ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(΄Εφεση Αρ. 2/2022)

(iJustice)

21 Ioυλίου, 2022

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Π. Χ.

Εφεσείουσα,

v.

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ (ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1994 (Ν.11(ΙΙΙ)/94), ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Κ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,

Εφεσίβλητου.

------------

Λ. Βραχίμης με Α. Παπαδοπούλου (κα), για την Eφεσείουσα.

Ι. Τσιντίδου (κα) με Μ. Οικονόμου για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Γρύλλη (κα) για Π. Τσαγγάρη & Σ/τες ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

-------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

-----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με βάση αίτηση από τον Εφεσίβλητο - Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (ο Υπουργός), στις 19.4.2022 ζητήθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου για επιστροφή του ανηλίκου (όνομα), με ημερ. γέννησης 2.12.2020, τέκνου της Εφεσείουσας και του συζύγου της, στον τόπο της συνήθους διαμονής του,  στην Ελλάδα.

 

Η αίτηση είχε κύρια νομική βάση τη Σύμβαση για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών της Χάγης - ο περί της Συμβάσεως για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Κυρωτικός) Νόμος του 1994 (Ν.11(ΙΙΙ)/1994) (η «Σύμβαση») και τον Κανονισμό (ΕΚ) Αρ. 2201/2003 του Συμβουλίου της 27.11.2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (ο «Κανονισμός»).

 

Την πραγματική βάση της αίτησης αποτελεί η ΄Ενορκη Δήλωση αρμόδιας Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης.  Αφού δηλώνει τα της δέουσας εξουσιοδότησης και ενημέρωσης της για την υπόθεση, τα της αμφίδρομης ισχύος της σύμβασης για Ελλάδα και Κύπρο και την ιδιότητα του Υπουργού ως της Κεντρικής Αρχής (΄Αρθ.4 του Νόμου), αναφέρεται στα γεγονότα της παρούσης, με βάση την εκδοχή του πατέρα, ότι δηλαδή το παιδί μετακινήθηκε από την Ελλάδα όπου η συνήθης διαμονή του και παράνομα κατακρατείται από την Εφεσείουσα στην Κύπρο χωρίς την προηγούμενη αποδοχή, συναίνεση ή συγκατάθεση του πατέρα.  Ειδικότερα, στις 5.10.2021 η οικογένεια μετέβη στην Κύπρο, με αεροπορικά εισιτήρια που είχαν εκδοθεί από την Εφεσείουσα, για διακοπές και για να δει την οικογένεια της μητέρας, η οποία είναι Κύπρια, το παιδί του ζεύγους που γεννήθηκε στην Ελλάδα και κατέχει ελληνική υπηκοότητα.  Ο πατέρας επίσης είναι ΄Ελληνας υπήκοος.  Σκοπός του ταξιδιού προσθέτως ήταν η ρύθμιση της παραίτησης  της Εφεσείουσας από την εργασία της (στον Αερολιμένα Λάρνακας), η οποία παραίτηση είχε ήδη δρομολογηθεί. Όμως, την επομένη της άφιξης τους στην Κύπρο, η Εφεσείουσα ενημέρωσε τον πατέρα πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην οικογενειακή εστία στην Ελλάδα, ότι προτίθεται να συνεχίσει να εργάζεται στη Λάρνακα και ότι θα κρατήσει το παιδί στην Κύπρο.

 

Στις 22.10.2021 ο πατέρας κατήγγειλε την υπόθεση στην Κυπριακή Αστυνομία.  Ακολούθησαν οι διαδικασίες με βάση το Νόμο.  Να σημειωθεί επίσης ότι στις 28.1.2022 καταχωρήθηκε στην Ελλάδα αγωγή του πατέρα εναντίον της μητέρας για διάφορα θέματα Οικογενειακού Δικαίου (Πρωτοδικείο Ναυπλίου) (γαμικές διαφορές).  Σημασία έχει και θα απασχολήσει στη συνέχεια διαταγή στα πλαίσια ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή επικοινωνία με τον ανήλικο που εξεδόθηκαν από το ελλαδικό Δικαστήριο στις 14.4.2022. 

 

Επίσης για να είναι πλήρες το ιστορικό πρέπει να λεχθεί πως ο πολιτικός γάμος των διαδίκων έλαβε χώρα στις 19.11.2020 στην Ελλάδα και το παιδί γεννήθηκε εκεί στις 2.12.2020.  Είναι παραδεκτό πως η οικογένεια έμενε στην Ελλάδα μέχρι τις 5.10.2021.

 

Η Εφεσείουσα δίδει άλλην εκδοχή των γεγονότων υποστηρίζοντας πως ο τόπος διαμονής της ιδίας ήταν η Κύπρος και μόνο προσωρινά διέμεναν στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα και το παιδί. Η προσωρινή αυτή διαμονή παρατάθηκε  λόγω της πανδημίας.  Αποδίδει δε την έναρξη των προβλημάτων στη σχέση τους από την αιφνίδια απόφαση του πατέρα να φύγει από την Κύπρο.  Σημαντική πτυχή της ένστασης της μητέρας ήταν και η σημασία που είχε η διαταγή για την επικοινωνία του πατέρα από το ελλαδικό Δικαστήριο, με βάση την οποία η Εφεσείουσα παρέδωσε το παιδί στον πατέρα και της το επέστρεψε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, υιοθετώντας την εκδοχή του πατέρα πως ο τόπος διαμονής του ζεύγους και φυσικά του παιδιού ήταν η Ελλάδα και όχι η Κύπρος.  Όπως επίσης - κάτι που προέκυπτε ως κοινό έδαφος - ότι η γονική μέριμνα ασκείτο από κοινού και  από τους δύο γονείς.

 

Δίδουμε μέρος της αιτιολογίας του Δικαστηρίου κάτωθι:

«Χωρίς να χρειάζεται να λεχθούν πολλά θεωρώ, με βάση το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας, ότι τόσο η Καθ΄ης η αίτηση, όσο και ο πατέρας, ουδέποτε είχαν αποκρυσταλλωμένη πρόθεση να εγκατασταθούν ο ένας στη χώρα του άλλου. Αυτό λέει ευθαρσώς η Καθ' ης η αίτηση και αυτό υπονοεί ο πατέρας αναφερόμενος σε «δεσμεύσεις» της Καθ' ης η αίτηση για «μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα». Εννοείται φυσικά πως ούτε κοινή πρόθεση είχαν να αλλάξουν τη συνήθη διαμονή τους από την Ελλάδα στην Κύπρο.

Μέσα στα πλαίσια αυτά, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης των δεδομένων που υπάρχουν στη μια ή στην άλλη χώρα και επηρεάζουν τον καθένα από τους γονείς ξεχωριστά αλλά και ως οικογένεια. H απόφαση για το πού ο καθένας τους θέλει να ζήσει είναι αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα του. Τα γεγονότα, όμως, όπως εξελίχθηκαν και ειδικότερα όπως τα εξιστορεί η Καθ' ης η αίτηση, είναι χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια του πατέρα που έγινε πριν από το ταξίδι τους από την Ελλάδα στην Κύπρο, που να δείχνει ότι αυτός εγκαταλείπει τη χώρα του με πρόθεση να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κύπρο. Αντίθετα ό,τι επισημαίνεται από την Καθ' ης η αίτηση, είναι η εκκρεμότητα για πώληση των επιχειρήσεων του και η αναγκαιότητα, στην περίπτωση μη πώλησης τους, για λειτουργία τους το καλοκαίρι του έτους που διανύουμε (παράγραφος 8.22).

Υποστηρίζει ακόμα η Καθ' ης η αίτηση πως υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους, ερχόμενοι στην Κύπρο εκείνη να συνέχιζε την εργασία της και ο πατέρας να «έψαχνε ... για κάποια εργασία». Αν ήταν έτσι τα πράγματα, αυτό θεωρώ ότι θα ήταν και το πρώτο μέλημα του πατέρα. Όμως μέλημα του πατέρα δεν ήταν η εξεύρεση εργασίας. Μέλημα του ήταν, όταν την επόμενη ημέρα της άφιξης τους στην Κύπρο πληροφορήθηκε από την Καθ' ης η αίτηση «ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην  οικογενειακή εστία στην Ελλάδα, ότι προτίθεται να συνεχίσει να εργάζεται στη Λάρνακα και δεν σκοπεύει να παραιτηθεί και ότι θα κρατήσει το ανήλικο τέκνο μαζί της», να προβεί αρχικά στις ενέργειες που περιγράφονται στην παράγραφο 11 στη συνέχεια, με σχετικό αίτημα του να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες της Σύμβασης για επιστροφή του παιδιού στη χώρα της συνήθους διαμονής του.

Όλα τα πιο πάνω καταρρίπτουν τη θέση της Καθ' ης η αίτηση πως ο πατέρας συνήνεσε στη μετακίνηση του παιδιού με την προοπτική μετεγκατάστασης τους στην Κύπρο. Καταρρίπτουν πολύ περισσότερο βεβαίως τον ισχυρισμό της για συναίνεση ή συγκατάθεση του στην παράνομη κατακράτηση του.

Ακολουθεί πως η αίτηση επιτυγχάνει, αφού δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της εξαίρεσης του ΄Αρθρου 13(α) της Σύμβασης».

 

Κάποια κομβικά σημεία της υπόθεσης είναι χρήσιμο να αποδοθούν υπό τη μορφή χρονολογικών αναφορών.  Αυτό θα βοηθήσει την εξέταση των λόγων έφεσης.

·        Γάμος - Ελλάδα 19.11.2020

·        Γέννηση παιδιού - Ελλάδα 2.12.2020 - ελληνική υπηκοότητα

·        Ταξίδι στην Κύπρο της οικογένειας  - 5.10.2021

·        Καταγγελία του πατέρα στην Αστυνομία για απαγωγή του παιδιού από τη μητέρα - 22.10.2021

·        Προσπάθεια επίλυσης των θεμάτων - αποτυχία

·        Αγωγή γαμικών διαφορών από τον πατέρα στην Ελλάδα - 28.1.2022 (διαζύγιο, επικοινωνία, κ.λπ.)

·        Αίτηση (13.4.2022) και προσωρινή διαταγή (14.4.2022) ως προς το χρόνο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα ως Αιτητή με το παιδί - η Εφεσίβλητη το αποδέχεται. - Ελλάδα.

·        Αίτηση προς το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας από την Κεντρική Αρχή εναντίον της μητέρας (η επίδικη) - Κύπρος, 19.4.2022.

·        Εκδίκαση της αίτησης και έκδοση πρωτόδικης απόφασης - 1.6.2022.  Καταχώρηση έφεσης - 7.6.2022 (στη συνέχεια καταχώρηση αίτησης αναστολής κ.λπ. στο πρωτόδικο Δικαστήριο που ολοκληρώθηκε με την απόρριψη του αιτήματος την 1η.7.2022 - αίτημα ορισμού της έφεσης στις 14.7.2022 - εκδίκαση της έφεσης στις 19.7.2022.

Επιβάλλεται πριν να εκθέσουμε και να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης να αναφέρουμε το σκοπό και τις αρχές που διέπουν τη Σύμβαση και τον Κυρωτικό Νόμο, όπως ερμηνεύθηκαν μέσα από τη νομολογία.

Βασικός σκοπός της Σύμβασης είναι η προστασία των παιδιών από τις βλαπτικές συνέπειες της παράνομης μεταφοράς τους από τη χώρα της συνήθους διαμονής τους σε άλλη χώρα ή λόγω παράνομης κράτησης τους σε κάποια χώρα άλλη από εκείνη της συνήθους διαμονής.

Σε αιτήσεις επιστροφής το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της ουσίας των δικαιωμάτων φύλαξης των ανηλίκων.

Ο παράγοντας χρόνος εκδίκασης επίσης τέτοιων αιτήσεων είναι μεγάλης σπουδαιότητας και σχετικά είναι τα Άρθρα 11 και 12 της Σύμβασης.  Ειδικά με το Άρθρο 12 προνοείται πως:

«Σε περίπτωση όπου παιδί έχει ΅ετακινηθεί ή κατακρατηθεί παράνο΅α σύ΅φωνα ΅ε την έννοια του Άρθρου 3 και, κατά την η΅ερο΅ηνία έναρξης των διαδικασιών ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του Συ΅βαλλό΅ενου Κράτους όπου βρίσκεται το παιδί, έχει παρέλθει περίοδος ΅ικρότερη από ένα έτος από την η΅ερο΅ηνία της παράνο΅ης ΅ετακίνησης ή κατακράτησης, η αρχή που επιλα΅βάνεται του θέ΅ατος διατάζει την ά΅εση επιστροφή του παιδιού.

Ακό΅α και σε περίπτωση όπου οι διαδικασίες έχουν αρχίσει ΅ετά την εκπνοή της περιόδου του ενός έτους που αναφέρεται στην προηγού΅ενη παράγραφο, η δικαστική ή διοικητική αρχή διατάσσει επίσης την επιστροφή του παιδιού εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει τώρα προσαρ΅οστεί στο καινούργιο περιβάλλον του.

Σε περίπτωση όπου η δικαστική ή διοικητική αρχή στο Κράτος από το οποίο προέρχεται η αίτηση έχει λόγους να πιστεύει ότι το παιδί έχει ΅εταφερθεί σε άλλο Κράτος, αυτό δύναται να αναστείλει τις διαδικασίες ή να απορρίψει την αίτηση για την επιστροφή του παιδιού».

Στη Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (Αρ.2) 2002 1(Β) Α.Α.Δ. 1228, 1237, υιοθετήθηκε η αγγλική υπόθεση E ν. Ε [1998] 2 F.L.R. 980 σελ.986 όπου λέχθηκαν τα εξής:

"The whole purpose of the Convention is to prevent a parent from avoiding debate before the proper Court of the home country by taking the children away".

Στη Friedrich v. Friedrich (6th Cir.1993) 983 F 2d 1396, 1400 λέχθηκαν τα εξής:

"The aim of the Convention is to secure prompt return of the child to the correct jurisdiction, and any unnecessary delay renders the subsequent return more difficult for the child, and subsequent adjudication more difficult for the foreign court".

Δεκατρείς λόγοι έφεσης έχουν διατυπωθεί εναντίον της πρωτόδικης κρίσης. 

Οι πρώτοι δέκα λόγοι αφορούν την ως άνω ενδιάμεση διαταγή επικοινωνίας που εξεδόθη στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου και τη σημασία που αυτή είχε - κατά την Εφεσείουσα - στα γεγονότα της υπόθεσης.  Συγκεκριμένα με τον πρώτο και δεύτερο λόγο, αποδίδεται λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι «δεν έλαβε υπόψη ότι στην παρούσα περίπτωση ο ανήλικος δεν βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο», αφού ζητείτο η επιστροφή του ενώ είχε στο μεσοδιάστημα παραδοθεί στον πατέρα που το επέστρεψε στην Εφεσείουσα.

Με τον τρίτο λόγο τίθεται προσθέτως η θέση πως το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι σύμφωνα με κοινή αποδοχή των γονέων, η οποία εκφράστηκε στο εν λόγω διάταγμα του Πρωτοδικείου, ο ανήλικος έπρεπε να παραδοθεί στις 20.4.2022, ενώ η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε στις 19.4.2022, συνεπώς ήταν πρόωρη.  Επ΄αυτού, ισχυρίζεται η Εφεσείουσα, δεν υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση.  Το ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο έχει ο πέμπτος, έκτος και ο δέκατος λόγος.  Ο τέταρτος λόγος αναφέρει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι η αναφερόμενη κατακράτηση, δεν ήταν παρά τη θέληση του πατέρα, αφού ο τελευταίος είχε συμφωνήσει ότι ο ανήλικος θα έπρεπε να του επιστραφεί στις 20.4.2022.  Ο έβδομος λόγος αφορά στη σημασία της συναίνεσης της μητέρας στην έκδοση του διατάγματος του ελληνικού Δικαστηρίου.  Κατά την Εφεσείουσα, διαπιστώνεται σφάλμα πρωτοδίκως στην αναφορά ότι η απόδοση του παιδιού από τη μητέρα στον πατέρα και η μετάβαση του στη συνέχεια στην Ελλάδα, στα πλαίσια των προνοιών του πιο πάνω διατάγματος, δεν ισοδυναμεί με εκούσια απόδοση και επιστροφή του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής του.  Μάλιστα, στην αιτιολογία η Εφεσείουσα μέμφεται το Δικαστήριο ότι «προφανώς δεν διάβασε το Διάταγμα».  Ο όγδοος λόγος αποδίδει λάθος στο Δικαστήριο ότι «λανθασμένα ανέφερε ότι ο πατέρας τήρησε τα χρονικά διαγράμματα που προνοούνται στο διάταγμα και επέστρεψε το παιδί στην καθ΄ης η αίτηση», αφού «ουδεμία σχέση έχει κάτι τέτοιο, που στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει».  Εν τέλει, ο ένατος λόγος αφορά στο ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις πραγματικές ενστάσεις.

Επιβάλλεται, οι πιο πάνω λόγοι να εξεταστούν από κοινού.

Η εν λόγω προσωρινή Διαταγή του Πρωτοδικείου Ναυπλίου  είναι ημερ. 14.4.2022 και εξεδόθη μετά από αίτημα του πατέρα στη διαδικασία που ο ίδιος είχε εγείρει εναντίον της Εφεσείουσας, στην Ελλάδα, μετά τα γεγονότα της κατακράτησης του παιδιού του, από τη μητέρα στην Κύπρο, όπως ήταν ο δικός του ισχυρισμός.  Αφορούσε το ένδικο αυτό μέσο, όπως το ίδιο αναφέρει «στο χρόνο και τόπο άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του αιτούντος με το ανήλικο τέκνο τους καθώς και στον τρόπο παραλαβής αυτού κατά το χρόνο λήξης της αιτούμενης επικοινωνίας».  Παραθέτουμε το διατακτικό μέρος της Διαταγής. 

«Διατάσσεται η καθ΄ης η αίτηση (όνομα) με την απειλή χρηματικής ποινής 5,000 ευρώ και προσωρινής κράτησης ενός (1) μηνός σε περίπτωση αρνήσεως της, να παραδώσει η ίδια ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της) τον ανήλικο (όνομα) στον αιτούντα πατέρα του (όνομα), στις 20.4.2022 (Μεγάλη Τετάρτη) και ώρα 11.00, στην οικία της στη Λάρνακα Κύπρου, απ΄όπου ο τελευταίος θα τον παραλάβει, μαζί με τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και ό,τι άλλο απαιτείται για τη διακρατική αεροπορική μετακίνηση του από την Κύπρο στο (όνομα του τόπου) Ελλάδος, όπου βρίσκεται η κατοικία του αιτούντος και όπου θα παραμείνει το τέκνο μαζί με τον αιτούντα - πατέρα του έως τις 4.5.2022, οπότε ο τελευταίος θα τον παραδώσει στην καθ΄ης - μητέρα του, η οποία θα τον παραλάβει η ίδια (ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της) στο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» στις 4.5.2022 (ημέρα Τετάρτη) και ώρα 11.00, προκειμένου να τον επιστρέψει στη Λάρνακα Κύπρου με έξοδα της, ή σε περίπτωση αποδεδειγμένης σοβαρής αδυναμίας της καθ΄ης, θα παραδώσει τον ανήλικο ο αιτών στην καθ΄ης (ή σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της) στο Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακος Κύπρου, κατά την ως άνω ημερομηνία και ώρα 16.00»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άφησε ασχολίαστη την ύπαρξη αυτής της προσωρινής διαταγής.  Σίγουρα δε, δεν μπορεί η πλευρά της Εφεσείουσας να μέμφεται το Δικαστήριο ότι δεν διάβασε το Διάταγμα, αφού δεν κατανόησε ότι πρόκειται για «εκ συμφώνου διάταγμα».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.2 αναφέρει πως πρόκειται ειδικά για εκ συμφώνου διάταγμα.

Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε εύστοχα τις θέσεις της μητέρας ως εξής:

«H τήρηση του εν λόγω διατάγματος με απόδοση του ανήλικου από τη μητέρα στον πατέρα, ο οποίος στη συνέχεια τον μετέφερε στην Ελλάδα για σκοπούς άσκησης του πιο πάνω δικαιώματος επικοινωνίας του, φέρει την Καθ' ης η αίτηση να ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο καταχώρησης της ένστασής της, στις 02/05/2022, δεν ετίθετο θέμα επιστροφής του παιδιού στην Ελλάδα όπου ήδη ευρίσκετο.

Προχωρώντας δε ένα βήμα παρακάτω, η Καθ' ης η αίτηση ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι η έκδοση του εν λόγω διατάγματος στις 14/04/2022, πριν από την καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης στις 19/04/2022, καθιστά την τελευταία πρόωρη».

 

Κατέληξε δε ως εξής:

«Σπεύδω να αναφέρω ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ευσταθεί. Επρόκειτο για διάταγμα εκδοθέν εκ συμφώνου, από δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού, με το οποίο ρυθμίζετο προσωρινά, για συγκεκριμένη περίοδο και σε συγκεκριμένο τόπο, η επικοινωνία πατέρα-παιδιού. H απόδοση του παιδιού από την Καθ΄ ης η αίτηση στον πατέρα και η μετάβαση τους στη συνέχεια στην Ελλάδα, στα πλαίσια των προνοιών του πιο πάνω διατάγματος, με κανένα τρόπο δεν ισοδυναμεί με εκούσια απόδοση και επιστροφή του παιδιού στον τόπο της συνήθους διαμονής του. Σημειώνεται ότι ο πατέρας τήρησε τα χρονικά διαγράμματα που προνοούνται στο διάταγμα και επέστρεψε το παιδί στην Καθ΄ης η αίτηση.

Ούτε και η ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος, σε συσχετισμό με την ημερομηνία καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης, επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπον τα πράγματα.

Γενικότερα, τόσο με βάση τη Σύμβαση [Άρθρο 7 (ε)], όσο και με τον Κανονισμό [Άρθρο 55(β)], οι Κεντρικές Αρχές οφείλουν να συνεργάζονται και να προωθούν μεταξύ των αρμοδίων αρχών στα αντίστοιχα Κράτη, μεταξύ άλλων και «προς διευθέτηση της οργάνωσης ή διασφάλισης της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων επικοινωνίας».

Από τα πιο πάνω αποσπάσματα εκ της πρωτόδικης κρίσης διαπιστώνεται το αβάσιμο των θέσεων για λάθη του Δικαστηρίου.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής αντιλήφθηκε αφενός το περιεχόμενο και τη σημασία της διαταγής ασφαλιστικών μέτρων και αφετέρου ορθά «την τοποθέτησε» στο ευρύτερο σκηνικό των γεγονότων που έλαβαν χώρα από τις 5.10.2022 (αλλά και προηγουμένως) στην προσπάθεια της, να εξεύρει τη χώρα συνήθους διαμονής του παιδιού.

Ο πατέρας, ευρισκόμενος στη δίνη των εξελίξεων, με την κατακράτηση του παιδιού του, μερίμνησε να ζητήσει ένδικη προστασία, στη χώρα διαμονής της οικογένειας.  Στα πλαίσια δε της προσπάθειας του αυτής, αφού εξηγεί πως απέτυχε η απόπειρα εξώδικης διευθέτησης, απευθύνθηκε, αιτούμενος ασφαλιστικά μέτρα για να εξασφαλίσει το ελάχιστο δικαίωμα επικοινωνίας για το παιδί του που βρισκόταν πλέον - ως απόρροια των ενεργειών της μητέρας -  εκτός της χώρας διαμονής του και εκτός της οικογενειακής εστίας.  Βεβαίως να τονίσουμε πως για το θέμα της διαμονής θα επανέλθουμε εξετάζοντας τους σχετικούς λόγους έφεσης.  Το θέμα, εν προκειμένω, περιορίζεται ως προς τη σημασία της ύπαρξης της προσωρινής διαταγής επικοινωνίας. 

Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω, επιτεύχθη μια εκ συμφώνου διαταγή προσωρινής ρύθμισης που περιλάμβανε την προσωρινή μετάβαση του παιδιού στην Ελλάδα και την επιστροφή του στην Κύπρο.  Ο πατέρας - όπως φαίνεται από την κατατεθείσα δικογραφία - έθεσε πλήρως τα γεγονότα της κατακράτησης του παιδιού από τη μητέρα που φαίνεται να συμπίπτουν με τις θέσεις που εκφράστηκαν στην παρούσα διαδικασία.  Στη βάση δε του ένδικου μέσου προστασίας των δικαιωμάτων επικοινωνίας που επιδίωξε, πέτυχε μια προσωρινή θεραπεία, με δεδομένη τη θέση του για κατακράτηση του παιδιού από τη μητέρα.

Θα ήταν τουλάχιστον παράλογο, η ενέργεια αυτή με την προσωρινή προστασία που έδιδε, να διαφοροποιούσε την πραγματική κατάσταση κατακράτησης του παιδιού που δημιούργησε η μητέρα και να λειτουργούσε επ΄ωφελία της «αίροντας ουσιαστικά την παρανομία».  Και με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε η συμμόρφωση του πατέρα με το διάταγμα να επενεργούσε εναντίον της υπόθεσης του.

Συμφωνούμε με την ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή και επικροτούμε την πιο πάνω τεθείσα προσέγγιση.  Με βάση δε το πλαίσιο που εξηγήθηκε, δεν έχει καμιά σημασία ή συνέπεια ότι στις 20.4.2022 θα παρέδιδε τον ανήλικο στον πατέρα, ενώ η αίτηση με βάση τη σύμβαση καταχωρήθηκε στις 19.4.2022, πέντε ημέρες μετά την έκδοση του διατάγματος της 14.4.2022.  Η προσωρινή ρύθμιση που επιτεύχθηκε δεν άλλαξε τα πράγματα και το παιδί επιστράφηκε στην Κύπρο, με βάση την ίδια ρύθμιση, για να αποφασιστεί η επίδικη αίτηση, αφού η μητέρα εξακολουθούσε να παραμένει στις θέσεις της.  Οπότε η αίτηση με βάση τη Σύμβαση και το Νόμο θα έκρινε τελειωτικά το θέμα εάν υπήρχε κατακράτηση του παιδιού και η προσωρινή ρύθμιση δεν άλλαξε τα πράγματα.  Η ορθότητα της πιο πάνω προσέγγισης προκύπτει και από την υπόθεση Σάββα (ανωτέρω), όπου έγιναν τα εξής σχόλια στη σελίδα 1244:

«Το  γεγονός ότι η μητέρα και ο Εφεσείοντας είχαν διάφορες συναντήσεις με τη ΜΥ4, στην προσπάθειά τους, όπως πίστευε η μητέρα, να βρουν λύση στο θέμα της διαμονής των παιδιών, αλλά και οι συζητήσεις που έγιναν μεταξύ των δικηγόρων των δύο γονέων ή στην παρουσία των δικηγόρων σχετικά με την επικοινωνία των γονέων με τα δύο ανήλικα, κάθε άλλο υποδηλώνει συγκατάθεση εκ μέρους της μητέρας.  Σε αριθμό υποθέσεων που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη, αναφέρεται ότι οι προσπάθειες συμβιβασμού δεν αποδεικνύουν συγκατάθεση. In re H [1998] A.C. 72 (ανωτέρω), Re S (Minors) [1994] 1 FLR 819.»

΄Ολοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Ο ενδέκατος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Λειτουργού, η οποία κατά τη θέση της Εφεσείουσας δεν γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης προσωπικά.  Και ειδικά ότι  «δεν αποκαλύφθηκε η πηγή της γνώσης της».  Ο δωδέκατος λόγος αναφέρει πως το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, από την οποία προέκυπτε  ότι η πρόθεση των μερών ήταν η μόνιμη κατοικία τους να είναι στην Κύπρο.  Συναφής και ο δέκατος-τρίτος λόγος πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι ο τόπος κατοικίας του ζεύγους ήταν στην Ελλάδα και όχι στην Κύπρο, ειδικά διότι η Εφεσείουσα δεν αντεξετάστηκε και η ένορκη δήλωση της πλευράς του Εφεσιβλήτου προερχόταν από εξ ακοής μαρτυρία.

Συναφείς και οι τρεις αυτοί λόγοι και θα εξεταστούν από κοινού.

Ο πυρήνας των λόγων αυτών είναι η κατ'  ισχυρισμόν αδυναμία ή ανεπάρκεια της ένορκης δήλωσης της Διοικητικού Λειτουργού να στηρίξει την αίτηση, ειδικά στο ότι δεν αποκαλύπτει την πηγή γνώσης της και ότι η μαρτυρία της είναι εξ ακοής.

Δεν θα συμφωνήσουμε με την πλευρά της Εφεσείουσας.  Εκτός του ότι η ενόρκως δηλούσα αποκαλύπτει αφενός την εξουσιοδότηση της ως εκ της θέσης της στο αρμόδιο Υπουργείο που  εκ του Νόμου είναι η Κεντρική Αρχή της  Κυπριακής Δημοκρατίας για σκοπούς της Σύμβασης, αφετέρου αναφέρει πως η πηγή γνώσης της είναι οι πληροφορίες που έλαβε από την Κεντρική Αρχή της Ελλάδας.  Προχωρεί δε, επεξηγώντας όλα τα δεδομένα με βάση διάφορα τεκμήρια προς επίρρωση προβαλλόμενων θέσεων που αφορούν τα επίδικα γεγονότα.  Τα δε τεκμήρια αυτά και οι εξ αυτών θέσεις του πατέρα απασχόλησαν εκτενώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσπάθεια του να «εξεύρει» τον τόπο διαμονής του παιδιού.  Δεν ενέχει βαρύνουσα σημασία εν προκειμένω η αντεξέταση ή μη της μητέρας.  Εν πάση περιπτώσει, η φύση της μαρτυρίας σε διαδικασίες απαγωγής είναι συνοπτική και σπάνια ακούγεται προφορική μαρτυρία ή γίνεται αντεξέταση (Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ν. Γιωρκάτζη, Έφεση Αρ. 10/2019, 3.12.2020). 

Πέραν αυτού, θεωρούμε, παρά την περί αντιθέτου εκδοχή του κ. Βραχίμη, ακόμη και αν ίσχυαν τα λεχθέντα στην Re F (A Minor) (Child Abduction) [1992] 1 F.L.R. 548,[1] η αντεξέταση δεν ήταν αναγκαία λόγω του ότι τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα αλλά και η λογική του πράγματος συνηγορούν υπέρ της εκδοχής του πατέρα.  Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο ότι από τη γέννηση του μέχρι τον χρόνο του επίδικου ταξιδιού στην Κύπρο η συνήθης διαμονή του παιδιού ήταν στην Ελλάδα, στην οικογενειακή εστία και με τους δύο γονείς (βλ. Re G (Abduction: Withdrawal of Proceedings, Acquiescence, Habitual Residence) [2007] EWHC 2807 (FAM)).  H εκδοχή της ξεχωριστής από τον πατέρα διαμονής δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί από τα γεγονότα. 

Υπήρχε άφθονο υλικό και από τις δύο πλευρές, το οποίο απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και με βάση το οποίο θεώρησε πως το παιδί ζούσε με τους γονείς του στην Ελλάδα, η οποία είναι η χώρα διαμονής και ως εκ των ενεργειών της μητέρας, το παιδί κατακρατείται παράνομα στην Κύπρο.

Η όλη λογική σειρά των γεγονότων από το γάμο, τον τοκετό, τη διαβίωση του παιδιού στην Ελλάδα, τον χώρο διαμονής του, το παιδικό δωμάτιο, τα έγγραφα που το συνδέουν με την Ελλάδα και οι λοιπές περιστάσεις που εξηγούνται με λεπτομέρεια παρείχαν το έρεισμα για την κατάληξη του Δικαστηρίου.  Δεν διαπιστώνουμε κανένα σφάλμα.

Εξάλλου, είναι σημαντικό πως η Εφεσείουσα επικαλέστηκε την υπεράσπιση εκ του ΄Αρθρου 13(α) της Σύμβασης δηλαδή την ύπαρξη συναίνεσης ή συγκατάθεσης για την μετακίνηση ή την κατακράτηση του παιδιού αλλά δεν έπεισε σχετικά το Δικαστήριο, το οποίο δίδει με πλήρη αιτιολογία το γιατί.  Στη Σάββα (ανωτέρω) στη σελίδα 1239 αναφέρονται τα εξής:

«O εφεσείων εισηγείται ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το έγγραφο (τεκμ. 20 ανωτέρω) δεν αποτελεί συγκατάθεση εντός της εννοίας του άρθρου 13(β) (ανωτέρω), είναι εσφαλμένη.

 

Από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 13(α), προκύπτει πως όταν η αποδοχή για τη μετακίνηση ανηλίκου γίνει προτού πραγματοποιηθεί η μετακίνηση, η αποδοχή αυτή ονομάζεται συναίνεση (consent). Όταν όμως η αποδοχή δοθεί μετά την πραγματοποίηση της μετακίνησης αυτή, ονομάζεται συγκατάθεση (acquiescense)».

Και παρακάτω στη σελίδα 1245 τα ακόλουθα:

«.Από τη στιγμή που η Κεντρική Αρχή μπορεί να λαμβάνει διάφορες πληροφορίες και έγγραφα και να τα επισυνάπτει στην αίτηση της χωρίς πρόβλημα με τους κανόνες της εξ ακοής μαρτυρίας είναι αυτονόητο ότι ο εκπρόσωπος μπορεί να καταθέτει τα εν λόγω έγγραφα ως τεκμήρια.  Θα ήταν παράλογο να αναμένεται από τον γονέα να συλλέξει μαρτυρία, πληροφορίες και έγγραφα μέσα στο στενό χρονικό διάστημα των έξι εβδομάδων για να τα επισυνάψει στην αίτηση για επιστροφή των παιδιών γιατί αργότερα δεν θα μπορεί να τα παρουσιάσει στο Δικαστήριο.  Εδώ πρέπει να αναφέρουμε και την αυξημένη ισχύ της Σύμβασης έναντι των ημεδαπών νόμων - άρθρο 169.3 του Συντάγματος.  Βλ. επίσης "Convention and Recommendation adopted by the Forteenth Session and Explanatory Report by Eliza Perez-Vera  -  Article 30  -  Admissibility of Documents -  σελ. 57.»

 

Όπως δε επισημαίνεται στη σελ.1250 της ίδιας απόφασης οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Κανονισμοί υποχωρούν εν όψει της υπεροχής της Σύμβασης.  Παρά ταύτα, εκ μέρους της Κεντρικής Αρχής, εν προκειμένω, συγκεντρώθηκε με επιμέλεια μαρτυρία και εξηγήθηκαν οι θέσεις οι οποίες ήταν και αυτές που έπεισαν το Δικαστήριο.  Συνεπώς δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας (βλ. Υπουργός Δικαιοσύνης ν. Beardmore (2005) 1(B) A.A.Δ. 1424).

Η πραγματικότητα της διαμονής πριν την περίοδο των αμφισβητήσεων και των προστριβών, είναι ισχυρό σημείο αναφοράς από όπου αρχίζει η διερεύνηση του Δικαστηρίου.  Στην απουσία αντικειμενικών στοιχείων, που οδηγούν χωρίς άλλο στο ότι υπήρξε αλλαγή της συνήθους διαμονής του παιδιού, μαρτυρίες του είδους «αποφασίσαμε ότι θα ζήσουμε αλλού», «μου επέτρεψε να μεταφέρω το παιδί» ή «είχα τη συγκατάθεση του/της», πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα και να απαιτούνται ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία.  Αυτό επιβάλλει η κοινή γνώση ότι σοβαρές αποφάσεις ζωής συνήθως λαμβάνονται μετά από περίσκεψη και όχι στιγμιαία, έτσι που να περιβάλλονται από διάφορα στοιχεία που τις επιβεβαιώνουν.  Εδώ τα στοιχεία αυτά ήταν, το ολιγότερο, πενιχρά και δεν στοιχειοθετούν εν πάση περιπτώσει συναίνεση ή συγκατάθεση.

Και οι λόγοι έφεσης αυτής της ομάδας ομοίως απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 12.7.2022 εξέδωσε εκ συμφώνου διάταγμα για τον χρόνο συμμόρφωσης αναφορικά με τον χρόνο επιστροφής του ανηλίκου, ο οποίος έχει καθοριστεί «μέχρι την ώρα 1:00 μμ της 30ης.7.2022».  Με την απόρριψη της έφεσης νοείται ότι η διαταγή αυτή παραμένει ισχύουσα. 

 

Έξοδα της έφεσης εκ ποσού €2.000 υπέρ του Εφεσίβλητου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                               ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                               ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 



[1] «If a judge is faced with irreconcilable affidavit evidence and no oral evidence is available or, as in this case, there was no application to call it, how does the judge resolve the disputed evidence? It may turn out not to be crucial to the decision, thus not requiring a determination. If the issue has to be faced on disputed non-oral evidence, the judge has to look to see if there is independent extraneous evidence in support of one side. That evidence has, in my judgment, to be compelling before the judge is entitled to reject the sworn testimony of a deponent. Alternatively, the evidence contained within the affidavit may in itself be inherently improbable and therefore so unreliable that the judge is entitled to reject it. If however, there are no grounds for rejecting the written evidence on either side, the applicant will have failed to establish his case.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο