ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:17
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 22/2021
23 Ιουνίου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Λ.Μ.
Εφεσείοντας
ν.
Γ.Τ.
Εφεσίβλητης
____________________
Α. Κουντούρη (κα) για Μ. Χριστοφίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ναπολέοντος (κα) για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με έξι λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτηση του για ακύρωση ή τροποποίηση του διατάγματος διατροφής που είχε εκδοθεί εναντίον του το 2007, με το οποίο διατασσόταν να καταβάλλει στην πρώην σύζυγο του, για τον ηλικίας 15 χρόνων γιό τους, ποσό €367,35 (Λ.Κ.250) μηνιαία που με την πάροδο των χρόνων είχε, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, αυξηθεί σε €650.
Η αίτηση του Εφεσείοντα, που καταχωρίστηκε την 16.9.2019, εδραζόταν στο γεγονός ότι συνεπεία σοβαρού τροχαίου δυστυχήματος την 25.12.2012, υπέστηκε σοβαρούς τραυματισμούς και κατέστη μόνιμα ανίκανος για εργασία. Έκτοτε δεν εργάζεται και λαμβάνει επίδομα αναπηρίας €480 το μήνα. Από τότε δεν έχει καταβάλει κάποιο ποσό διατροφής. Συσσωρεύτηκε ένα μεγάλο ποσό καθυστερημένων και εξέτισε ποινή φυλάκισης ενός χρόνου κατόπιν εκτέλεσης σχετικού εντάλματος φυλάκισης του ημερ. 14.11.2019.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν προέκυπτε μεταβολή των όρων έκδοσης του διατάγματος. Το κύριο εύρημα του ήταν ότι η αναπηρία του Εφεσείοντα ήταν «μέτρια κινητική» και όχι σοβαρή ή ολική όσο αφορά την έκταση της και επομένως ήταν ικανός για εργασία. Εφόσον δικαιούτο, όπως αναφέρεται, σε κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες για επαγγελματική κατάρτιση και δημιουργία μικρής μονάδας αυτοεργοδότησης, μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα του αυτά και να αυξήσει το εισόδημα του.
Ο λόγος έφεσης 3 αναφέρεται στο σχολιασμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο του γεγονότος ότι είχαν μεσολαβήσει επτά χρόνια από το δυστύχημα του Εφεσείοντα μέχρι και την καταχώριση της αίτησης του. Είχε αναφέρει ότι: «είναι το τυπικό μέρος της εξέτασης της απαίτησης του» και προχώρησε και εξέτασε «τους λόγους που πρόβαλε όσο αφορά το ουσιαστικό μέρος της απαίτησης του». Προκύπτει ότι η αίτηση δεν απορρίφθηκε για λόγους καθυστέρησης στην καταχώριση της. Ο λόγος έφεσης 3 δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 4 αναφέρεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσό της διατροφής είχε αυξηθεί σε €650 το μήνα, ενώ κατά τον Εφεσείοντα το ποσό έπρεπε να ήταν €590. Δεν ήταν επίδικο ζήτημα ο υπολογισμός του ποσού, που καθορίζεται από το νόμο[1] και η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχε καμιά επίδραση στην απόφαση του. Επομένως και ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Ουσιαστικοί είναι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 5, με επιστέγασμα το λόγο έφεσης 6, ότι στη βάση των όσων επιμέρους με αυτούς εγείρονται, η πρωτόδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη.
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένο το κύριο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναπηρία του Εφεσείοντα ήταν «μέτρια κινητική» και ότι είναι ικανός για εργασία. Του καταλογίζεται ότι αγνόησε την επί του προκειμένου ιατρική και άλλη μαρτυρία αλλά και τις σχετικές παραδοχές της Εφεσίβλητης. Με το λόγο έφεσης 2 η κατάληξη του ότι δεν προέκυπτε μεταβολή των όρων έκδοσης του αρχικού διατάγματος και με το λόγο έφεσης 5 η διαπίστωση του ότι με την άσκηση των δικαιωμάτων κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών ο Εφεσείων μπορούσε να αυξήσει το εισόδημα του. Θα εξετάσουμε όλους τους ουσιαστικούς λόγους μαζί
Στην Χριστοδουλίδου ν. Πολυβίου, Έφ. Αρ.27/2020, ημερ.15.12.2021, είχαμε συνοψίσει τις βασικές παραμέτρους που διέπουν το ζήτημα, αναφέροντας ότι:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 33(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/1990), οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ενώ το Άρθρο 38 του ιδίου νόμου προνοεί ότι: «(1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής». Στην Αντρέου ν. Τσίρου, Έφ. Αρ.16/2013, ημερ.21.12.2016, αναφέρθηκε ότι η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος και πως: «Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα». Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του (βλ. ακόμα Μέγας ν. Kvasnikova, Αρ. Έφ. 26/2019, ημερ.10.7.2020 και Πετρή ν. Γρηγοριάδου Αρ. Έφ. 28/2019, ημερ.4.6.2021, ECLI:CY:DOD:2021:13). Στην Σ.Κ. ν. Ε.Ζ., Αρ. Έφ.39/2016, ημερ.5.3.2020, ECLI:CY:DOD:2020:9, αναφέρθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση να καταδείξει τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και δικαιολογούσαν την τροποποίηση του, αναλόγως. Δεν ήταν, όμως, συγχρόνως, αναγκαίο να αποδειχθούν οι περιστάσεις που οδήγησαν, αρχικά, στην έκδοσή του, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτό είχε εκδοθεί εκ συμφώνου.»
Η τελευταία παρατήρηση είναι βέβαια ορθή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αναφύονται δυσκολίες, όταν τα δεδομένα στη βάση των οποίων εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα δεν έχουν καταγραφεί, πολύ περισσότερο όταν παραμένουν αδιευκρίνιστα ή και αμφισβητούμενα. Σε γενικές γραμμές, το ποσό του διατάγματος διατροφής παιδιού, προκύπτει από την επεξεργασία τριών στοιχείων. Των αναγκών του παιδιού και των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων του ξεχωριστά. Απαιτείται να έχει μεταβληθεί τουλάχιστο ένα στοιχείο για να δικαιολογείται η τροποποίηση του διατάγματος διατροφής του. Αλλά κι' έτσι, υπάρχουν δυσκολίες, γιατί και στο πιο απλό παράδειγμα όπου τα εισοδήματα του γονέα που καταβάλλει διατροφή έχουν μειωθεί, είναι η νέα αναλογία τους προς το αναλλοίωτο εισόδημα του άλλου γονέα που θα καθορίσει το νέο ποσό και τη σχετική μείωση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το αρχικό διάταγμα είχε εκδοθεί ερήμην του Εφεσείοντα, που όπως αναφέρει υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία στην Ελλάδα. Η αίτηση του για μείωση ή εξάλειψη του ποσού του διατάγματος διατροφής, καταχωρίστηκε ως εναρκτήρια αίτηση (Αρ. Αίτ.345/2019) και όχι στα πλαίσια της διαδικασίας που εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα (Αρ. Αίτ.236/2007). Παρουσιάστηκε το αρχικό διάταγμα, όχι όμως το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου ή τα πρακτικά της διαδικασίας της απόδειξης, ώστε να διαφανεί στη βάση ποιων στοιχείων είχε εκδοθεί το αρχικό διάταγμα.
Το δεδομένο είναι ότι ο Εφεσείων ήταν τότε ένας νέος άνδρας που, με το πέρας της στρατιωτικής του θητείας, λογικά αναμενόταν ότι θα αναλάμβανε εργασία, ανάλογη της μόρφωσης και των ικανοτήτων του, για να βιοποριστεί. Κατά την καταχώριση της αίτησης ο Εφεσείων είχε αναπηρία. Η κατηγοριοποίηση της έχει τη σημασία της, κρίσιμο όμως ερώτημα ήταν κατά πόσο, αυτής δεδομένης, ο Εφεσείων, με όλα όσα χαρακτηρίζουν το πρόσωπο του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανός για κάποια προσοδοφόρα εργασία.
Στο κρίσιμο αυτό ερώτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε θετικά, παραγνωρίζοντας την δικογραφία. Στην παρ.8 της Αίτησης του, ο Εφεσείων πρόβαλλε τη σαφή θέση ότι ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος που είχε, είχε καταστεί ανίκανος για εργασία. Στην παρ.4 της Υπεράσπισης της, η Εφεσίβλητη παραδεχόταν το περιεχόμενο της παρ.8 της Αίτησης. Η Εφεσίβλητη δεν υποστηρίζει στη δικογραφία της ότι ο Εφεσείων είχε ή θα μπορούσε να κερδίζει εισόδημα. Στην παρ.9 της Αίτησης ο Εφεσείων επαναλάμβανε ότι είναι ανίκανος για εργασία και πως το μοναδικό του εισόδημα είναι το βοήθημα αναπηρίας που λαμβάνει. Η Εφεσίβλητη στην παρ.5 της Υπεράσπισης της παραδέχεται την παρ.9 και αναφέρει ότι «ο Αιτητής μπορεί να προσφέρει και/ή να συνεισφέρει οικονομικά με κάποιο τρόπο για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου τους και να μην ανακουφίζεται επειδή γνωρίζει ότι η Καθ' ης η Αίτηση έχει θέσει ως προτεραιότητα της, τη σωστή ανατροφή του ανήλικου τέκνου τους και δεν πρόκειται να στερηθεί κάτι». Αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην παρ. 13 της Υπεράσπισης, όπου η Εφεσίβλητη δικογραφεί ότι «. ο Αιτητής μπορεί να συνεισφέρει οικονομικά για τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου, έστω και το ποσό των €150,00 (εκατό πενήντα ευρώ), μέχρι να ολοκληρωθεί η Αγωγή που καταχώρησε και εκκρεμεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην οποία αιτείται την καταβολή ειδικών αποζημιώσεων συνεπεία ατυχήματος».
Επρόκειτο για γνήσια και αναγνωρισμένη περίπτωση ανικανότητας για εργασία, όπως συνεπικουρείτο και από την ιατρική έκθεση που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «. δεδομένου του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης του (απόφοιτος γυμνασίου) οι επιλογές του για αναζήτηση οποιασδήποτε μη χειρωνακτικής ή/και ελαφριάς εργασίας, έστω και σε μερική βάση, είναι σημαντικά περιορισμένες. . δεν είναι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντα υπαλλήλου σε κατάστημα πώλησης γύρου, ούτε τα καθήκοντα του εργάτη σε εταιρεία κατασκευής δρόμων ή πεζοδρομίων, ούτε τα καθήκοντα του εργάτη στη συσκευασία αγροτικών προϊόντων. Με βάση το επαγγελματικό ιστορικό, . δεν είναι ικανός να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα είναι συμβατό με τις προηγούμενες γνώσεις και εμπειρίες του». Η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείτο στις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί.
Με δεδομένο ότι το εισόδημα του Εφεσείοντα είναι €480 το μήνα, θα πρέπει να αποφασίσουμε κατά πόσο θα ακυρώσουμε το διάταγμα ή θα μειώσουμε το ποσό που προνοείται σε αυτό.
Το Άρθρο 33(1) του Ν.216/1990 που εναποθέτει στους γονείς υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο παιδί τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, εδράζεται σε διαχρονικές και αναλλοίωτες κοινωνικές επιταγές, που στηρίζουν το θεσμό της οικογένειας ως τον πυρήνα της κοινωνίας μας. Πρόκειται για καθήκον του γονέα ιερό, που προηγείται κάθε άλλης οικονομικής υποχρέωσης ή ανάγκης μπορεί αυτός να έχει. Δεν είναι από το περίσσευμα του γονέα, του υπόλογου για διατροφή παιδιού, που καθορίζεται το ποσό της διατροφής. Εάν το εισόδημα του είναι πενιχρό, θα πρέπει ενδεχομένως να υποβληθεί σε στερήσεις ο ίδιος για να εκπληρώσει τη νομική του υποχρέωση, εφόσον οι ανάγκες του παιδιού το απαιτούν.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης, καταλήγουμε ότι δεν θα πρέπει να ακυρώσουμε το διάταγμα, αλλά να μειώσουμε το ποσό της διατροφής σε €100 από 1.10.2019.
Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα επίσης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή για έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα €1000 έξοδα της έφεσης. Τα επιδικασθέντα έξοδα να λογιστούν έναντι των παλαιότερων ποσών διατροφής που εκκρεμούν απλήρωτα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
[1] Άρθρο 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/1990.