ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHILIPPOS CHARALAMBOUS ν. SOTIRIS DEMETRIOU (1961) 1 CLR 14
Adidas ν. The Jonitexo Ltd (1987) 1 CLR 383
Aναστασίου Aναστασία Θεοδόση ή David Guy ν. Xριστίνας Θεοδόση Mιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264
Σκάρος Δημήτρης ν. Πάμπου Xριστοδούλου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 291
ΣΚΟΡΔΗ ν. ΛΑΝΤΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 429/2012, 22/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A127
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΟΥΛΛΑ v. ΙΩΑΝΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 358/2013, 17/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A45
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:A295
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 291/2014)
11 Ιουλίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείουσα,
ν.
1. VESTA HOLIDAYS LTD
2. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΑΚΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ BASILICA CENTER
Εφεσίβλητων,
......
Ε. Κορακίδης μαζί με Ε. Κορακίδη (κα), για Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Α. Δημητριάδης μαζί με Α. Άνθιμου, για Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 26.8.14 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), απέρριψε την αίτηση παραμερισμού («η αίτηση παραμερισμού») που είχε καταχωρίσει την 28.5.13 η Εναγόμενη/Αιτήτρια («η Εφεσείουσα») για ακύρωση ερήμην εκδοθείσας - (εναντίον της) - απόφασης ημερομηνίας 26.9.12 («η ερήμην απόφαση») ύστερα από μονομερή αίτηση ημερομηνίας 3.8.12 των Εναγόντων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι»), λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης από την Εφεσείουσα έπειτα από επίδοση της Αγωγής 2257/11 την 31.8.11 («η Αγωγή»).
Αντικείμενο της ερήμην απόφασης (για ποσό €1.301,02, πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως από 25.8.11 μέχρι εξοφλήσεως, συν έξοδα), ήσαν οφειλόμενα ποσά κοινόχρηστων εξόδων για την περίοδο 1.1.07 μέχρι 30.9.10 τα οποία αναλογούσαν στην Εφεσείουσα «. ως ιδιοκτήτρια και/ή ως πρόσωπο που είχε δικαίωμα κατοχής στο κατάστημα 5 στο κτιριακό συγκρότημα BASILICA CENTER στην Πάφο, του οποίου διαχειριστική επιτροπή είναι οι ενάγοντες 2» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες που ακολουθούν στο ανά χείρας κείμενο).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ακούγοντας και προφορική μαρτυρία (η οποία απέρρευσε από αντεξέταση των δύο προσώπων που ορκίστηκαν διά ενόρκων δηλώσεων στην Ένσταση στην αίτηση παραμερισμού), απέρριψε τις αιτιάσεις της Εφεσείουσας περί μη καλής επίδοσης της Αγωγής θεωρώντας ότι επιδόθηκε δεόντως στον σύζυγο της «. ο οποίος εμφανίστηκε στον επιδότη, δήλωσε ότι είναι ο σύζυγος της . δήλωσε το όνομα του και παρέλαβε το κλητήριο», κρίνοντας ταυτοχρόνως πως δεν είχε «. προσκομιστεί στοιχείο που να δεικνύει ότι η εναγόμενη διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο την κατοικία και διαμονή της σε άλλη διεύθυνση».
Η Εφεσείουσα βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης με τρεις λόγους έφεσης, υποστηρίζοντας, αδρομερώς, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα αποφάσισε πως υπήρξε καλή επίδοση της Αγωγής και ότι κακώς δεν ακύρωσε την ερήμην απόφαση (λόγος έφεσης 1), πως ομοίως εσφαλμένα έκρινε ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να «. αποδείξει ότι είχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση» (λόγος έφεσης 2) και πως σφαλερή ήταν και η συνακόλουθη επιδίκαση εξόδων (λόγος έφεσης 3).
Ακούσαμε με προσοχή τους δικηγόρους.
Αποτιμήσαμε όσα τέθηκαν ενώπιον μας στην πλήρη τους μορφή.
Προχωρούμε στην απόφανση μας επί των λόγων έφεσης.
Σε ό,τι σχετίζεται προς τον λόγο έφεσης 1, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται πως από την αντεξέταση του επιδότη που επέδωσε την Αγωγή («ο επιδότης») - και προχώρησε σε ένορκη δήλωση στο πλαίσιο της Ένστασης στην μονομερή αίτηση - προέκυψε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να διαφωτίσει περί της επίδοσης τής Αγωγής, λέγοντας τελικώς πως η επίδοση έγινε σε πρόσωπο που παρουσιάστηκε ως σύζυγος της Εφεσείουσας και όχι στον σύζυγο της Εφεσείουσας. Ως επακόλουθο, η πρωτόδικη έκβαση ότι η Αγωγή επιδόθηκε στον σύζυγο της Εφεσείουσας, παρέμεινε κατά βάσιν αίολη αξιόπιστης μαρτυρίας. Εκτός αυτού, η ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως κατά την αντεξέταση του επιδότη ανέκυψε παραδοχή για τη διαμονή του συζύγου στον χώρο όπου κατ' ισχυρισμόν συντελέστηκε η επίδοση της Αγωγής, είναι αδικαιολόγητη και άδικη, με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να παραγνωρίζει την αντιφατικότητα της μαρτυρίας του επιδότη, ο οποίος, ενώ αρχικώς παρουσιάστηκε βέβαιος και γνώστης των γεγονότων, κατέληξε να μην θυμάται και να είναι αβέβαιος περί τούτων. Περιπλέον, εσφαλμένη ήταν και η αποδοχή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τής μαρτυρίας της Καδή (επίσης ομνύουσας σε ένορκη δήλωση που συνάφθηκε στην Ένσταση), αλλά και η απόρριψη της μαρτυρίας του ορκισθέντος στην ένορκη δήλωση συζύγου της Εφεσείουσας που συνόδευσε την αίτηση παραμερισμού («ο σύζυγος»), παρότι τούτος δεν αντεξετάστηκε εκ μέρους των Εφεσίβλητων.
Δεν συμφωνούμε με την Εφεσείουσα.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε δέουσα.
Είπε ανάμεσα σε άλλα και τούτα το Πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα:
«..................................
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει αμφισβητηθεί ότι Γεώργιος Γεωργίου είναι ο σύζυγος της εναγόμενης. Περαιτέρω και με βάση αυτά που υποβλήθηκαν στον ιδιώτη επιδότη κατά την αντεξέταση του, προκύπτει παραδοχή ότι στην διεύθυνση που επιτεύχθηκε η επίδοση διέμενε ο σύζυγος της εναγομένης. Συγκεκριμένα κατά την αντεξέταση του ιδιώτη επιδότη του λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«διότι εκεί που διέμενε ο κ. Γεωργίου ήταν στον 1ο όροφο της 3όροφης οικοδομής που υπήρχε σε εκείνη την διεύθυνση που η είσοδος τούτης της κατοικίας δεν είναι από την πόρτα που περιγράφεις διότι εκεί διαμένει άλλος, τι λες; »
Αν η θέση είναι ότι ο επιδότης ψευδώς ορκίστηκε ως προς την επίδοση στο συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν ερωτήθηκε από πού γνώριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο το όνομα του συζύγου της εναγόμενης. Ο ίδιος ανάφερε και επέμενε ότι του λέχθηκε από το πρόσωπο που άνοιξε την πόρτα, ότι είναι ο σύζυγος της εναγόμενης αναφέροντας το όνομα του, το οποίο όπως πιο πάνω αναφέρω είναι το ίδιο με αυτό του συζύγου της εναγόμενης. Το ότι ο επιδότης δεν ήταν σε θέση να θυμάται και να περιγράψει στοιχεία της οικίας και της οικοδομής, αν χτύπησε πόρτα ή κουδούνι, τον αριθμό των κουδουνιών και το που στεκόταν κατά τον χρόνο της επίδοσης δικαιολογούνται από τον χρόνο που παρήλθε από τον χρόνο της επίδοσης και δεν ανέμενα να μπορεί με ακρίβεια να απαντήσει σε όλα τα πιο πάνω. Επίσης, δεν βρίσκω κανένα λόγο γιατί ένα πρόσωπο, στην ίδια διεύθυνση, να δήλωσε στον επιδότη ότι είναι ο σύζυγος της εναγόμενης, να δήλωσε το όνομα του συζύγου της εναγόμενης και να παράλαβε το κλητήριο για την εναγόμενη.
Συνεπώς το Δικαστήριο δεν δέχεται την θέση της αιτήτριας ότι δεν υπήρξε καλή επίδοση της αγωγής. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στην σύζυγο της εναγόμενης ο οποίος εμφανίστηκε στον επιδότη, δήλωσε ότι είναι ο σύζυγος της εναγόμενης, δήλωσε το όνομα του και παρέλαβε το κλητήριο. Όπως πιο πάνω αναφέρω η θέση της υπεράσπισης ότι ο σύζυγος της εναγόμενης διάμενε στην διεύθυνση που έγινε η επίδοση, έρχεται σε αντίθεση με την θέση του ενόρκως δηλούντα έχει μετακομίσει και διαμένει μόνιμα με την σύζυγο του στην Λεμεσό. Περαιτέρω, δεν έχει προσκομιστεί στοιχείο που να δεικνύει ότι η εναγόμενη διατηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο την κατοικία και διαμονής της σε άλλη διεύθυνση. Στοιχεία που θα ενίσχυαν την θέση του ενόρκως δηλούντα συζύγου της και ομιλώ για στοιχεία που θα μπορούσε μόνο η αιτήτρια να παρουσιάσει π.χ διάφορους λογαριασμούς που να αφορούν άλλη διεύθυνση διαμονής.
....................................».
Δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσε να γίνουν δεκτές οι θέσεις της Εφεσείουσας περί πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του επιδότη.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, που είδε και άκουσε τον μάρτυρα, αλλά και που ανέλυσε και αντιπαρέβαλε τη μαρτυρία του και προς άλλη δοθείσα μαρτυρία, κατέληξε λελογισμένα και αιτιολογημένα στα συμπεράσματα του.
Δεν παρέχεται πεδίο εφετειακής παρέμβασης στα συμπεράσματα αυτά.
Αυτό, επειδή, δεν διαπιστώνεται σφάλμα που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο.
Η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει πως η αναφορά του επιδότη, κατά την αντεξέταση, στον χώρο διαμονής του συζύγου, δεν ήταν απρόσφορη ούτε και ασύμβατη προς τις αρχές που διέπουν την αντεξέταση διότι, στην ουσία, εξέφραζαν συγκεκριμένη θέση της Εφεσείουσας (διά του δικηγόρου της).
Έτσι κι αλλιώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσκολλήθηκε στην περί ης ο λόγος ερώτηση, αλλά επεξέτεινε τις σκέψεις του προβαίνοντας και σε εύλογους αξιολογικούς συλλογισμούς.
Σε σχέση προς τη μαρτυρία της Καδή, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη - και πάλι - σε μία πρέπουσα υπό τις περιστάσεις αξιολόγηση της μαρτυρίας της, δίχως να αναφύεται από όσα προώθησε η Εφεσείουσα ενώπιον μας, κατιτί που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλους προβληματισμούς.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε συναφώς και αυτά:
«..................................
Η ενόρκως δηλούσα στην ένσταση Χρύσω Καδή, η οποία επίσης αντεξέτασε, μεταξύ άλλων αναφορικά και με την γνώση της για ότι το ακίνητο μεταβιβάστηκε πριν από 9 χρόνια σε άλλο πρόσωπο, επέμενε ότι η ίδια δεν έχει λάβει ποτέ τέτοια πληροφόρηση και ότι η εναγόμενη μετά την επίδοση της αγωγής επικοινώνησε μαζί της και της ζητούσε χρόνο για να πληρώσει τα κοινόχρηστα αφού λάβει το ποσό από το πρόσωπο που ενοικίαζε το κατάστημα της. Η μαρτυρία της δεν έχει κλονιστεί και την αποδέχομαι συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού ότι η εναγόμενη μετά την επίδοση επικοινώνησε προσωπικά μαζί της και της ζητούσε χρόνο για διευθέτηση και της δόθηκε χρόνος, που σε αυτό συνηγορεί και ο χρόνος που παρήλθε μέχρι την καταχώρησης της αίτησης για απόφαση.
Σε ότι αφορά το σκέλος της μαρτυρίας της που σχετίζεται με την υπεράσπιση που προβάλλει η εναγόμενη, το θέμα της αποκάλυψης καλόπιστης υπεράσπισης είναι ζήτημα που αφορά την εναγόμενη και είναι δική της υποχρέωση να αποκαλύψει στοιχεία που να πείθουν ως προς την ύπαρξη της. Δηλαδή η απλή άρνηση των ισχυρισμών της εναγόμενης δεν προσθέτει οτιδήποτε αφού το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει επί της ουσίας απορρίπτοντας δηλαδή την εκδοχή της εναγόμενης αντιπαραβάλλοντας την με την θέση των εναγόντων.
...................................».
Δεν έχουμε κάτι να προσθέσουμε επί της ουσίας.
Αρκούμαστε σε επανάληψη όσων αναφέραμε σχετικώς στην Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254:
«.................................Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός του πεδίου των εξουσιών του, με τα υπό συζήτησιν ευρήματα (περί αξιοπιστίας), να προκύπτουν ως λελογισμένα και ορθολογικά. Υπενθυμίζουμε πάνω σε αυτό, ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαχρονικώς είναι που επαναλαμβάνει - από καταβολής σχεδόν της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. Charalambous v Demetriou (1961) 1 CLR 14, 16-29) - (μέχρι κορεσμού), πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας και οι επακόλουθες διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά γεγονότα, συνθέτει κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόναν στην αξιολογική αυτή διεργασία και ευρήματα λόγω και του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει την ευκαιρία να παρατηρεί τους μάρτυρες και να εξετάζει τη μαρτυρία ως εκτυλίσσεται στη δίκη (με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα). Ως υπενθυμίστηκε σχετικώς στην Φιλίππου ν Parkin, Έφεση 12/18, ημ. 6.4.21:
«........................................
Ως ευστόχως περιεγράφηκε η (πολυεπίπεδη και απαιτητική) αξιολογική αυτή δικαστική διεργασία στην Guy v Mιχαηλούδη (1998) 1(Α) ΑΑΔ 264, 273 μέχρι 274 - και ας επιτραπεί η παράφραση των όσων ανέφερε εκεί ο Νικήτας Δ. - η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι, τωόντι, εύκολη υπόθεση, μολαταύτα οι κανόνες του δικαίου της απόδειξης και οι εμπειρίες των Δικαστών για τα ανθρώπινα, παρέχουν τα μέσα για την αναγκαία αναδίφηση των περασμένων (βλ. επίσης, Hellenic Bank Public Company v Ζαχαριάδου, ΠΕ 13/14, ημ. 11.3.21), ECLI:CY:AD:2021:A92.
Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται ως επανειλημμένως διακηρύχθηκε στη νομολογία, όταν το Εφετείο διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, πως τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας, κρινόμενα αντικειμενικώς, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία και κρίνονται ανυπόστατα ή και ως ουσιωδώς αντιφατικά (βλ. κατ' αναλογίαν, Αντρέου ν Τσίρου, Έφεση 26/17, ημ. 28.7.20)».
..................................».
Αναφορικώς προς τη θέση της Εφεσείουσας ότι λανθασμένως απορρίφθηκε η μαρτυρία του ομνύοντα στην ένορκη δήλωση που επικούρησε την αίτηση παραμερισμού «. παρά το γεγονός ότι αυτός είχε αντεξεταστεί από την πλευρά των εφεσιβλήτων», τούτο δεν θα μπορούσε να επιφέρει πλήγμα στην προκύψασα δικαστική κρίση, με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης και τον τρόπο με τον οποίο αξιολόγησε την εν λόγω μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το κατά πόσο επιλέγεται, ή όχι, η αντεξέταση ενός μάρτυρα, μολονότι συνθέτει κατά κανόνα αποτιμήσιμη μεταβλητή, δεν οδηγεί πάντα σε δυσμενή συμπεράσματα εναντίον τού μέρους που δεν αντεξέτασε.
Στην Περατικού ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε. 287/13, ημ. 16.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A254, είπαμε και τα εξής σχετικά με ό,τι ενεστώτως απασχολεί:
«..................................Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα (και σε αντίθεση με τις προτάσεις της δικηγόρου του Εφεσείοντα), δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας ότι πρέπει ατέγκτως να εξάγονται ή να συνάγονται (στην κάθε περίπτωση), δυσμενή συμπεράσματα (οποιασδήποτε μορφής), εξαιτίας της παράλειψης διαδίκου να αντεξετάσει. Η μη αντεξέταση μαρτύρων δεν υποδηλοί πως η μαρτυρία των μαρτύρων αυτών γίνεται άνευ ετέρου αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται. Μηδέ και απολήγει σε εξαγωγή ανάλογων ευρημάτων, χωρίς αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας. Τουναντίον, το Δικαστήριο - με την κάθε υπόθεση να κρίνεται στη βάση των γεγονότων και περιστάσεων της - αναμένεται (στην κανονική πορεία των πραγμάτων), να αξιολογεί τις προβαλλόμενες εκδοχές και να καταλήγει στην κρίση του, συνυπολογίζοντας (κατά την αξιολογική βάσανο) και την όποια δυνητική επίδραση τής απουσίας αντεξέτασης, σταθμίζοντας (μεταξύ άλλων), το σύνολο των δικονομικών χειρισμών του αντεξετάζοντα, τους λόγους για τη μη αντεξέταση (στην έκταση που τούτοι μπορεί να αιτιολογήθηκαν ή και να ανακύπτουν από τα γεγονότα), τη φύση, το είδος και περιεχόμενο της μαρτυρίας τού μάρτυρα (αλλά και του μέρους εκείνου της μαρτυρίας του που δεν έτυχε αντεξέτασης), ως και πολλές άλλες μεταβλητές και γνώμονες που μπορεί (κατά περίπτωσιν), να έχουν τη δική τους αξία στην όλη δικαστική συνειρμική διεργασία και την προς τούτο ενάσκηση της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας (βλ. Ρεουλλά ν Ιωάννου, ΠΕ 358/13, ημ. 17.2.21, ECLI:CY:AD:2021:A45, Σκορδής ν Λάντου και Άλλων, ΠΕ 429/12, ημ. 22.4.20, ECLI:CY:AD:2020:A127, Αντωνάκης Χρ Σολομωνίδης Λτδ και Άλλων ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2005) 1(Α) ΑΑΔ 491, 496, Σκάρος ν Χριστοδούλου και Άλλων (1998) 1(Α) ΑΑΔ 291, 296, Adidas v The Jonitexo Limited (1987) 1 CLR 383, 388-389).
....................................».
Ούτε και σε αυτή τη πτυχή υπάρχει κάτι να προστεθεί.
Η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδοση της Αγωγής «. έχει γίνει νομότυπα .», κρίνεται ορθή και στέρεα.
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 2 - και τα περί λανθασμένης πρωτόδικης απόφανσης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης στην Αγωγή - η Εφεσείουσα υποβάλλει ότι στην ένορκη δήλωση του συζύγου, υπήρχε και ισχυρισμός ότι η Εφεσείουσα δεν ήταν η ιδιοκτήτρια του ακινήτου κατά τον επίδικο χρόνο και πως το γεγονός απάρτιζε ικανοποιητική υπεράσπιση στην Αγωγή, χώρια και από το ότι οι Εφεσίβλητοι δεν αντεξέτασαν τον σύζυγο επί του σημείου.
Μήτε και με αυτά συγκλίνουμε.
Κατ' αρχάς, τα αφορώντα στη μη αντεξέταση του συζύγου τα έχουμε ήδη καλύψει στον λόγο έφεσης 1, με τη θεώρηση μας να παραμένει αναλλοίωτη και υπό τον συζητούμενο τώρα φακό.
Τα απορρίπτουμε.
Για τα περί της υπερασπιστικής προβληματικής, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτοκαθοδηγούμενο ορθώς και εκτενώς επί των εφαρμοζόμενων νομολογιακών αρχών, είπε και αυτά ως απόληξη:
«.................................Σε ότι αφορά το σκέλος της μαρτυρίας της που σχετίζεται με την υπεράσπιση που προβάλλει η εναγόμενη, το θέμα της αποκάλυψης καλόπιστης υπεράσπισης είναι ζήτημα που αφορά την εναγόμενη και είναι δική της υποχρέωση να αποκαλύψει στοιχεία που να πείθουν ως προς την ύπαρξη της. Δηλαδή η απλή άρνηση των ισχυρισμών της εναγόμενης δεν προσθέτει οτιδήποτε αφού το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει επί της ουσίας απορρίπτοντας δηλαδή την εκδοχή της εναγόμενης αντιπαραβάλλοντας την με την θέση των εναγόντων.
....................................
Έχοντας υπόψη την έννοια που προσδίδεται στον όρο καλόπιστη υπεράσπιση, όπως πιο πάνω εξηγήθηκε, έχω με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει την ένορκη δήλωση, η οποία συνοδεύει την αίτηση και καταλήγω ότι η εναγόμενη δεν έχει πείσει το Δικαστήριο ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον της καθότι δεν έχει παραθέσει οποιαδήποτε στοιχεία και λεπτομέρειες που να πείθουν το δικαστήριο για το εύλογο της. Η θέση ότι το ακίνητο που αφορούν τα κοινόχρηστα έχει μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο και ότι η εναγόμενη δεν ήταν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι κενή από στοιχεία που να την υποστηρίζουν. Η εναγόμενη θα ήταν το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να γνωρίζει και σε ποιον ανήκει η οικοδομή, σε ποιο πρόσωπο μεταβιβάστηκε, ποτέ, πως κτλ. Επίσης το γεγονός ότι δεν έχει καταθέσει με την αίτηση της κανένα πιστοποιητικό που να ενισχύει τον ισχυρισμό της, βρίσκω ότι δεν έχει πείσει στον απαραίτητο βαθμό το δικαστήριο κατά τρόπο που να ικανοποιείται η πιο πάνω προϋπόθεση.
.................................».
Οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνταιριάζονται απολύτως με την αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, η οποία δεν ήταν ικανή να αναδείξει, στο αρμόζον επίπεδο, ότι η Εφεσείουσα είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην ουσία της Αγωγής (Σταύρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Π.Ε. 52/14, ημ. 29.11.21, ECLI:CY:AD:2021:D560).
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Για τον λόγο έφεσης 3 και την πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα, αυτή υπήρξε σωστή και αναμενόμενη - αφού κατ' ουσίαν ακολούθησε το αποτέλεσμα - ελλείψει περιστάσεων που θα μπορούσαν να κατατείνουν προς διάφορη αντιμετώπιση (Αναφορικά με την Αίτηση των Πέτρου Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239).
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά της Εφεσείουσας έξοδα ύψους €1.400, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/κβπ