ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:25
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 32/2021)
23 Ιουνίου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Ν.Γ.Χ.
Εφεσείων,
v.
T.L.
Εφεσίβλητης.
---------
Αλ. Αλεξάνδρου, για τον εφεσείοντα
Ηλ. Χρίστου για Ηλίας Χρίστου ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
-------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, έχοντας τελέσει πολιτικό γάμο στις 20/7/2004, ο οποίος όμως κατέρρευσε και έτσι από τις 22/10/2020 ζουν χωριστά.
Από το γάμο τους απέκτησαν τρία παιδιά, τους Γ., Λ. και Ε., οι οποίοι γεννήθηκαν το 2006, 2009 και 2013 αντίστοιχα. Οικογενειακή στέγη απετέλεσε κατοικία, ιδιοκτησίας του εφεσείοντα.
Στις 27/10/2020, το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο, στα πλαίσια μονομερούς αιτήσεως που υποβλήθηκε στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας, εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο ανατέθηκε στον εφεσείοντα η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής των τελευταίων η εκάστοτε κατοικία του εφεσείοντα στην επαρχία Πάφου.
Τα ανήλικα διαμένουν με τον εφεσείοντα στην οικογενειακή στέγη και η εφεσίβλητη σε άλλη κατοικία.
Οι μεταξύ τους σχέσεις χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία και έντονη διαμάχη με αποκορύφωμα αρκετές δικαστικές διαδικασίες, τόσο για τη γονική μέριμνα, επικοινωνία, φύλαξη και διατροφή των τέκνων τους και καταχώρηση εναρκτήριων Αιτήσεων και Ενδιάμεσων στα πλαίσια τους. Αρκεί να αναφερθεί πως την ημέρα εκδίκασης της παρούσας ήσαν ενώπιον μας και οι εφέσεις 23/21, 1/22 και 2/22,
Ο εφεσείων στα πλαίσια Αίτησης 21/2021 Δικαιοδοσία Διατροφής, καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία αξίωνε την έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο να διατάσσει την εφεσίβλητη να καταβάλλει το ποσό των €1.000 μηνιαίως, ως συνεισφορά για τη διατροφή των τριών ανηλίκων τέκνων τους.
Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο διέταξε επίδοση της αίτησης στην εφεσίβλητη, η οποία καταχώρησε ένσταση, επικαλούμενη σωρεία λόγων οι οποίοι, κατά τη θέση της καθιστούσαν την αίτηση απαράδεκτη αναφορικά με το ύψος των απαιτούμενων εξόδων διατροφής και τα κατ' ισχυρισμό μειωμένα εισοδήματα του εφεσείοντα.
Σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα απαιτείτο ποσό €2.700 περίπου για την κάλυψη των μηνιαίων αναγκών των ανηλίκων προσδιορίζοντας τα επί μέρους κονδύλια τα οποία ήταν απαραίτητα για τη διατροφή, ένδυση-υπόδυση φροντιστήρια, έξοδα σχολείου, καθημερινά έξοδα όπως και άλλα απρόβλεπτα.
Αποτέλεσε ισχυρισμό του ότι τα δικά του εισοδήματα ανέρχονται στο ποσό των €1.500 μηνιαίως ενώ αυτά της εφεσίβλητης, η οποία διατηρεί ινστιτούτο αισθητικής υπερβαίνουν το ποσό των €3.000-€3.500 μηνιαίως.
Αντίθετα ήταν βέβαια η εκδοχή της εφεσίβλητης η οποία υπολογίζει τα απαιτούμενα έξοδα διατροφής των ανηλίκων παιδιών στο ποσό των €265 για ένα έκαστον των δύο μεγαλύτερων αγοριών και €165 για τη μικρή τους θυγατέρα, η οποία δεν έχει έξοδα φροντιστηρίων ούτε έξοδα για ψυχαγωγία ήτοι σύνολο €650. Υποστήριξε επίσης πως ο εφεσείων ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου, κερδίζει από την εργασία του το ποσό των €4.000 μηνιαίως και περαιτέρω εισπράττει αρκετά μεγαλύτερα ποσά ως ενοίκια από ακίνητα των οποίων είναι ιδιοκτήτης και ενοικιάζει σε τρίτα πρόσωπα.
Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο αφού άκουσε την αίτηση, στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων και των αγορεύσεων τους, έκρινε πως το ποσό των €450.- μηνιαίως ενέπιπτε εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της εφεσίβλητης ως συνεισφορά της για τη διατροφή των ανηλίκων μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης και εξέδωσε σχετικό προσωρινό διάταγμα.
Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τους δύο πρώτους χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η κρίση του στον καθορισμό του ποσού των €450, το οποίο διατάχθηκε η εφεσίβλητη να καταβάλλει και το οποίο θεωρείται ανεπαρκές και μικρό για τις ανάγκες τριών ανήλικων παιδιών.
Στις ίδιες παραμέτρους κινείται και ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο υποστηρίζεται πως δεν εκτιμήθηκαν ορθά αλλά αντίθετα υποβαθμίστηκαν οι ανάγκες των ανηλίκων.
Λόγω του αλληλένδετου του θέματος που πραγματεύονται οι δυο αυτοί λόγοι εξετάζονται μαζί. Τόσο με την προταθείσα αιτιολογία όσο και το περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, γίνεται αποδεκτό πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε τις αρχές και προϋποθέσεις για έκδοση του προσωρινού διατάγματος καθώς και τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής, πλην όμως κατ' ισχυρισμό, τα εφάρμοσε λανθασμένα.
Ουσιαστικά εκείνο που αμφισβητείται, είναι ο καθορισμός του ποσού στο ύψος των €450, το οποίο το Δικαστήριο διέταξε να καταβάλλεται από την εφεσίβλητη.
Κρίνουμε πως το παράπονο του εφεσείοντα δεν ευσταθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει στην απόφαση του αναφέρθηκε στα σχετικά άρθρα του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/1990) και ιδίως τα Άρθρα 33 και 37 τα οποία καθορίζουν την υποχρέωση διατροφής από κοινού των τέκνων τους, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες τους. Επεσήμανε και είναι έκδηλο από την απόφαση πως το ποσό αυτό, αφορά τη συνεισφορά της εφεσίβλητης. Και όχι το συνολικό ποσό το οποίο απαιτείται για τη διατροφή των ανηλίκων. Στο οποίο, συνολικό ποσό, οφείλει να συνεισφέρει και ο εφεσείων.
Το Άρθρο 33(1) του Ν. 216/90 προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν τα τέκνα τους από κοινού, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, ενώ το άρθρο 37 προσδιορίζει τα αναγκαία στοιχεία του όρου διατροφή.
Συνεπώς ο εφεσείων δεν μπορεί να εξαιρεθεί της υποχρέωσης διατροφής των τέκνων του, αφού στόχος των γονέων πρέπει να αποτελεί η ευημερία και το συμφέρον των παιδιών. Το Δικαστήριο δεν καθόρισε το ποσό των €450 ως το αναγκαίο και επαρκές για τη διατροφή των τέκνων, αλλά όπως ανωτέρω αναφέραμε, το ύψος της συνεισφοράς της εφεσίβλητης στις ανάγκες των παιδιών τους.
Ούτε, ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο, στα πλαίσια της εκδίκασης προσωρινού διατάγματος, να υπεισέλθει στις εκατέρωθεν αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων και να τις εξετάσει. Η διεργασία αυτή θα επιτελεστεί κατά την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης όπου και θα σταθμιστούν τόσο οι ανάγκες των παιδιών όσο και οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων και κατ' ακολουθίαν η συνεισφορά του καθενός.
Συνεπώς κρίνεται ορθή και εύλογη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αποτέλεσμα οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης να κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης εκφράζεται η δυσφορία για την άνευ αιτιολογίας επιδίκαση μόνο του ½ των εξόδων εναντίον της εφεσίβλητης, αντί του συνόλου αυτών.
Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, με βάση τα γεγονότα και κυρίως το αποτέλεσμα της δίκης. Ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται των εξόδων, εκτός εάν συντρέχει ικανός προς τούτο λόγος. (Μενοίκου ν. Χριστοδουλίδη (2004) 1 (Γ) ΑΑΔ 174). Ο εφεσείων πέτυχε στην έκδοση διατάγματος και επιδικάστηκαν υπέρ του έξοδα στο ήμισυ αυτών, Όπως το Δικαστήριο εξηγεί «στη βάση της πιο πάνω κατάληξης» εννοώντας της επιδίκασης ποσού €450 μηνιαίως αντί του αξιούμενου €1.000, οδηγήθηκε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, την οποίαν κρίνουμε εύλογα επιτρεπτή.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/Κασ