ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D309
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 169/2011)
13 Iουλίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[OIKONOMOY, IΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΛΕΚΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
2. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
Εφεσείουσες
ν.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων
Και ως ετροποποιήθη ο τίτλος δυνάμει διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 16 Μαρτίου 2017
1. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
2. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, υπό την ιδιότητά της ως Διαχειρίστριας της περιουσίας της ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ και Εκτελεστού της Διαθήκης της, τέως εκ Λευκωσίας, Αποβιωσάσης την 15/12/2014 δυνάμει διαταγής του Δικαστηρίου ημερ. 13/5/2015,
Εφεσείουσες
ν.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων
___________________
Αλέκα Παπακόκκινου (κα), εμφανίζεται προσωπικά, για τις Εφεσείουσες.
Ιουλία Μαλέκκου (κα), για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
____________________
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Με την υπό κρίση έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός απόφασης, η οποία εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αγωγή υπ. Αρ. 5937/04 υπέρ της ενάγουσας Τράπεζας και εναντίον των εναγομένων, προσωπικά και αλληλέγγυα, για το ποσό των 19.088,29 (£11.171,88), εντόκως προς 8% ετησίως, επί ποσού 18.532,33 (£10.846,49), με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης δύο φορές το χρόνο, ήτοι κάθε 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου, πλέον έξοδα. Επιδιώκεται, επίσης, ο παραμερισμός της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση των εναγομένων με έξοδα εις βάρος τους στην κλίμακα της ανταπαίτησης.
Μετά την καταχώριση της έφεσης, η εφεσείουσα 2 (εναγόμενη 2) απεβίωσε και προστέθηκε η αδελφή της, εφεσείουσα 1 (εναγόμενη 1) και ως εφεσείουσα 2, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας της. Για πρακτικούς σκοπούς, όπου αναφερόμαστε στην έφεση, θα αναφερόμαστε στην εφεσείουσα 1 υπό την προσωπική της ιδιότητα και υπό την ιδιότητα του διαχειριστή ως «η εφεσείουσα».
Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της ενάγουσας - εφεσίβλητης (στο εξής «η Τράπεζα»), συμφωνήθηκε δυνάμει εγγράφου συμφωνίας ημερομηνίας 4.3.1999, όπως εγκρίνει στην εναγόμενη 1 δάνεια και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις υπό την εγγύηση της εναγομένης 2. Με απόφαση της ημερομηνίας 3.12.2001, η Τράπεζα αποδεχόμενη γραπτή αίτηση της εναγομένης 1 ημερομηνίας 30.11.2001, παραχώρησε σε αυτή δάνειο ύψους £9.500. Η αποπληρωμή του δανείου θα πραγματοποιείτο με 12 μηνιαίες δόσεις £50.00 εκάστης, η πρώτη δόση πληρωτέα ένα μήνα μετά τη χορήγηση του δανείου. Κατά την Τράπεζα, η εναγόμενη 1 δεν τήρησε τους όρους αποπληρωμής του δανείου, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η αγωγή 5937/04 προς ανάκτηση του χρεωστικού υπολοίπου του.
Οι εναγόμενες με την κοινή υπεράσπιση και ανταπαίτησή τους απέρριψαν την αξίωση της Τράπεζας, ισχυριζόμενες ότι δεν οφειλόταν «το ύψος του αναφερόμενου ποσού αλλά κατά πολύ ολιγότερον». Ούτε αποδέχθηκαν τον αξιούμενο τόκο, ο οποίος, ισχυρίστηκαν, ήταν παράνομος. Αποτέλεσε θέση τους, επίσης, ότι κατά τις 19.2.2008, που μετέβηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου για να μεταβιβάσουν δύο οικόπεδα που είχαν πωλήσει, δεν κατέστη δυνατή η μεταβίβαση λόγω καταχώρισης επιβάρυνσης (memo) επί της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας, την ίδια ή την προηγούμενη ημέρα, αλλά και επί αριθμού άλλων ακινήτων τους σε άλλα μέρη της Κύπρου, συνολικής αξίας πολλών εκατομμυρίων λιρών, παρόλο που η Τράπεζα ήταν ήδη εξασφαλισμένη δια δύο υποθηκών μεγάλων ακινήτων ιδιοκτησίας των εναγομένων. Κατά την εκεί παρουσία τους υπάλληλος του Κτηματολογίου φώναξε δυνατά στις εναγόμενες, ενώπιον επήκοου πλήθους κόσμου, «Δεν μπορείτε να μεταβιβάσετε τα εν λόγω οικόπεδα γιατί έχουν ΜΕΜΟ». Οι επιβαρύνσεις (memo) επί των δύο πιο πάνω οικοπέδων, αποσύρθηκαν από την Τράπεζα μετά από μία εβδομάδα. Τόσο δε η Τράπεζα, όσο και οι δικηγόροι της γνώριζαν ότι ενεργούσαν βάσει τεσσάρων αποφάσεων του Δικαστηρίου που «έπασχαν», με αποτέλεσμα αυτές να παραμεριστούν από το Δικαστήριο στις 7.11.2008 και να διαγραφούν οι επιβαρύνσεις (memo).
Κατά τις εναγόμενες, οι ενέργειες της Τράπεζας έθιξαν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, τα οποία προστατεύονται από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος και το ’ρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αφού στερήθηκαν την απόλαυση, την εκμετάλλευση, αλλά και τη δυνατότητα διάθεσης της περιουσίας τους. Περαιτέρω, τις δυσφήμισαν και τις προσέβαλαν. Εξαιτίας δε των επιβαρύνσεων (memo) επί της ακίνητης περιουσίας τους, δεν μπόρεσαν να πωλήσουν και μεταβιβάσουν συγκεκριμένο κτήμα σε έτοιμο και πρόθυμο αγοραστή. Για όλες τις απώλειες και ζημιές που ισχυρίστηκαν ότι υπέστηκαν συνεπεία των ενεργειών της Τράπεζας, διεκδίκησαν, ανταπαιτητικώς, αποζημιώσεις.
Η Τράπεζα αρνήθηκε τους ισχυρισμούς και αξιώσεις των εναγομένων και ζήτησε την απόρριψη της ανταπαίτησης.
Οι πιο πάνω θέσεις των διαδίκων προωθήθηκαν με την προσαγωγή μαρτυρίας εκατέρωθεν, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε και κατέληξε σε ευρήματα. Αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων που κατέθεσαν για την υπόθεση της Τράπεζας, υπαλλήλων της κατά τον ουσιώδη χρόνο. Παρόμοια ήταν η αντίληψη του για τη μαρτυρία των κτηματολογικών λειτουργών, ΜΥ1 και ΜΥ2, και τον εκτιμητή ακινήτων ΜΥ3, οι οποίοι κατέθεσαν για την πλευρά των εναγομένων. Αντίθετη, όμως, ήταν η αντίληψη του για τη μαρτυρία της εναγομένης 2 (ΜΥ5) και της ΜΥ4, την οποία απέρριψε στα αμφισβητούμενα σημεία, για τους λόγους που εξήγησε.
Το Δικαστήριο, με βάση την αξιολόγηση στην οποία προέβη, κατέληξε σε εύρημα, όσον αφορά την απαίτηση της Τράπεζας, ότι η τελευταία παραχώρησε στην εναγόμενη 1 το επίδικο δάνειο ύψους £9.500 μετά από σχετικό αίτημά της, με προσωπική εγγύηση της εναγομένης 2, έναντι του οποίου καταβλήθηκαν μόνο έξι δόσεις, παραμένοντας απλήρωτο, παρά τις οχλήσεις της Τράπεζας με επιστολές της, Τεκμήρια 12 και 13, το ποσό των £9.199,76 πλέον τόκοι 8% ετησίως. Οι εναγόμενες γνώριζαν το υπόλοιπο που όφειλαν γιατί μέχρι 30.6.2003, λάμβαναν εξαμηνιαίες καταστάσεις, ενώ έλαβαν, επίσης, τις προαναφερόμενες επιστολές.
Όσον αφορά την ανταπαίτηση, το Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εναγομένων, ότι η Τράπεζα στις 14.2.2008 και 19.2.2008, κατάθεσε επιβαρύνσεις (memo) στο Κτηματολόγιο, με τις οποίες δέσμευσε ακίνητη περιουσία τους αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ, προς εξασφάλιση τεσσάρων δικαστικών αποφάσεων, για συνολικό ποσό περίπου 125.000, μία εκ των οποίων είχε εκδοθεί, σε προηγούμενο στάδιο, στην ενώπιόν του αγωγή. Σημειώνουμε, ότι οι αποφάσεις αυτές παραμερίστηκαν από το Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, στις 7.11.2008, για λόγους που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. ’λλα δύο κτήματα είχαν υποθηκευθεί παλαιότερα προς όφελος της Τράπεζας. Αποτέλεσε επίσης εύρημα του Δικαστηρίου, ότι στις 19.2.2008 οι εφεσείουσες μετέβηκαν στο Κτηματολόγιο Πάφου για να μεταβιβάσουν δυο οικόπεδα τους, αλλά εμποδίστηκαν γιατί είχε καταχωρηθεί νωρίτερα την ίδια μέρα από την Τράπεζα επιβάρυνση (memo), ως εξ αποφάσεως πιστώτρια, στις τέσσερεις προαναφερόμενες αγωγές. Μετά από συζητήσεις των εναγομένων με αξιωματούχους της Τράπεζας, οι τελευταίοι αποδέχθηκαν να αποσύρουν τις επιβαρύνσεις επί των δύο οικοπέδων, με τη συνεννόηση ότι οι εναγόμενες θα κατέβαλλαν ποσό 100.000, έναντι του συνολικού χρέους τους προς την Τράπεζα, η οποία ανέλαβε επίσης να εφοδιάσει τις εναγόμενες με καταστάσεις των λογαριασμών τους. Ακολούθως, η Τράπεζα απέσυρε τις εν λόγω επιβαρύνσεις και οι εναγόμενες προέβηκαν στη μεταβίβαση, δεν κατέβαλαν, όμως, το ποσό των 100.000 στην Τράπεζα. Ως εκ τούτου, η Τράπεζα δεν τις εφοδίασε με τις καταστάσεις των λογαριασμών τους.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της έφεσης, η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι το περίγραμμα αγόρευσης της Τράπεζας ήταν άκυρο καθότι, παρά την εμπρόθεσμη καταχώρισή του, δεν επιδόθηκε στην ίδια αυθημερόν, όπως θα έπρεπε, κατά την εισήγησή της, αλλά τρεις μήνες αργότερα.
Η επίδοση του περιγράμματος της Τράπεζας στην εφεσείουσα, ήταν, πράγματι, καθυστερημένη και θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, αν όχι αυθημερόν, το συντομότερο δυνατό μετά την καταχώρισή του. Ωστόσο, η εφεσείουσα, παρόλο που θα μπορούσε, δεν έλαβε, ως όφειλε, οποιοδήποτε σχετικό δικονομικό μέτρο πριν από την ακρόαση της έφεσης. Ούτε φαίνεται, εν πάση περιπτώσει, να έχει υποστεί οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό εκ της καθυστερημένης επίδοσης. Συνεπώς, το όλο εγχείρημα είναι αθεμελίωτο και απορρίπτεται.
Η έφεση προωθήθηκε στη βάση 23 λόγων έφεσης, οι οποίοι καταλαμβάνουν 105 πυκνογραμμένες σελίδες. Πλείστοι από αυτούς έχουν κοινά σημεία ή επάλληλη αιτιολογία. Αρκετοί λόγοι έφεσης επαναφέρουν, ουσιαστικά, θέσεις των εναγομένων που συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν πρωτόδικα. Κάποιες θέσεις δεν τέθηκαν πρωτοδίκως ή δεν τέθηκαν με τον τρόπο που τίθενται στην έφεση και, για το λόγο τούτο, δεν θα μας απασχολήσουν. Τέτοια είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η συμπεριφορά συγκεκριμένου δικηγόρου του δικηγορικού γραφείου που ενεργούσε για την Τράπεζα δημιούργησε κώλυμα (estoppel) για την τελευταία στην προώθηση της αγωγής. Επίσης, δεν θα μας απασχολήσουν παράπονα για ζητήματα που προέκυψαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Θα εξετάσουμε την έφεση, με αφετηρία τη θέση της εφεσείουσας ότι το εύρημα του Δικαστηρίου, ότι οι εναγόμενες έλαβαν τις επιστολές Τεκμήρια 12 (α) και (β) (στο εξής «Τεκμήριο 12») και 13 (α) και (β) (στο εξής «Τεκμήριο 13») αντίστοιχα, είναι εσφαλμένο και αυθαίρετο, εφόσον τυχόν ανατροπή του, δυνατό να επηρεάσει την πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τις αξιώσεις της Τράπεζας.
Οι εναγόμενες, με την επιστολή Τεκμήριο 12, πληροφορούνταν για τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού και καλούνταν να εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό εντός 15 ημερών. Το Τεκμήριο 13 αποτελούσε δεύτερη επιστολή προς τις εναγόμενες, με την οποία καλούνταν να εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό, επίσης εντός 15 ημερών. Με την υπεράσπιση τους οι εναγόμενες αρνήθηκαν τον ισχυρισμό της Τράπεζας περί αποστολής των επιστολών αυτών και προώθησαν, πρωτόδικα καθώς και κατ' έφεση, ότι ουδέποτε τις παρέλαβαν. Η εφεσείουσα εισηγείται ότι δεν έπρεπε να γίνει πιστευτή, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία του ΜΕ1, ο οποίος καμία ανάμειξη δεν είχε στη σύνταξη και αποστολή των εν λόγω επιστολών και «ουδείς μάρτυρας παρουσιάσθη περί της συντάξεως και της αποστολής των».
Παρατηρούμε, κατ' αρχάς, ότι η επιστολή Τεκμήριο 13 είναι υπογεγραμμένη από τον ΜΕ1, ο οποίος ήταν τοποθετημένος στο Τμήμα Προβληματικών Λογαριασμών της Τράπεζας. Ο μάρτυρας αυτός κρίθηκε ως αξιόπιστος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύρημα στο οποίο δεν θα επέμβουμε για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω. Σε γραπτή δήλωσή του, η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, ανέφερε ότι από τη θέση που κατείχε, γνώριζε ότι υπάρχει σύστημα αποστολής επιστολών τερματισμού και πως στη συγκεκριμένη περίπτωση γνώριζε ότι «οι επιστολές προς τις εναγόμενες έχουν σταλεί στην διεύθυνση που οι ίδιες οι εναγόμενες έχουν δώσει προς την Τράπεζα με συνηθισμένο ταχυδρομείο».
Ο όρος 3 της συμφωνίας της εναγομένης 1 με την Τράπεζα, ημερομηνίας 4.3.1999 (Τεκμήριο 3), παρείχε στην τελευταία το δικαίωμα, «όποτε θέλει και χωρίς προειδοποίηση προς τον πελάτη, να τερματίσει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και/ή να καταστήσει απαιτητή οποιαδήποτε διευκόλυνση που παραχωρήθηκε ή που θα παραχωρηθεί στον πελάτη και να ζητήσει από τον πελάτη να πληρώσει αμέσως όλα τα ποσά τα οποία ο πελάτης οφείλει στην Τράπεζα .». Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 5 της εν λόγω συμφωνίας, η Τράπεζα είχε «το δικαίωμα να απαιτήσει δικαστικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο την πληρωμή του χρέους.».
Όσον αφορά την εναγόμενη 1, λοιπόν, η αποστολή προειδοποίησης προς αυτή από την Τράπεζα, δεν αποτελούσε προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση υποχρέωσης της για αποπληρωμή του χρέους και τη δυνατότητα της Τράπεζας να απαιτήσει την πληρωμή του δικαστικά, γεγονός που καθιστά αδιάφορη την αποστολή ή όχι στην εναγόμενη 1 των επιστολών, Τεκμήρια 12 και 13.
Η περίπτωση της εναγομένης 2 είναι διαφορετική. Ο όρος 2 της συμφωνίας εγγύησης καθιστούσε την εγγυήτρια υπεύθυνη για την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού χρημάτων ήθελε καταστεί πληρωτέο στην Τράπεζα σε σχέση με τις υποχρεώσεις της εναγομένης 1, μόλις της το ζητούσε η Τράπεζα.
Εν όψει του όρου αυτού, τα μέρη κατέστησαν την παροχή ειδοποίησης από τον δανειστή στον εγγυητή να αποπληρώσει το χρέος, μέρος της συμφωνίας για ανάκτηση του (βλ. Savvides v. Christofides (1978) 1 CLR 303. Η παροχή όμως ειδοποίησης σε τέτοια περίπτωση, όπως λέχθηκε στη Lombard Natwest Ltd v. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 ΑΑΔ 1465 «δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος, αλλά δευτερεύοντα όρο για την εκτελεστότητα του χρέους δηλαδή της ευχέρειας ανάκτησης του. Αυτό εξηγείται με σαφήνεια στην πολύ πρόσφατη απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην Stimpson v. Smith [1999] 2 All ER 833». Δηλαδή, η παροχή ειδοποίησης στην εγγυήτρια, εναγόμενη 2, ήταν αναγκαία για τον προσδιορισμό του χρόνου που η υποχρέωση της για καταβολή του χρέους καθίστατο εκτελεστή.
Με βάση τον όρο 10 της συμφωνίας «γραπτή ζήτηση»:
«θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου αν δοθεί με επιστολή που θα έχει σταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που αναφέρεται πιο κάτω και θα έχει πλήρη ισχύ παρά την τυχόν αλλαγή στην διεύθυνση μου και κοινοποίηση της αλλαγής αυτής προς την Τράπεζα, και τέτοια ζήτηση θα θεωρείται ότι λήφθηκε από μένα ή τους διαχειριστές της περιουσίας μου 24 ώρες μετά την ταχυδρόμηση της, και θα είναι ισχυρή αν υπογραφεί από οποιοδήποτε υπάλληλο της Τράπεζας, και για απόδειξη της ταχυδρόμησης θα είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι ρίφθηκε ο φάκελλος που περιέχει τη ζήτηση στο ταχυδρομείο, νοουμένου ότι ο φάκελλος έφερε την σωστή διεύθυνση».
Στην υπόθεση ΧΧΧ Ευστρατίου ν Alpha Τράπεζα Λίμιτεδ, Πολ. Εφ. Αρ. 314/2013, ECLI:CY:AD:2021:A156, ημερ. 20.4.2021 στην οποία εξετάστηκε πανομοιότυπος όρος λέχθηκε ότι:
«Ο όρος 10 δημιουργεί ένα εκ συμφώνου τεκμήριο μεταξύ των μερών με βάση το οποίο εάν η γραπτή ζήτηση αποσταλεί στη διεύθυνση που αναγράφεται στη συμφωνία «θα θεωρείται ότι έγινε με τον κατάλληλο τρόπο.και τέτοια ζήτηση θα θεωρείται ότι λήφθηκε» από τον εγγυητή.»
Η σχετική μαρτυρία του ΜΕ1, ως προς την αποστολή των εν λόγω επιστολών, παρέμεινε αναλλοίωτη κατά την αντεξέταση. Αρνήθηκε υποβολή ότι καμία από τις επιστολές που ανέφερε στη γραπτή δήλωση του δεν στάλθηκε ούτε και παραλήφθηκε από τις εναγόμενες, εμμένοντας στη θέση του ότι οι επιστολές εστάλησαν, όχι μεν από τον ίδιο, αλλά μέσω κεντρικού συστήματος αποστολής επιστολών από την Τράπεζα. Η ύπαρξη και λειτουργία του συστήματος αυτού, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, παρά μόνο η γνώση του ιδίου για το σύστημα, με την υποβολή ότι δεν γνώριζε καθόλου το σύστημα. Θέση την οποία απέρριψε, προσθέτοντας ότι αν οι επιστολές δεν κατέληγαν στη διεύθυνση των εναγομένων, θα επιστρέφονταν πίσω στην Τράπεζα ως αζήτητες. Κάτι τέτοιο δε συνέβη.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αποδεχθείσα από το Δικαστήριο μαρτυρία του ΜΕ1, εύλογα επέτρεπε το εύρημα του Δικαστηρίου περί αποστολής των επιστολών, Τεκμήρια 12 και 13, με τις οποίες ζητήθηκε η αποπληρωμή του χρέους από την εναγόμενη 2. Η δε αποστολή των επιστολών, στη διεύθυνση που δήλωσε η εναγόμενη 2 στη συμφωνία εγγύησης, τεκμαίρεται με βάση τον όρο 10 αυτής ως επαρκής αποστολή και λήψη τους.
Το παράπονο των εναγομένων κρίνεται αβάσιμο.
Η εναγόμενη 1 δεν αμφισβήτησε πρωτοδίκως ότι έλαβε το επίδικο δάνειο, γεγονός που επιβεβαίωσε και κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής. Υποστήριξε, όμως, ότι δεν υπέγραψε με την Τράπεζα τη συμφωνία δανείου που αυτή επικαλείτο. Επαναφέρει το θέμα με την έφεση, αμφισβητώντας την ορθότητα του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων, έγκυρη συμφωνία δανείου.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, λόγος έφεσης έχει δύο συστατικά στοιχεία, τη βάση της έφεσης και την αιτιολογία που την υποστηλώνει σε όλη την έκταση της. Η έφεση δεν είναι έγκυρη όταν δεν αιτιολογούνται οι λόγοι έφεσης και όταν εκφράζονται με ασαφή και γενικό τρόπο (βλ. M/Yacht Allan v Μπίλλι (1994) 1 ΑΑΔ 162).
Εν προκειμένω, η αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης συνίσταται σε κατ' ισχυρισμό «παράλειψη» του Δικαστηρίου να αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση του ότι οι εναγόμενες προσέφεραν στην Τράπεζα το ποσό των £600 που ζήτησε για να τις εφοδιάσει με καταστάσεις λογαριασμού και ότι αυτή αρνήθηκε να τις δώσει, καθώς και στη μη «τιμωρία» της Τράπεζας από το Δικαστήριο.
Έχουμε την άποψη ότι ο λόγος έφεσης δεν υποστυλώνεται από συναφή και σαφή αιτιολογία, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναιτιολόγητος και απορριπτέος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το παράπονο των εναγομένων για την άρνηση της Τράπεζας να τις εφοδιάσει με αναλυτικές καταστάσεις του λογαριασμού τους, συναρτώταν με τη θέση τους για παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμό, ζήτημα το οποίο, κατά την κρίση του, επιλύθηκε οριστικά με τη δήλωση της Τράπεζας, μέσω του ΜΕ1, ότι εγκατέλειπε όλες τις αμφισβητούμενες αξιώσεις που περιλαμβάνονταν στις αρχικές καταστάσεις λογαριασμού. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου αμφισβητείται με την έφεση ως εσφαλμένο, με την εφεσείουσα να τονίζει ότι οι χρεοπιστώσεις δεν είναι ορθές και οι λογαριασμοί δεν είναι «έγκυροι». Εισηγείται δε πως το Δικαστήριο «εν όψει περιστάσεων» δεν έπρεπε να επιδικάσει «ανατοκισμούς και κεφαλαιοποιήσεις τόκων» δύο φορές τον χρόνο.
Ο ΜΕ1 κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εντόπισε οποιαδήποτε υπερχρέωση στις καταστάσεις λογαριασμού που εξέδιδε η Τράπεζα για το λογαριασμό της εναγομένης 1. Παρουσίασε δε ανακατασκευασμένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 11), στη βάση της οποίας το αιτούμενο από την Τράπεζα ποσό διαμορφώθηκε σε αυτό για το οποίο εκδόθηκε τελικά η υπό έφεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εναντίον των εναγομένων. Η κατάσταση αυτή, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, περιελάμβανε:
«(α) τη χρέωση του λογαριασμού με το ποσό του δανείου.
(β) την πίστωση με τις έξι δόσεις που πλήρωσε η Εναγόμενη και
(γ) τη χρέωση του λογαριασμού με 8% τόκους ετησίως και την κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές το χρόνο, δικαίωμα που παρεχόταν στους Ενάγοντες με βάση τα τεκμήρια 1,2 και 3 (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά (2009) 1 Α.Α.Δ. 479)».
Έκρινε, συνεπώς, ότι δεν δικαιολογείτο οποιοδήποτε παράπονο των εναγομένων σε σχέση με το υπόλοιπο και τους τόκους, εφόσον η αξίωση της Τράπεζας περιορίστηκε στο υπόλοιπο της ανακατασκευασμένης κατάστασης λογαριασμού.
Το Δικαστήριο ακολούθως κατέληξε, ότι όλες οι χρεοπιστώσεις του τεκμηρίου 11 ήταν ορθές και δεν περιλαμβανόταν οποιαδήποτε παράνομη ή αντισυμβατική χρέωση στο λογαριασμό, τον οποίο έκρινε καθ' όλα έγκυρο.
Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του Δικαστηρίου για το ζήτημα. Μετά τη μαρτυρία του ΜΕ1, ότι δεν υπήρξε ανατοκισμός, οι εναγόμενες είχαν το βάρος να αποδείξουν, κατά θετικό τρόπο, τον προβαλλόμενο στην υπεράσπιση ισχυρισμό τους περί ανατοκισμού και παράνομων χρεώσεων, ο οποίος, όπως στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ (ανωτέρω), προβαλλόταν αόριστα. Η μη αποδοχή από την εναγόμενη 2 (ΜΥ5), ενώ κατέθετε ενόρκως, της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, Τεκμήριο 11, δεν απέσεισε το βάρος που έφεραν οι εναγόμενες. Η δε αξίωση της Τράπεζας, εναντίον της εναγομένης 1, όπως διαμορφώθηκε με το Τεκμήριο 11, ήταν νόμιμη.
Το παράπονο της εφεσείουσας κρίνεται αβάσιμο.
Στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης προβάλλονται τρεις, βασικά, θέσεις, οι οποίες επαναλαμβάνονται στην αιτιολογία αριθμού άλλων λόγων έφεσης. Κεντρικό παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τα άρθρα 53 και 54 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Θεωρεί, με βάση τη μαρτυρία του ΜΥ1, υπευθύνου για τις αναγκαστικές πωλήσεις και επιβαρύνσεις στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου, ότι η επιβάρυνση πρέπει να εγγράφεται σε ιδιοκτησία ίσης ή ανάλογης αξίας με το ποσό της απόφασης και όχι μεγαλύτερης.
Ήταν προφανές στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα ακίνητα που δέσμευσε η Τράπεζα ήταν πολύ μεγαλύτερης αξίας από το χρέος των εναγομένων προς αυτήν. Ωστόσο, θεώρησε ότι η Τράπεζα δεν ενήργησε κατά παράβαση του δικαιώματος που της παρεχόταν από το Νόμο ως εκ δικαστικής αποφάσεως πιστώτρια, με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 53 και 54 του Κεφ. 6, και πως η θέση των εναγομένων ότι ο εξ αποφάσεως πιστωτής έχει υποχρέωση να μην δεσμεύει περιουσία δυσανάλογη με το εξ αποφάσεως χρέος, δεν έβρισκε έρεισμα στις προαναφερθείσες πρόνοιες.
Το άρθρο 53 του Κεφ.6, το οποίο ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο, προνοεί τα ακόλουθα:
«53. Ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται, όπως ορίζεται πιο κάτω, αφού εγγράψει τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του στο Επαρχιακό Κτη΅ατολογικό Γραφείο, να καταστήσει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία επί της οποίας ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συ΅φέρο (is beneficially interested) και η οποία είναι εγγεγρα΅΅ένη στο όνο΅α του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτη΅ατολογικού Γραφείου, εγγύηση για την πληρω΅ή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους».
Η ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 53 απασχόλησε το Εφετείο στην υπόθεση Δήμητρας Γεωργιάδου ν. Alpha Bank Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2011, ECLI:CY:AD:2017:D99, ημερομηνίας 23.3.2017 , στην οποία παρατηρήθηκε ότι:
«.ο Νόμος αναφέρεται χωρίς περιορισμό σε «οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία». Στο λεκτικό του Νόμου δεν περιλαμβάνεται οτιδήποτε που να επέτρεπε τον εισηγούμενο συσχετισμό του εξ αποφάσεως χρέους με την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας. Αντίθετα στο άρθρο 57 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τα αποτελέσματα της εγγραφής, ρητώς αναφέρεται ότι το Δικαστήριο διατάσσει την πώληση της ιδιοκτησίας ή τόσου μέρους αυτής όσο θα ήταν αναγκαίο να πωληθεί προς ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης. Εξ αυτού προκύπτει με σαφήνεια η δυνατότητα δέσμευσης ιδιοκτησίας που υπερβαίνει το ποσό της απόφασης».
Ούτε υπάρχει οτιδήποτε στο γράμμα του εν λόγω Νόμου το οποίο να εμποδίζει την εγγραφή μιας δικαστικής απόφασης επί αριθμού ακινήτων του εξ αποφάσεως χρεώστη.
Η Τράπεζα, την οποία η εφεσείουσα χαρακτηρίζει ως «φαινομενικά εξ αποφάσεως πιστωτές», για το λόγο ότι οι δικαστικές αποφάσεις που εγγράφησαν επί της ακίνητης ιδιοκτησίας των εναγομένων αργότερα παραμερίστηκαν, είχε κάθε δικαίωμα να τις εγγράψει, εφόσον κατά το χρόνο της εγγραφής ήταν τελεσίδικες και ισχυρές. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο παραμερισμός τους, μήνες μετά την εγγραφή τους, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν κατέστησε ανίσχυρα τα δικαιώματα που είχε η Τράπεζα προτού οι αποφάσεις ακυρωθούν. Ούτε μπορούσε ο παραμερισμός, από μόνος του, να δημιουργήσει δικαιώματα έναντι της Τράπεζας.
Δεν παραβλέπουμε τη θέση των εναγομένων πρωτοδίκως και κατ' έφεση, ότι η Τράπεζα ή οι εκπρόσωποι της ενέγραψαν «memo σκοπίμως για να μην γίνει η μεταβίβαση και έβαλαν όσα κτήματα μπορούσαν να μάθουν και τις παρεμπόδισαν με απώτερον σκοπόν να επέμβουν στα κτήματα τους παράνομα», παραπέμποντας προς επίρρωση της θέσης τους στην «αναντίλεκτη», κατά την εισήγηση, μαρτυρία, ότι όταν οι εναγόμενες μετέβηκαν στο Κτηματολόγιο στις 19.2.2008, δεν υπήρχε εμπόδιο και η κατάθεση memo επί των ακινήτων τους έγινε αργότερα την ίδιαν ημέρα. Η θέση αυτή προωθήθηκε από την εναγόμενη 2 (ΜΥ5), η μαρτυρία της οποίας δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, εύρημα στο οποίο δεν επεμβαίνουμε, για τους λόγους που αναλύονται κατωτέρω.
’λλη διάσταση του παραπόνου, αφορά στην κατ' ισχυρισμό παραβίαση των δικαιωμάτων των εναγομένων, που διασφαλίζονται από τα ’ρθρα 23 και 30 του Συντάγματος, ζήτημα το οποίο εγείρεται και με αυτοτελή λόγο έφεσης (λόγος έφεσης 19). Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση των εναγομένων, με τις ενέργειες της, ανωτέρω, η Τράπεζα καταπάτησε τα ανθρώπινα δικαιώματα τους που προστατεύονται από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος και το ’ρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού τους στέρησε την απόλαυση, εκμετάλλευση και τη δυνατότητα διάθεσης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.
Το ζήτημα δεν φαίνεται να έτυχε εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς λόγω της απόρριψης της θέσης των εναγομένων ότι η Τράπεζα ενήργησε κατά παράβαση των άρθρων 53 και 54 του Κεφ. 6 και της διαπίστωσης του, ότι οι εναγόμενες απέτυχαν, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξουν ότι είχαν υποστεί συγκεκριμένη ζημιά από την κατάθεση των επιβαρύνσεων. Το ζήτημα επανέρχεται κατ' έφεση, με την εφεσείουσα να επισημαίνει, παράλληλα, την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να το εξετάσει και να αποδώσει αποζημιώσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 21.1 της ανταπαίτησης.
Το Εφετείο είναι στην ίδια καλή θέση, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο, να εξετάσει το ζήτημα και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Η άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο διασφαλίζεται από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος, δεν είναι απόλυτη και δύναται να υποβληθεί δια νόμου σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς για τους σκοπούς που ορίζει το ’ρθρο 23.3, στο οποίο συγκαταλέγεται η προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, έναντι δίκαιης αποζημίωσης. Κατά την έβδομη παράγραφο του ’ρθρου 23, η τρίτη παράγραφος του ιδίου ’ρθρου δεν έχει εφαρμογή, στην περίπτωση διατάξεων νόμου, μεταξύ άλλων, περί αναγκαστικής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης.
Στην υπόθεση Δήμητρας Γεωργιάδου ν. Alpha Bank Ltd (ανωτέρω), στην οποία απασχόλησε παρόμοιο ζήτημα, λέχθηκε, μετά από αναφορά στις πιο πάνω πρόνοιες του ’ρθρου 23 του Συντάγματος, ότι ο περιορισμός του δικαιώματος της ιδιοκτησίας δυνάμει νόμου, στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι κατά το Σύνταγμα θεμιτός. Το Εφετείο παρατήρησε, επίσης, κατόπιν αναφοράς στο αποτέλεσμα της εγγραφής μιας δικαστικής απόφασης κατά τα άρθρα 57 και 58 του Κεφ.6, ότι:
«Είναι συνεπώς φανερό ότι η επιβάρυνση που επέρχεται δια της εγγραφής της απόφασης και η συναφής απαγόρευση μεταβίβασης μέχρι την πληρωμή του οφειλόμενου χρέους, δεν συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος διάθεσης και εκμετάλλευσης της ακίνητης ιδιοκτησίας κατά τρόπο που να απολήγει σε ουσιαστική αφαίρεση της και να την καθιστά αδρανή και αχρησιμοποίητη αναλόγως του προορισμού της, ως η εισήγηση εκ μέρους της εφεσείουσας».
Τα ίδια ισχύουν και εδώ. Υπό το φως των πιο πάνω, τα εν λόγω παράπονα της εφεσείουσας κρίνονται ως αβάσιμα.
Προκύπτει, επίσης, πως δεν είναι δυνατό οι νόμιμες ενέργειες της Τράπεζας για κατάθεση επιβαρύνσεων, ασκώντας τα δικαιώματα τους δυνάμει του άρθρου 53 του Κεφ.6, να αναχθούν σε δυσφήμιση - για δηλώσεις, μάλιστα τρίτου προς την Τράπεζα προσώπου, υπαλλήλου του Κτηματολογίου - και σε θέμα εκδικητικής καταδίωξης των εναγομένων από την Τράπεζα. Συνακόλουθα, στερείται ερείσματος και το παράπονο της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τα άρθρα 17 και 18 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 και λανθασμένα δεν εφάρμοσε τον Νόμο στα γεγονότα.
Η εσφαλμένη, κατά την εφεσείουσα, αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων της Τράπεζας και των ΜΥ4 και ΜΥ5, προβάλλεται με αυτοτελείς λόγους έφεσης και με την αιτιολογία αριθμού άλλων λόγων. Στην αιτιολογία επαναλαμβάνεται εκτενώς η μαρτυρία που δόθηκε εκατέρωθεν, μαζί με παράλληλη εισήγηση της εφεσείουσας ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η Τράπεζα δεν ήταν αληθής και συγκεκριμένα τμήματα της ήταν εκτός δικογραφίας, ενώ αληθής ήταν η μαρτυρία των ΜΥ4 και ΜΥ5.
Συναφώς, υπενθυμίζουμε, ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας βαραίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει το ευεργέτημα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην αξιολόγηση, παρά μόνο όταν τα πρωτόδικα ευρήματα αντιστρατεύονται τη λογική ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή λόγω πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων.
Δεν έχει προβληθεί οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί παρέμβαση μας προς ανατροπή του ευρήματος του Δικαστηρίου αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της Τράπεζας. Όσον αφορά στη θέση της εφεσείουσας, ότι η μαρτυρία του ΜΕ1 για αποπληρωμή του δανείου σε 13 δόσεις, από τις οποίες η 13η θα ήτο η εφάπαξ εξόφληση του δανείου, ήταν εκτός δικογραφίας, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Δεν πρόκειται για διάσταση με την έκθεση απαίτησης, στην οποία δικογραφείτο ό,τι ήταν απαραίτητο από τους όρους της συμφωνίας δανείου για να μπορεί να ανακτήσει η Τράπεζα το χρεωστικό υπόλοιπο της συμφωνίας δανείου. Αναφερόμαστε ειδικά στον όρο 3 της συμφωνίας, ημερομηνίας 4.3.1999, ο οποίος επέτρεπε στην Τράπεζα να τερματίσει όποτε ήθελε και χωρίς προειδοποίηση τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και να καταστήσει απαιτητή τη διευκόλυνση που παραχωρήθηκε. Συνεπώς, η δικογράφηση του όρου για την εφάπαξ εξόφληση του δανείου με τη 13η δόση, δεν ήταν απαραίτητη για τη θεμελίωση και απόδειξη της αξίωσης της Τράπεζας. Παρόμοια είναι η αντίληψη μας για τη μη δικογράφηση της συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων, στην οποία αναφέρθηκε η ΜΕ3, για την απόσυρση των επιβαρύνσεων επί των δύο οικοπέδων των εναγομένων στο Μούτταλο, την καταβολή ποσού 100.000 από τις εναγόμενες έναντι του συνολικού χρέους τους προς την Τράπεζα και την ανάληψη της τελευταίας να εφοδιάσει τις εναγόμενες με τις αναλυτικές καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού. Η συνεννόηση αυτή δεν ήταν ουσιώδες γεγονός για την αξίωση της Τράπεζας, ώστε να απαιτείται η δικογράφηση του, ούτε για την υπεράσπιση της στην ανταπαίτηση, η οποία αφορούσε σε κατ' ισχυρισμό ζημιά που οι εναγόμενες διατείνονταν ότι υπέστηκαν συνεπεία της εγγραφής των επιβαρύνσεων (memo) επί της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.
Όπως έχει αναφερθεί, το Δικαστήριο δεν είχε θετική αντίληψη για τη μαρτυρία των ΜΥ4 και ΜΥ5. Σε σχέση με την ΜΥ5, διέκρινε απροθυμία να καταθέσει με ειλικρίνεια τα γεγονότα που σχετίζονταν με την υπόθεση. Θεώρησε, επίσης, ότι η μαρτυρία της χαρακτηριζόταν από υπεκφυγές και υπερβολές.
Παρά τις επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί, ότι η μαρτυρία της εναγομένης 2, ακόμη και επί των δικών της όρων, θα ήταν αλυσιτελής για πλείστες από τις αιτιάσεις των εναγομένων, σε σχέση τόσο με την αξίωση της Τράπεζας όσον και με την ανταπαίτηση, οι οποίες ήταν αθεμελίωτες ή ανυπόστατες, για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, όπως η παραβίαση των συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων των εναγομένων, η δυσφήμιση και η εκδικητική καταδίωξη.
Επίσης, θεωρούμε ότι το Δικαστήριο εύλογα δεν πείστηκε για τη γνησιότητα της μαρτυρίας της εναγομένης 2 και της κτηματομεσίτριας, ΜΥ4, σε σχέση με τον αγοραστή που φέρεται να ενδιαφέρθηκε να αγοράσει οικόπεδο στο Μούτταλο, στην τιμή των £400.000, για τους λόγους που εξήγησε. Ενόψει της απουσίας οποιασδήποτε λογικής εξήγησης από την εναγόμενη 2, ήταν εύστοχη η παρατήρηση του Δικαστηρίου, ότι αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα αναμενόταν από τις εναγόμενες να ζητήσουν από την Τράπεζα να απαλλάξει και αυτό το κτήμα από την επιβάρυνση. Ο τρόπος δε που κατέθεσε η ΜΥ4, ο δισταγμός της να αποκαλύψει τα ονόματα των προτιθέμενων αγοραστών και η αδυναμία της να δώσει εξηγήσεις και λεπτομέρειες για τις ημερομηνίες που είχε συναντήσεις και συζητήσεις μαζί τους, επειδή, όπως είπε, δεν είχε μαζί της την «ατζέντα» της, δεδομένου του ζητήματος για το οποίο είχε κληθεί να καταθέσει, δικαίως οδήγησαν το Δικαστήριο στο να μην πεισθεί για την αλήθεια των όσων κατέθεσε.
Ούτε το παράπονο της εφεσείουσας, ότι οι εναγόμενες δεν έτυχαν δίκαιης δίκης γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν αμερόληπτο, παρέμβαινε επανειλημμένα στην ακροαματική διαδικασία, λαμβάνοντας μέρος στην αρένα της δίκης, δημιουργώντας αφόρητη πίεση στην πλευρά των εναγομένων, ευσταθεί. Η εφεσείουσα δεν υποδεικνύει συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες αθέμιτες παρεμβάσεις του Δικαστηρίου. Αναδρομή δε στα πρακτικά καταδεικνύει το ανυπόστατο του ισχυρισμού της. Αυτό που διαπιστώνεται είναι η ύπαρξη θεμιτών παρεμβάσεων του Δικαστηρίου, στα πλαίσια διατήρησης του ελέγχου της διαδικασίας και την απαγόρευση επαναλήψεων και ερωτήσεων για άσχετα θέματα. Παράλληλα, το Δικαστήριο επέτρεψε στην υπεράσπιση λογικό πεδίο ενέργειας. Αδικαιολόγητο είναι και το παράπονο της εφεσείουσας ότι, ενώ το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν επεμβάσεις και σβησίματα επί εγγράφων, δεν ζήτησε διερεύνηση του θέματος. Τέτοια υποχρέωση το Δικαστήριο δεν είχε, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν έχει φανεί πώς αυτά τα κατ' ισχυρισμό σβησίματα και επεμβάσεις, τα οποία δεν διευκρινίζονται, επηρέασαν καθ' οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα των εναγομένων.
Δεν βρίσκουμε, επίσης, ότι η πρωτόδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας, όπως είναι η θέση της εφεσείουσας. Δεν απαιτείτο η αναφορά στην απόφαση του συνόλου της προσαχθείσας μαρτυρίας ή κάθε πτυχής της. Όπως λέχθηκε στην Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39:
«Ότι (sic) απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου».
Εν προκειμένω, η εκκαλούμενη απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη.
Τέλος, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια ως προς τα έξοδα. Καταλογίζονται στο Δικαστήριο διάφορες παραλείψεις, στις οποίες θα αναφερθούμε στο βαθμό και στην έκταση που κρίνουμε αναγκαίο. Καμία δε από τις αιτιάσεις που προβάλλονται δεν δικαιολογεί επέμβαση μας προς ανατροπή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το γενικό κανόνα, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως ο επιτυχών διάδικος, η Τράπεζα δικαιούτο στα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της ανταπαίτησης, εκτός αν καταφαινόταν ότι συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης, για λόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα, (βλ. Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389 και Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12). Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι έγιναν εμφανίσεις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου «με τα υπάρχοντα λανθασμένα δικόγραφα [της Τράπεζας] που περιείχαν τις υπερχρεώσεις κλπ», ότι «η ανακατασκευασμένη κατάσταση (που και πάλιν έχει υπερχρεώσεις) έγινε πρόσφατα» και η υπόθεση προχώρησε μέχρι τέλους με το ίδιο περιεχόμενο δικογράφου. Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι οι εναγόμενες, δεν διαφοροποίησαν τη στάση τους έναντι της αξίωσης της Τράπεζας μετά την κατάθεση στο Δικαστήριο της ανακατασκευασμένης κατάστασης λογαριασμού, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση υπέρ της Τράπεζας. Από τα πρακτικά δε της διαδικασίας, διαπιστώνουμε ότι μεγάλο μέρος της ακροαματικής διαδικασίας αναλώθηκε στην εκδίκαση θεμάτων που αφορούσαν στην ανταπαίτηση, η οποία συνεκδικάστηκε με την απαίτηση. Συνεπώς, κρίνουμε δίκαιη τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία, τόσο τα έξοδα της απαίτησης όσο και της ανταπαίτησης, επιδικάστηκαν υπέρ της Τράπεζας, στην αντίστοιχη κλίμακα τους, ενώ διατάχθηκε «να υπολογισθεί ένα κονδύλι εξόδων».
Δεν έχει καταδειχθεί λόγος για παρέμβαση μας προς ανατροπή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον των εφεσειουσών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου