ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Σωκράτους, Δώρα Α. Μιχαήλ, για Δ. Μιχαήλ amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα Καμιά εμφάνιση, για τον εφεσίβλητο CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2022-07-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο M. F. v. Σ. Χ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 33/2020, 19/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2022:28

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

 

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 33/2020)

 

 

19 Ιουλίου, 2022

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

 

M. F.

Εφεσείουσα,

 

 

v.

 

 

Σ. Χ.

Εφεσίβλητου.

---------

 

Α. Μιχαήλ, για Δ. Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα

 

Καμιά εμφάνιση, για τον εφεσίβλητο

-------------------

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Σωκράτους, Δ.

----------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.Ο εφεσίβλητος είχε διαταχθεί δυνάμει διατάγματος διατροφής, ημερ. 14/4/2011, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης 5/2011, στην καταβολή του ποσού των €200.- ως συνεισφορά για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους.

 

Με αίτηση του, υπ' αρ. 115/2018,  επιδίωξε την ακύρωση ή τροποποίηση του ως άνω διατάγματος αξιώνοντας περαιτέρω την απαλλαγή του από την αυτόματη αύξηση του ποσού της διατροφής.

 

Υποστήριξε μέσω της Έκθεσης Απαίτησης που καταχώρησε, πως κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος ήταν υγιής, ηλικίας 50 ετών και εργαζόταν ως οδηγός ταξί με εισόδημα €1.200-1.300.- μηνιαίως.  Αρρώστησε όμως το έτος 2015 και νοσηλεύτηκε αρκετές φορές στο Νοσοκομείο.  Υπέστη τρία εγκεφαλικά επεισόδια τα έτη 2015, 2016 και 2018, έχει μειωμένη όραση και είναι ανίκανος για εργασία.  Έχει απωλέσει την επαγγελματική του άδεια και λόγω των προβλημάτων υγιείας που αντιμετωπίζει λαμβάνει από την 1/10/2016, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ύψους €480.- μηνιαίως, το οποίο αποτελεί το μοναδικό του εισόδημα.

 

Ισχυρίστηκε ότι τα εισοδήματα της εφεσείουσας, η οποία κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος διατροφής δεν εργαζόταν, ανέρχονται στο ποσό των €1.200.- μηνιαίως.  Λαμβάνει επίσης επίδομα μονογονιού και επίδομα τέκνου, ύψους €180 μηναίως και €500 ετησίως αντίστοιχα.

 

Ζήτησε όπως το ποσό της δικής του συνεισφοράς μειωθεί σε αυτό των €50 μηνιαίως από 4/5/2018 (ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης) λαμβάνοντας υπόψη πως τα σημερινά έξοδα του ανήλικου δεν ξεπερνούν το ποσό των €250 μηνιαίως.

 

Η αντίθετη άποψη της εφεσείουσας κινήθηκε γύρω από τη θέση πως ο εφεσίβλητος εξακολουθεί να εργάζεται ως οδηγός ταξί κερδίζοντας το ποσό των €2.000 μηνιαίως πλέον το ποσό του ΕΕΕ των €480 μηνιαίως.  Η ίδια διαθέτει μικρότερο εισόδημα αφού οι απολαβές από την εργασία της σε καφεστιατόριο, ανέρχονται στο ποσό των €850.- μηνιαίως και το ετήσιο επίδομα τέκνου είναι ύψους €475.-

 

Γραπτή μαρτυρία πρόσφερε και δικηγόρος (ΜΥ2) η οποία συνεργάζεται με το γραφείο του δικηγόρου της εφεσείουσας, η οποία ανέφερε πως η ίδια χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου ως οδηγού ταξί, τον πλήρωσε και έλαβε απόδειξη με την υπογραφή του, την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο.

 

Με στόχο να καταδειχθεί ότι ο εφεσίβλητος ασκούσε το επάγγελμα του ταξιτζή, κατατέθηκαν από την ως άνω δικηγόρο δύο φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται ο εφεσίβλητος να οδηγεί ταξί, μεταφέροντας πελάτη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση γραπτής μαρτυρίας των διαδίκων και της μάρτυρος που κατέθεσε για την εφεσείουσα ως ΜΥ2, οι οποίοι δεν αντεξετάστηκαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν ουσιαστικές μεταβολές μετά την έκδοση του διατάγματος διατροφής, τόσο όσον αφορούσε τη μείωση των εισοδημάτων του εφεσίβλητου όσον και τη μείωση των αναγκών του ανηλίκου και την αύξηση των εισοδημάτων της εφεσείουσας.

 

Για τούτο τροποποίησε το διάταγμα, μειώνοντας τη συνεισφορά του εφεσίβλητου στο ποσό των €110.- μηνιαίως από 1/10/2020.  Αναφορικά με το θέμα της αυτόματης αύξησης του ποσού του οποίου την κατάργηση ζητούσε ο εφεσίβλητος, διέταξε όπως η εκ του νόμου αύξηση του 10% θα ισχύσει, όχι αναδρομικά, αλλά από την 1/10/2022 και μετά.

 

Με οκτώ λόγους έφεσης προσβάλλεται από την εφεσείουσα η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Να σημειωθεί πως ο αιτητής/εφεσίβλητος, δεν παρουσιάστηκε και δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο για να αντικρούσει/απαντήσει τους λόγους οι οποίοι κατ' ισχυρισμό της εφεσείουσας, πρέπει να οδηγήσουν σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Προτού εξεταστούν οι λόγοι έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να υπομνήσουμε τις σχετικές με το θέμα διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, (Ν 216(Ι)/1990).

 

Με το Άρθρο 33(1) καθορίζεται η υποχρέωση τον γονέων «να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις τους» ενώ με το Άρθρο 37 καθορίζεται το μέτρο και το περιεχόμενο της διατροφής ως εξής:

 

"37.-(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

 

(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του."

 

Σε περίπτωση μεταβολής των όρων υπό τους οποίους εκδόθηκε διάταγμα διατροφής περιέχεται η δυνατότητα τροποποίησης του, ως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 38(1) «Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής».

 

Το συγκεκριμένο άρθρο ερμηνεύτηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αφετηρία την Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 ΑΑΔ 195 η οποία υιοθετήθηκε σε μεταγενέστερες όπως στην Άντρη Ανδρέου ν. Ιωάννη Τσίρου Εφ. Αρ. 16/2013 ημερ. 21/12/2016, το κάτωθι απόσπασμα της οποίας παρέθεσε το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο:

 

"H νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος.  Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα.  Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής (δέστε σχετικά και τα όσα αναφέρονται στα συγγράμματα του Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, σελ. 144-145, Γιώργου Κουμάντου: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, σελ. 123-125 και Βασίλη Βαθροκοκοίλη: το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Γ΄Έκδοση, σελ 515-518, που ερμηνεύουν το αντίστοιχο άρθρο 1494 του Αστικού Κώδικα).  Ο αιτητής έχει βέβαια το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του.»

 

Στο σύγγραμμα «Αστικός Κώδιξ» κατ' άρθρον ερμηνεία των Γεωργιάδη και Σταθόπουλου, στη σελ. 766, αναφέρεται υπό τον τίτλο «Σκοπός της διάταξης»:

 

«Η διατροφή καλύπτει άμεσες και πραγματικές ανάγκες του δικαιούχου.  Αυτό έχει ως συνέπεια ότι η απόφαση που επιδικάζει διατροφή για μελλοντικό χρόνο είναι πάντοτε μεταβλητή, όταν αλλάξουν οι προϋποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε».

 

 

Το δεδικασμένο της απόφασης που επιδικάζει διατροφή έχει προσωρινό χαρακτήρα, είναι όμως ισχυρό μέχρις ότου η απόφαση μεταρρυθμιστεί με άλλη απόφαση.»

 

Στο ίδιο σύγγραμμα, υπό τον τίτλο «Φύση του δικαιώματος μεταρρύθμισης» σελ. 767-768, διαβάζουμε:

 

«Το δικαίωμα μεταρρύθμισης της απόφασης που επιδικάζει διατροφή απορρέει από το σκοπό και τη φύση του καθόλου δικαιώματος διατροφής.  Κατά συνέπεια έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα με το δικαίωμα διατροφής το οποίο αναγεννάται συνεχώς ακολουθώντας τις προϋποθέσεις που το επηρεάζουν.  Ακριβέστερα πρόκειται για δικαίωμα αναθεώρησης του ουσιαστικού περεχομένου τελεσίδικης απόφασης λόγω μεταβολής βασικών συνθηκών σύμφωνα με τις οποίες επιδικάστηκε διατροφή για το μέλλον.»

 

Στην Αγγλική υπόθεση Willins v. Willins (1969) 2 All E.R 463, αναφέρθηκε πως το αρχικό διάταγμα συνιστά την αφετηρία (starting point) και ότι το Δικαστήριο δύναται να ενεργήσει στη βάση ότι τούτο καλώς εκδόθηκε στο χρόνο που εκδόθηκε, ιδιαίτερα εάν δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης, πλην εκείνων που αναφέρονται στη μαρτυρία της κας Κατροτζανή Μ.Υ.2 και το χαρακτηρισμό που της δόθηκε, άπτονται των προϋποθέσεων, η πλήρωση των οποίων είναι απαραίτητη για τροποποίηση εκδοθέντος διατάγματος διατροφής. 

 

Ξεκινάμε με τους λόγους έφεσης τους σχετιζόμενους με τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 (1ος και 2ος) η οποία χαρακτηρίστηκε από το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο ως καταχρηστική, παράνομη και αντιδεοντολογική.  Με αναφορά στις αποφάσεις Ιn re Efthymiou (1987) 1 ΑΑΔ 329 και την Dmetry Rybolovev v. Elena Rybolovla (2010) 1 ΑΑΔ 82, σχολίασε, πως η μάρτυρας προσπάθησε με δόλιο τρόπο να παγιδεύσει τον εφεσίβλητο για να αποσπάσει στοιχεία που θα βοηθούσαν την εφεσείουσα. 

 

Κρίνουμε πως το συμπέρασμα αυτό είναι αβάσιμο.  Η Μ.Υ.2 πρόσφερε μαρτυρία για γεγονότα που βίωσε η ίδια.  Εάν ο τρόπος άντλησης των γεγονότων ήταν παράνομος - κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα - αυτό είναι ένα θέμα, και εάν η μαρτυρία δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή επειδή η συγκεκριμένη μάρτυρας ήταν η δικηγόρος που χειριζόταν την υπόθεση, αυτό είναι άλλο, τελείως διαφορετικό θέμα.  Η γνωστή νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι είναι ανεπιθύμητο ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση να καταθέτει ως μάρτυρας ή να προβαίνει σε ένορκη δήλωση γεγονότων εκ μέρους του πελάτη του, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες ο δικηγόρος δεν χειρίζεται την υπόθεση αλλά καταθέτει γεγονότα όπως οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας θα κατέθετε, για εκείνα τα οποία περιήλθαν στη γνώση του.  Δεν χρειάζεται να επιλέξει την ιδιότητα του δικηγόρου ή αυτή του μάρτυρα και εάν επιλέξει τη δεύτερη τότε θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης (Investylia Ltd v. Τζοζεφιν Γαβριηλίδου (2013) 1 ΑΑΔ 1202, και Πέτρου Ζωγράφου και άλλοι ν. Drosomeri Farm Ltd, Πολ. Εφ. 379/12, ημερ. 21/5/15), ECLI:CY:AD:2015:A362Στην παρούσα περίπτωση οι λόγοι για τους οποίους η κατάθεση της ΜΥ2 κρίθηκε καταχρηστική και αντιδεοντολογική, δεν ευσταθούν.  Εκείνο που σημειώνουμε είναι πως το μέρος της μαρτυρίας της, το οποίο άπτετο προσωπικής εμπειρίας, δεν αμφισβητήθηκε, ούτε κρίθηκε αξιόπιστο.  Ορθά επομένως η εφεσείουσα αμφισβήτησε το συγκεκριμένο εύρημα του Δικαστηρίου και οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν. 

 

Για την εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης θα πρέπει να υπενθυμίσουμε την αρχή ότι ο αιτητής, εκείνος που αξιώνει τροποποίηση του ποσού της διατροφής, φέρει το βάρος της απόδειξης της μεταβολής των όρων που οδήγησαν στην έκδοση του.  Εν προκειμένω, καθοριστικής σημασίας ενέχει η κατ' ισχυρισμό μείωση των εισοδημάτων και απολαβών του εφεσίβλητου καθώς και η μείωση των αναγκών του ανήλικου τέκνου τους.  Ο δεύτερος παράγοντας δεν τεκμηριώθηκε.  Δεν ήσαν αφενός γνωστές οι ανάγκες και τα απαραίτητα κονδύλια που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος διατροφής, πλην του γεγονότος ότι το 2011 το παιδί ήταν ηλικίας δύο ετών, ενώ κατά την επίδικη περίοδο ένδεκα.  Αφετέρου δεν δικογραφήθηκε οποιαδήποτε μεταβολή ή οποιαδήποτε καταγραφή ποσού, εκτός μιας αναφοράς ότι τώρα φοιτά στην Ε΄ τάξη δημοτικού.  Χωρίς αυτό να σημαίνει οτιδήποτε ή να παραπέμπει σε συνειρμούς για μειωμένες ανάγκες.  Μπορεί ένα βρέφος ή ένα νήπιο να έχει ανάγκες για την αγορά βρεφικών πανών, γάλακτος, εμβολίων αλλά αυτό δεν σημαίνει πως στην ηλικία των ένδεκα, τα έξοδα υπολείπονται των προηγούμενων, καθώς το σχολείο και οι μαθησιακές ανάγκες δημιουργούν άλλες δαπάνες.  Συνεπώς το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ο εφεσίβλητος απέδειξε την μείωση των αναγκών του ανηλίκου, στερείται ερείσματος. 

 

Εσφαλμένο κρίνεται επίσης το εύρημα πως η εφεσείουσα δεν απέδειξε τα εισοδήματα του εφεσίβλητου.  Η εφεσείουσα δεν είχε τέτοια υποχρέωση.  Αντίθετα.  Καθήκον απόδειξης μεταβολών των συνθηκών υπό τις οποίες εξεδόθη το διάταγμα διατροφής, μεταξύ των οποίων των δικών του απολαβών, υπείχε ο εφεσίβλητος, όπως ορθά σε κάποιο σημείο της απόφασης του, σημείωσε ο πρωτόδικος δικαστής πως ο αιτητής είχε το βάρος απόδειξης.  Εκείνο το οποίο απεδείχθη - καθόσον δεν αμφισβητήθηκε - ήταν το πρόβλημα υγείας το οποίο αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος και το επίδομα ΕΕΕ το οποίο ελάμβανε.  Πλην όμως, η θέση πως αδυνατεί να ασκήσει πλέον το επάγγελμα του οδηγού ταξί, και την κατά συνέπεια μείωση του εισοδήματος του, δεν αποδείχθηκε.  Το αντίθετο θα λέγαμε.  Με τη μαρτυρία της ΜΥ2, η οποία δεν αντεξετάστηκε και της οποίας όπως ανωτέρω σημειώσαμε η κατάθεση δεν ήταν καταχρηστική ούτε αντιδεοντολογική, διαψεύστηκαν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου πως δεν ασκεί πλέον το συγκεκριμένο επάγγελμα.  Ανεξάρτητα από τον αριθμό των περιπτώσεων, που, είτε θεάθηκε να οδηγεί το ταξί, είτε εξυπηρέτησε πελάτη εκδίδοντας απόδειξη της επ' αμοιβή μεταφοράς, εκείνο που μπορεί να εξαχθεί είναι η εκτέλεση της εργασίας την οποία εκτελούσε και κατά την έκδοση του διατάγματος διατροφής.

 

Προκύπτει επομένως, πως ο εφεσίβλητος δεν έπαυσε στην πράξη να εργάζεται και να έχει απολαβές.  Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Δημητρίου ν. Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418, η οποία υιοθετήθηκε μεταξύ άλλων και στην Κ.Χ. ν. Φ.Θ. Εφ. Αρ. 1/1019 ημερ. 17/5/2022, «. το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του καθ' ου να κερδίζει (his potential earning capacity)».

 

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πως έχουν μεταβληθεί προς το καλύτερο οι απολαβές της εφεσείουσας καθόσον κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος διατροφής, δήλωνε άνεργη, ενώ κατά το χρόνο εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης, λάμβανε ως απολαβές το ποσό των €850 μηνιαίως είναι ορθό.  Έχει ως βάση την ίδια τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Δεν ήταν όμως καθοριστικό για την τύχη της αίτησης, αφού αυτή συναρτήθηκε με το εύρημα για μείωση των εισοδημάτων του εφεσίβλητου και των βιωτικών αναγκών του ανήλικου.  Αυτές όμως οι παράμετροι δεν έχουν έρεισμα σε μαρτυρία.  Συνεπώς με δεδομένο πως εκείνο που επιδιώκετο ήταν η μείωση ή τερματισμός της συνεισφοράς του εφεσίβλητου λόγω μείωσης δικών του απολαβών, το οποίο αποτέλεσε και το ουσιαστικό στοιχείο για την απόφαση του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ενώ από μόνο του το γεγονός της ύπαρξης μισθού για την εφεσείουσα χωρίς σύγκριση ή γνώση των αναγκών που είχε τόσο εκείνη όσο και το ανήλικο κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος διατροφής, δεν αποτελεί στέρεα βάση για εξαγωγή συμπεράσματος αύξησης των εισοδημάτων της.  Πέραν τούτου δεν εξηγείται με ποίο τρόπο ή υπολογισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στον καθορισμό του ποσού της συνεισφοράς του εφεσίβλητου στα €110 μηνιαίως ούτε εξηγεί ποία ποσά έλαβε υπόψη.

 

Δυνάμει του Άρθρου 38(2) του Ν. 216/90 προστίθεται αυτόματα στο επιδικασθέν ποσό διατροφής ποσοστό 10% ανα διετία.  Με την αίτηση, ο εφεσίβλητος αξίωνε «όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση του ποσού διατροφής. από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή.»

 

Ανάφερε σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα τούτο:

 

«Αναφορικά με την αυτόματη αύξηση του 10% σύμφωνα με τον σχετικό νόμο 216/90, άρθρο 38(2), η Καθ' ης η αίτηση από την επίδοση του διατάγματος στις 14.04.2011 δεν ζήτησε την προβλεπόμενη αύξηση που θα δικαιούτο από τις 14.04.2013 και ούτε καθεξής και ως εκ τούτου το Δικαστήριο κρίνει ότι θα ήταν εντελώς άδικο και παράλογο γνωρίζοντας από την μαρτυρία του Αιτητή την σημερινή κατάσταση τόσο της υγείας του όσο και την οικονομική τοιαύτη, να εκδώσει αναδρομικά οιονδήποτε διάταγμα αυτόματης αύξησης του ποσού της διατροφής που ίσχυε μέχρι σήμερα και ως του νόμου η αύξηση του 10% που προβλέπεται στην σχετική νομοθεσία, θα ισχύσει επί του ποσού των €110.- από 01.10.2022 και ούτω καθεξής.»

 

Κρίνουμε πως το εν λόγω συμπέρασμα περί μη αξίωσης από την εφεσείουσα, της αυτόματης αύξησης δεν ευσταθεί, αφού δεν δόθηκε τέτοια μαρτυρία.  Απεναντίας, η εφεσείουσα δικογράφησε πως ο εφεσίβλητος ουδέποτε πλήρωνε το επιδικασθέν ποσό διατροφής το οποίο με την αυτόματη αύξηση ήταν μεγαλύτερο του αρχικού ποσού των €200.- παρά μόνο με την εκτέλεση διαταγμάτων φυλάκισης.  Ουδέποτε απάλλαξε τον εφεσίβλητο της υποχρέωσης αυτής και εξάλλου ούτε ο ίδιος ο εφεσίβλητος με το αιτητικό Β ζήτησε την κατάργηση του για τον προγενέστερο της αίτησης χρόνο, ούτε η εφεσείουσα ζήτησε αναδρομική επιδίκαση.  Η τοιαύτη αύξηση ως εκ του νόμου αποτελεί υποχρέωση εκτός εάν κάποιος εξαιρεθεί από αυτή.

 

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα €700.- πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί στο Γενικό Εισαγγελέα για τυχόν ενέργειες.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο