ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D324
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 27/2022)
20 Ιουλίου, 2022
[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Τ.Γ., ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/2/2022.
......
Η. Στεφάνου μαζί με Γ. Νεάρχου, για τον Αιτητή.
Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Καθ' ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 22.3.22 χορήγησα προς τον Αιτητή άδεια για καταχώριση διά κλήσεως αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 18.2.22 (Αναφορικά με την Αίτηση του Χ., Πολ. Αίτ. 11/22, ημ. 22.3.22).
Εξού και η παρούσα αίτηση ημερομηνίας 28.3.22 («η Αίτηση»).
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση Γεγονότων και Ένορκη Δήλωση του Αιτητή (αμφοτέρων ημερομηνίας 28.3.22).
Πρώτα, δυο λόγια για το δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης.
Ο Αιτητής, ως κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση 9362/21 («η Ποινική Υπόθεση»), αντιμετωπίζει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («το Κατώτερο Δικαστήριο») κατηγορία άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση τού Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 («το Κεφ.154» ή κατά τις ανάγκες «ο Ποινικός Κώδικας»).
Το υποτιθέμενο ποινικό αδίκημα φέρεται να διαπράχθηκε την 30.9.14 στο Βέλγιο («το αδίκημα»).
Το Κατώτερο Δικαστήριο υπολόγισε ότι η παραγραφή επεσυνέβη την 30.9.19.
Στόχος του Αιτητή, διά της Αίτησης, είναι, αδρομερώς, η ακύρωση με Certiorari τής απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.2.22 στην Ποινική Υπόθεση («η Ενδιάμεση Απόφαση») να μην αποδεχθεί τις προδικαστικές ενστάσεις της Υπεράσπισης για απόρριψη της Ποινικής Υπόθεσης λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας «. ένεκα παραγραφής», και συνακολούθως (για όμοιους δικαιοδοτικούς λόγους), η διά Prohibition απαγόρευση του Κατώτερου Δικαστηρίου από το να εκδικάσει την Ποινική Υπόθεση.
Προτού ο Αιτητής απαντήσει στο κατηγορητήριο, προτάχθηκε από τον δικηγόρο του - με επίκληση το Άρθρο 69(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 - υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων (κατά τα φαινόμενα ως ειδική απάντηση), ότι:
«1.Το σεβαστό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, καθότι το αξιόποινο της καταγγελθείσας πράξης, κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσης, ήτοι το βελγικό δίκαιο, έχει παραγραφεί και συνεπώς η δικαιολογητική του βάση για άσκηση ποινικής δίωξης είτε από την Κυπριακή Δημοκρατία, είτε από οποιονδήποτε άλλο κράτος της ΕΕ δεν υφίσταται πλέον.
2.Παράλληλα, η παραγραφή του αδικήματος βάσει βελγικού δικαίου αποτελεί δεδικασμένο (Res Judicata) και εμπίπτει στη νομική αρχή «ne bis in idem» και ως εκ τούτου το σεβαστό δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 69(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
3.Συνακόλουθα, η ποινική δίωξη του Κατηγορούμενου στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι καταχρηστική» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες έπονται).
Τα μέρη κατέθεσαν παραδεκτά γεγονότα στο Κατώτερο Δικαστήριο ούτως ώστε (ως δήλωσαν) «. να μην είναι αναγκαία η προσκόμιση μαρτυρίας προς απόδειξη αυτών .» («τα παραδεκτά γεγονότα»).
Τα παραδεκτά γεγονότα έχουν κατά τα ακόλουθα:
«.........................................
1. Τα επίδικα γεγονότα έλαβαν χώρα στις 30.09.2014 στις Βρυξέλλες, όπου ο Κατηγορούμενος διέμενε. Κατά τον επίδικο χρόνο ο Κατηγορούμενος ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
2. H παραπονούμενη προέβη για πρώτη φορά σε καταγγελία για άσεμνη επίθεση στις 11.02.2021 στην Κυπριακή Δημοκρατία.
3. Η αντίστοιχη αξιόποινη πράξη στο βελγικό δίκαιο είναι αυτή του Άρθρου 373 του Βελγικού Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία: «Σεξουαλική παρενόχληση η οποία διενεργήθηκε κατά πρόσωπο ή με τη βοήθεια προσώπων του ενός ή του άλλου φίλου, με τη χρήση βίας, εξαναγκασμού, απειλής, αιφνιδιαστική ή με τεχνάσματα ή όταν κατέστη δυνατό λόγω αναπηρίας ή σωματικής ή διανοητικής ανεπάρκειας του θύματος τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 6 μηνών έως πέντε έτη.»
4. Σύμφωνα με το Άρθρο 21(4) του βελγικού κώδικα Ποινικής Δικονομίας το εν λόγω αδίκημα παραγράφεται μετά την πάροδο 5 ετών από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος.
.......................................».
Εξέτασα στην πλήρη τους μορφή όσα μου τέθηκαν ως μαρτυρία.
Το ίδιο και τις επιμελείς αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.
Οι αρχές που διέπουν την ενεστώσα διαδικασία είναι εδραιωμένες.
Τις υπενθύμισα και ακολούθησα στην απόφαση για παροχή άδειας στον Αιτητή να καταχωρίσει την Αίτηση.
Δεν παρίσταται πρακτική ανάγκη να τις επαναλάβω.
Προχωρώ στην ουσία.
Θα περιοριστώ στην εξέταση των λόγων που απάρτισαν τη βάση χορήγησης τής άδειας για καταχώριση της Αίτησης, και τίποτε περισσότερο (Αναφορικά με την Αίτηση του Πηλαβάκη, Π.Ε. 44/19, ημ. 5.10.20).
Είναι άποψη του Αιτητή - ο οποίος κατά παραδοχή είναι «. πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας .» - ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης και πως «. ο νόμος της χώρας δεν περιλαμβάνει μόνο τον Ποινικό Κώδικα και τη Ποινική Δικονομία αλλά και των υπέρτερων, βάσει του άρθρου 1Α του Συντάγματος, αυτών νομοθετημάτων, τη Σύμβαση Εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν, και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ερμηνεία που δίδεται σε αυτά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης .».
Ο Καθ' ου η Αίτηση αντιτείνει πως η Ενδιάμεση Απόφαση απάντησε επαρκώς το τεθέν - όπως και τα άλλα στις τρεις προδικαστικές ενστάσεις - και ότι σε αυτό το στάδιο δεν ικανοποιούνται τα προαπαιτούμενα προκειμένου να πληγεί η νομιμότητα της Ενδιάμεσης Απόφασης καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Συμφωνώ με τον Καθ' ου η Αίτηση.
Εξηγώ.
Ως διαλαμβάνεται στο Άρθρο 5(1)(δ), Κεφ. 154, ο Ποινικός Κώδικας «. και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα που διαπράχθηκαν [.] «(δ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας, αν το αδίκημα τιμωρείται στη Δημοκρατία με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο χρόνια και η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αδίκημα, είναι επίσης αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο της χώρας όπου αυτό διαπράχτηκε .».
Αναφύεται, ότι απαιτούμενο για εφαρμογή του Κεφ.154 - εν σχέσει προς τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε ξένη χώρα - είναι (ανάμεσα σε άλλα) η ύπαρξη του αξιόποινου της αφορώσας πράξης στην αλλοδαπή από πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας (Καττής και Άλλου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ 262, 273-274, Chrysanthou v. The Police (1970) 2 C.L.R. 95, 103).
Το Κατώτερο Δικαστήριο έκρινε ότι για να τύχει εφαρμογής το Κεφ.154 και «. συνεπακόλουθα τα Ποινικά Δικαστήρια της Δημοκρατίας να αποκτήσουν δικαιοδοσία .» θα πρέπει να ισχύουν σωρευτικώς τα απαιτούμενα στο Άρθρο 5(1)(δ), Κεφ.154, ήτοι ο κατηγορούμενος (Αιτητής) να είναι πολίτης τη Κυπριακής Δημοκρατίας, να έχει διαπράξει αδίκημα σε ξένη χώρα (που να είναι αξιόποινη πράξη συμφώνως και της νομοθεσίας τής χώρας διάπραξης), και το αδίκημα στην Κυπριακή Δημοκρατία να τιμωρείται με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο έτη.
Το Κατώτερο Δικαστήριο παρατήρησε πως αυτά υφίστανται.
Παρά την κατάληξη, το Κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε εισήγηση του Αιτητή πως (το Δικαστήριο) στερείτο δικαιοδοσίας εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης γιατί οι πρόνοιες του Άρθρου 5(1), Κεφ.154 πρέπει να ερμηνευθούν σε συνάρτηση προς τις πρόνοιες του Άρθρου 5(2), Κεφ.154[1] «. έτσι ώστε αυτές να καλύπτουν και το γεγονός ότι από τη στιγμή που το αντίστοιχο με το παρόν αδίκημα του κατηγορητηρίου στην αλλοδαπή έχει παραγραφεί τα Κυπριακά Ποινικά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας. Εν ολίγοις, δηλαδή, αποτελεί εισήγηση της υπεράσπισης ότι το κατ' ισχυρισμό αδίκημα για το οποίο διώκεται ο κατηγορούμενος ενώπιον του Δικαστήριού σήμερα θα πρέπει να είναι επίσης τιμωρητέο και στο Βέλγιο, εάν αυτό σήμερα εκδικαζόταν. Με δεδομένο ότι τον ουσιώδη χρόνο καταχώρησης του παρόντος κατηγορητηρίου το εν λόγω αδίκημα στο Βέλγιο έχει παραγραφεί αφενός η δικαιολογητική βάση για άσκηση ποινικής δίωξης στην Δημοκρατία δεν υφίσταται πλέον και αφετέρου εάν ο κατηγορούμενος κατηγορείτο στο Βέλγιο σήμερα σε σχέση με τις κατ' ισχυρισμό πράξεις που του καταλογίζονται αυτός θα αθωωνόταν».
Το Κατώτερο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ασχέτως αν η φερόμενη ως αξιόποινη πράξη, έχει παραγραφεί κατά το Βελγικό Δίκαιο, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν κωλύονται «. από του να αποκτήσουν δικαιοδοσία, ώστε να εκδικάσουν την παρούσα υπόθεση .».
Τούτο γιατί κατά την αναμενόμενη υπό τις περιστάσεις συσταλτική ερμηνευτική - που ορθώς επιστράτευσε το Κατώτερο Δικαστήριο με ορθή παραπομπή και στη νομολογία (Χριστοδούλου και Άλλος ν. Αστυνομίας και Άλλος (1993) 2 Α.Α.Δ. 443, 451-452, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, 89) - πουθενά στο Άρθρο 5(1)(δ), Κεφ.154 δεν τίθεται ως αντίστοιχος δικαιοδοτικός όρος, το αδίκημα «. στην αλλοδαπή να μην έχει παραγραφεί σε αυτή .».
Περιπλέον, το Κατώτερο Δικαστήριο ανέφερε επί του συζητούμενου, πως:
«......................................Τα όσα με επιμέλεια με έχει παραπέμψει ο κ. Στεφάνου θα είχαν σημασία μόνο εάν και εφόσον υπήρχε οποιανδήποτε ασάφεια ή κενό σε σχέση με την ερμηνεία των προνοιών της λόγω νομοθετικής διάταξης, κάτι το οποίο, με κάθε σεβασμό, δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Ειδικότερα οι αναφορές του κ. Στεφάνου στο ελληνικό σύγγραμμα του έγκριτου νομικού Χ. Μυλωνόπουλου δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι το άρθρο 9 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, σε αντιδιαστολή με τον Κυπριακό ποινικό κώδικα, ορίζει ρητά ότι η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται στα Ελληνικά Ποινικά Δικαστήρια εάν μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον αλλοδαπό Νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί. Τέτοια όμως ρητή και σαφής νομοθετική πρόνοια δεν ανευρίσκεται στον δικό μας Ποινικό Κώδικα. Ούτε και μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής στην παρούσα ποινική διαδικασία. Εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του δικού μας Νομοθέτη δεν χωρεί αμφιβολία ότι θα το έπραττε ρητώς. Επιπρόσθετα εκεί που ο Κύπριος Νομοθέτης ήθελε να εμποδίσει την πρόσαψη κατηγοριών εναντίον ενός προσώπου, λόγω παραγραφής, δηλαδή μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος μετά την τέλεση της πράξης, το έχει πράξει ρητά μέσω του άρθρου 88 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155.
.....................................».
Ο συλλογισμός του Κατώτερου Δικαστηρίου συμπλέει και με την πάγια περί νομοθετημάτων αρχή ότι δεν μπορεί να διευρυνθεί ερμηνευτικώς ένας νόμος ώστε να προβλέπει για περίπτωση περί της οποίας, όπως εδώ, σαφώς και δεν έχει τύχει νομοθετικής αναφοράς (Κρονίδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 669, 673).
Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε απαραδέκτως με τροποποίηση και όχι με ερμηνεία (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648, 653).
Δίκην δικαστικής νομοθέτησης.
Κάτι ανεπίτρεπτο (Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, 82-84).
Τούτων δοθέντων, δεν δέχομαι τις θέσεις του Αιτητή επί των όσων μνημόνευσε σχετικώς προς τα παραπάνω (και που αφορούν κατ' ουσίαν στην πρώτη προδικαστική ένσταση).
Υπάρχουν όμως και άλλα.
Τα οποία προώθησαν σθεναρώς οι δικηγόροι του Αιτητή.
Και που εξακολουθούν να αφορούν στο ευρύτερο δικαιοδοτικό ζήτημα (και ειδικότερα στη δεύτερη προδικαστική ένσταση).
Ένα από αυτά - αντλώντας ο Αιτητής από το περιεχόμενο του Άρθρου 54 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν («η ΣΕΣΣ») το οποίο καθορίζει πως όποιος καταδικάστηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά - είναι και το ότι η παραγραφή τού αδικήματος στο Βέλγιο έχει καταστήσει την εκεί μη δίωξη του Αιτητή ως δεδικασμένο, και συνεπόμενα την ποινική του δίωξη στην Κύπρο ως οριστικώς λήξασα.
Έτσι (σύμφωνα με τους συνηγόρους του Αιτητή), τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του διπλού αξιόποινου (ne bis in idem), η οποία απαγορεύει την ποινική δίωξη προσώπου δεύτερη φορά για τα ίδια γεγονότα (Μπόμπολας ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 239/18, ημ. 26.9.19, ECLI:CY:AD:2019:A393).
Κατ' επέκταση, ως προσθέτως υποβάλλεται, το Κατώτερο Δικαστήριο στερείται - ένεκα παραγραφής - δικαιοδοσίας να εκδικάσει την Ποινική Υπόθεση επειδή συν τοις άλλοις δεν χρειάζεται απαραιτήτως η προς τούτο έκδοση δικαστικής απόφασης (αθωωτικής, απαλλακτικής ή καταδικαστικής), και πως η αρχή ne bis in idem δεν περιορίζεται μονάχα σε υποθέσεις όπου άτομο έχει διωχθεί ποινικώς στην αλλοδαπή, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνες όπου, κατά το Δίκαιο του τόπου τέλεσης του εγκλήματος, το θέμα θεωρείται λήξαν από ποινικής απόψεως.
Συνεπώς - περαίνει ο Αιτητής - παρότι ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά στο Άρθρο 5(2), Κεφ.154 σε παραγραφή αδικημάτων στην αλλοδαπή, το Κατώτερο Δικαστήριο όφειλε να ερμηνεύσει τον όρο αθωώθηκε στο άρθρο για να καλύψει και τις περιπτώσεις όπου το αδίκημα παραγράφηκε, ειδάλλως η όποια αντιθετική με τη θέση αυτή ερμηνεία «. όχι μόνο θα παραβίαζε την αρχή του ne bis in idem η οποία αποτελεί «θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου . αλλά θα καταδείκνυε και παντελή έλλειψη σεβασμού στους νόμους και τις ποινικές διαδικασίες άλλων κρατών και δη ενός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ως πιο πάνω αναπτύσσεται)».
Μήτε και με αυτές τις θέσεις του Αιτητή συγκλίνω.
Διευκρινίζω.
Το Κατώτερο Δικαστήριο διέγνωσε και αυτά για τα υπό ανάλυση:
«Συνεπακόλουθα είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 5(2) του Ποινικού Κώδικα, οι αρχές του δεδικασμένου και η αρχή 'ne bis in idem' από τη στιγμή που εναντίον του κατηγορουμένου στο Βέλγιο δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε ποινική δίωξη, δεν εκδόθηκε εναντίον του οποιαδήποτε αμετάκλητη Δικαστική απόφαση από Βελγικό Ποινικό Δικαστήριο που να τον αθωώνει λόγω παραγραφής του κατ΄ ισχυρισμού αδικήματος αλλά ούτε και ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε πραγματικό κίνδυνο καταδίκης ενώπιον των Βελγικών Αρχών».
Εκτός του ότι ισχύουν, εξ απόψεως απαραίτητης νομοθετικής ερμηνευτικής, τα όσα παρατέθηκαν ανωτέρω για το Άρθρο 5(1), Κεφ.154, η εν προκειμένω ενωσιακή και άλλη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν με ενδελέχεια οι δικηγόροι του Αιτητή, δεν φαίνεται να υποστηρίζει πως η παραγραφή του αδικήματος δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας θα πρέπει να οδηγήσει σε κρίση για παραβίαση της αρχής ne bis in idem.
Απεναντίας, το απόσταγμα της περί ης ο λόγος νομολογίας κατατείνει στο ότι η αρχή ne bis in idem προϋποθέτει ως απαραίτητο συστατικό για την επί του πεδίου εφαρμογή της, το αναγκαίο ύπαρξης αμετάκλητης και τελικής δικαστικής απόφασης (περί αθώωσης, απαλλαγής ή καταδίκης του κατηγορούμενου), αλλά και παράλληλης με την απόφαση αυτή, αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, με τον όρο δικαστική απόφαση, να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις όπου, δίχως τη σύμπραξη Δικαστή επέρχεται αποδεκτός ποινικός συμβιβασμός μεταξύ της αρμόδιας επί τούτω δημόσιας αρχής - όπως λόγου χάριν του εντεταλμένου εισαγγελέα που συμμετέχει και συμπράττει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην οικεία εθνική έννομη τάξη (με τους εισαγγελικούς όρους που επιβάλλονται στον υπαίτιο να έχουν και χαρακτήρα κύρωσης που εκτελείται με την εκπλήρωση τους) - και του κατηγορούμενου που βρίσκεται αντιμέτωπος με υπαρκτό κίνδυνο καταδίκης (AB and Others [2021] EUECJ C-203/20, Βpost SA v. Authorité Belge de la Concurrence [2021] EUECJ C-117/20, Zolotukhin v. Russia [2009] ECHR 252, Turansky [2008] EUECJ C-491/07, Van Esboeck [2006] EUECJ C-436/04, Gasparini and Others [2006] EUECJ C-467/04, Μiraglia [2005] EUECJ C-469/03, Gozutok and Brugge [2003] ECR I-1345 C-187/01 και C-385/01).
Παρόμοια, αποφασίστηκαν και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων/ΕΔΑΔ (Goulandris and Another v. Turkey [2022] ECHR 486, Cetinkaya and Another v. Turkey [2022] ECHR 388, Parmak and Another v. Turkey [2019] ECHR 861, Mihalache v. Romania [2009] ECHR 644).
Κατ' ακολουθίαν, η απόληξη του Κατώτερου Δικαστηρίου ότι δεν εφαρμόζονται στην Ποινική Υπόθεση οι πρόνοιες του Άρθρου 5(2), Κεφ.154, συνάδει και με τη συναφή ενωσιακή νομολογία (αλλά και του ΕΔΑΔ).
Κάτι τελευταίο, στο πλαίσιο της τρέχουσας θεματικής.
Έγινε αρκετός λόγος εκ πλευράς Αιτητή (στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του), για το ότι το Άρθρο 54, ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του Άρθρου 3(2) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («η ΣΕΕ»).[2]
Αυτό, αφού (κατά το επιχείρημα) «. ένα άτομο του οποίου η διερεύνηση της υπόθεσης του είχε ήδη καταλήξει, χρειάζεται να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα χωρίς να φοβάται για νέα δίωξη που αφορούν τα ίδια πραγματικά γεγονότα σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος .», αλλά και διότι, κατά ομόλογο «. ρητορικό ερώτημα .» των συνηγόρων του Αιτητή (στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση τους), είναι «. δυνατόν να διατρέχει ένας ευρωπαίος πολίτης κίνδυνο να διωχθεί ή να βρεθεί ένοχος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της ΕΕ όταν στο κράτος μέλος τη ΕΕ, όπου τελέστηκε το αδίκημα και στο οποίο αυτός ζούσε κατά τον επίδικο χρόνο, το αδίκημα για το οποίο διώκεται έχει (παραδεκτά) παραγραφεί;».
Υπάρχουν δύο εκφάνσεις σε αυτά.
Η πρώτη έκφανση, άπτεται του ότι η διατύπωση, ως παραδεκτό γεγονός, πως το αδίκημα «. παραγράφεται μετά την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος .» - με τα επίδικα γεγονότα να επισυμβαίνουν (θυμίζω) «. στις 30.09.2014 στις Βρυξέλλες, όπου ο Κατηγορούμενος διέμενε .» - εμποδίζει δικαστική ετυμηγορία επί οποιουδήποτε αφορώντος θέματος, δοσμένου ότι από το παραδεκτό γεγονός «. προκύπτει δια νόμου αδυναμία δίωξης, μιας και το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα στο Βέλγιο έχει δια συγκεκριμένης διάταξης παραγραφεί».
Διίσταμαι.
Η θέση του Αιτητή προσδίδει στα μέρη - με άλλα λόγια στα μέρη και στους εκπροσώπους τους - θεσμική δυνατότητα που δεν έχουν, και που δεν είναι άλλη από εκείνη που προδιαγράφει η προειρημένη νομολογία για όσα ενδιαφέρουν στην τωρινή διαδικασία, και δη ότι για εφαρμογή της αρχής ne bis in idem απαιτείται, κατά περίπτωση, θεσμική δικαστική ή και εισαγγελική απόφαση για την αντιμετώπιση του κατηγορούμενου εντός των προβλεπόμενων (εθνικών και ενωσιακών) νομοθετικών, κανονιστικών και νομολογιακών μηχανισμών στη χώρα τέλεσης (και παραγραφής) του καθ' υπόθεσιν εγκλήματος.
Οι διάδικοι δεν μπορούν να δώσουν σε Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας δικαιοδοσία που τούτο δεν έχει (Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Σοφοκλέους, Π.Ε. 513/12, ημ. 18.1.16, ECLI:CY:AD:2016:A20, Κούρου ν. Κόνου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764, 2201-2202, Michaelides v. Gregoriou and Others (1988) 1 C.L.R 88, 93-95).
Ούτε εξουσίες και αρμοδιότητες που δεν προβλέπονται στον νόμο.
Και στη νομολογία.
Κατά συνέπεια, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε, υπό τις συνθήκες, να αναλάβει δικαιοδοσία και να περιβληθεί εξουσιών και αρμοδιοτήτων που θα του επέτρεπαν να μετατρέψει σε και εξομοιώσει τα πραγματικά γεγονότα με δικαστική ή εισαγγελική απόφαση απαλλαγής, αθώωσης ή καταδίκης του Αιτητή.
Καμιά από τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμφθηκα από τον Αιτητή, ή από εκείνες που εντόπισα κατά τη μελέτη μου, δεν επικουρεί τον ισχυρισμό του Αιτητή περί της δικαιοδοτικής επενέργειας που τούτος αποδίδει στα παραδεκτά γεγονότα.
Η δεύτερη έκφανση, αφορά στην άποψη του Αιτητή ότι κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 3(2), ΣΕΕ, δεν μπορούσε το Κατώτερο Δικαστήριο να αχθεί σε απόφαση που να δείχνει (ως ισχυρίζεται ο Αιτητής πως συμβαίνει) «. παντελή έλλειψη σεβασμού στους νόμους και τις ποινικές διαδικασίες άλλων κρατών και δη ενός άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης .».
Αποκλίνω και από αυτή την αντίληψη του.
Η θεώρηση δεν πρέπει να αντικρίζεται σε στεγανά.
Η κάθε υπόθεση κρίνεται στα γεγονότα της.
Για παράδειγμα, στην Μiraglia [2005] EUECJ C-469/03 ο αιτητής συνελήφθη στην Ιταλία αφού είχε οργανώσει με συνεργούς, ως του καταλογίστηκε, τη μεταφορά ποσότητας ηρωίνης από τις Κάτω Χώρες, στην Ιταλία. Παραλλήλως, οι Ολλανδικές Δικαστικές Αρχές άσκησαν κατά του Αιτητή ποινική δίωξη για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις. Η ποινική δίωξη κατά του Αιτητή από τις Ολλανδικές Αρχές τέλεψε χωρίς να του επιβληθεί ποινή ή άλλη κύρωση, με τον Ολλανδό Εισαγγελέα να αναστέλλει τη δίωξη (αφού είχε καταχωρισθεί ποινική δίωξη στην Ιταλία για τα ίδια). Το Ιταλικό Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία, παραπέμποντας κιόλας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/ΔΕΚ (τώρα Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης/ΔΕΕ), προδικαστικό ερώτημα για εφαρμογή του Άρθρου 54, ΣΕΣΣ όταν η δικαστική απόφαση που εκδίδεται στο πρώτο Κράτος-Μέλος συνιστά απόφαση για διακοπή της ποινικής δίωξης η οποία εκδίδεται χωρίς απόφαση επί των γεγονότων, αποκλειστικώς και μόνο εξαιτίας αντίστοιχης ποινικής δίωξης σε άλλο Κράτος-Μέλος.
Το ΔΕΚ γνωμάτευσε ότι (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):
«....................................
33. Η εφαρμογή όμως του άρθρου αυτού σε απόφαση περατώσεως της ποινικής διαδικασίας, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απόφαση, θα είχε ως αποτέλεσμα, αν όχι να εμποδίζει εξ ολοκλήρου, πάντως να δυσχεραίνει κάθε συγκεκριμένη δυνατότητα επιβολής κυρώσεως, εντός των ενδιαφερομένων κρατών μελών, για την παράνομη συμπεριφορά που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο.
34. Πρώτον, η εν λόγω απόφαση περατώσεως της διαδικασίας θα εκδιδόταν από τις δικαστικές αρχές κράτους μέλους χωρίς καμία αξιολόγηση της παράνομης συμπεριφοράς που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο. Δεύτερον, θα κινδύνευε να ματαιωθεί η κίνηση ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος για τα ίδια περιστατικά, μολονότι η άσκηση της διώξεως αυτής θα είχε αποτελέσει τον δικαιολογητικό λόγο για την παύση της ποινικής διώξεως εκ μέρους του εισαγγελέα του πρώτου κράτους μέλους. Το αποτέλεσμα αυτό θα προσέκρουε προδήλως στον ίδιο τον σκοπό των διατάξεων του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο οποίος διακηρύσσεται στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση, EΕ, δηλαδή στην επιδίωξη της Ένωσης «να διατηρήσει και να αναπτύξει την Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά [.] την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας.
35. Κατά συνέπεια, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem, την οποία θέτει το άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής, δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση των δικαστικών αρχών κράτους μέλους με την οποία η υπόθεση κηρύσσεται περατωθείσα κατόπιν της αποφάσεως του εισαγγελέα να μη συνεχίσει την ποινική δίωξη για τον λόγο και μόνο ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε άλλο κράτος μέλος κατά του ίδιου κατηγορουμένου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, χωρίς μάλιστα να πραγματοποιείται καμία αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών.
...................................».
Δεν είναι ανάγκη να προστεθεί κάτι άλλο.
Η πιο πάνω περικοπή είναι αρκούντως καλυπτική, ως εκ του περιεχομένου της.
Εντούτοις, αν ήταν να ειπωθεί κατιτί περισσότερο, αυτό θα περιστελλόταν στο ότι η γενικότερη στάση του Αιτητή επί του ζητήματος της προστασίας που θεωρεί πως πρέπει να απολαμβάνουν (και σωστά) στον ευρωπαϊκό ενιαίο χώρο της δικαιοσύνης οι ευρωπαίοι πολίτες - κατά μια ερμηνευτική του Άρθρου 3(2), ΣΕΕ - είναι μάλλον μονοσήμαντη και μονοδιάστατη αφού, με κάθε σεβασμό, τείνει να παραγνωρίζει και απόψεις διάφορες από όσες ξεδίπλωσαν οι δικηγόροι του μέσω των ικανών νομολογιακών επισκοπήσεων και ακαδημαϊκών αναλύσεων τους με αναφορά σε εκτενή νομολογία και συγγράμματα.
Οι άλλες αυτές γνώμες, αναφέρονται βεβαίως στο ζήτημα της παραγραφής και στα όσα θα μπορούσαν εναλλακτικώς να θεωρηθούν πως την περιστοιχίζουν υπό τον φακό των ανά χείρας θεματολογιών.
Επί παραδείγματι, ως αναπτύσσεται στο σύγγραμμα του Χρήστου Δ. Λαμπάκη, Η Παραγραφή των Εγκλημάτων στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σελ. 80, 97-98 - και το απογράφω τούτο ως παρατήρηση και όχι ως δικαστική τοποθέτηση - κρατεί για έτη, ως συνάγεται, ένας διάλογος μεταξύ ενωσιακής θεωρίας και πράξης που κατατείνει στο ότι παραμένει αμφίβολο εν τίνι τρόπω το αν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κατ' αρχήν αρμοδιότητα να θεσπίζει ελάχιστους κανόνες για την παραγραφή. Εκείνο πάντως που ξεχωρίζει ιδιαίτερα για ό,τι κειμένως μέλει (και συνεχίζω να παραφράζω από την εν λόγω πραγματεία), είναι και η άποψη πως το ποινικό δίκαιο παρουσιάζεται να είναι βαθύτατα συνδεδεμένο με την παράδοση, τα ήθη και την εθνική κυριαρχία των Κρατών-Μελών,[3] τα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να σέβεται, ως επιτάσσει το Άρθρο 4(2), ΣΕΕ,[4] και πως το ποινικό δίκαιο, περισσότερο ενδεχομένως από άλλους κλάδους δικαίου, αντικατοπτρίζει θεμελιώδεις αξίες, έθιμα και επιλογές της εκάστοτε κοινωνίας. Έτσι αν ο ενωσιακός νομοθέτης αποπειράτο να παρέμβει χρησιμοποιώντας το ποινικό δίκαιο χωρίς να συνεκτιμήσει τα προλεχθέντα, πιθανώς να θιγόταν ο κατοχυρωμένος πυρήνας του σεβασμού των νομικών συστημάτων και παραδόσεων των Κρατών-Μελών κατά το Άρθρο 67(1), ΣΛΕΕ.[5]
Υπάρχει λοιπόν και ο αντίλογος.
Σε ένα χώρο λεπτών ισορροπιών και σταθμίσεων (αξιών, αρχών και επιλογών).
Χωρίς να υπονοώ πως ο αντίλογος αυτός επικρατεί (ή ότι τον επικροτώ).
Αυτή η πτυχή πιθανόν να απασχολήσει στη δίκη.
Δεν υιοθετώ τις τοποθετήσεις του Αιτητή για τη δεύτερη προδικαστική ένσταση.
Τέλος - και ουχί αποτμημένα από την υπόλοιπη επιχειρηματολογία παραγραφής του αδικήματος - προτάσσεται από τον Αιτητή ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας αφού η παραπονούμενη υπέβαλε την καταγγελία προς τις Κυπριακές Αρχές, για πρώτη φορά, πολύ μεταγενέστερα της παρέλευσης τής πενταετούς περιόδου της παραγραφής «. από την κατ' ισχυρισμό τέλεση του ποινικού αδικήματος .», με παρεπόμενο το Κατώτερο Δικαστήριο να αρνηθεί «. να εφαρμόσει τη βασική αρχή δικαίου ne bis in idem .», αποστερώντας τουτέστιν από τον Αιτητή «. την προστασία που απολαμβάνει στον ευρωπαϊκό ενιαίο χώρο δικαιοσύνης κάθε ευρωπαίος πολίτης .».
Με βρίσκει αντίθετο και τούτη η τοποθέτηση του Αιτητή.
Το Κατώτερο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα λέγοντας - πραγματευόμενο (πριν και μετά από τα υπό παράθεση), τις σχετικές νομολογιακές υποδείξεις - ότι:
«......................................
Στην προκειμένη ωστόσο περίπτωση, πέρα από απλά τον γενικό και αόριστο ισχυρισμό ότι συνεπεία της καθυστέρησης επηρεάζεται δυσμενώς η Υπεράσπιση του κατηγορούμενου, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το ο,τιδήποτε έτσι ώστε ο εν λόγω ισχυρισμός να τεκμηριώνεται και να παίρνει σάρκα και οστά. Δεν υπάρχει ισχυρισμός λόγω χάριν ότι συνεπεία της καθυστέρησης η Υπεράσπιση απώλεσε μαρτυρία.
...................................».
Εννοείται πως, στην έκταση που η διάρθρωση της συλλογιστικής του Αιτητή βασίζεται και σε όσα συναπάρτισαν τις δύο πρώτες προδικαστικές ενστάσεις, τούτη δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Οι λόγοι επεξηγήθηκαν ήδη.
Στον βαθμό που η υπό αναφορά εναντίωση του Αιτητή περιορίζεται πλέον (και εκ των πραγμάτων) στο ζήτημα της καθυστέρησης στη διάγνωση της όποιας ποινικής του ευθύνης, ό,τι αναδεικνύεται προς απόφανση - και το επεσήμανε ευστόχως (και αυτό), το Κατώτερο Δικαστήριο - είναι πως ο όποιος δυνητικός επηρεασμός τού υπό συζήτηση γνώμονα στη δίκαιη δίκη δεν μπορεί παρά να εξεταστεί στη δίκη και όχι έξω από αυτή, αφού η απλή διαπίστωση καθυστέρησης δεν συγκροτεί κατά κανόνα, και από μόνη της, αποφασιστικό στοιχείο αθώωσης (Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 5/20, ημ. 30.7.21).
Παρεμβάλλω, ότι αναφορικώς προς τα ποινικά αδικήματα σεξουαλικής φύσης, η μεταβλητή της καθυστέρησης μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποκτήσει, ως εκ του είδους, ακριβώς, της εγκληματικής συμπεριφοράς που τούτα εκφράζουν και εξεικονίζουν, ιδιαίτερη επίδραση στα ποινικοδικονομικοαποδεικτικά πράγματα σε σχέση προς το θύμα, τον θύτη, τους μάρτυρες και την ποινική διαδικασία εν γένει (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2022, παρ. D3.81-D3.84, F1-15).
Τούτα όμως θα τύχουν αποτίμησης, αν παραστεί ανάγκη, στη δίκη.
Όχι εδώ.
Τουλάχιστον, ως επέλεξε να τα προβάλει και επιρρώσει ο Αιτητής ενώπιον μου.
Ουδεμία προϋπόθεση συντρέχει για επιτυχία της Αίτησης.
Ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει, με αφετηρία τις παραμέτρους στις οποίες προέκρινε να εντάξει τις προτάσεις του, πως το Κατώτερο Δικαστήριο ενάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λειτουργώντας εκτός των παρεχόμενων νομοθετικών ορίων, ή ότι υπεισήλθαν στην κρίση του εξωγενείς παράγοντες, ή πως η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και όσα τη δόμησαν οδήγησε σε πασιφανή αδικία τον Αιτητή, ή ότι υπήρξε πλάνη ως προς τα γεγονότα και τον νόμο, εφαρμογή λαθεμένων αρχών δικαίου, εκτίμηση άσχετων στοιχείων και παραγνώριση σχετικών στοιχείων, έκδηλο σφάλμα νόμου στην Ενδιάμεση Απόφαση και γενικώς οτιδήποτε που να καλεί λελογισμένως και αντικειμενικώς σε αποδοχή των θέσεων του στη βάση όσων συναποτελούν αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία, προπαντός σε σχέση προς τη σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του Κατώτερου Δικαστηρίου (Αναφορικά με την Αίτηση του Sergueyevich, Π.Ε. 55/20, ημ. 26.7.21, Επί τοις Αφορώσι την Αίτηση του Λώλου, Π.Ε. 320/17, ημ. 4.7.18, ECLI:CY:AD:2018:A329, Αναφορικά με την Αίτηση των Easygroup Holdings Limited, Π.Ε. 61/14, ημ. 28.6.16, ECLI:CY:AD:2016:A309, ).
Για όσα έτερα μίλησαν οι δικηγόροι του Αιτητή στην Αίτηση και στις αγορεύσεις, αυτά θα μπορούσαν ίσως - και αναλόγως πάντα της πορείας που θα πάρει η Ποινική Υπόθεση - να εξεταστούν στην έφεση και όχι συγκεκαλυμμένως υπό τον μανδύα νομικού ζητήματος σε αίτημα για προνομιακό ένταλμα (Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου, Πολ. Αίτ. 15/21, ημ. 8.2.21, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 467, 477, Αναφορικά με την Αίτηση του Λιασίδη (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 185, 197-199, In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, 259, ).
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, έξοδα ως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] «5(2) Ποινική δίωξη δεν θα διεξάγεται στη Δημοκρατία σε σχέση με αδίκημα που διαπράχτηκε σε ξένη χώρα, αν ο κατηγορούμενος αφού δικάστηκε σε τέτοια χώρα για τέτοιο αδίκημα καταδικάστηκε ή αθωώθηκε».
[2] «Άρθρο 3(2). Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας».
[3] Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερομηνίας 20.11.11 με τίτλο «Προς Μια Πολιτική Ποινικού Δικαίου της ΕΕ: Κατοχύρωση της Αποτελεσματικής Εφαρμογής των Πολιτικών της ΕΕ Μέσω του Ποινικού Δικαίου», COM 2011/573, σελ. 3-4.
[4] «Άρθρο 4 [.] 2. Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους».
[5]«67(1).Η Ένωση συγκροτεί χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των διαφορετικών νομοθετικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών».