ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Α. Δημητρίου με Θ. Δημητρίου για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες. Κ. Μέσσιος με Ν. Καλογήρου (κα) για C.D. Messios LLC, για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-06-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ (ΣΑΠΑ) v. ENVITEC ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΜΕ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ ENVITEC A.E., Πολιτική Έφεση Αρ. 100/2020, 15/6/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D250

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                      (Πολιτική Έφεση Αρ. 100/2020)

 

 

15 Ιουνίου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ (ΣΑΠΑ),

Εφεσείοντες,

v.

 

ENVITEC ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ

ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, ΜΕ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ ENVITEC A.E.

Εφεσιβλήτων.

---------------------

 

Α. Δημητρίου με Θ. Δημητρίου για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.

 

Κ. Μέσσιος με Ν. Καλογήρου (κα) για C.D. Messios LLC, για τους εφεσίβλητους.

 

----------------

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

----------------  

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου (ΣΑΠΑ) (εφεσείοντες/καθ΄ ων η αίτηση) (που στο εφεξής θα αναφέρεται ως το ΣΑΠΑ) είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου με έδρα την Πάφο.  Η Envitec (εφεσίβλητη/αιτήτρια) (που στο εφεξής θα αναφέρεται ως η Envitec) είναι κατασκευαστική εταιρεία από την Ελλάδα.

 

Μετά από ανταγωνιστική προσφορά το ΣΑΠΑ ανέθεσε τη σύμβαση για το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του σταθμού επεξεργασίας λυμάτων στην Envitec.  Η σύμβαση συνήφθη το Νοέμβριο του 2007 (9.11.2007) και οι εργασίες άρχισαν τον Ιανουάριο του 2008. 

 

Προέκυψαν διαφορές.  Δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε στο ιστορικό τους.  Ό,τι έχει σημασία για την παρούσα είναι ότι ως αποτέλεσμα των διαφορών εκείνων, εν τέλει η Envitec προσέφυγε σε διεθνή διαιτησία το 2015, κατά τα προβλεπόμενα από την σύμβαση τους, ενώπιον του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce, ICC) (που στο εφεξής θα αναφέρεται ως το ΙCC).   Το ΣΑΠΑ επιπρόσθετα με τις υπερασπίσεις του προέβαλε και ανταπαιτήσεις.

 

Το ICC όρισε ως μοναδικό διαιτητή τον κ. Nicholas Ulmer.  Η ακρόαση έλαβε χώρα στη Γενεύη από τις 6.2.2017 μέχρι τις 9.2.2017.  Οι γραπτές εισηγήσεις των μερών (Post Hearing Briefs) υποβλήθηκαν στις 24.3.2017 και η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε στις 5.7.2017.  Το ICC απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι είχαν προηγηθεί πράξεις δωροδοκίας από τους εφεσίβλητους που καθιστούσαν τη συμφωνία εξ υπαρχής άκυρη και κατέληξε στο να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της Envitec και απέρριψε τις ανταπαιτήσεις του ΣΑΠΑ. 

 

Ακολούθησε αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία ζητήθηκε διάταγμα αναγνώρισης, εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης με βάση τις πρόνοιες του περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Αποφάσεων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979, Ν. 84/1979 (ο Νόμος).  Με τον Νόμο αυτό κυρώθηκε η Σύμβαση περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης ημερ. 19.6.1958 (η Σύμβαση).

To ΣΑΠΑ έφερε ένσταση στην αναγνώριση προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αναγνώριση της διαιτητικής απόφασης θα συνιστούσε προσβολή της δημόσιας τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι η υπογραφή της σύμβασης για το έργο εξασφαλίστηκε κατόπιν δωροδοκίας αξιωματούχων του ΣΑΠΑ από την Envitec (με δόλο, απάτη και δεκασμό), με αποτέλεσμα η σύμβαση να είναι εξ υπαρχής άκυρη και η αναγνώριση της να προσκρούει στη δημόσια τάξη.  Συναφώς εγείρεται ότι η Envitec εξασφάλισε τη διαιτητική απόφαση με δόλο, απάτη και εσκεμμένη απόκρυψη γεγονότων από τον διαιτητή και από το ΣΑΠΑ με αποτέλεσμα η αναγνώριση της να ήταν αντίθετη με τη δημόσια πολιτική.

 

Προς υποστήριξη των παραπάνω θέσεων το ΣΑΠΑ ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ενώ είχαν θέσει το ζήτημα της δωροδοκίας και παρανομίας και συνεπακόλουθης ακυρότητας ενώπιον του ICC, παρά ταύτα δεν είχαν στα χέρια τους όλο το μαρτυρικό υλικό και τα έγγραφα τα οποία είχε παραλάβει η Αστυνομία, στα πλαίσια της διερεύνησης των σκανδάλων του ΣΑΠΑ, αλλά και δεν είχαν αποκαλυφθεί ακόμα όλα τα γεγονότα.  Υπ' αυτές τις περιστάσεις αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αποσύρει και ένσταση έλλειψης, λόγω της κατ'  ισχυρισμό εξ αρχής ακυρότητας της σύμβασης, δικαιοδοσίας του ICC.  Η Envitec εκμεταλλεύθηκε το γεγονός αυτό και παρουσίασε μια πλήρως αναληθή εικόνα στον διαιτητή, με αποτέλεσμα να καταλήξει, ως άνω, ότι δεν υπήρχε παρανομία τέτοια που να καθιστά τη συμφωνία εξ υπαρχής άκυρη. 

 

Στις 21.4.2017 όμως, μετά που επιφυλάχθηκε η διαιτητική απόφαση (24.3.2017) και πριν την έκδοση της (5.7.2017) το Κακουργιοδικείο Πάφου εξέδωσε την απόφαση με αρ. 2821/15 στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.α., με κατηγορούμενους πέντε πρόσωπα. Ένας εκ των κατηγορούμενων ήταν ένας πρώην Δήμαρχος Πάφου και πρόεδρος του ΣΑΠΑ Φ. Σαρίκας και οι υπόλοιποι ήταν δημοτικοί σύμβουλοι Πάφου και μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ΣΑΠΑ. 

 

Οι εμπλεκόμενοι εργολάβοι, οι οποίοι παραδέχθηκαν ότι είχαν δωροδοκήσει τα αρμόδια αυτά πρόσωπα, δεν διώχθηκαν.   Κλήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας.  Ένας εξ αυτών ήταν ο Χ. Δρακόπουλος, πρόεδρος της Envitec.  Αυτός ισχυρίστηκε ότι μετά που η Envitec κέρδισε την προσφορά, ο Σ. Βέργας, τέως Δήμαρχος Πάφου και πρόεδρος του ΣΑΠΑ και ο Ε. Μαληκίδης, γενικός διευθυντής του ΣΑΠΑ κατά τον ουσιώδη χρόνο, του είχαν ζητήσει διάφορα χρηματικά ποσά «για να υπάρξει ομαλή εξέλιξη του έργου».  Όμως το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τους ισχυρισμούς Βέργα και Μαληκίδη και άλλων μαρτύρων κατηγορίας, σύμφωνα με τους οποίους οι δωροδοκούμενοι ελάμβαναν χρήματα από την Envitec, υπό μορφή δεκασμού, τόσο πριν, όσο και μετά την υπογραφή του συμβολαίου. 

 

Ήταν η θέση των εφεσειόντων πρωτοδίκως ότι τα ευρήματα αυτά του Κακουργιοδικείου αποκλείουν την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης γιατί πρόκειται για μια μολυσμένη απόφαση που αδιαμφισβήτητα προσκρούει στα καλά θεμελιωμένα ήθη και έθιμα του τόπου και στη δημόσια τάξη.  Από την άλλη πλευρά οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία, εφόσον ως προσωποπαγής απόφαση δεσμεύει μόνο τους διαδίκους.  Περιπλέον αποτελεί νέα μαρτυρία την οποία οι εφεσείοντες είχαν την ευχέρεια να παρουσιάσουν κατά τη διάρκεια της διαιτησίας ή δεν έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να την παρουσιάσουν. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή επειδή αποτελούσε «νέα μαρτυρία»,  αλλά και δεν είναι δεσμευτική για τρίτα πρόσωπα.  Άλλωστε υπέδειξε ότι το θέμα της παρανομίας εξετάστηκε από το ICC.  Παρέπεμψε στη διαπίστωση του ICC ότι υπήρξε μεν δωροδοκία των αξιωματούχων του ΣΑΠΑ, αλλά αυτή έγινε μήνες μετά τη σύναψη της επίμαχης συμφωνίας (παράγρ.133):

 

«.δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ή σαφής ισχυρισμός ότι η ίδια η κύρια σύμβαση έγινε κατόπιν δωροδοκίας.  Αντίθετα η σύμβαση εξασφαλίστηκε με ανταγωνιστική προσφορά για την οποία η αιτήτρια ήταν δεόντως εξειδικευμένη και υπέβαλε την πιο ανταγωνιστική προσφορά.  Ούτε ο σκοπός της σύμβασης ούτε ακόμα και ο Διακανονισμός - η παροχή μονάδος επεξεργασίας λυμάτων και υπηρεσιών - μπορούν να θεωρηθούν παράνομες.»

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, υπέδειξε επίσης ότι ο Δρακόπουλος δεν προέβη σε παραδοχή ή αποδοχή γεγονότος ότι προέβη σε δεκασμό για εξασφάλιση σύναψης της σύμβασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ότι αντίθετα αρνείτο το γεγονός αυτό. 

 

Τελικά ενέκρινε την αίτηση των εφεσιβλήτων και εξέδωσε διάταγμα αναγνώρισης, εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης.  Εξ ου και η παρούσα έφεση.

 

Με την έφεση τους τώρα οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο, όχι υπό την έννοια της «νέας μαρτυρίας», αλλά ως ζήτημα επίκλησης μιας ημεδαπής δικαστικής απόφασης, η οποία αφορά στην ίδια σύμβαση και στα περιστατικά που περιβάλλουν τη σύμβαση και την κατάρτιση της, «με σκοπό να συνυπολογιστεί υπό το πρίσμα της δημόσιας τάξης».  Δεν είναι δυνατόν, προβάλλεται με την έφεση, η απόφαση του Κακουργιοδικείου, η οποία προέβη σε αναντίλεκτα ευρήματα περί δόλιας συνομολόγησης της σύμβασης που αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας διαιτησίας, να «ευρίσκεται εκεί επί ματαίω» και να εγγραφεί η διαιτητική απόφαση. 

 

Ο εκπροσωπών την Envitec πρόεδρος της, δεν προέβη ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε παραδοχή δωροδοκίας πριν την υπογραφή της συμφωνίας και για σκοπούς σύναψης της.  Αυτό ήταν εύρημα του Κακουργιοδικείου. Κατά το κοινοδίκαιο ο κανόνας είναι ότι μια απόφαση in personam, είτε εκδίδεται σε ποινικές, είτε σε πολιτικές διαδικασίες, δεν αποτελεί, μεταξύ τρίτων ή μεταξύ ενός διάδικου και τρίτου, απόδειξη των ευρημάτων ή των νομικών συνεπειών εξ αυτών (Hollington v. Hewthorn [1943] KB 587).  Όπως εξηγήθηκε πρόσφατα στην Ward v. Savill [2021] EWCA Civ 1378, [86], η δέσμευση τρίτου από δικαστική απόφαση είναι αντίθετη με τις θεμελιακές αρχές της φυσικής δικαιοσύνης:

 

«86.  That the rule in Hollington v Hewthorn is not limited to the inadmissibility of findings of fact in an earlier judgment against a stranger to it, but encompasses also the legal effect of that earlier judgment, is consistent with the wider principle of procedural fairness enunciated in Gleeson v Wippell (as set out in [57] above) and applied by this Court in Powell v Wiltshire, that the suggestion that a stranger to an earlier judgment is bound by it is contrary to fundamental principles of natural justice. That wider principle is not limited to factual findings in the earlier judgment, but extends to the legal effect of the earlier judgment, hence the conclusion in Powell v Wiltshire that Mr Powell was not bound by declarations as to title in the aircraft in the earlier judgment: see per Latham LJ at [26] and Arden LJ at [37]. The wider principle was also succinctly summarised by Sales J (as he then was) in Seven Arts Entertainment Limited v Content Media Corporation Plc [2013] EWHC 588 (Ch) at [73]: 

 

  

".the basic rule is that, before a person is to be bound by a judgment of a court, fairness requires that he should be joined as a party in the proceedings, and so have the procedural protections that carries with it. This includes the opportunity to call any evidence he can to defend himself, to challenge any evidence called by the claimant and to make any submissions of law he thinks may assist his case. Although there are examples of cases in which a person may be found to be bound by the judgment of a court in litigation in relation to which he stood by without intervening, in my judgment those cases are illustrations of a very narrow exception to the general rule. The importance of the general rule and fundamental importance of the principle of fair treatment to which it gives expression indicate the narrowness of the exception to that rule."»

 

 

 

Οι εφεσίβλητοι ήταν διάδικοι, όπως και οι εφεσείοντες, ενώπιον του διαιτητή.  Εκεί εξετάστηκε το θέμα της παρανομίας.  Το ICC σε μια αναλυτική απόφαση του κατέληξε, ως άνω, ότι υπήρχαν μεν διεφθαρμένες πληρωμές, όχι όμως υπό την έννοια της δωροδοκίας που θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα την εξ υπαρχής ακυρότητα της σύμβασης. 

 

Οι αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων δεν υποστηρίζουν την εισήγηση του ότι θα μπορούσε το δικαστήριο να λάβει υπόψη τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου Πάφου στα πλαίσια επανεξέτασης του ζητήματος της παρανομίας. 

 

Στην υπόθεση Soleimany v. Soleimany [1999] QB 785, το ίδιο το Διαιτητικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει και οι διάδικοι είχαν παραδεχθεί πως η επίδικη σύμβαση ήταν παράνομη.   Παρά ταύτα το Διαιτητικό Δικαστήριο έδωσε απόφαση υπέρ του αιτητή.  Το αγγλικό Εφετείο εμπόδισε την εγγραφή και εκτέλεση της αλλοδαπής αυτής διαιτητικής απόφασης, εφόσον αφορούσε σε έκδηλα και παραδεκτά παράνομη σύμβαση. Παρά ταύτα, ο Waller, LJ, ο οποίος είχε δώσει την απόφαση του Εφετείου, προχώρησε σε obiter παρατηρήσεις για τις περιπτώσεις όπου το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εύρημα παρανομίας.  Υπέδειξε ότι, εάν υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι η διαιτητική απόφαση βασίζεται σε παράνομη σύμβαση, το δικαστήριο θα πρέπει να προβαίνει σε περαιτέρω διερεύνηση σε κάποιο βαθμό (should inquire further to some extent).

 

Σύντομα μετά, εκδόθηκε άλλη απόφαση του Εφετείου επί του ιδίου θέματος στην υπόθεση Westacre Investments Inc v. Jugoimport-SPDR Holding Co Ltd [2000] QB 288.  Σε αντιδιαστολή από την Soleimany δεν υπήρχε εύρημα για παρανομία και ειδικά για δωροδοκία που είχε αποτελέσει το κύριο ζήτημα της διαιτησίας.  Το Εφετείο ομόφωνα έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος η διαιτητική απόφαση να μην αναγνωριστεί και εκτελεστεί στην Αγγλία. 

 

Στην απόφαση της πλειοψηφίας τέθηκαν εν αμφιβόλω οι εν λόγω obiter παρατηρήσεις του Waller, LJ στην Soleimany.  Ο Mantel, LJ, ανέφερε ειδικότερα τα ακόλουθα:

 

«From the award itself it is clear that bribery was a central issue.  The allegation was made, entertained and rejected [.] Authority apart, in those circumstances and without fresh evidence I would have thought that there could be no justification for refusing to enforce the award. »

 

Ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην R. v. V. [2008] ΕWHC 1531, όπου τα γεγονότα προσομοίαζαν με εκείνα της Westacre και ειδικότερα οι διαιτητές είχαν ρητώς καταλήξει σε εύρημα ότι η σύμβαση δεν ήταν παράνομη. 

 

Στην υπόθεση RDRG Trading UK Ltd v. Sinogore International Co Ltd [2018] EWCA Civ 838, το αγγλικό Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η απόφαση του επιδιαιτητή επί ζητήματος παρανομίας δεν μπορεί να επανεξεταστεί, διαφωνώντας με τις obiter παρατηρήσεις στη Soleimany. Λέχθηκαν τα εξής από τον Hamblen, LJ, para 25(2):

 

«Where the arbitration tribunal has jurisdiction to determine the relevant issue of illegality and has determined that there was no illegality on the facts the English court should not allow the facts to be re-opened, save possibly in exceptional circumstances. In this connection, I consider that the views expressed on this issue by the majority of the court in Westacre are to be preferred to those put forward by Waller LJ in the same case and in Soleimany.»

 

 

Η πλήρης αποκρυστάλλωση δόθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου (Judicial Committee of the Privy Council) στην υπόθεση Betamax Ltd v. State Trading Corp (Mauritus) [2021] UKPC 14, όπου ανασκοπήθηκε η σχετική νομολογία, περιλαμβανομένων των πιο πάνω αποφάσεων.  Υποδείχθηκε ο περιορισμένος εποπτικός ρόλος του δικαστηρίου και η ανάγκη για στενή ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής πρόνοιας του Νόμου και της Σύμβασης στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η τελεσιδικία της διαιτητικής απόφασης.  Το έργο του δικαστηρίου περιορίζεται στα ακόλουθα πλαίσια:

 

«the question for the court [.] is whether, on the findings on law and fact made in the award, there is any conflict between the award and public policy([49]).

 

Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, εφόσον παρουσιαστεί μαρτυρία για παρανομία η οποία δεν ήταν διαθέσιμη ή εύλογα εφικτή κατά το χρόνο της διαιτησίας (fresh evidence) και εφόσον τέτοια μαρτυρία θα μπορούσε να έχει σημαντική επίδραση στην έκβαση της υπόθεσης, μπορεί να επιτραπεί επανάνοιγμα της υπόθεσης για να εξεταστεί τέτοια μαρτυρία. 

 

Όπως παρατηρείται στην απόφαση του Εφετείου στην Westacre το κριτήριο είναι παρόμοιο με το ισχύον αναφορικά με την προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου όπως τέθηκε στην υπόθεση Ladd v. Marshall [1954] 1 WLR 1489, 1491:

 

«To justify the reception of fresh evidence or a new trial, three conditions must be fulfilled: first, it must be shown that the evidence could not have been obtained with reasonable diligence for use at the trial; secondly, the evidence must be such that, if given, it would probably have an important influence on the result of the case, though it need not be decisive; thirdly, the evidence must be such as is presumably to be believed, or in other words, it must be apparently credible, though it need not be incontrovertible

 

 

Συνεχίζει περαιτέρω το Εφετείο στην υπόθεση Westacre με αναφορά στο κριτήριο που ισχύει στην περίπτωση κατάχρησης της διαδικασίας ως ακολούθως:

 

«It bears a striking similarity to the test in the abuse of process contect.  Goff L.J's judgment in the Court of Appeal sub nom.  McIlkenny v. Chief Constable of the West Midlands [1980] Q.B. 283 was approved when the case went to the House of Lords: see Hunter v. Cief Constable of the West Midlands Police [1982] A.C. 529.  That demonstrated that for an action making a collateral attack on a previous decision not to be an abuse of process the evidence had to be "fresh", i.e., unavailable at the time of the first hearing, and the new evidence must be such as "entirely changes the aspect of the case," as laid down by Earl Cairns L.C. in Phosphate Sewage Co. Ltd. N. Molleson (1879) 4 App. Cas. 801, 814.»

 

Καταλήγει δε το Εφετείο ως εξής:

 

«It does seems anomalous that enforcement of a foreign judgment can be attacked without any requirement that the evidence must be evidence not available at the trial, and apparently without regard to the question whether the impact of that evidence would be likely to be decisive

 

Η ίδια προσέγγιση χαρακτηρίζει και τη δική μας νομολογία.  Το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να απορρίψει την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης εάν αυτή αντίκειται προς τη δημόσια τάξη της χώρας (Άρθρο V.2(β) του Νόμου).  Ο δικαστικός όμως έλεγχος της διαιτητικής απόφασης είναι εποπτικός.  Περιορίζεται μόνο στο θέμα της διαπίστωσης αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη και δεν υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης (Beogradska Banka DD (1995) 1 AAΔ 737).

 

Στην υπόθεση Beogradska Banka DD v. Westacre Investments Inc (2008) 1 AAΔ 1217, εξετάστηκαν η Soleimany και η Westacre και λέχθηκαν τα ακόλουθα, με αναφορά την απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην Westacre:

 

«Η πλειοψηφία στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου έκαμε αναφορά και στην απόφαση στην Υπόθεση Soleimany v. Soleimany [1999] 3 All E.R. 847 και παρατήρησε ότι υπήρξε εισήγηση (ενώπιον του Αγγλικού Εφετείου) ότι κάποιου είδους «προανάκριση» θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία (του ενός διαδίκου) ότι η διαιτητική απόφαση βασίζεται σε παράνομη συμφωνία. Η πλειοψηφία του Αγγλικού Εφετείου απέρριψε ουσιαστικά  αυτή τη θέση αφού έλαβε υπόψη τους εξής παράγοντες:

(α)  Ότι ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία ότι η σύμβαση ήταν μια καθαρή εμπορική σύμβαση.

(β)  Ότι οι διαιτητές απεφάνθησαν ειδικά ότι η σύμβαση δεν ήταν παράνομη.

(γ)  Ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να δείχνει ανικανότητα εκ μέρους των διαιτητών, και

(δ)  Ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος υποψίας για συμπαιγνία ή κακοπιστία ως προς την έκδοση της διαιτητικής απόφασης

 

Εν προκειμένω ο διαιτητής εξέτασε πλήρως το θέμα της παρανομίας όπως το είχαν θέσει οι εφεσείοντες ενώπιον του.  Η μαρτυρία που οι ίδιοι τώρα χαρακτηρίζουν ως μη διαθέσιμη, δηλαδή η απόφαση του Κακουργιοδικείου Πάφου, δεν ήταν μαρτυρία που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως διαπίστωση παρανομίας εκ μέρους της Envitec στη διαφορά της με το ΣΑΠΑ.  Συνεπώς δεν έχει σημασία κατά πόσον κατά τον χρόνο που διεξήχθη η διαιτησία δεν ήταν διαθέσιμη.  Σημασία έχει ότι το ΣΑΠΑ απέσυρε το ζήτημά της δικαιοδοσίας και συνεπώς της ακυρότητας της συμφωνίας που περιελάμβανε τη ρήτρα διαιτησίας.  Αλλ'  εν πάση περιπτώσει, ο διαιτητής εξέτασε τους ισχυρισμούς κάθε πλευράς για το ζήτημα της παρανομίας και προέβη σε σαφές εύρημα ότι οι δωροδοκίες δεν είχαν σχέση με τον χρόνο αποδοχής της προσφοράς και σύναψης της σύμβασης. 

 

Για τους ίδιους λόγους που δόθηκαν στην Beogradska Banka DD v. Westacre Investments Inc (2008) 1 AAΔ 1217 (ανωτέρω) οι σχετικοί λόγοι έφεσης (1 και 2) απορρίπτονται.

 

Με ένα περαιτέρω λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η σύμβαση αντικείμενο της διαδικασίας διαιτησίας «δεν προσκρούει με τα ευρήματα του ποινικού δικαστηρίου περί παρανομίας καθότι αυτή δεν είχε καταρτιστεί για παράνομο σκοπό».  Ουδέποτε τέθηκε θέμα παράνομου σκοπού της σύμβασης αφ'  εαυτής και είναι σε αυτό το αποδεκτό γεγονός στο οποίο το δικαστήριο απλώς αναφέρθηκε.  

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

                                                                   Π. Παναγή, Π.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο