτου η αγωγή εναντίον τους αποτυγχάνει.». Αποφάσισε όμως, ως αποκλειστική θεραπεία που δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, ενόψει της απόρριψης των υπολοίπων θέσεων του Εφεσίβλητου, την επιδίκαση προς όφελός του και εναντίον των Εφεσειόντων, μόνο ονομαστικών αποζημιώσεων, ύψους €20,00 και την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία:
«(α) Ο Εναγόμενος 1 διατάσσεται όπως εντός δύο μηνών από την επίδοση του διατάγματος απομακρύνει τις τσιμεντόπετρες τις οποίες τοποθέτησε στο σημείο όπου τερματίζεται το δικαίωμα διάβασης και συνορεύει με το τεμάχιο 2328.
(β) Εναγόμενος 4 διατάσσεται όπως, εντός 2 μηνών από την επίδοση του διατάγματος, επαναφέρει τη μορφολογία του εδάφους επί του πλάτους και του μήκους του δικαιώματος διάβασης, ούτως ώστε να υπάρχει ομαλή ανηφορική κλίση σ΄ αυτό η οποία να καταλήγει σε ύψος 2 μέτρων από το δάπεδο, όπως είναι σήμερα, στο σημείο όπου καταλήγει το δικαίωμα διάβασης και αρχίζει το τεμάχιο 2328.»
Εισηγείται, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι η έκδοση προστακτικού διατάγματος εναντίον του Εφεσείοντα 1 - εναγόμενου 4, είναι λανθασμένη, καθότι, δεν εξετάστηκε κατά πόσον ο συγκεκριμένος Εφεσείων, ως μη ιδιοκτήτης πλέον, είχε το δικαίωμα ή τη συγκατάθεση των σημερινών ιδιοκτητών του ακινήτου, να εισέλθει στο κτήμα και να διενεργήσει τις απαραίτητες εργασίες προς υλοποίηση του εναντίον του διατάγματος. Συνεπώς, ήταν η προέκταση των θέσεων του συνηγόρου, δεν επρόκειτο για την κατάλληλη περίπτωση χορήγησης διατάγματος προστακτικής μορφής.
Η νομολογία που επικαλέσθηκε η πλευρά του υπό αναφορά Εφεσείοντα προκειμένου να τεκμηριώσει τον υπό εξέταση λόγο έφεσης δεν υποστυλώνει τις νομικές του προσεγγίσεις. Επεξηγούμε σχετικά:
Στην απόφαση R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071, παρατίθενται οι γενικές αρχές παροχής προστακτικού διατάγματος. Σημειώνεται ότι, η έκδοσή του, εμπίπτει πάντοτε εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Συνιστά δε στοιχείο που προσμετρά, το γεγονός ότι το αντίδικο μέρος ενήργησε χωρίς να λάβει υπόψη τα δικαιώματα του γείτονά του, προσπαθώντας να κερδίσει πλεονέκτημα έναντί του. Στην Σοφοκλέους κ.ά. ν. Παύλου (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 2047, την οποία επίσης επικαλέστηκε ο συνήγορος, επαναλαμβάνονται τα κριτήρια έκδοσης προστακτικών διαταγμάτων επαναφοράς, όπου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κόστος του εναγόμενου για συμμόρφωση, στοιχείο όμως που δεν έχει θέση εκεί όπου φαίνεται ότι ενήργησε σκόπιμα. Επαναλαμβάνεται, επίσης, ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση της οποίας θα πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα σχετικά δεδομένα και να ληφθούν υπόψη. Τέλος, η απόφαση Δήμος ΄Εγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 ΑΑΔ 70, αφορά σε ζήτημα παρακοής διατάγματος για κατεδάφιση οικοδομής και στην εξέταση θέματος στοιχειοθέτησης της καταφρόνησης, υπό το πρίσμα της ανάγκης απόδειξης ηθελημένης ανυπακοής. Αποφασίστηκε ότι, στις περιπτώσεις προστακτικών διαταγμάτων, με τα οποία επιβάλλεται θετική ενέργεια από το άτομο προς το οποίο απευθύνονται, η αδυναμία εκτέλεσής τους συνιστούσε ανέκαθεν υπεράσπιση, με την επιφύλαξη, όμως, ότι το βάρος απόδειξης της αδυναμίας φέρει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η διαταγή.
Στην ενώπιό μας περίπτωση, παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι ο Εφεσείων 1, με δικές του ενέργειες, παρενέβη στο δικαίωμα διάβασης του Εφεσίβλητου. Το εκδοθέν εις βάρος του διάταγμα είναι σαφές και δεν προκαλεί οποιαδήποτε αδυναμία εκπλήρωσής του ή συμμόρφωσής του προς αυτό, αφού δεν τέθηκε, ενώπιον του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, μαρτυρία δυνατή να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα ή να καταδεικνύει ότι η συμμόρφωση θα είναι αποτέλεσμα παράνομων ενεργειών εκ μέρους του Εφεσείοντα 1.
Εντέλει, η έκδοση του υπό αναφορά διατάγματος εις βάρος του Εφεσείοντα 1, ήταν το αναπόδραστο αποτέλεσμα της περιφρόνησης, εκ μέρους του, των δικαιωμάτων του Εφεσίβλητου, όπως αυτά απέρρεαν από το εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης προς όφελος του τεμαχίου του. Κατά προέκταση, ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης καλύπτει την έκδοση διατάγματος εις βάρος του Εφεσείοντα 2 - εναγόμενου 1, προς απομάκρυνση των τσιμεντόπετρων που τοποθέτησε, παρεμποδίζοντας το επίδικο δικαίωμα διάβασης.
Εισηγείται, ο ευπαίδευτος συνήγορός του, ότι δεν συνιστά μέρος της δικογραφίας η τοποθέτηση των εν λόγω τσιμεντόπετρων, ειδικότερα, κατά τρόπο που να εμποδίζει την απρόσκοπτη άσκηση του επίδικου δικαιώματος διάβασης από τον Εφεσίβλητο. Θέτει, προεκτείνοντας, ότι το θέμα αυτό προέκυψε για πρώτη φορά κατά την επανεξέταση του ΜΕ2, υπαλλήλου στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού.
Είναι βεβαίως πάγια νομολογιακή αρχή ότι μαρτυρία η οποία δίδεται στο Δικαστήριο, αλλά κινείται εκτός των δικογραφημένων θέσεων, αποκλείεται και δεν λαμβάνεται υπόψη. Πλην όμως, στην ενώπιόν μας περίπτωση, στην έκθεση απαίτησης, δικογραφούνται, με γενικό τρόπο, οι επικαλούμενες επεμβάσεις και η υψομετρική διαφορά που δημιουργήθηκε, προκειμένου να τεθεί, ως αιτία αγωγής, η στέρηση δικαιώματος διάβασης διά παρανόμου επεμβάσεως. Σχετικές λεπτομέρειες, ως προς την επακριβή φύση των επεμβάσεων, δεν ζητήθηκαν από την πλευρά των Εφεσειόντων. Κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο Δικαστήριο, παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια φωτογραφίες του συγκεκριμένου χώρου, μεταξύ των οποίων και των υπό αναφορά τσιμεντόπετρων και συνακόλουθη μαρτυρία δόθηκε από τον υπάλληλο του Κτηματολογίου, ΜΕ2. Επιπρόσθετα, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης, ο ίδιος ο Εφεσείων 2 αποδέχθηκε ότι τοποθέτησε τις τσιμεντόπετρες, ύψους 60 εκατοστών περίπου.
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε επιλήψιμο στην έκδοση του υπό εξέταση διατάγματος, εις βάρος του Εφεσείοντα 2, κατά προέκταση και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η απόρριψη των δύο πρώτων λόγων έφεσης, οδηγεί και στην απόρριψη των λόγων έφεσης 3 και 5, οι οποίοι συναρτώνται άμεσα με αυτούς, όπως και ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων καταγράφει στο περίγραμμα αγόρευσής του.
Ο τέταρτος και τελευταίος λόγος έφεσης, καλύπτει το ζήτημα της επιδίκασης εξόδων στη βάση της κλίμακας στην οποία είχε καταχωρηθεί η αγωγή, ήτοι €100.000-500.000. Είναι η σχετική προσέγγιση ότι η επιδίκαση, αποκλειστικά, ονομαστικών αποζημιώσεων, αλλά και η έκδοση διαταγμάτων σε σχέση με το συγκεκριμένο μέρος της λωρίδας που αφορά το δικαίωμα διάβασης και μόνο, χωρίς καθορισμό της αξίας της γης, δεν δικαιολογούσε την έγκριση εξόδων στην πιο πάνω κλίμακα.
Είναι η κρίση μας ότι ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα και βρίσκονται εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επιδίκαση όμως ονομαστικών αποζημιώσεων και η έκδοση των σχετικών διαταγμάτων, δεν δικαιολογούσε, υπό τις συνθήκες, την έγκριση εξόδων στην αρχική κλίμακα της αγωγής, αφού ο Εφεσίβλητος δεν απέδειξε συγκεκριμένη ζημιά, αλλά δικαιώθηκε μόνο ως προς το βάσιμο του παραπόνου του.
Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται, πλην του λόγου έφεσης που αφορά τα έξοδα. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του Εφεσίβλητου, πρωτοδίκως, όπως αυτά θα υπολογισθούν στην κλίμακα μέχρι €500 και, σε ό,τι αφορά την έφεση, τα πραγματικά του έξοδα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.