ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D323
ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2021)
20 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 30.5.2021
ΠΑΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής,
v.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
3. ΑΒΕΡΩΦ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
4. ΑΝΤΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
5. ΝΙΚΟΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
6. ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Δημητρίου με Ηλ. Δημητρίου για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Σ. Πλατή, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 2.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3.
Α. Παναγιώτου (κα) για Πιερή, Αρτεμίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον καθ΄ ου η Αίτηση 4.
Αχ. Αιμιλιανίδης με Σ. Τσαχίδου (κα), για τον καθ΄ ου η Αίτηση 5.
Καμιά εμφάνιση, για τον καθ΄ ου η Αίτηση 6.
_ _ _ _ _ _
Δικαστήριο: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Λιάτσος, Π. και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Σταματίου, Οικονόμου, Ψαρά-Μιλτιάδου, Μαλαχτός, Σωκράτους, Δημητριάδου-Ανδρέου και Ιωαννίδης. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Γιασεμής και με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Σάντης.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Τα ΄Αρθρα 85 και 145 του Συντάγματος, βάσει των οποίων παρέχεται δικαιοδοσία για την επίλυση εκλογικών ενστάσεων, έχουν ως ακολούθως:
«85. Παν θέμα σχετικόν προς τα προσόντα εκλογιμότητος των υποψηφίων και πάσα ένστασις κατά των εκλογών εκδικάζονται οριστικώς και αμετακλήτως υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
145. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσία να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης εκλογικής εντάσεως, ασκουμένης κατά τον εκλογικόν νόμον, αναφερόμενης δε εις την εκλογήν του Προέδρου ή του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή των βουλευτών ή των μελών των Kοινοτικών Συνελεύσεων.»
Ο Αιτητής είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και πρόσωπο το οποίο ήτο εκλογέας, εγγεγραμμένος εις τον εκλογικό κατάλογο της περιφέρειας Λευκωσίας, αναφορικά με την εκλογή μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία διεξήχθηκε στις 30.5.2021, δυνάμει του σχετικού περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, Ν. 72/1972 (ο Νόμος).
Υποβολή υποψηφιότητας υπέβαλαν συνολικά 658 υποψήφιοι, εκ των οποίων 651 αφορούσαν κομματικούς συνδυασμούς και 7 αφορούσαν μεμονωμένες υποψηφιότητες. Ανάμεσα στους 658 υποψήφιους ήταν και οι Καθ΄ ων η αίτηση 3-6, ως αρχηγοί/επικεφαλής κομματικών συνδυασμών στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας, ήτοι:
(i) Ο Καθ΄ ου η αίτηση 3 ως αρχηγός/επικεφαλής του κομματικού συνδυασμού «Δημοκρατικός Συναγερμός»
(ii) Ο Καθ΄ ου η αίτηση 4 ως αρχηγός/επικεφαλής του κομματικού συνδυασμού «ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού)»
(iii) Ο Καθ΄ ου η αίτηση 5 ως αρχηγός/επικεφαλής του κομματικού συνδυασμού «Δημοκρατικό Κόμμα»
(iv) Ο Καθ΄ ου η αίτηση 6 ως αρχηγός/επικεφαλής του κομματικού συνδυασμού «Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο (ΕΛΑΜ)»
Οι Καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2 ανακήρυξαν τους Καθ΄ ων η αίτηση 3-6, ως δεόντως εκλεγέντα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων στην περιφέρεια Λευκωσίας.
Ο Αιτητής, με την υπό εξέταση αίτηση, αξιώνει όπως το Εκλογοδικείο κηρύξει την εκλογή και την πιο πάνω απόφαση προς ανακήρυξη των Καθ΄ ων η αίτηση 3-6, ως επιτυχόντων και δεόντως εκλεγέντων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, άκυρη και/ή αντισυνταγματική. Εγείρει την αίτηση, ισχυριζόμενος ότι ο Νόμος, συγκεκριμένα το ΄Αρθρο 29(6) «. στο βαθμό και στην έκταση που επέτρεψε την επιλογή ή έκφραση προτίμησης προς οποιοδήποτε κομματικό συνδυασμό, η οποία επιλογή ή έκφραση προτίμησης «θεωρήθηκε» και/ή μεταφράστηκε ως σταυρός προτιμήσεως προς όφελος οποιουδήποτε εκ των Καθ΄ ων η Αίτηση 3 έως 6 στα πλαίσια της εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων στην Εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας ημερομηνίας 30.5.2021 και/ή στον βαθμό και στην έκταση που επέτρεψε την αυτόματη ανακήρυξη οποιωνδήποτε εκ των Καθ΄ ων η Αίτηση 3 έως 6 ως επιτυχόντες εκλεγέντες στην Επίδικη Εκλογή χωρίς τη λήψη οποιασδήποτε άμεσης και προσωπικής ψήφου υπέρ τους είναι αντισυνταγματικό αφού παραβιάζει τα άρθρα 28, 31, 34, 35, 62, 64, 65, 66 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.».
Αμφισβητείται, στην ουσία, η συνταγματικότητα του ΄Αρθρου 29(6) του Νόμου, στο βαθμό και στην έκταση που προνοεί ότι «. ουδείς σταυρός προτιμήσεως δίδεται εις αρχηγόν κόμματος ή στον επικεφαλής συνασπισμού πλειόνων συνεργαζομένων κομμάτων ή εις τον υπό τούτων υποδεικνυόμενον διά τους σκοπούς εκλογής ο οποίος θεωρείται ότι έλαβε όλας τας ψήφους του συνδυασμού ως σταυρούς προτιμήσεως.».
Προέχει, ως ζήτημα λογικής τάξης, η εξέταση προδικαστικής ένστασης, που ηγέρθηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση, σύμφωνα με την οποία η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, εν τη γενέσει της, ως απαράδεκτη και παράτυπη, καθότι δεν προσδιορίζεται το έννομο συμφέρον του Αιτητή προς καταχώρισή της και, κατά προέκταση, η νομιμοποίησή του ως διαδίκου.
Σχετικό με την υπό εξέταση προδικαστική ένσταση είναι το ΄Αρθρο 57(2) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο:
«Εκλoγική Αίτησις
57.-(1) .........................
(2) Η πρoς τo Εκλoγoδικείov αvαφoρά γίvεται δι' Εκλoγικής Αιτήσεως καταχωριζoμέvης υπό τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας ή υπό εκλoγέως εγγεγραμμέvoυ εις τov εκλoγικόv κατάλoγov αφoρώvτoς εις τηv εκλoγήv, ή υπό πρoσώπoυ αξιoύvτoς ότι είχε δικαίωμα vα εκλέξη κατά τηv εκλoγήv ή υπό πρoσώπoυ ισχυριζoμέvoυ ότι υπήρξεv υπoψήφιoς κατά τηv εκλoγήv.
(3) ...........................
(4) ...........................»
Η πλευρά των Καθ΄ ων η αίτηση εισηγείται ότι, το δυνάμει της νομοθεσίας δικαίωμα καταχώρισης εκλογικής αίτησης, δεν είναι καθολικό και απεριόριστο, αλλά θα πρέπει να αντικρίζεται, με βάση τα περιστατικά της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, εάν ο αιτητής, ως εκλογέας, καλύπτεται από κάποιας μορφής συμφέρον, που να τυγχάνει προστασίας και να δικαιολογεί την προσφυγή του στο Εκλογοδικείο ή να συναρτάται με την κατάδειξη κάποιας μορφής ζημιάς, βλάβης ή δυσμενούς επηρεασμού, ως εκ της αποφάσεως κατά της οποίας προσφεύγει. ΄Αλλως, θα απέληγε σε λαϊκή αγωγή (actio popularis).
Η πλευρά του Αιτητή εστιάζει στη θέση ότι η σαφής αναφορά στο ΄Αρθρο 57(2) του Νόμου περί καταχώρισης εκλογικής αίτησης «. υπό εκλογέως εγγεγραμμένου εις τον εκλογικόν κατάλογον αφορώντος εις την εκλογήν .», παρέχει το δικαίωμα έγερσης εκλογικής αίτησης σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εν προκειμένω τον Αιτητή, χωρίς να χρειάζεται τεκμηρίωση δυσμενούς επηρεασμού και/ή βλάβης και/ή ζημιάς από την εκλογή και/ή οποιασδήποτε ωφέλειας στην έκβαση της Αίτησης, για να θεωρείται ότι έχει έννομο συμφέρον. Ο Αιτητής, ως εκλογέας εγγεγραμμένος εις την εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας, θεωρείται, εκ του Νόμου, ως πρόσωπο που νομιμοποιείται στην έγερση σχετικής εκλογικής αίτησης.
Μας βρίσκει σύμφωνους η επί της υπό εξέταση προδικαστικής ένστασης προσέγγιση των Καθ΄ ων η αίτηση.
Όπως είχε την ευκαιρία το Εκλογοδικείο να σημειώσει στην Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2019, Ανδρέας Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.ά., ημερ. 29.10.2020, όπου απασχόλησε, μεταξύ άλλων, και προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον αιτητή-εκλογέα να προσβάλει την ανακήρυξη και εκλογή άλλου προσώπου, «.. το έννομο συμφέρον που εδώ συζητείται οριοθετείται από τον Εκλογικό Νόμο και τη φύση της εκλογικής διαφοράς και είναι αυτοτελής έννοια, έξω και ασύνδετη από την έννοια του εννόμου συμφέροντος στο Διοικητικό Δίκαιο.».
Η εκλογική διαδικασία συνιστά την κορυφαία δημοκρατική λειτουργία, όπου το ανώτατο όργανο του κράτους, ο λαός, μέσω της ψήφου του, ως η ελεύθερη έκφραση της βούλησής του, ασκεί την εξουσία του, επιλέγοντας, εν προκειμένω, τους αντιπροσώπους του. Συναφώς, η φύση της Εκλογής και τα εκ του Συντάγματος αποτελέσματά της, ως προς τις εξουσίες των εκλεγέντων, προϋποθέτουν αυστηρό περιορισμό προς αμφισβήτηση της όλης διαδικασίας.
Είναι για τους εξόχως σοβαρούς αυτούς λόγους, οι οποίοι αγγίζουν την σταθερότητα και απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, που η νομολογία μας, διαχρονικά, προσεγγίζει αυστηρά την τήρηση των Κανονισμών που διέπουν τις εκλογικές αιτήσεις, όπως επιβεβαιώνεται και στην απόφαση Μιχαηλίδης (ανωτέρω), με αναφορά στις υποθέσεις Κουδουνάρης ν. Εφόρου Εκλογών (1992) 1 ΑΑΔ 436, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 1 ΑΑΔ 49, Ευστρατίου ν. Κληρίδη (1998) 1 ΑΑΔ 2149 και Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εφόρου Εκλογής, Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2019, ημερ. 22.5.2020.
Για τους ίδιους λόγους ο Νόμος, ΄Αρθρο 57(4), καθορίζει περιορισμένη προθεσμία εισαγωγής της εκλογικής αίτησης, ούτως ώστε να ολοκληρώνεται τάχιστα η αμφισβήτηση της εκλογής και « . να μην επικρέμεται επί πολλώ πάνω από τα κεφάλια των εκλεγέντων.» (Μιχαηλίδης ανωτέρω). Περαιτέρω, ο Νόμος, ΄Αρθρο 58, απαριθμεί τις περιπτώσεις όπου εκλογή δυνατόν να κηρυχθεί άκυρη, οριοθετώντας το αποκλειστικό πλαίσιο καταχώρισης εκλογικής αίτησης.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, δεν είναι δυνατό να ενταχθεί στα όρια νομιμοποίησης η καταχώριση εκλογικής αίτησης χωρίς επίκληση κάποιας βλάβης ή συμφέροντος, δίκην actio popularis. Η προβολή ειδικού εννόμου συμφέροντος από εκλογέα, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να νομιμοποιείται στην καταχώριση εκλογικής αίτησης. Αυτό επιτάσσει ορθή ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, ΄Αρθρο 57(2) του Νόμου, δεδομένης της φύσης της εκλογικής διαφοράς.
Όπως ήδη λέχθηκε, στη Μιχαηλίδης (ανωτέρω) εξετάστηκε ζήτημα εννόμου συμφέροντος εκλογέα, ο οποίος δεν υπήρξε υποψήφιος. Υπό τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης, το Εκλογοδικείο έκρινε ότι η προδικαστική ένσταση δεν είχε περιθώρια επιτυχίας. Τούτο διότι ο συγκεκριμένος εκλογέας είχε δικαίωμα «.. να αντικατοπτρίζεται η ψήφος του ορθά και με βάση την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τον εκλογικό νόμο.», δεδομένου ότι αντικείμενο της αίτησης ήταν η προσβολή ανακήρυξης, ως μη έγκυρης, της εκλογής βουλευτή, στην εκλογική περιφέρεια του εκλογέα/αιτητή, άλλου πολιτικού κόμματος από αυτόν που ο ίδιος ο εκλογέας, διά της ψήφου του, στήριξε.
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Αιτητής δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την κατανομή των εδρών στους κομματικούς συνδυασμούς. Ούτε προβάλλει οιονδήποτε επηρεασμό της ψήφου του ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον δυσμενή επίδραση, λόγω της εκλογής και ανακήρυξης των Καθ΄ ων η αίτηση 3-6. Επικαλείται, εμφανιζόμενος, όπως ορθά υπέδειξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ΄ ων η αίτηση «. ως υπερασπιστής του γενικού καλού .» αντισυνταγματικότητα του ΄Αρθρου 29(6) του Νόμου.
Είναι η κατάληξή μας ότι ο Αιτητής, με βάση τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης, δεν τεκμηρίωσε οποιασδήποτε μορφής συμφέρον ή επιβλαβή επίδραση στο εκλογικό του δικαίωμα, ούτως ώστε να χρήζει προστασίας και να δικαιολογεί την εισαγωγή της παρούσας εκλογικής αίτησης. Κατά προέκταση, στερείται νομιμοποίησης και, συνακόλουθα, η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.
Καταληκτικά, η εκλογική αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του Αιτητή, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.
ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2021)
20 Ιουλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 30.5.2021
ΠΑΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής,
v.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
3. ΑΒΕΡΩΦ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
4. ΑΝΤΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
5. ΝΙΚΟΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
6. ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Δημητρίου με Ηλ. Δημητρίου για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Σ. Πλατή, για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 2.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3.
Α. Παναγιώτου (κα) για Πιερή, Αρτεμίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον καθ΄ ου η Αίτηση 4.
Αχ. Αιμιλιανίδης με Σ. Τσαχίδου (κα), για τον καθ΄ ου η Αίτηση 5.
Καμιά εμφάνιση, για τον καθ΄ ου η Αίτηση 6.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Mειοψηφία)
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Το άρθρο 29(6) του περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979, (Ν.72/1979), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Νόμος), υπό τον πλαγιότιτλο «Διαδικασία κατά τη ψηφοφορία», προβλέπει στο εδάφιο (6), μεταξύ άλλων, ότι:
«. oυδείς σταυρός πρoτιμήσεως δίδεται εις αρχηγόv κόμματoς ή στov επικεφαλής συvασπισμoύ πλειόvωv συvεργαζoμέvωv κoμμάτωv ή εις τov υπό τoύτωv υπoδεικvυόμεvov διά τoυς σκoπoύς εκλoγής o oπoίoς θεωρείται ότι έλαβεv όλας τας ψήφoυς τoυ συvδυασμoύ ως σταυρoύς πρoτιμήσεως:.»
Με βάση την πιο πάνω πρόνοια, ο αρχηγός κόμματος ή ο επικεφαλής συνασπισμού εκλέγεται, εφόσον ο συνδυασμός του οποίου ηγείται λάβει το εκλογικό μέτρο της εκλογικής περιφέρειας στην οποία κατέρχεται ως υποψήφιος, έστω και αν ο ίδιος έχει λάβει λιγότερους σταυρούς προτίμησης από άλλους υποψήφιους του ιδίου συνδυασμού, στην ίδια εκλογική περιφέρεια.
Ο αιτητής, θεωρώντας ότι η πιο πάνω πρόνοια είναι αντίθετη προς τα Άρθρα 28, 31, 34, 35, 62, 64, 65, 66 και 179 του Συντάγματος, καταχώρησε την παρούσα εκλογική αίτηση, (η αίτηση), με την οποία αιτείται την ακύρωση της ανακήρυξης των καθ'ων η αίτηση 3 έως 6, αρχηγών ή επικεφαλείς συγκεκριμένων συνδυασμών, ως βουλευτών. Τούτο, να λεχθεί, συνέβηκε σε σχέση με την εκλογική αναμέτρηση η οποία πραγματοποιήθηκε, για την εκλογή Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, στις 30.5.2021. Η αίτηση στρέφεται, επίσης, κατά του Γενικού Εφόρου Εκλογής και του Εφόρου Εκλογής Εκλογικής Περιφέρειας Λευκωσίας, καθ' ων η αίτηση 1 και 2, αντίστοιχα, ως υπευθύνων για τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας και για την ανακήρυξη των καθ' ων η αίτηση 3 έως 6, ως βουλευτών, στην εν λόγω εκλογική περιφέρεια.
Ο αιτήτης καταχώρησε την αίτηση ως «εκλογέας», που έτυχε να ήταν κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο, εγγεγραμμένος στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας. Η αίτηση, αντιμετώπισε την ένσταση των καθ' ων η αίτηση, πλην του τελευταίου, καθ' ου η αίτηση 6, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία. Συγκεκριμένη ένσταση η οποία ηγέρθη, προδικαστικά, προβάλλει τη θέση ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον στην καταχώρηση της. Σαφώς, δεν εγείρεται θέμα εξέτασης της ουσίας της αίτησης, που περιγράφεται πιο πάνω. Με αυτή, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως ο αιτητής δεν κατέδειξε ότι έχει υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό από την ανακήρυξη των καθ' ων η αίτηση, 3 έως 6, ως βουλευτών, δυνάμει του Νόμου. Διαφορετικά τεθέντος, εισηγούνται πως, η ιδιότητα του αιτητή, ως εκλογέα, δεν του παρέχει, χωρίς άλλο, δικαίωμα να προσβάλει τη νομιμότητα της ανακήρυξης τους, ως ανωτέρω. Προσθέτουν δε, συναφώς, ότι ουσιαστικά, η αίτηση αποτελεί "actio popularis", ήτοι δικαστική διαδικασία, μη αποδεκτή από το Κυπριακό Δίκαιο, η οποία αναλαμβάνεται από πρόσωπο ή οργανωμένο σύνολο προς το δημόσιο συμφέρον, χωρίς, όμως, να έχει το ίδιο, κατά το νόμο, οποιοδήποτε συμφέρον στην έκβαση της. Αποδοχή της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, θέτει τέρμα στην αίτηση, στην ολότητα της.
Όπως προνοείται στο άρθρο 57(1) του Νόμου, «Παv θέμα όπερ δύvαται vα πρoκύψη εv σχέσει πρoς τo δικαίωμα πρoσώπoυ vα γίvη ή vα παραμείvη βoυλευτής αvαφέρεται εις τo Εκλoγoδικείov και εκδικάζεται oριστικώς και αμετακκλήτως υπ' αυτoύ συμφώvως πρoς τov εκάστoτε ισχύovτα Διαδικαστικόv Καvovισμόv.». Σύμφωνα με το Άρθρο 145 του Συντάγματος, η εκδίκαση τέτοιου θέματος, που αναφέρεται πιο πάνω, εμπίπτει «στην αποκλειστική δικαιοδοσία» του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, «να αποφασίσει οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης εκλογικής ενστάσεως ασκούμενης κατά τον εκλογικόν νόμον,». Με τη θέσπιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν.33/1964), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, η πιο πάνω δικαιοδοσία ασκείται από το ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 9(α) αυτού. Ακολούθως, το εδάφιο (2) του άρθρου 57 του Νόμου, που εδώ, ιδιαιτέρως, ενδιαφέρει, προβλέπει ότι:
«Η προς το Εκλογοδικείο αvαφoρά γίvεται δι' Εκλoγικής Αιτήσεως καταχωριζoμέvης υπό τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας ή υπό εκλoγέως εγγεγραμμέvoυ εις τov εκλoγικόv κατάλoγov αφoρώvτoς εις τηv εκλoγήv, ή υπό πρoσώπoυ αξιoύvτoς ότι είχε δικαίωμα vα εκλέξη κατά τηv εκλoγήv ή υπό πρoσώπoυ ισχυριζoμέvoυ ότι υπήρξεv υπoψήφιoς κατά τηv εκλoγήv.»
Στη βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω, ό,τι εγείρεται προς εξέταση στο πλαίσιο της προαναφερθείσας προδικαστικής ένστασης, είναι το δικαίωμα του «εκλέγειν», τούτου ασκουμένου, αποτελεσματικά, από κάθε άποψη που το Σύνταγμα και ο Νόμος προβλέπουν. Με αυτή δε, ουσιαστικά, επιχειρείται να τεθεί περιορισμός στην άσκηση του, μη προβλεπόμενος στο Σύνταγμα ή στο Νόμο. Προς αντίκρουση της, είναι σημαντικό να επισημανθεί η σημασία τού εν λόγω δικαιώματος στο Δημοκρατικό Πολίτευμα της Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, κατ' αρχάς, ότι το δικαίωμα του «εκλέγειν» ή άλλως πως, το «δικαίωμα ψήφου», κατοχυρώνεται από το Άρθρο 31 του Συντάγματος, ως θεμελιακό δικαίωμα κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τούτο, απαντά στο πιο πάνω άρθρο, με την ακόλουθη διατύπωση: «Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμοδίας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζη εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμω». Η άσκησή του, αναμφίβολα, συνιστά έκφραση της λαϊκής βούλησης, συναρτώμενη, ευθέως, με τη λειτουργία του πολιτειακού συστήματος της Κύπρου. Αποτελεί, έτσι, τη βάση επί της οποίας θεμελιώνεται το Δημοκρατικό Πολίτευμα της χώρας, προς επίρρωση της θεμελιακής, επί τούτου, πρόνοιας στο Άρθρο 1 του Συντάγματος, ότι, «Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία». Το δικαίωμα του «εκλέγειν», ακριβώς, ως εκ της σημασίας του, ανωτέρω, στο πολιτειακό γίγνεσθαι της χώρας, συγκαταλέγεται στα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, που αναγνωρίζονται ως εγγενή στη φύση τού κάθε ανθρώπου. Στην πράξη, διασφαλίζεται, από τις αρχές του Κράτους Δικαίου, το οποίο, εξ ορισμού, εφαρμόζεται στο πλαίσιο κάθε Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
Λεχθέντων, των πιο πάνω, επισημαίνονται και τα ακόλουθα σε σχέση με τη διατύπωση του άρθρου 57(2) του Nόμου. Αυτό, με γλώσσα σαφή, παρέχει στον εκλογέα, σε σχέση με το δικαίωμά του, (του «εκλέγειν»), τη δυνατότητα να καταχωρήσει εκλογική αίτηση, προκειμένου να εγείρει θέμα, «εν σχέσει προς το δικαίωμα προσώπου να γίνη ή να παραμείνη βουλευτής». Η τελευταία πρόνοια προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 57 του Νόμου και καθορίζει το αντικείμενο εκλογικής αίτησης. Τοιουτοτρόπως, η άσκηση του δικαιώματος του «εκλέγειν», δεν περιορίζεται μόνον στην έκφραση προτίμησης, κατά την εκλογική αναμέτρηση. Ο Νομοθέτης, με τη συγκεκριμένη πρόνοια, στο εδάφιο (2) του άρθρου 57 του Νόμου, ρητώς, έδωσε στον εκλογέα τη δυνατότητα να προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, για το σκοπό που το εδάφιο (1) του ίδιου άρθρου ορίζει, ως εγγύηση για την έτι περαιτέρω, αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος του «εκλέγειν», στο πλαίσιο, πάντοτε, της διασφάλισης της λαϊκής κυριαρχίας. Το έννομο συμφέρον, επομένως, του εκλογέα, δυνάμει του άρθρου 57(2) του Νόμου, είναι το συμφέρον που έχει ο κάθε πολίτης, για τη διαφύλαξη του Δημοκρατικού Πολιτεύματος της χώρας. Ο εκλογέας, ως εκ της θέσης του αυτής, έχει δικαίωμα και υποχρέωση, να προστατεύει τον ύψιστο πολιτειακό θεσμό της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας διασφαλίζεται η τήρηση και η εφαρμογή των επιμέρους θεμελιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, στο προαναφερθέν Μέρος ΙΙ του Συντάγματος. Δεν είναι νοητό, αυτό να τυγχάνει περιορισμού, με την αναζήτηση «εννόμου συμφέροντος», άλλου από αυτό που έχει, προηγουμένως, προσδιοριστεί.
Το δικαίωμα που το άρθρο 57(2) του Νόμου δίνει σε εκλογέα, να καταχωρεί εκλογική αίτηση, δε διαφέρει από άλλες δικαστικές διαδικασίες, όπου απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αναζήτηση εννόμου συμφέροντος, γίνεται με αναφορά στις σχετικές προς αυτές νομοθετικές πρόνοιες ή τη νομολογία. Κλασσική περίπτωση, αποτελεί το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, στο οποίο προνοείται, ρητώς, ότι ο προσφεύγων στο Διοικητικό Δικαστήριο πρέπει να καταδεικνύει πως έχει προσβληθεί ευθέως, «ίδιον, ενεστώς, έννομο συμφέρον». Όσον αφορά την περίπτωση αστικής υπόθεσης, ο ενάγων πρέπει να καταδεικνύει ότι έχει αγώγιμο δικαίωμα, δυνάμει συγκεκριμένου νόμου ή νομολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγεται και η περίπτωση, ανωτέρω, όπου το άρθρο 57(2) του Νόμου, ρητώς, παρέχει στον εκλογέα τη δυνατότητα, υπό την ιδιότητα του αυτή, και μόνο, να προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 57(1).
Έπειτα, η υπό εξέταση πρόνοια του άρθρου 57(2) είναι σαφής, πέραν από κάθε αμφιβολία. Επιβάλλεται, εδώ, η επανάληψη της: «Η πρoς τo Εκλoγoδικείov αvαφoρά γίvεται δι' Εκλoγικής Αιτήσεως καταχωριζoμέvης . υπό εκλoγέως ..». Στην υπόθεση Loukis Pilavakis v. Cyprus Inland Telecomunications Authorities (1963) 2 C.L.R. 429, στις σελίδες 439 έως 440, υιοθετήθηκε από το σύγγραμμα Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, 1953, σελίδα 2, ο κανόνας ερμηνείας που αναφέρει ότι: «If the words of the Statute are in themselves precise and unambiguous no more is necessary than to expound those words in their natural and ordinary sense, the words themselves in such case best declaring the intention of the legislature". Πρόκειται για κανόνα που βρίσκει, συχνά, απήχηση στα δικαστήρια, σε σχέση με την ερμηνεία νομοθετημάτων. Τούτο, διαπιστώνεται από τη μεταγενέστερη υπόθεση, Διοικητικό Συμβούλιο Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων v. Αντωνιάδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1915, όπου αναφέρθηκε, στη σελίδα 1921, ότι: «Δεν επιτρέπεται απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις, όταν αυτές είναι σαφείς.».
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό συζήτηση πρόνοια του άρθρου 57(2) είναι, απόλυτα, σαφής. Δεν αφήνεται σε αυτή περιθώριο ερμηνείας άλλης, από ό,τι οι λέξεις που τη συνθέτουν. Ο χαρακτηρισμός εκλογικής αίτησης υπό εκλογέως ως «actio popularis», δε δικαιολογείται με οποιαδήποτε ανάγνωση της και ούτε, βέβαια, από το γεγονός ότι τέτοια διαδικασία δεν αναγνωρίζεται στο ημεδαπό δίκαιο. Σημειώνεται δε, πως δεν αναφέρθηκε, έστω, υπό μορφή παραδείγματος, υπό ποιες περιστάσεις μπορεί, άλλως πως, να καταχωριστεί αίτηση υπό εκλογέως. Εν πάση περιπτώσει, διαφορετική ανάγνωση της, θα έχει ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση της δυνατότητας του πολίτη, ως εκλογέα, να αποτείνεται στο Δικαστήριο για δικαστικό έλεγχο, ως το άρθρο 57(1) ορίζει, στο πλαίσιο της ορθολογικής άσκησης του δικαιώματος του «εκλέγειν», που το Άρθρο 31 του Συντάγματος του αναγνωρίζει.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ