ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Δημήτρης Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης amp;amp;amp; Co LLC και για Α. Κυπρίζογλου amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Μενέλαος Κυπριανού για Μιχαλάκης Κυπριανού amp;amp;amp; Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-06-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΡΚΑΡΗ v. ΜΑΡΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2014, 14/6/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D240

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2014)

 

14 Ιουνίου, 2022

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΡΚΑΡΗ,

                                                                Εφεσείοντα

v.

 

ΜΑΡΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ,

                   Εφεσίβλητου.

___________________

Δημήτρης Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης & Co LLC και για              Α. Κυπρίζογλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Μενέλαος Κυπριανού για Μιχαλάκης Κυπριανού & Συνεργάτες, για  τον Εφεσίβλητο.

____________________

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

   ΠΑΝΑΓΗ, Π.:-  Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας (ενάγοντας) καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας αποζημιώσεις για ιατρική αμέλεια που απέδωσε στον εφεσείοντα-εναγόμενο ειδικό χειρουργό ορθοπεδικό-τραυματολόγο (εναγόμενος), για βλάβες που ισχυρίστηκε ότι υπέστη συνεπεία χειρουργικής επέμβασης.  Δικαιώνοντας τον ενάγοντα, το Δικαστήριο του επιδίκασε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκο και δικηγορικά έξοδα.  Ασκήθηκε τότε έφεση από τον εναγόμενο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το Εφετείο, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012)1 ΑΑΔ 1493, διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης επί όλων των θεμάτων.  

 

Δικογραφημένη θέση του ενάγοντα ήταν ότι περί τις 25.11.1998 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση οπίσθιου χιαστού από τον εναγόμενο και συνεπεία αμελών πράξεων και/ή παραλείψεων του τελευταίου, τις οποίες εξειδίκευσε, υπέστη σοβαρές βλάβες, ήτοι στο κνημιακό νεύρο στην περιοχή του γονάτου, στο αισθητικό νεύρο και παράλυση του μυός.  Οι βλάβες αυτές εντοπίστηκαν, μετά από ένα χρόνο, στις 25.11.1999, όταν ο ενάγοντας επισκέφθηκε το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής και υποβλήθηκε σε ηλεκτρομυογράφημα.  Διαζευκτικά ο ενάγοντας επικαλέστηκε την αρχή του res ipsa loquitur.  

 

Με την υπεράσπιση του ο εναγόμενος παραδέχτηκε ότι υπέβαλε τον ενάγοντα σε χειρουργική επέμβαση οπίσθιου χιαστού συνδέσμου και έσω μηνίσκου, λόγω μεγάλης αστάθειας του δεξιού γόνατος, ως αποτέλεσμα τροχαίων δυστυχημάτων που ο ενάγοντας είχε στο παρελθόν.  Αρνήθηκε, όμως,  όλες τις λεπτομέρειες αμέλειας που του καταλόγισε ο ενάγοντας, ισχυριζόμενος ότι προτού προβεί στην χειρουργική επέμβαση υπέβαλε τον ενάγοντα σε όλες τις απαιτούμενες προετοιμασίες και ενήργησε ορθώς και δεόντως για την περίθαλψη του, ως ιατρός και ως ένας επιδέξιος επιστήμονας.  Η επέμβαση έγινε μελετημένα με σύγχρονες μεθόδους και με όλα τα αναγκαία εργαλεία.  Ο ενάγοντας, τόσο κατά την επέμβαση όσο και μετά, δεν παρουσίασε συμπτώματα πέραν αυτών που φυσιολογικά αναμένονταν.  Μέχρι και την 3.3.1999 που ο ενάγοντας ακολουθούσε τις μετεγχειρητικές οδηγίες του, δεν παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα. Τα δε αποτελέσματα ηλεκτρομυογραφήματος και μαγνητικής τομογραφίας στα οποία αυτός υπεβλήθη, κατόπιν οδηγιών του, ήταν καλά.  Ο εναγόμενος απέδωσε τις βλάβες του ενάγοντα, αν υπήρχαν, σε τραυματισμό και/η συμπίεση και/ή φυσιολογικό και/ή παθολογικό εκφυλισμό των νεύρων, ινών και γενικώς των μαλακών μορίων, που οφείλονταν σε δυστύχημα που είχε το 1979 και/ή σε άλλα δυστυχήματα.  Ισχυρίστηκε, διαζευκτικά, ότι οι εν λόγω βλάβες προξενήθηκαν λόγω μεταγενέστερων χειρουργικών  επεμβάσεων στις οποίες είχε υποβληθεί ο ενάγοντας σε νοσοκομεία του εξωτερικού, στις 6.9.2000, 10.11.2000 και 2.1.2003.  

 

Κατά την επανεκδίκαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα και των μαρτύρων του, καταλήγοντας σε εύρημα ότι ο ενάγοντας υπέστη μόνιμη βλάβη στο κνημιαίο νεύρο του δεξιού ποδιού κατά τη διάρκεια της επέμβασης στην οποία τον είχε υποβάλει ο εναγόμενος στις 25.11.1998 για αποκατάσταση του οπίσθιου χιαστού στο δεξί πόδι. Ακολούθως, απασχόλησε το Δικαστήριο η εισήγηση της πλευράς του ενάγοντα, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούσαν την εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur, εφόσον ο ενάγοντας και οι μάρτυρες του δεν γνώριζαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η χειρουργική επέμβαση από τον εναγόμενο.  Εξέτασε και την αντίθετη θέση του εναγόμενου, ότι η προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντα η οποία αποσκοπούσε στην απόδειξη λεπτομερειών αμέλειας εναντίον του, απέκλειε τη δυνατότητα εφαρμογής της πιο πάνω αρχής.

 

Αποδεχόμενο τη θέση του ενάγοντα, το Δικαστήριο  κατέληξε ότι τα ενώπιον του στοιχεία δικαιολογούσαν την εφαρμογή της αρχής.  Συνακόλουθα, το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στον εναγόμενο για να αποδείξει ότι η βλάβη που προκλήθηκε στο κνημιαίο νεύρο του δεξιού γόνατος του ενάγοντα κατά την εγχείρηση, δεν οφειλόταν στη δική του αμέλεια.  Κρίνοντας ότι ο εναγόμενος δεν απέσεισε το βάρος αυτό, το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur  και στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, κατέληξε σε εύρημα ότι ο εναγόμενος ήταν αμελής κατά την εγχείρηση στην οποία υπέβαλε τον ενάγοντα.  Έκρινε τον εναγόμενο υπεύθυνο αμελείας και για τον ανεξάρτητο, πρόσθετο λόγο ότι δεν προειδοποίησε τον ενάγοντα για πιθανούς κινδύνους πριν από την εγχείρηση. Στη βάση δε των ευρημάτων του, το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του ενάγοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, τόκο και δικηγορικά έξοδα.

 

Η έφεση που άσκησε ο εναγόμενος, προωθήθηκε στη βάση επτά λόγων έφεσης.  Στην εξέταση των λόγων έφεσης θα ακολουθήσουμε, όπου είναι δυνατό, τη σειρά με την οποία προβάλλονται στην ειδοποίηση έφεσης. 

 

Ως εναρκτήριο σημείο εξέτασης της έφεσης, μπορούμε να πάρουμε το πρώτο ερώτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, ήτοι ο χρόνος που προκλήθηκε η βλάβη στο κνημιαίο νεύρο, για το οποίο κατέληξε ότι ήταν κατά τη διάρκεια της επίδικης χειρουργικής επέμβασης, ως έχει ήδη αναφερθεί.  Το εύρημα του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στην αξιόπιστη μαρτυρία του ενάγοντα, ότι δεν είχε συμπτώματα βλάβης του κνημιαίου νεύρου πριν από την επέμβαση, ενώ τα ένιωσε αμέσως όταν ξύπνησε από ολική νάρκωση.  Επιπλέον, οι προβαλλόμενες από τον εναγόμενο θέσεις ότι η βλάβη στο νεύρο οφειλόταν σε άλλη αιτία απορρίφθηκαν, ενώ καμία μαρτυρία από αυτή που παρουσιάστηκε,  δεν απέκλεισε την ύπαρξη βλάβης στο κνημιαίο νεύρο.

 

Το εύρημα του Δικαστηρίου προσβάλλεται μέσω του τέταρτου λόγου έφεσης, ο οποίος στρέφεται κατά της ορθότητας της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι ο τραυματισμός στο κνημιαίο νεύρο του δεξιού γόνατος του ενάγοντα οφειλόταν σε πράξεις και παραλείψεις του εναγομένου.  Και αυτό,  παρά το ότι ο ενάγοντας δεν στοιχειοθέτησε και δεν ήταν δυνατό να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκ μέρους του εναγόμενου με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία.    Συναφές με τον λόγο αυτό, είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα αξιολόγησε τον Δρα Νίκο Ιωάννου (ΜΕ4) ως αξιόπιστο μάρτυρα, παρά το ότι, κατά την εισήγηση, με εμφανέστατο τρόπο προσπαθούσε να βοηθήσει τον ενάγοντα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εισήγηση, ο ΜΕ4 «είχε πλήρη αποδεδειγμένη άγνοια της τεχνικής της επίδικης χειρουργικής επέμβασης και δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει την εκδοχή πως η βλάβη στο σαφηνές και κνημιαίο νεύρο στο δεξί πόδι του [ενάγοντα]  προκλήθηκε λόγω τραυματισμού από χειρουργική αρίδα, την οποία χρησιμοποίησε ο [εναγόμενος] κατά την επίδικη χειρουργική επέμβαση».

 

Ο ιατρός ΜΕ4, με ειδίκευση στην ορθοπεδική χειρουργική,  κρίθηκε από το Δικαστήριο, όχι μόνο ως αξιόπιστος αλλά και ως ειδικός εμπειρογνώμονας για τα όσα κατέθεσε.  Όπως περιγράφει το Δικαστήριο, συνοψίζοντας τη μαρτυρία του, ήταν κατηγορηματικός ότι κάτι πήγε στραβά στην χειρουργική επέμβαση, με βάση το ιστορικό του ενάγοντα και με δεδομένο ότι πριν την εγχείρηση δεν υπήρχε βλάβη στο κνημιαίο νεύρο.  Από τη δική του εξέταση, δεν είχε αμφιβολία ότι ο ενάγοντας υπέστη νευρολογική βλάβη που εστιαζόταν στο πίσω τμήμα του γόνατος, επί του κνημιαίου νεύρου. 

 

Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η μαρτυρία του ΜΕ4 «ήταν προϊόν της επιστημονικής του κατάρτισης, αλλά και της πολύχρονης εμπειρίας του (από το 1969) ως ορθοπεδικός ιατρός μετέχοντας στο Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου.  Διαφάνηκε πως,  έστω και αν ο ίδιος διαφωνεί με τη χειρουργική επέμβαση οπίσθιου  χιαστού, κατέχει τις γνώσεις για την εν λόγω χειρουργική επέμβαση», εξηγώντας τον λόγο γιατί ο ίδιος δεν συστήνει τέτοιες επεμβάσεις, επικαλούμενος και τη βιβλιογραφία. Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο θεώρησε πως «το γεγονός ότι ο ίδιος δεν προβαίνει σε χειρουργική επέμβαση, για αποκατάσταση της ρήξης οπίσθιου χιαστού μέσω τεχνικής μεθόδου, δεν οδηγεί αυτόματα στη μη αποδοχή, γενικότερα της μαρτυρίας του».

 

Προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας του ΜΕ4 αποκαλύπτει ότι είχε υπόψη τα ευρήματα άλλων ιατρών όπως, για παράδειγμα, του          Δρα Κυριάκου Ανδρέου, τα οποία επικαλέστηκε ο εναγόμενος προς υποστήριξη των θέσεων του και τέθηκαν στον ΜΕ4 κατά την αντεξέταση. Επιβεβαιώνει δε και τη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον μάρτυρα ότι «παρά τη μακρά αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε, ο μάρτυρας παρέμεινε συνεπής και πάντοτε επεξηγηματικός στις θέσεις του.  Έδινε εξηγήσεις με θεωρητικό υπόβαθρο και χωρίς περιστροφές.», ικανοποιώντας το Δικαστήριο πως κατάθεσε αμερόληπτα και αντικειμενικά ό, τι γνώριζε ως ορθοπεδικός ιατρός. Σημειώνουμε την κατηγορηματική θέση του μάρτυρα για το πότε προκλήθηκε το τραύμα στο κνημιαίο νεύρο, προκληθείς κατά την αντεξέταση ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει τι ήταν που προκάλεσε τα προβλήματα υγείας του ενάγοντα, εφόσον δεν είχε γνώση ο ίδιος ως θεράπων ιατρός πριν και μετά την επίδικη επέμβαση: «Παίρνοντας πλήρες ιστορικό. Λαμβάνοντας υπόψη ακόμα και τα εργαστηριακά νευρολογικά ενοχλήματα. 2-3 μήνες έγιναν από την κα Ζαμπά, συμπεραίνω ότι όλα τα ενοχλήματα άρχισαν αμέσως μετά την εγχείρηση και ότι κανένα από αυτά τα ενοχλήματα προϋπήρχε.  Καταλήγω ότι, ό, τι έγινε, έγινε κατά τη διάρκεια της εγχείρησης». 

 

Η καίρια θέση του εναγόμενου,  ότι ήταν αδύνατο να προκλήθηκε ζημιά στο κνημιαίο νεύρο από την αρίδα που χρησιμοποίησε κατά την επέμβαση διότι, ανατομικά, θα έπρεπε πρώτα να πληγεί η ιγνυακή αρτηρία και η ιγνυακή φλέβα, κάτι που δεν έγινε, όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, δεν τέθηκε στον ΜΕ4 παρά τη θέση του ότι κάτι πήγε στραβά κατά την εγχείρηση, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην πλευρά του ενάγοντα για να την αντικρούσει. Βέβαια, έχοντας αποτύχει να πείσει το Δικαστήριο ότι θα ήταν ασφαλές να κριθεί αξιόπιστος, όπως κατωτέρω θα αναφέρουμε, η ως άνω θέση του εναγόμενου παρέμεινε, εν πάση περιπτώσει, μετέωρη. 

 

Δεν παραβλέπουμε, ότι με τον δεύτερο λόγο έφεσης, επανατίθεται ενώπιον του Εφετείου η εισήγηση του συνηγόρου του εναγόμενου, κατά την τελική του αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο ΜΕ4 παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση ότι η προσθοπίσθια αστάθεια στο κνημιαίο νεύρο, όταν συνεχίζει επί μακρόν χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμό του κνημιαίου νεύρου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε τέτοια μαρτυρία.  Έχοντας δε διαπιστώσει ότι η εισήγηση στερείτο πραγματικού ερείσματος, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να της αποδώσει οποιαδήποτε άλλη σημασία, όπως υποστηρίζει τώρα ο εναγόμενος.   Παρά ταύτα,  έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία του ΜΕ4, διαπιστώνουμε ότι αντίθετα με την εισήγηση του συνηγόρου του εναγόμενου, ήταν σαφής η θέση του ΜΕ4 ότι «Ουδεμία βλάβη και συνέπεια επί του κνημιαίου νεύρου η παρατεταμένη αστάθεια».

 

Στα πλαίσια της αιτιολογίας του τέταρτου λόγου έφεσης γίνεται πολύς λόγος αναφορικά με τις διαπιστώσεις του Δρα Ανδρέου, ο οποίος είχε εξετάσει τον ενάγοντα στο παρελθόν, σε ιατρικό πιστοποιητικό του ημερομηνίας 25.5.1979 (Τεκμήριο 8) και τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πρώτη ακρόαση της υπόθεσης, προκειμένου να αποδειχθεί ότι πολλά από τα συμπτώματα που νιώθει ο ενάγοντας και, πιθανό, η βλάβη στο κνημιαίο νεύρο, προκλήθηκαν από τον τραυματισμό του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα το 1979. Ο Δρ. Ανδρέου δεν κατάθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια της επανεκδίκασης. 

 

Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η μαρτυρία αυτή δεν αναιρέθηκε με άλλο αντικειμενικό εύρημα του Δικαστηρίου ή άλλη μαρτυρία.  Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι.  Οι διαπιστώσεις του Δρα Ανδρέου ως προς τις βλάβες που υπέστηκε ο ενάγοντας και τη συμπτωματολογία που παρουσίαζε, τέθηκαν υπόψη του ΜΕ4 για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση, ο οποίος ανέφερε ότι δεν διαφοροποιούσαν τα δικά του ευρήματα.  Ερωτηθείς ειδικά σε σχέση με την αναφορά στο Τεκμήριο 8 για πρόβλημα στη βάδιση και στο βηματισμό χωλότητα, αν εξακολουθούσε να επιμένει ότι η αναπηρία «όσον αφορά αυτό το κομμάτι τουλάχιστον σχετίζεται με την επίδικη επέμβαση», ο ΜΕ4 απάντησε καταφατικά, και ότι ο Δρ Ανδρέου «ουδεμία αναφορά κάνει.σε παραλύσεις του άκρου ποδός. Η χωλότητα που αναφέρει.και η οποία ήταν συνεπεία του κατάγματος αφορούσε τον τρόπο βάδισης από της πλευράς του γόνατος.  Είναι εντελώς διαφορετικό», εξηγώντας περαιτέρω ότι η χωλότητα η οποία αναφέρεται στο Τεκμήριο 8 είναι αποτέλεσμα πολλών βλαβών, ενώ «η παρούσα χωλότητα» του ενάγοντα οφείλεται στην αδυναμία του «να εγείρει κατά τη βάδιση τη φτέρνα του.  Και αυτό λόγω βλάβης του κνημιαίου νεύρου και παραλύσεως των μυών».  Για κάποιες άλλες βλάβες/συμπτώματα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 8, τα οποία αποτελούσαν και δικές του διαπιστώσεις, ανέφερε ότι δεν ήταν λόγω της κάκωσης του κνημιαίου νεύρου.  Ενδεικτικά παραδείγματα είναι η αδυναμία του ενάγοντα για βαθύ κάθισμα και η δυσκαμψία στην κίνηση του δεξιού γόνατος.  Από το πλήρες δε ιστορικό του ενάγοντα και τις εκθέσεις που είχαν ετοιμαστεί, ήταν η θέση του ΜΕ4 ότι ο ενάγοντας ουδέποτε, πριν από την επίδικη χειρουργική επέμβαση, είχε ενοχλήματα τα οποία μπορούσαν να αποδοθούν σε νευρολογική βλάβη, αναφέροντας χαρακτηριστικά «Ούτε ο κος Ανδρέου, ούτε κανένας άλλος που εξέδωσε έκθεση ή εξέτασε τον άρρωστο αναφέρει έστω και την παραμικρή συμπτωματολογία που να αποδίδεται σε βλάβη του κνημιαίου νεύρου».  Απέδωσε τα ενοχλήματα που ο ενάγοντας είχε για πρώτη φορά μετά από τη χειρουργική επέμβαση, σε νευρολογική βλάβη, γνώμη η οποία επιβεβαιώθηκε, είπε, από τις εκθέσεις της νευροφυσιολόγου, Δρος Ελένης Ζαμπά.

 

Δεν παραβλέπουμε τη θέση του εναγόμενου ότι το Δικαστήριο αγνόησε τη μαρτυρία της Δρος Αγγέλας Κατωδρύτου (ΜΕ3), με βάση έκθεση που ετοίμασε (Τεκμήριο 4) μετά που υπέβαλε τον ενάγοντα σε μαγνητική τομογραφία, ότι δεν διαφάνηκε οποιοσδήποτε τραυματισμός στο κνημιαίο νεύρο. Κατ' ακρίβεια, η σαφής τοποθέτηση της μάρτυρος, καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου,  ήταν ότι η μαγνητική τομογραφία δεν επιβεβαιώνει ούτε αποκλείει μια μέση παροδική βλάβη λόγω πίεσης από οτιδήποτε, «Άρα στους ιστούς της περιοχής δεν μπορεί να αποκλείσει μια βλάβη που υπέστηκε το νεύρο».  Ερωτηθείσα δε, ποια μέθοδος είναι πιο κατάλληλη για τη διερεύνηση τυχόν βλάβης σε κνημιαίο νεύρο, η μαγνητική τομογραφία ή ηλεκτρομυογράφημα, εξήγησε πως η πλέον αξιόπιστη μέθοδος είναι το ηλεκτρομυογράφημα. 

 

Ο ενάγοντας υποβλήθηκε σε τέτοια εξέταση, ηλεκτρομυογραφήματος,  στις 25.11.1999, από την Δρα Ε. Ζαμπά (ΜΕ2), νευροφυσιολόγο, ειδική στα ηλεκτρομυογραφήματα, η οποία διαπίστωσε σοβαρή βλάβη στο κνημιαίο νεύρο στο ύψος του ιγνυακού βόθρου που βρίσκεται στην περιοχή πίσω από το γόνατο, καθώς και στο σαφηνές νεύρο, του δεξιού ποδιού.  Η εξέταση αυτή, όπως εξήγησε η μάρτυρας,  δεν μπορεί να καθορίσει πότε έγινε η βλάβη, παρά μόνο η κλινική πληροφορία από πότε άρχισαν τα συμπτώματα.

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του τέταρτου λόγου έφεσης, προβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναιτιολόγητα αγνόησε τη μαρτυρία του Γιώργου Αστρογένους, φυσιοθεραπευτή (ΜΥ2), από την οποία συμπεραίνεται ότι ο μάρτυρας αυτός, ο οποίος είδε τον ενάγοντα δύο μήνες μετά την επίδικη χειρουργική επέμβαση, δεν παρατήρησε να υποφέρει ο ενάγοντας από παράλυση ποδιού από το γόνατο και κάτω λόγω βλάβης στο δεξί κνημιαίο νεύρο και ότι σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, λόγω της εμπειρίας του ως φυσιοθεραπευτής, θα μπορούσε να διακρίνει μια τέτοια παράλυση. Το Δικαστήριο, το οποίο είχε το ευεργέτημα να παρακολουθήσει τον μάρτυρα ενόσω κατάθετε ενώπιον του, δεν ικανοποιήθηκε ότι ο ΜΥ2 κατάθεσε για την αλήθεια, ελεύθερα και χωρίς επηρεασμό. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, όμως, για το ζήτημα.  Το παράπονο του εναγόμενου συναρτάται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 από το Δικαστήριο η οποία, όμως, δεν έχει οποιαδήποτε συνάφεια με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης. Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης, δεν δικαιολογείται η εξέταση του παραπόνου του εναγόμενου από το Εφετείο, (βλ. Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012, ημερ. 22.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479 και Γ.Π.Β ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 5/2020, ημερ 30.7.2021).  Μέσα από την γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του εναγομένου προσβάλλεται και η αξιολόγηση από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του ενάγοντα, ζήτημα το οποία επίσης δεν μπορεί να απασχολήσει το Εφετείο εφόσον η ορθότητα της αξιολόγησης δεν προσβάλλεται με την έφεση. 

 

Ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Ο εναγόμενος παραπονείται, επίσης, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη επαρκώς και/ή καθόλου το σύνολο της μαρτυρίας που προσκόμισε η υπεράσπιση, για να μπορέσει να προβεί στην ορθή και ολοκληρωμένη αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι διάδικοι και να εξαγάγει τα ορθά και αιτιολογημένα υπό τις περιστάσεις συμπεράσματα.   Στην αιτιολογία του λόγου γίνεται εκτενής αναφορά σε μαρτυρία του εναγόμενου, την οποία το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, δεν έλαβε υπόψη, και η οποία δεν αμφισβητήθηκε ή κλονίστηκε από άλλη μαρτυρία ή δεν αναιρέθηκε με άλλο αντικειμενικό εύρημα του Δικαστηρίου. 

 

Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται ότι το Δικαστήριο διεξήλθε τη μαρτυρία του εναγόμενου με κάθε προσοχή, μέσα από το σύνολο της οποίας ο εναγόμενος «άφησε αρνητική εντύπωση και δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι θα ήταν ασφαλές να κριθεί αξιόπιστος», επεξηγώντας, το Δικαστήριο, τους λόγους.  Μελετήσαμε τη μαρτυρία στην οποία παράπεμψε ο εναγόμενος με ιδιαίτερη προσοχή έχοντας πάντα κατά νου τις θέσεις και εισηγήσεις του και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα. Παρατηρούμε, επίσης, ότι στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του εναγόμενου εγείρεται για πρώτη φορά και αναπτύσσεται εκτενώς με αναφορά σε κάθε ένα από τους λόγους για τους οποίους ο εναγόμενος κρίθηκε αναξιόπιστος, ότι το εύρημα του Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας  του εναγόμενου είναι εσφαλμένο.  Η θέση αυτή καμία συνάρτηση δεν έχει με τον λόγο έφεσης και την αιτιολογία του και συνακόλουθα ούτε αυτή μπορεί να μας απασχολήσει.

 

Συναφές με τον πέμπτο λόγο έφεσης, είναι ο έκτος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κατά τρόπο μεροληπτικό καθότι παρέλειψε να λάβει υπόψη του τμήμα της μαρτυρίας του ενάγοντα και του εναγόμενου, καθώς και των μαρτύρων τους, το οποίο αν λαμβανόταν υπόψη, θα οδηγούσε στην απόρριψη της αγωγής.  Προς υποστήριξη του λόγου, οι συνήγοροι του εναγόμενου, στο περίγραμμα αγόρευσης τους, υιοθετούν τα όσα ανέπτυξαν αναφορικά με την αξιοπιστία του ενάγοντα και των μαρτύρων, καθώς και την επιχειρηματολογία τους στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης σε σχέση με την μη αποδοχή της μαρτυρίας του εναγόμενου από το Δικαστηρίου ως αξιόπιστη.  Τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη εξεταστεί και οι θέσεις του εναγόμενου έχουν απορριφθεί.  Συνακόλουθα, ούτε ο έκτος λόγος έφεσης μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Στην ακρόαση της έφεσης, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε την αρχή res ipsa loquitur, καθότι αυτό δεν επιτρεπόταν από τον τρόπο χειρισμού και παρουσίασης της υπόθεσης του ενάγοντα κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία.  Ο λόγος αυτός συμπλέκεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται με ίδιαν αιτιολογία, ότι η αποτυχία του ενάγοντα να προσκομίσει πειστική μαρτυρία ώστε να αποδείξει την αμέλεια του εναγόμενου, έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη της απαίτησης και δεν έπρεπε να ασχοληθεί με την εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο δικαιολογείτο η εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur αφού αποφάσισε πρώτα ότι δεν αποδείχθηκαν οποιεσδήποτε από τις λεπτομέρειες αμέλειας που αποδίδονταν στον εναγόμενο διότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία εμπειρογνωμόνων προς απόδειξη ότι συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη του εναγόμενου συνιστούσε αμέλεια η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη βλάβη στο κνημιαίο νεύρο.

 

Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, αποφάσισε ότι η εφαρμογή της εν λόγω αρχής δικαιολογείτο από τα ενώπιον του στοιχεία, ήτοι το εύρημα του ότι ο ενάγοντας πριν από την επίδικη χειρουργική επέμβαση δεν είχε βλάβη στο κνημιαίο νεύρο, αλλά αυτή προκλήθηκε κατά την επέμβαση.  Επίσης, ο ενάγοντας κατά την χειρουργική επέμβαση δεν μπορούσε να γνωρίζει τα γεγονότα που επέφεραν την βλάβη επειδή βρισκόταν κάτω από πλήρη νάρκωση.  Σχετικά με το τελευταίο, παρέπεμψε στην απόφαση του Εφετείου με την οποία διατάχθηκε η επανεκδίκαση, στην οποία λέχθηκε «.η εφαρμογή της πιο πάνω αρχής δεν μπορεί να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει τα γεγονότα που επέφεραν τη βλάβη».  Άλλο στοιχείο ήταν ότι η επέμβαση έγινε με τη μέθοδο της Arthrex για την οποία είχε γνώσει μόνο ο εναγόμενος και τέλος, η μαρτυρία που προσκομίστηκε από την πλευρά του ενάγοντα, δεν αποσκοπούσε στην απόδειξη ιατρικής αμέλειας εκ μέρους του εναγόμενου.

 

Υποστηρίζεται, ιδιαίτερα, από τον εναγόμενο, ότι ο ενάγοντας επέλεξε να παραθέσει λεπτομέρειες αμελείας στην έκθεση απαίτησης και να προσαγάγει μαρτυρία προς υποστήριξη της θέσης του, ήτοι του ενάγοντα και ιατρών μαρτύρων, ιδιαίτερα του Δρ. Νίκου Ιωάννου (ΜΕ4), στην οποία παραπέμπει. Αυτή η επιλογή απέκλειε τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής res ipsa loquitur.

 

Όσον αφορά τη μαρτυρία του ενάγοντα, ο εναγόμενος παραπέμπει στην αντεξέταση του, σε σχέση με εξέταση ηλεκτρομυογραφήματος στην οποία τον είχε υποβάλει κάποιος κ. Χριστοδούλου.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας:

 

«Α. Ο κ. Χριστοδούλου μου έκαμε το ηλεκτρομυογράφημα και ήβρε ότι υπάρχει βλάβη σοβαρή στο οπίσθιο κνημιαίο νεύρο.

Ε. Βρήκε από ου (sic) προερχόταν αυτή η βλάβη η σοβαρή στο κνημιαίο νεύρο;

Α. Πόθεν προήλθε δηλαδή;

Ε. Ναι.

Α. Κοίταξε, αυτό το πράγμα προήλθε από την εγχείρηση που μου έκαμε ο Μάρκαρης στον οπίσθιο χιαστό.

[..]

Α. Είπε μου ο Λιασίδης, ο Λιασίδης με παράπεμψε στο Χριστοδούλου, είπε μου ότι εν που το τρυπάνι που τρύπησε στο κονδυλωτό του γονάτου και επήε στο οπίσθιο κνημιαίο νεύρο του γονάτου, νεύρωμα το οποίο αποδείχθηκε εν συνέχεια 25 εκατοστά».

 

Από τη μαρτυρία του ΜΕ4, οι παρατηρήσεις του εναγόμενου εστιάζονται, κυρίως, σε ιατρικό πιστοποιητικό που αυτός εξέδωσε, ημερομηνίας 26.11.2004 (Τεκμήριο 6), το οποίο καταλήγει με το  συμπέρασμα:

«.ότι κατά τη διάρκεια της εγχείρησης του κνημιαίου νεύρου που διέρχεται αμέσως όπισθεν του κνημιαίου κόνδυλου ετραυματίσθη από την αρίδα του τρυπανιού με το οποίο διανοίχτηκε το τούνελ-σύραγγα εντός του κνημιαίου κονδύλου». 

 

Στο ίδιο πιστοποιητικό καταγράφεται, επίσης:

«Εκ των ιατρικών εκθέσεων και του ιστορικού όπως και από τα ευρήματα μου κατά την κλινική εξέταση κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κατά την διάρκεια της εγχείρησης του κνημιαίου νεύρο που διέρχεται αμέσως όπισθεν του κνημιαίου κονδύλου ετραυματίσθη από την αρίδα του τρυπανιού με το οποίο διανοίχτηκε το τούνελ-σύραγγα εντός του κνημιαίου κονδύλου. Η φορά της σήραγγας είναι από την πρόσθια έσω επιφάνεια του κονδύλου προς τα άνω και οπίσω μέχρι της διάτρησης του φλοιού του έσω κονδύλου προς τα οπίσω.  Όταν η αρίδα διατρυπά τον οπίσθιο φλοιό και όπως σπρώχνεται από τον χειρουργό, εισέρχεται απότομα εντός των όπισθεν του φλοιού μαλακών μορίων με κίνδυνο βέβαια τραυματισμού πολύ σοβαρών μεγάλων αγγείων και νεύρων. Ακριβώς για αποφυγή μιας τέτοιας επιπλοκής στις εγχειρήσεις αυτές πρέπει να χρησιμοποιείται ειδικό εργαλείο που προστατεύει από την απότομη έξοδο της αρίδας (π.χ. Hewson drill guide) ή τοποθετείται το δάκτυλο του χειρουργού στο σημείο που αναμένεται να εξέλθει η αρίδα.

Δεν γνωρίζω τι εχρησιμοποιήθει και πως προστατεύτηκαν τα αγγεία και νεύρα της ιγνύος.

 

[..]

 

Ο τραυματισμός του κνημιαίου νεύρου οφείλεται είτε στη μη λήψη δια καταλλήλων εργαλειών προστασίας του νεύρου κατά τον τρυπανισμό του έσω κνημιακού κονδύλου είτε σε ανεπαρκή, περιορισμένη πείρα και επδεξιότητα του ορθοπεδικού χειρουργού για τέτοιου είδους εγχείρηση».

 

Οι αναφορές του ΜΕ4 στο εν λόγω ιατρικό πιστοποιητικό προβλημάτισαν τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, ο οποίος κατέληξε ότι η «πολλαπλή, διαζευκτική διατύπωση .δεν επιτρέπει διατύπωση ισχυρής άποψης ότι αποσκοπούσε στην απόδοση αμέλειας του Εναγόμενου.Επιπλέον, πρόκειται για γενική αναφορά».  Αυτό γιατί ο ΜΕ4 «δεν προσδιόρισε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη η οποία να αποσκοπούσε ή να συνιστούσε αμέλεια εκ μέρους του Εναγομένου.».  Η μαρτυρία του «αποσκοπούσε στην απόδειξη ότι υπήρξε βλάβη στο κνημιαίο νεύρο κατά την επέμβαση, η οποία ήταν δυνατό να επέλθει κατά την επέμβαση, και όχι προς την κατεύθυνση απόδειξης αμέλειας εκ μέρους του Εναγόμενου

 

Κατά την άποψη του εναγομένου, ο ΜΕ4 του απέδωσε, ξεκάθαρα, αμελή συμπεριφορά, η οποία θα έπρεπε να αντιπαραβληθεί από το Δικαστήριο με τη δική του βασική θέση ότι,  αν τα πράγματα είχαν συμβεί ως ισχυριζόταν ο ενάγοντας, τότε πριν προκληθεί οποιαδήποτε ζημιά στο κνημιαίο νεύρο, η χειρουργική αρίδα, με την πορεία που ακολουθούσε, θα προκαλούσε ζημιά, πρώτα, στην ιγνυακή αρτηρία και ιγνυακή φλέβα, με σοβαρή αιμορραγία και καταστροφικές συνέπειες. Αυτό, όμως, δεν προέκυψε κατά τη χειρουργική επέμβαση.  Έχουμε ήδη επισημάνει ότι η θέση αυτή, του εναγόμενου, ο οποίος κρίθηκε αναξιόπιστος, δεν υποβλήθηκε στον ΜΕ4 για να τη σχολιάσει, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.

 

Έχοντας μελετήσει το σύνολο της μαρτυρίας που προσκόμισε ο ενάγοντας, ιδιαίτερα αυτής του ΜΕ4, δεν θεωρούμε ότι αποσκοπούσε στην απόδειξη αμέλειας εκ μέρους του εναγόμενου κατά θετικό τρόπο ως προσπάθεια απόδειξης συγκεκριμένης πράξης ή παράλειψης, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά σκοπό είχε να καταδειχθεί πως προκλήθηκε βλάβη στο κνημιαίο νεύρο κατά τη διάρκεια της επέμβασης υπό περιστάσεις που να δικαιολογούν, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, την εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur.

 

 Η αρχή ή, ακριβέστερα, ο κανόνας απόδειξης res ipsa loquitur μεταφέρθηκε από το αγγλικό δίκαιο στο κυπριακό με το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει:

«55. Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την οποία αποδεικνύεται- 

(α)  O ενάγοντας στερείται γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά, και 

(β) ότι η ζημιά προκλήθηκε από ιδιοκτησία, επί της οποίας ο εναγόμενος είχε πλήρη έλεγχο, 

και κρίνεται από το Δικαστήριο ότι η επέλευση του συμβάντος που προκάλεσε τη ζημιά συνδέεται περισσότερο με το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλει εύλογη επιμέλεια παρά προς την καταβολή τέτοιας επιμέλειας, ο εναγόμενος φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν υφίστατο αμέλεια για την οποία αυτός ευθύνεται σε σχέση με το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά.»

 

Ως προς τον τρόπο εφαρμογής του κανόνα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθα απόσπασμα από την D. Skaros Enterprises Ltd v Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 496/2012, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A394:

 

 «Ο τρόπος εφαρμογής του εν λόγω κανόνα αποτέλεσε, διαχρονικά, αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία υποθέσεων, με διάφορες διατυπώσεις, σχετικά. Γίνεται ευρεία ανασκόπηση και συζήτησή τους στην εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης, ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας G.S.K. Mechanical Services Ltd κ.ά. v. Αντώνη Αντωνίου κ.ά., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 377/2012 και 383/2012, 20.9.2019. ΄Ολες οι διατυπώσεις συγκλίνουν προς τη γενική αντίληψη ότι, εφόσον ο κανόνας αυτός τυγχάνει εφαρμογής, από κάποιο στάδιο και μετά, το βάρος απόδειξης μεταφέρεται στον εναγόμενο να καταδείξει ότι δεν υφίσταται αμέλεια από μέρους του. Το στάδιο τούτο, ασφαλώς, έπεται της απόδειξης, από μέρους του ενάγοντος, ότι υπάρχει αμέλεια από μέρους του εναγομένου. Τέτοιο συμπέρασμα είναι το αποτέλεσμα ευλόγων υποθέσεων, οι οποίες συνάγονται από τη μαρτυρία την οποία το δικαστήριο έχει ενώπιόν του.»

Εν προκειμένω, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, όταν ο ενάγοντας έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του εναγόμενου, το κνημιαίο νεύρο δεν είχε βλάβη. Η βλάβη προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης που διενήργησε ο εναγόμενος.  Ο ενάγοντας, βρισκόμενος κάτω από πλήρη νάρκωση, στερείτο της γνώσης και της δυνατότητας να γνωρίζει και να αποδείξει το πραγματικό γεγονός ή την παράλειψη που προκάλεσε τη βλάβη στο κνημιαίο νεύρο.  Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη, βρίσκονταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο και στην αποκλειστική γνώση του εναγόμενου. Τα γεγονότα υποδείκνυαν εκ πρώτης όψεως ότι η βλάβη που προκλήθηκε στο κνημιαίο νεύρο  συνδεόταν περισσότερο με πράξη ή παράλειψη επίδειξης εύλογης επιμέλειας από τον εναγόμενο παρά με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.  Υπό αυτές τις περιστάσεις, ορθά εφαρμόστηκε η αρχή res ipsa loquitur.

 

Με αυτό ως δεδομένο, το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν πρόσφερε κάποια αποδεκτή εξήγηση για τη βλάβη στο κνημιαίο νεύρο κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, η οποία να συνάδει με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας, ορθά οδήγησε το Δικαστήριο μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία που αποδέχθηκε, να καταλήξει στο συμπέρασμα, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ο εναγόμενος, έχοντας καθήκον επιμέλειας (βλ. Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All ER 245), ήταν αμελής κατά τη διενέργεια της εγχείρησης στην οποία υπέβαλε τον ενάγοντα.

 

Ο πρώτος και τρίτος λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Σύμφωνα με τον έβδομο και τελευταίο λόγο έφεσης, παρά το ότι το Δικαστήριο δεν έκανε «απευθείας εύρημα» περί επίδειξης αμέλειας από τον εναγόμενο κατά τη διάρκεια της επίδικης χειρουργικής επέμβασης, εσφαλμένα βάσισε το εύρημα του περί της επιτυχίας της αγωγής στο ότι ο εναγόμενος δεν προειδοποίησε τον ενάγοντα για τους κινδύνους της επέμβασης «σε συνδυασμό με την επέλευση του επίδικου τραυματισμού στο κνημιαίο νεύρο στο πόδι κάτω από συνθήκες που ο [ενάγων]  δεν ήλεγχε, θέτοντας σε εφαρμογή το επίδικο αξίωμα του Res Ipsa Loquitur». Ο ισχυρισμός του ενάγοντα περί μη προειδοποίησης του από τον εναγόμενο για οποιουσδήποτε κινδύνους πριν από την επίδικη χειρουργική επέμβαση, συνιστούσε ανεξάρτητο και πρόσθετο λόγο αμέλειας. Δεδομένης, λοιπόν της απόρριψης των λόγων έφεσης 1 μέχρι και 6, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση του.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

                                                          Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο