ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:14
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Έφεση Αρ. 30/2021
25 Μαϊου 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]
xxx Σ.
Εφεσείων
και
xxx Μ.
Εφεσίβλητη
---------------------
Σ.Δράκος, για τον Εφεσείοντα
Xρ.Δημητρίου για Μερκούρη Τελώνης & Γιολάντα Ζυμπουλάκη Τελώνη ΔΕΠΕ για την Εφεσίβλητη
--------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων ως Αιτητής με μονομερή αίτηση προσέφυγε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου επιδιώκοντας προσωρινή θεραπεία με επίκληση κυρίως του ΄Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 και των ΄Αρθρων 5 - 17(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, του 1990, Ν.216/90 σε δύο πυλώνες αιτουμένων θεραπειών, (α) να επιτραπεί στις ανήλικες κόρες του να ταξιδέψουν στη Γ. το Καλοκαίρι του 2021, (β) να επιτραπεί στις ανήλικες κόρες του να εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού (Covid-19) χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας τους.
Διατάχθηκε η επίδοση της αίτησης στην Εφεσίβλητη - Καθ' ης η Αίτηση, η οποία σφόδρα ενέστη και στους δύο πυλώνες της αίτησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακρόαση έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να αποτύχει και ως συνέπεια ο Εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι σε σχέση με το σημείο (α) ανωτέρω το οποίο αφορά το προσδοκώμενο ταξίδι στη Γ. το Καλοκαίρι του 2021, η έφεση κρίνεται ατελέσφορη αφού ο χρόνος αυτός έχει προ πολλού παρέλθει. Μάλιστα, είχε παρέλθει και κατά το χρόνο ακρόασης της Αίτησης πρωτοδίκως - Συνεπώς το μέρος αυτό της έφεσης δεν θα μας απασχολήσει. Εξάλλου και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έχει αποδεχθεί ότι δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο επί αυτής της πτυχής της έφεσης. Αυτό θέτει εκ ποδών αρκετούς λόγους έφεσης (2, 4, 8 και 13) αλλά επίσης αφαιρεί και από τους υπόλοιπους εναπομείναντες λόγους μεγάλο όγκο από τα επιχειρήματα και τις θέσεις των διαδίκων.
Η έφεση λοιπόν παραμένει να εξεταστεί στο (β) σημείο δηλαδή στην άρνηση του Οικογενειακού Δικαστηρίου να διατάξει στα πλαίσια της Ενδιάμεσης αυτής αίτησης όπως οι δύο θυγατέρες των διαδίκων εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού χωρίς να συναινεί σε αυτό η μητέρα.
Προέχει ένα ιστορικό της υπόθεσης έχοντας πάντα κατά νουν ότι ουσιώδης χρόνος είναι ο Αύγουστος του 2021 όταν καταχωρήθηκε η εν λόγω αίτηση.
Ο Εφεσείων Γ. υπήκοος συνήψε αρχικά πολιτικό γάμο με την Εφεσίβλητη το 2006 και στη συνέχεια θρησκευτικό. Το ζεύγος απέκτησε δύο κόρες, την xxx1 το 2007 και την xxx2 το 2008. Κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης η xxx1 ήταν μαθήτρια Γ' τάξης και η xxx2 της Β' τάξης, γυμνασίου στην Πάφο. Από το έτος 2019 οι διάδικοι ήσαν σε διάσταση και τον Οκτώβρη του 2020 εξεδόθη το διαζύγιο τους από το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου.
Στις 15.10.2019 το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν μονομερούς αιτήσεως και πάλι εκ μέρους του Εφεσείοντα εξέδωσε προσωρινό διάταγμα στο οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζετο ως τόπος διαμονής των δύο θυγατέρων ο τόπος διαμονής τους στην Πάφο. Στις 2.2.2021 το διάταγμα αυτό έγινε απόλυτο και η απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης Αρ.11/21 η οποία επίσης εκδικάστηκε από το παρόν Οικογενειακό Εφετείο την ίδια ημέρα με την παρούσα.
Για το θέμα του εμβολιασμού, ο Εφεσείων στην στηρικτική ένορκη δήλωση του αναφέρει τα εξής σχετικά:
«Οι ανήλικες θυγατέρες μας επιθυμούν να εμβολιαστούν κατά του Κορωνοϊού, και εγώ συμφωνώ να εμβολιαστούν, διαφωνεί όμως η Καθ' ης η Αίτηση. Εγώ ειλικρινά πιστεύω ότι με βάση τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού υγείας (ΠΟΥ) και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Έγκρισης Φαρμάκων (ΕΜΑ) που ακολουθούν τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 29/07/2021 για εμβολιασμούς κατά της νόσου Covid 19 των παιδιών 12 ετών κι άνω, είναι προς το καλό της υγείας των ανήλικων θυγατέρων μας να λάβουν εμβόλιο κατά της πανδημικής ασθένειας του Κορωνοϊού (Covid 19) και να θωρακίσουν τους εαυτούς τους από την εν λόγω ασθένεια.
Ο μη εμβολιασμός των ανήλικων θυγατέρων μας κατά του Κορωνοϊού (Covid 19) τις εκθέτει αχρείαστα και αδικαιολόγητα στην εν λόγω ασθένεια και τις αφήνει χωρίς ασπίδα προστασίας κατά της ασθένειας αυτής. Απ' ότι ειλικρινά πιστεύω είναι προς το συμφέρον των ανηλίκων να εμβολιαστούν με το εν λόγω εμβόλιο και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό.
Ειλικρινά πιστεύω ότι έχω καλή υπόθεση, υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, με καλή νομική βάση και με μεγάλη πιθανότητα να δικαιούμαι στις αιτούμενες θεραπείες. Επίσης απ' ότι πληροφορούμαι και ειλικρινά πιστεύω, η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι αναγκαία για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης, γιατί θα είναι δύσκολο και/ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.»
Στην αντίπερα όχθη, η Εφεσίβλητη αντιτείνει τα ακόλουθα:
«Απορρίπτω τους ισχυρισμούς στις παραγράφους 20 και 21 της ένορκης δήλωσης και ιδιαίτερα ότι οι ανήλικες θυγατέρες μας επιθυμούν να εμβολιαστούν κατά της ασθένειας του κορονοϊού (Covid 19), καθότι αυτό δεν αποβαίνει προς το συμφέρον των ανηλίκων αφού σύμφωνα με τον θεράποντα παιδίατρο που παρακολουθεί τις ανήλικες 12 έτη, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και έχουν ιστορικό σοβαρών αλλεργιών και ο εμβολιασμός τους πιθανόν να επιφέρει σοβαρές παρενέργειες και να επιβαρύνει την υγεία τους με κίνδυνο την ζωή τους όπως να κλείσει ο λαιμός τους και να πάθουν ασφυξία. Δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε ιατρική βεβαίωση καθότι ο παιδίατρος απουσιάζει στο εξωτερικό και επιστρέφει την επόμενη βδομάδα.»
Το Δικαστήριο επ' αυτού του θέματος ανέφερε τα ακόλουθα:
«Στρέφομαι τώρα στο δεύτερο αίτημα του Αιτητή για να επιτραπεί ο εμβολιασμός των ανηλίκων κατά του Κορωνοϊού (Covid-19) χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας τους - Καθ' ης η αίτηση.
Προς υποστήριξη του αιτήματος του αυτού, ο Αιτητής επικαλείται την επιθυμία των ανηλίκων καθώς και τις συστάσεις διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών που θέλουν τον εμβολιασμό να είναι για το καλό της υγείας των παιδιών και προς το συμφέρον τους.
Αντίθετη, εν προκειμένω, είναι η θέση της Καθ' ης η αίτηση η οποία αφενός αμφισβητεί ότι οι ανήλικες επιθυμούν να εμβολιαστούν και αφετέρου ισχυρίζεται ότι ο εμβολιασμός, όχι μόνο δεν θα αποβεί προς το συμφέρον τους, αλλά και ελλοχεύει κινδύνους για την ίδια τη ζωή τους. Προς επίρρωση της τελευταίας της αυτής θέσης, επικαλείται ιατρική συμβουλή που έλαβε από τον θεράποντα παιδίατρο των ανηλίκων καθώς και το βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό των τελευταίων που τις θέλει να πάσχουν από σοβαρές αλλεργίες.
Σημειώνεται ότι, πέραν των όσων αναφέρθηκαν από την Καθ' ης η αίτηση σε σχέση με την ιατρική συμβουλή που έλαβε, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από μέρους του Αιτητή καθ' οιονδήποτε τρόπο, καμιά μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας που θα του επέτρεπε να καταλήξει με ασφάλεια ότι ο εμβολιασμός των συγκεκριμένων ανηλίκων θα αποβεί προς το συμφέρον τους. Επισημαίνω, ότι το Δικαστήριο δε δύναται να καταστήσει τον εαυτό του εμπειρογνώμονα επί ιατρικών θεμάτων.
Τούτων λεχθέντων, κρίνεται ότι ο Αιτητής δεν απέσεισε το βάρος που είχε για να καταδείξει το εύλογο και το αναγκαίο είτε του αιτούμενου ταξιδιού είτε του εμβολιασμού των ανηλίκων θυγατέρων του.
Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, κρίνω ότι η διακριτική μου ευχέρεια δεν δύναται να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης.
Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται».
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη δική του μαρτυρία σχετικά με τις συστάσεις των Διεθνών Οργανισμών και Επιτροπών Υγείας για τον κίνδυνο από τον μη εμβολιασμό, μη αντλώντας δικαστική γνώση ως όφειλε (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι είναι προς το συμφέρον των παιδιών να μην εμβολιασθούν (τρίτος λόγος). Με τον πέμπτο λόγο μέμφεται το Δικαστήριο ότι αποφάσισε επικροτώντας τη θέση της Εφεσίβλητης πως ο εμβολιασμός δεν θα αποβεί προς το συμφέρον των παιδιών αλλά και ελλοχεύει κίνδυνους για τη ζωή τους και ότι «η Εφεσίβλητη επικαλείται ιατρική συμβουλή που έλαβε από παιδίατρο των ανηλίκων και το βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό των τελευταίων που της θέλει να πάσχουν από σοβαρές αλλεργίες». Προσβάλλεται αυτή η πτυχή και με τους λόγους έφεσης 6, 7, 9, 10 και 11. Eιδικά, με τους λόγους 10 και 11 ο Εφεσείων μέμφεται το Δικαστήριο επί το ότι δεν κάλεσε τα ανήλικα παιδιά των διαδίκων να τοποθετηθούν επί του σοβαρού θέματος του εμβολιασμού τους, ειδικά έχοντας υπόψη ότι η φύση της διαδικασίας είναι εξεταστικού χαρακτήρα. Με τον δωδέκατο λόγο ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αντίκρυσε και αποφάσισε σχετικά επί του ζητήματος της κατ' ισχυρισμό ιατρικής συμβουλής που έλαβε η Εφεσίβλητη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αιτιολογία, θα μπορούσε να δοθεί με συμπληρωματική ένορκη δήλωση σχετική βεβαίωση, κάτι που δεν έγινε. Ως εκ τούτου η μαρτυρία της Εφεσίβλητης σε θέματα ιατρικά στην απουσία γνωμάτευσης και βεβαίωσης από γιατρό δεν μπορούσε καν να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι λόγοι έφεσης που αφορούν την ορθότητα της κρίσης επί του θέματος του εμβολιασμού έχουν διπλή διάσταση. Κατά πρώτο αφορούν την ανάγκη όπως ακούγονται από το Δικαστήριο τα ίδια τα παιδιά επί του θέματος και κατά δεύτερο στο τι μαρτυρία πρέπει να προσφέρεται για τις ενδείξεις ή τις αντενδείξεις ως προς τον εμβολιασμό παιδιών και δη εμβολιασμού σε σχέση με τον Covid 19. Στο τελευταίο θέμα εμπλέκεται η δικαστική γνώση και η εμβέλεια της τόσο σε σχέση με την πανδημία γενικά όσο και με το όφελος των εμβολίων ειδικότερα. Εν τέλει βεβαίως έχει σημασία το πώς αντιμετωπίστηκε εν προκειμένω η μαρτυρία των διαδίκων εκατέρωθεν, εάν ληφθεί υπόψη ο εξεταστικός χαρακτήρας που οφείλει να έχει η διαδικασία γονικής μέριμνας και αυτό γιατί ο «τελικός δικαιούχος» - ας μας επιτραπεί ο όρος - των διαδικασιών είναι και πρέπει να είναι το ίδιο το παιδί και το συμφέρον του ειδικά σε θέματα υγείας.
Γι' αυτό και το Δικαστήριο οφείλει να δρα με γνώμονα το συμφέρον και τα δικαιώματα του παιδιού, ανάλογα με την ηλικία, την ωριμότητα του και τις συνολικές περιστάσεις του περιβάλλοντος του.
Είναι καθήκον δύσκολο, επίμονο και πολυσύνθετο το οποίο ο αρμόδιος Δικαστής θα πρέπει να ασκεί με άκρα επιμέλεια, η οποία δεν εξαντλείται στις νομικές γνώσεις αλλά περιλαμβάνει ευρύτερα την «εποπτεία» των ίδιων των κηδεμόνων του παιδιού, στα πλαίσια φυσικά των αιτουμένων εκάστοτε θεραπειών. Γι' αυτό και είναι ευρύτερος των συνήθων αστικών διαδικασιών, ο ρόλος του Δικαστηρίου, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί εξεταστικός. (Κατσούρη ν. Χατζηνικόλα (2010)1 Α.Α.Δ. 1634 και Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, ΄Εφεση Αρ. 4/2015, 14.1.2020).
Αυτό έχει γλαφυρά αναλυθεί στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Ιωαννίδη (2002)1Γ Α.Α.Δ. 1446 από την οποία παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου. Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου. Πρόκειται για αρχή η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία. Βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1108, από την οποία και η πιο κάτω επιγραμματική διατύπωση της αρχής:
«Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου.»
Ο εμβολιασμός παιδιών είναι ένα ιδιαίτερο θέμα που απασχόλησε τα Δικαστήρια σε διεθνές επίπεδο αν και όχι ακόμη τα Κυπριακά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή (η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) παλαιότερα, ασχολήθηκε με το θέμα ως εξής:
Στην Carlo Boffa and 13 Οthers ν. San Marino, Aίτηση 26536/95, Απόφαση της Επιτροπής, 15.1.1998 κρίθηκε ότι η υποχρέωση εμβολιασμού ανηλίκων δεν συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας ή στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης ή στην ελευθερία της γνώμης (΄Αρθρα 2, 5, 8 και 9 της ΕΣΔΑ).
Στη Vavricka and Οthers v. the Czech Republic, Αιτήσεις 47621/13 κ.ά., 8.4.2021 κρίθηκε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ανηλίκων δεν παραβίαζε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής (΄Αρθρο 8 της ΕΣΔΑ), ούτε είχε σχέση ΅ε το δικαίωμα της σκέψης και συνείδησης το οποίο κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 9 της ΕΣΔΑ αλλά ούτε η άρνηση εισόδου στο νηπιαγωγείο συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση το οποίο αναγνωρίζεται στο ΄Αρθρο 2 του Πρωτοκόλλου υπ' αριθμό 1.
Για την πρώτη διάσταση του θέματος που αφορά στην ανάγκη να ακουστεί το παιδί επί του θέματος του εμβολιασμού θα συμφωνήσουμε με το ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα πως η συγκεκριμένη περίσταση επέβαλλε στο Δικαστήριο να ακούσει τη γνώμη των ανηλίκων κοριτσιών για τους ακολούθους λόγους:
α) Υπήρχε διάσταση στις εκδοχές των δύο γονέων κατά πόσο συναινούσαν τα παιδιά στον εμβολιασμό τους.
β) η ηλικία τους ήταν τέτοια που τους επέτρεπε να έχουν τύχει ενημέρωσης από τον περιβάλλοντα χώρο και να διαμορφώσουν άποψη. Είχαν γεννηθεί το 2007 και το 2008 αντίστοιχα, οπότε κατά τον ουσιώδη χρόνο ήσαν περίπου 15 και 14 χρονών αντιστοίχως. Η ηλικία αυτή επιτρέπει στη διαμόρφωση άποψης. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση TLM v. JTM, (2022) ABQB 109:
«A Child may have a say if he or she is a mature minor. Informed consent of a decision-maker, including a child, requires he/she: "1) has capacity to make the decision, 2) is adequately informed, that is, given all relevant information that a reasonable person would require to make a decision, and 3) the resultant decision must be voluntary and free of coercion": Kevin W. Coughlin, Medical decision-making in paediatrics: Infancy to adolescence, Canadian Paediatric Society, Bioethics Committee Paediatric Child Health, 2018, 23(2): 138-146 accessed by: https://cps.ca/documents/position/medical-decision-making-in-paediatrics-infancy-to-adolescence.
First, the Child's age is a factor when it comes to determining capacity to make medical decisions.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Ένα παιδί δύναται να έχει άποψη εάν πρόκειται για ώριμο ανήλικο. Η πληροφορημένη συναίνεση του ατόμου που θα λάβει την απόφαση, συμπεριλαμβανομένου και ενός παιδιού, απαιτεί όπως αυτό: "1) έχει την ικανότητα να αποφασίσει, 2) είναι επαρκώς ενημερωμένο, δηλαδή, του έχουν δοθεί όλες οι σχετικές πληροφορίες που ένα λογικό πρόσωπο θα χρειαζόταν ούτως ώστε να προβεί σε απόφαση, και 3) η επακόλουθη απόφαση πρέπει να είναι εκούσια και ελεύθερη από εξαναγκασμό": [.]
Πρώτον, η ηλικία του παιδιού είναι ένας παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη όταν πρέπει να εξακριβωθεί η ικανότητά του να λάβει ιατρικές αποφάσεις.»
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η θέση ενός ανηλίκου δυνατό να είναι απόρροια αθέμιτης επιρροής των γονέων ή ενός εξ αυτών. Γι' αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να ακούσει με σύνεση τη φωνή του παιδιού για να κρίνει, κατά το ανθρωπίνως δυνατό, το ελεύθερο της βούλησης του. (Βλ. σχετικά για το Ελλαδικό δίκαιο ως προς την φροντίδα της υγείας του παιδιού και ειδικά τον εμβολιασμό, το Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Αθηνά Κοτζάμπαση, εκδόσεις Σάκκουλα, Β΄ έκδοση σελ. 254 και το άρθρο της ίδιας στα Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, τευχ. 26 σελ. 13 «Η φροντίδα των γονέων για την υγεία των τέκνων και ο εμβολιασμός».)
Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με την παράλειψη του να ακούσει τα παιδιά, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας τους και της διάστασης των ισχυρισμών των γονέων. Εξάλλου, η υποχρέωση αυτή απορρέει και από τη σχετική νομοθετική ρύθμιση (βλ. ΄Αρθρο 6(3) του Ν.216/90). Η παράλειψη αυτή μοιραία οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης στους σχετικούς λόγους.
Οι υπόλοιποι λόγοι αγγίζουν τη δεύτερη διάσταση του θέματος ως προς το πώς αντίκρυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων ενόψει ακριβώς του εξεταστικού ρόλου του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις υποθέσεις γονικής μέριμνας. Έχοντας κατά νουν το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης κρίνουμε πως δεν θα έπρεπε το Δικαστήριο αβασάνιστα να θεωρήσει πως δεν υφίσταται ιατρική μαρτυρία υπέρ της αίτησης και να την απορρίψει με το σκεπτικό ότι το αιτητής δεν απέσεισε το σχετικό βάρος που είχε. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο αγνόησε δεδομένα τα οποία ήσαν υπαρκτά δηλαδή ότι η ανθρωπότητα βίωνε και βιώνει μια πανδημία αφενός και αφετέρου πως ο εμβολιασμός κατά κανόνα προσφέρει όφελος και αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο στη φαρέτρα της ιατρικής κοινότητας για αντιμετώπιση τέτοιων θανατηφόρων πανδημιών, εντασσόμενο μάλιστα στο γενικό σύστημα υγείας. Αυτοί οι δύο πυλώνες γενικά βεβαίως πρέπει να ενταχθούν στα πλαίσια της έννοιας της δικαστικής γνώσης.
Στην Αγγλία, το Εφετείο στην Re H (A Child) (Parental Responsibility: Vaccination) [2020] EWCA Civ 664 αποφάσισε όπως η αρμόδια αρχή που ήταν υπεύθυνη δυνάμει σχετικού διατάγματος (Care order) θα έπρεπε να συναινέσει σε εμβολιασμό παιδιών κάτω από την εποπτεία της, ακόμα και με την ένσταση των δύο γονέων.
Ειδικά λέχθησαν και τα εξής:
"Although vaccinations are not compulsory, the scientific evidence now clearly establishes that it is in the best medical interests of children to be vaccinated in accordance with Public Health England's guidance unless there is a specific contra-indication in an individual case."
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Παρόλο ότι οι εμβολιασμοί δεν είναι υποχρεωτικοί, τα επιστημονικά στοιχεία αποδεικνύουν τώρα ξεκάθαρα ότι είναι προς το καλύτερο ιατρικό συμφέρον των παιδιών να εμβολιάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας, εκτός εάν υπάρχει συγκεκριμένη αντένδειξη σε κάποια ατομική περίπτωση.»
Στη δε Re C (Looked After Child) (Covid 19 Vaccination) [2021] EWHC 2993 (Fam) αναφέρθηκαν:
«Ιn my judgment, the principles set out by the Court of Appeal in Re H (above) apply equally to both the Covid-19 vaccination for 12-15 year olds and the winter flu virus vaccination for children in school years 7 -11, as they do to the specific childhood vaccinations considered in that case. Like the standard vaccinations for infants, the Covid-19 and winter flu virus vaccinations are now part of national programmes of vaccination for children approved by the UK Health Security Agency, the successor body to Public Health England»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Κατά την άποψη μου, οι αρχές που εκθέτονται από το Εφετείο στην Re H (πιο πάνω) εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο και στα δύο εμβόλια κατά της νόσου του κορωνοϊού για παιδιά 12 - 15 ετών και κατά του ιού της χειμερινής γρίπης για παιδιά 7 - 11 ετών, όπως εφαρμόζονται και στα συγκεκριμένα εμβόλια για παιδιά που έτυχαν εξέτασης στην εν λόγω υπόθεση. Όπως τα συνηθισμένα εμβόλια για βρέφη, τα εμβόλια κατά της νόσου του κορωνοϊού και κατά του ιού της χειμερινής γρίπης αποτελούν πλέον μέρος του εθνικού προγράμματος εμβολιασμού για παιδιά το οποίο έχει εγκριθεί από την Υπηρεσία Διασφάλισης της Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου που είναι ο διάδοχος της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας».
Παρατηρούμε πως ένα χρήσιμο εργαλείο είναι το ίδιο το πρόγραμμα εθνικού εμβολιασμού στο οποίο καθορίζεται το πλαίσιο ηλικιών και εμβολίων, κάτι που συνέβηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία και το οποίο ο Εφεσείων αναφέρει. Αυτό είναι άκρως βοηθητικό για τον εκδικάζοντα Δικαστή. To εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού συνηγορούσε υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Όπως είναι η θέση του παιδιού εάν διαγνωστεί με την αναγκαία ωριμότητα, όπως ήδη εξηγήσαμε. Εάν υφίσταται σοβαρός λόγος που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενδείκνυται εμβολιασμός, το Δικαστήριο πρέπει να ακούσει προσεκτικά και την άλλη θέση εξισορροπώντας in concreto τα πράγματα.
Εν προκειμένω η μητέρα η οποία ενίστατο προέβαλε αόριστα θέση παιδιάτρου ότι ο εμβολιασμός δεν ενδείκνυται λόγω αλλεργιών των παιδιών και βεβαρημένου ιατρικού μητρώου. Δεν μπορεί να είναι δεκτή τέτοια επίκληση χωρίς στέρεη μαρτυρία για τις αντενδείξεις. Θυμίζουμε και πάλι τον εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας. Δεν ενδιαφέρουν τέτοιοι γενικοί ισχυρισμοί εάν δεν έχουν τη μορφή συγκεκριμένης και λεπτομερούς ιατρικής μαρτυρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και επ' αυτής της πτυχής. Θα έπρεπε να προκαλέσει την παρουσίαση της μαρτυρίας εκείνης που θα το έκανε να νιώθει ασφάλεια για την όποια απόφαση του.
Παρά το ότι η επανεκδίκαση της Αίτησης θα ήταν η ευλόγως αναμενόμενη οδός διόρθωσης των αναφερθέντων ως άνω σημείων, έχουμε προβληματισθεί, εάν είναι όντως η καλύτερη προσφερόμενη λύση, δεδομένου του χρόνου που έχει παρέλθει αλλά και των συνθηκών που ενδεχομένως έχουν μεταβληθεί.
΄Εχουμε καταλήξει, υπό τις άκρως ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης και δυνάμει της ευρείας εξουσίας μας εκ του ΄Αρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60 και της Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, πως η ευχερέστερη λύση είναι να παραμερίσουμε την πρωτόδικη απόφαση έτσι ώστε να μπορεί ο Εφεσείων να προωθήσει, εάν το επιθυμεί, νέα ανάλογη αίτηση με το ίδιο αντικείμενο δηλαδή τον εμβολιασμό των παιδιών του. Σε τέτοια περίπτωση αναμένεται από το Οικογενειακό Δικαστήριο ότι θα την εκδικάσει κατά προτεραιότητα. Όπως εξάλλου αρμόζει σε όλες τις αιτήσεις τέτοιας φύσης.
Ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση (ομού με τη διαταγή για έξοδα) παραμερίζεται ως άνω, με το δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρήσει νέα Αίτηση, όπως εξηγήθηκε.
Η έφεση, υπό αυτή την έννοια, επιτυγχάνει ως άνω.
Ενόψει του πρωτόγνωρου του θέματος θεωρούμε ότι δεν πρέπει να εκδοθεί διαταγή για έξοδα ούτε κατ΄ έφεση ούτε πρωτοδίκως.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.