ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D200
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (iJustice)
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτηση Αρ. 55/2022)
23 Μαΐου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ D. COUVAS & SONS LTD, ΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΑΥΤΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΜΠΊΠΤΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ (ΤΜΗΜΑ ΛΕΜΕΣΟΥ) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ στις 07.01.2022 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ Κ19/2021
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ (ΤΜΗΜΑ ΛΕΜΕΣΟΥ) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 22.02.2022 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ Λ19/2021
ΜΕΤΑΞΥ:
D.C. OFFSET PRINTING LIMITED (HE 324032), ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ.
ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
ΚΑΙ
D. COUVAS & SONS LIMITED (ΥΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ), ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ, XXXXX ΙΩΑΝΝΟΥ.
ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ
____________________
Π. Κούρτελλος με Λ. Κωστακόπουλο, για την Αιτήτρια.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια επιδιώκει όπως της δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με στόχο την ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 22.2.2022, με την οποία οριστικοποιήθηκε το μονομερώς εκδοθέν παρεμπίπτον διάταγμα, ημερομηνίας 7.1.2022, που εξεδόθη από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού-Πάφου, Τμήμα Λεμεσού, (στο εξής το ΔΕΕ), στα πλαίσια της υπόθεσης υπ. αρ. Κ19/2021.
Η αιτήτρια εταιρεία, η οποία βρίσκεται υπό καθεστώς διαχείρισης με διορισμένο παραλήπτη και διαχειριστή, είναι ενοικιάστρια του βιομηχανικού ακινήτου του συνιστούντος μέρους των τεμαχίων υπ΄ αρ. 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26 και 27 του Συμπλέγματος D του κυβερνητικού χωρομετρικού σχεδίου υπ΄ αρ. LVIII8.2.11, LVIII8.21V, LIII8.3.1, LVIII8.3.III, εκτάσεως 6 εκταρίων 8 δεκαρίων και 140 τ.μ., στη βιομηχανική περιοχή Λεμεσού, καθώς επίσης και των ευρισκομένων εντός του βιομηχανικού τεμαχίου κτηρίων, οικοδομών και υποστατικών (στο εξής το βιομηχανικό ακίνητο), δυνάμει σύμβασης μίσθωσης γης μετά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία είναι υπενοικιαστής του εν λόγω βιομηχανικού ακινήτου, το οποίο κατέχει και χρησιμοποιεί από το 2015.
Την 1.7.2021, μετά από σχετική αίτηση της αιτήτριας και στην απουσία της καθ΄ης η αίτηση προς την οποία είχε επιδοθεί η αίτηση και δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, εκδόθηκε διάταγμα ανάκτησης κατοχής του επίδικου βιομηχανικού ακινήτου και απόφαση για ποσό €300.000 ως υπόλοιπο οφειλόμενων ενοικίων, πλέον €5.000 μηνιαίως, από 1.1.2020 μέχρι παραδόσεως κατοχής. Ως χρόνος συμμόρφωσης καθορίζετο περίοδος 90 ημερών από την επίδοση του διατάγματος. Η απόφαση επιδόθηκε στην καθ΄ ης η αίτηση στις 13.7.2021, η οποία αντέδρασε στις 3.8.2021, με καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της απόφασης, η οποία έλαβε τον αριθμό Κ19/2021.
Την 2.9.2021 το ΔΕΕ εξέδωσε, μετά από μονομερή αίτηση της καθ΄ης η αίτηση, διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 1.7.2021. Μετά από ακροαματική διαδικασία, εκδόθηκε την 30.11.2021 ενδιάμεση απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε το διάταγμα αναστολής εκτέλεσης και απορρίφθηκε η αίτηση.
Την 7.1.2022 εκδόθηκε μονομερώς νέο προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης υπό τον όρο ότι θα υπογραφεί εγγύηση ύψους €200.000 και ότι θα καταβάλλεται προς την αιτήτρια ή με πληρωμή στο Δικαστήριο το ποσό των €5.000 μηνιαίως προς εξασφάλιση αποπληρωμής του ενοικίου. Το εν λόγω διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 17.1.2022. Την 13.1.2022 η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για λήψη άδειας καταχώρησης αίτησης για Certiorari προς ακύρωση του διατάγματος. Την 20.1.2022 δόθηκε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο και καταχωρήθηκε αίτηση για Certiorari, η οποία, αφού επιδόθηκε, παρέμεινε για οδηγίες και προγραμματισμό σε διάφορες ημερομηνίες και, ακολούθως, ζητήθηκε η άνευ βλάβης απόσυρσή της.
Την 22.2.2022 εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση του ΔΕΕ, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, με την οποία οριστικοποιήθηκε το μονομερές διάταγμα αναστολής εκτέλεσης ημερομηνίας 7.1.2022, αφού έγιναν κάποιες λεκτικές τροποποιήσεις και αφού απαλείφθηκε η έκτη παράγραφος η οποία, σύμφωνα με την αιτήτρια, αντικρούετο με διάταγμα που είχε εκδοθεί στα πλαίσια της αγωγής 1097/2019 του Ε.Δ. Λεμεσού.
Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης του ΔΕΕ έχουν ως ακολούθως:
Α. «Το παρεμπίπτον διάταγμα, το οποίο οριστικοποιήθηκε (τροποποιημένο) με την ενδιάμεση απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση, εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και/ή στη βάση προφανούς νομικού σφάλματος (error of law on the face of the record) και/ή νομικής πλάνης και/ή καταχρηστικά και/ή εν τη απουσία σχετικής νομιμοποίησης του Δικαστηρίου. Υπήρξε σχετική εισήγηση για ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος από πλευράς της D. Couvas καθώς επίσης προωθήθηκε συγκεκριμένος λόγος ένστασης για την ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος ο οποίος δεν εξετάστηκε επαρκώς και/ή λανθασμένα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο».
Β. «Προκύπτουν άμα τη όψει και εκ του περιεχομένου της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22/02/2022 νομικά σφάλματα».
Γ. « Από το περιεχόμενο και/ή το λεκτικό της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22/02/2022, προκύπτει η έλλειψη αμεροληψίας (πραγματική και/ή φαινόμενη έλλειψη αμεροληψίας) και/ή προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστή έναντι της αιτήτριας (D. Couvas), του παραλήπτη/διαχειριστή αυτής και των δικηγόρων της αιτήτριας που την εκπροσώπησαν στην πρωτόδικη διαδικασία (Κ*19/2021)».
Στην έκθεση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση αναλύονται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους ζητείται όπως δοθεί η άδεια. Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, στην ιδιαίτερα ικανή προφορική του αγόρευση, εξήγησε περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους ζητείται η άδεια.
Ξεκινώντας από τον τρίτο λόγο, τον οποίο και ανέπτυξε πρώτο, με αναφορά στην υπόθεση Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 2025 και παραλληλίζοντάς την με την παρούσα υπόθεση, εισηγήθηκε πως διατρέχει το σώμα της απόφασης με κλιμακούμενη ένταση, ενόχληση, πικρία και δυσφορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η διαδικασία αίτησης Certiorari. Παραπέμπει σε διάφορα αποσπάσματα από την επίδικη απόφαση προς υποστήριξη της θέσης του περί νομικών σφαλμάτων στην απόφαση και αναφορών από το Δικαστήριο σε «εξωνομικές πεποιθήσεις». Αναφέρθηκε και στην τροποποίηση του προσωρινού διατάγματος με την, μεταξύ άλλων, απάλειψη μίας εκ των παραγράφων που περιλαμβάνετο στο αρχικό διάταγμα και η οποία, όπως είχε επισημανθεί από την αιτήτρια από το στάδιο που το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο, αντικρούετο με διάταγμα που είχε δοθεί σε άλλη διαδικασία στα πλαίσια της αγωγής 1097/2019. Η ακύρωση αυτού του διατάγματος προβάλλεται πως έγινε με ένα παράδοξο τρόπο και με μία λανθασμένη προσέγγιση και αφού εξουδετερώθηκε ένα σύνολο ισχυρισμών που αφορούσαν στο εν λόγω διάταγμα. Ως αποτέλεσμα, παρέμειναν αναπάντητοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν σε επίπεδο ένστασης, επηρεάζοντας το σύνολο του διατάγματος. Η έκτη παράγραφο του διατάγματος απαλείφθηκε, σύμφωνα με την απόφαση, προς αποφυγή του ενδεχόμενου προβλήματος που προέκυψε από αυτό, χωρίς να εξεταστούν οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν εκατέρωθεν και που επηρέαζαν και τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείροντο. Δίδεται ως παράδειγμα το γεγονός ότι, ενώ το εν λόγω διάταγμα είχε χαρακτηριστεί ως προληπτικής προστατευτικής φύσης (Quia Timet), αποσκοπώντας στην πρόληψη εκτέλεσης επαπειλούμενης πράξης, το Δικαστήριο δεν εξέτασε κανένα νομικό και πραγματικό ισχυρισμό που συναρτώταν με αυτό το ζήτημα, παρά μόνο προέβη σε μία εξήγηση φιλολογικού περιεχομένου και σε ψυχολογική ανάλυση του τι αποτελεί «φόβο».
Εν κατακλείδι, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι το άθροισμα της αρνητικής προδιάθεσης του Δικαστηρίου το οδήγησε σε νομικά σφάλματα, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να μην ακουστεί η πλευρά της αιτήτριας.
Ως προς τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε πως δεν θα μπορούσε στα πλαίσια έφεσης να τίθετο θέμα της προκατάληψης, το οποίο, κατά την εισήγηση, επηρεάζει και τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρονται και αφορούν νομικά σφάλματα που σε μία συνηθισμένη υπόθεση θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγους έφεσης.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 AAΔ 1298, χχχ Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για παροχή άδειας ασκείται με πολλή φειδώ. Όπως τονίστηκε στην Αναφορικά με την Bank of Cyprus Public Company Ltd, ΠΕ 12/2021, ημερομηνίας 6.4.2021:
«Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019 και Αυγουστή, Πολ. Έφ. Αρ. 133/2019, ημερ. 12.2.2020), ECLI:CY:AD:2020:A56.
Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για certiorari ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για συγκεκριμένους λόγους [.].»
Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την αίτηση του Καντούνα, Πολ. Έφ. Αρ. 363/20, ημερομηνίας 13.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:A396, υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/2017 κ.ά., ημερομηίας 26.4.2018, όπου τίθεται το ιστορικό και αιτιολογικό υπόβαθρο των αρχών που διέπουν το θέμα της έλλειψης αμεροληψίας:
«Η έλλειψη αμεροληψίας μπορεί κατ΄αρχάς να λάβει τη μορφή ύπαρξης αμέσου ή προσωπικού συμφέροντος (direct or personal interest) του δικαστή από το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Σε τέτοια περίπτωση δημιουργείται τεκμήριο πραγματικής έλλειψης αμεροληψίας (actual bias) (Locabail (UK) Ltd v. Bayfield Properties Ltd [2000] QB 451) και η εξαίρεση του δικαστή επέρχεται αυτόματα (automatic disqualification), ανεξάρτητα από το κατά πόσον το συγκεκριμένο συμφέρον προκαλεί εύλογη υπόνοια για την ύπαρξη προκατάληψης εκ μέρους του (Dimes v. Proprietor of Grand Junction Canal (1852) 3 HL Cas 759) ή ανεξάρτητα από το κατά πόσον το συμφέρον που έχει είναι οικονομικής φύσεως (R. v. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrate, Ex p Pinochet Ugarte (No 2) [1999] 1 All ER 577, HL). Τούτο, εφόσον η ύπαρξη συμφέροντος του δικαστή από το αποτέλεσμα της υπόθεσης αντίκειται ευθέως στη θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, nemo judex in causa sua.
Ανεξάρτητα όμως από τη, σπάνια αναφερόμενη, περίπτωση πραγματικής έλλειψης αμεροληψίας, αναγνωρίζεται και η περίπτωση της «φαινόμενης έλλειψης αμεροληψίας» (apparent bias). Όπως διακηρύχθηκε στην υπόθεση R. v. Sussex Justices, Ex p McCarthy [1923] All ER Rep 233, από τον Lord Hewart CJ:
«Justice should not only be done, but should manifestly and undoubtedly be seen to be done. »
H αρχή αυτή ενσωματώθηκε από ενωρίς στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΔΔΑ) (Delcourt v. Belgium (1970) 1 ΕΗΡΡ 355, 369, para 31).
Η κυπριακή επίσης νομολογία με σταθερότητα έχει επιβεβαιώσει ότι ο δικαστής δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται ότι είναι αμερόληπτος. Όπως τέθηκε από τον Γ.Μ. Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην xxx Πίτσιλλος ν. xxx Ευγενίου (1989) 1 ΑΑΔ, 691, 695:
«Όχι μόνο ο δικαστής δεν πρέπει να διακατέχεται από προκατάληψη εναντίον του διαδίκου αλλά επίσης η σχέση του με την υπόθεση ή οποιοδήποτε από τους διαδίκους δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του στον μέσο λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Συνεπώς, η αμεροληψία δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια.»
..
Η παραπάνω προσέγγιση έχει υιοθετηθεί και στην Κύπρο όπου έγινε δεκτό ότι:
«το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα.» (Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σελ. 274)
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η προσωπική αμεροληψία του δικαστή τεκμαίρεται μέχρι αποδείξεως του εναντίου (De Cubber v. Belgium (1984) 7 EHRR 236).."
Εξέτασα τα όσα επιμελώς έθεσε ενώπιόν μου ο ευπαίδευτος συνήγορος, καθώς και την επίδικη απόφαση υπό το φως και της νομολογίας που διέπει την προνομιακή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Πρόκειται για μία απόφαση, η οποία καταλαμβάνει 43 σελίδες, όπου παρατίθενται οι θέσεις των δύο πλευρών με εκτενή αναφορά σε νομολογία. H ορθότητα, βεβαίως, της απόφασης δεν μπορεί να ελεγχθεί με την προνομιακή διαδικασία, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται πιο πάνω.
Αυτό που χρίζει εξέτασης είναι η ισχυριζόμενη φαινόμενη έλλειψη αμεροληψίας του Δικαστηρίου. Για να ενεργοποιηθεί η προνομιακή διαδικασία σε αυτή τη βάση πρέπει να προκύπτει αντικειμενικά, εξώφθαλμη προκατάληψη από την απόφαση και γενικά τα περιστατικά της υπόθεσης. Η αιτήτρια παρέπεμψε σε αναφορές που γίνονται στην απόφαση από τις οποίες, κατά την εισήγηση, αναδύεται μία πικρία και δυσφορία του Δικαστηρίου, λόγω της προηγηθείσας αίτησης για Certiorari. Εξέτασα την απόφαση στο σύνολο της και ειδικότερα στα σημεία που παραπέμπει ο αιτητής. Με δεδομένο ότι η αίτηση για Certiorari αφορούσε το συγκεκριμένο διάταγμα που εκδόθηκε από το ΔΕΕ και τελούσε υπό αναθεώρηση, είναι φυσικό να γινόταν αναφορά στα ζητήματα που αφορούσε το Certiorari και να επιλυθούν για να μην έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στην εγκυρότητα του διατάγματος. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την παράγραφο 6 του διατάγματος, η οποία αποτελούσε έναν από τους κύριους λόγους ένστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ακύρωσή της, καταδείκνυε προκατάληψη γιατί έγινε, χωρίς να εξεταστούν οι θέσεις των δύο πλευρών, σύμφωνα με την εισήγηση. Φιλοσοφικές και άλλες αναφορές που χαρακτηρίστηκαν «εξωνομικές» από το συνήγορο, ενδεχομένως να μην αποτελούν ορθό τρόπο ανάλυσης ενός ζητήματος, όμως δεν πρόκειται για απόφαση η οποία εκδόθηκε αποκλειστικά σε αυτή τη βάση, ούτε υποδηλοί εξόφθαλμη προκατάληψη στα μάτια του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα. Θεωρώ, επίσης, ότι τα όσα αναφέρονται ως νομικά σφάλματα, απόρροια της προβαλλόμενης προκατάληψης, δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν από κατ΄ ισχυρισμό νομικά σφάλματα που σε τέτοιου είδους υποθέσεις τυγχάνουν εξέτασης στα πλαίσια έφεσης. Συμφωνώ δε ότι πολλά σχόλια που διατυπώθηκαν ήταν αχρείαστα και εκτός του αυστηρά θεσμικού πλαισίου, πλην όμως δεν αφήνουν ενδείξεις προκατάληψης. Η απόφαση και γενικά ο τρόπος που λειτούργησε το Δικαστήριο στη διαδικασία πρέπει να ιδωθεί στο σύνολό του και μόνο σε περίπτωση που αναδύεται εξόφθαλμη προκατάληψη δικαιολογείται η έκδοση προνομιακής θεραπείας. Εν προκειμένω, δεν είναι τέτοια η περίπτωση. Η παρούσα διαφοροποιείται από την υπόθεση Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ, πιο πάνω, που με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, όπου υπήρχε σαφής έκφραση πικρίας από το Δικαστήριο για προηγηθέν διάταγμα Certiorari.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ