ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Χρ. Δημητρίου για Μερκούρη Τελωνη και Γιολ. Ζυμπουλάκη Τελώνη ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα Μ. ΧατζηΤζιοβάννη, για Χρ. Κληρίδη amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-05-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο AVLIDA HOTELS LTD v. ANNIK LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 260/2014, 16/5/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A213

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Πολιτική Έφεση αρ. 260/2014)

                                               

16 Μαϊου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

AVLIDA HOTELS LTD

Eφεσείουσα,

 

ν.

 

ANNIK LTD

 

Εφεσίβλητη.

........

 

Χρ. Δημητρίου για Μερκούρη Τελωνη και Γιολ. Ζυμπουλάκη Τελώνη ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα

 

Μ. ΧατζηΤζιοβάννη, για Χρ. Κληρίδη & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη

......

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

.......

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Η ερμηνεία της συνομολογηθείσας μεταξύ των διαδίκων μερών συμφωνίας αναφορικά με την υποχρέωση καταβολής ή όχι ΦΠΑ, το κόστος των εργασιών που εκτελέστηκαν και η ύπαρξη ή όχι πλημμελειών και κακοτεχνιών, αποτέλεσαν τις επίδικες διαφορές τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει.

 

Η εφεσίβλητη η οποία είχε ως επαγγελματική δραστηριότητα τις διακοσμήσεις με τεχνητούς βράχους, λίμνες, καταρράκτες και ποτάμια, συμφώνησε με την εφεσείουσα (τεκμ. 2) στις 6/12/2002 να κατασκευάσει καταρράκτες και ποτάμια με τεχνητούς βράχους στην ταράτσα του εστιατορίου του  ξενοδοχείου «AVLIDA» του οποίου η εφεσείουσα ήταν διαχειρίστρια.

 

Το τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των ΛΚ 34.000.- και θα καταβαλλόταν σταδιακά όπως η συμφωνία διελάμβανε.  Πέραν των ανωτέρω εργασιών, η εφεσίβλητη προβάλλει ότι εκτέλεσε επιπρόσθετες, αξίας ΛΚ 12,182, με τον ισχυρισμό ότι το συνολικό κόστος των εργασιών που διεκπεραίωσε ανερχόταν σε εκείνο των ΛΚ 51.282,00.

 

Η εφεσείουσα παραδεχόταν τη συμφωνία και το κόστος των εργασιών, πλην όμως ισχυριζόταν ότι στο ποσό εκείνο περιλαμβανόταν ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ).  Παραδεχόταν επίσης την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών το κόστος των οποίων όμως εκτιμούσε στις ΛΚ 8.312 για το οποίο δήλωνε παραδοχή.

 

Προέβαλλε με το δικόγραφο της, ισχυρισμό για πλημμελή εκτέλεση των εργασιών, ύπαρξη δυσλειτουργιών και καθυστέρηση στην παράδοση του έργου ανταπαιτώντας καταβολή ποσού ύψους €83.721,47 ήτοι ΛΚ12.000 για καθυστέρηση παράδοσης του έργου, ΛΚ5000 για την κατεδάφιση και απομάκρυνση του και ΛΚ32.000 επιστροφή του ποσού που ήδη είχε καταβάλει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια ερμηνείας της συμφωνίας απεφάσισε πως το εκεί αναφερόμενο ποσό, καθόριζε το κόστος των εργασιών χωρίς τη συμπερίληψη σε αυτό του ΦΠΑ.  Απέρριψε ως αναξιόπιστη την προσφερθείσα από την εφεσείουσα μαρτυρία ενώ αποδέκτηκε ως αξιόπιστη εκείνη της εφεσίβλητης εκδίδοντας υπέρ της απόφαση για ποσό €3417,20 (ΛΚ2000) (υπόλοιπο αρχικής συμφωνίας) πλέον νόμιμο τόκο και ΦΠΑ επί του ποσού των €58.092.40 (ήτοι του ποσού της αρχικής συμφωνίας) και απόφαση για ποσό €20,421,20 (ΛΚ11.952) (ήτοι επιπρόσθετες εργασίες) πλέον νόμιμο τόκο.

 

Η ορθότητα της απόφασης αμφισβητείται με δεκαεννέα λόγους έφεσης, οι οποίοι μπορούν χάριν ευκολίας και εν όψει του αντικειμένου τους να κατηγοριοποιηθούν.  Ζήτημα εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας προτάσσεται με τους λόγους έφεσης 4, 5, 11, 12, 13, 14, 16, 17, ενώ αναφορά στη δοθείσα από το Μ.Υ.3 μαρτυρία και τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής, διαλαμβάνεται στους λόγους 6, 7, 8, 9 και 10.  Τους λόγους της πρώτης ομάδας εξετάζουμε αμέσως κατωτέρω, με αναφορά στα πρόσωπα που αφορούν.

 

Αποτελεί διακηρυγμένη αρχή από την σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο της κατάθεσης και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη βάσανο της αντεξέτασης.  Τα πρωτόδικα δικαστήρια διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης.  Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία (δες Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1037, Κουκούνη ν. Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd (2006) 1 AAΔ 489, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ676.)  Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» LudwingBauerv. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 ΑΑΔ 325.

 

Διατηρούμε πάντοτε κατά νου ότι η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση.  Οι κανόνες όμως του δικαίου της απόδειξης καθώς και οι εμπειρίες  των δικαστών για τα ανθρώπινα είναι τα μόνα μέσα για την αποκάλυψη των περασμένων.(Hellenic Bank Public Company v. Aνδρούλλας Ζαχαριάδου, Πολ. Εφ. 13/14 ημερ. 11/3/2021), ECLI:CY:AD:2021:A92 Γι' αυτό και η επέμβαση μας περιορίζεται με τον τρόπο που έχει προσδιοριστεί από την πιο πάνω νομολογία.

 

Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει ως αξιόπιστο τον Μ.Ε.2 και αναξιόπιστο τον Μ.Υ.1.  Ο πρώτος ήταν εργοδοτούμενος της εφεσείουσας ο οποίος απολύθηκε από εκείνην και ο Μ.Υ.1 διευθυντής αυτής.  Αποτελεί εισήγηση της εφεσείουσας πως το γεγονός και μόνο πως ο Μ.Ε.2 όπως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαφορές με το Διευθυντή της εφεσείουσας, έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη της μαρτυρίας του.  Η θέση αυτή είναι αβάσιμη.  Η ύπαρξη μιας διαφοράς μεταξύ δύο προσώπων δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο ή μέτρο αξιοπιστίας ή αναλήθειας. Η αξιοπιστία οποιουδήποτε μάρτυρα συναρτάται από διάφορους παράγοντες και αναδύεται στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, την οποία μόνο το εκδικάζον Δικαστήριο έχει το ευεργέτημα να διακρίνει και διαπιστώσει.  Πράγμα το οποίο έπραξε στην κρινόμενη περίπτωση δίδοντας επαρκή αιτιολογία προς τούτο και συγκρίνοντας τη μαρτυρία του με τεκμήρια (π.χ. τεκμ. 9) τα οποία συνέταξε και υπέγραψε σε ανύποπτο χρόνο, ήτοι το χρόνο κατά τον οποίο εργοδοτείτο στην εφεσείουσα και «επέβλεπε» τις εργασίες τις οποίες εκτελούσε η εφεσίβλητη.

 

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αντιφάσεις και ψεύδη τα οποία εντόπισε στη μαρτυρία του Μ.Υ.1, στην εν γένει παρουσία του στο Δικαστήριο, τα οποία τον οδήγησαν στη διαπίστωση ότι «τούτο που έγινε αντιληπτό ήταν η προσπάθεια αποφυγής πληρωμής του χρέους του προς την ενάγουσα εταιρεία και η προσπάθεια να αποδώσει σε αυτή ευθύνες τέτοιου είδους και μεγέθους ώστε να αποφύγει την πληρωμή».  Η ανωτέρω φράση δεν μπορεί να ειδωθεί απομονωμένη, όπως την επικαλούνται οι συνήγοροι της εφεσείουσας, διότι ήταν αποτέλεσμα της διεργασίας αξιολόγησης του συγκεκριμένου μάρτυρα.

 

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Συναφής με τους ανωτέρω λόγους ο δέκατος πέμπτος με τον οποίο συνδέεται συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εργασίες ο οποίες εκτελούνταν στο ξενοδοχείο από την εφεσείουσα προκαλούσαν εμπόδιο στην ολοκλήρωση του έργου.  Το συμπέρασμα αυτό εξάχθηκε με βάση την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας από τον Μ.Ε.1 και τον Μ.Υ.1.  Ο τελευταίος ως διευθυντής του ξενοδοχείου συμφώνησε με το τεκμήριο 3, το οποίο μάλιστα υπογράφει και ο ίδιος και ουσιαστικά αναλάμβανε να μην δημιουργεί εμπόδια στην απρόσκοπτη εκτέλεση των εργασιών από την εφεσίβλητη.

 

Οι λόγοι έφεσης 11-14 πλήττουν ουσιαστικά τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Μ.Υ2 και τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτός δεν ήταν αντικειμενικός.  Ο Μ.Υ.2 κλήθηκε και θεωρήθηκε ως εμπειρογνώμονας μηχανολόγος μηχανικός.  Το Δικαστήριο έκρινε πως απέστει από το καθήκον που είχε να είναι αντικειμενικός και ανεξάρτητος, αιτιολογώντας την κρίση του με αναφορά στη μαρτυρία του και κυρίως στην παράλειψη του να αναφερθεί σε γεγονότα τα οποία κατά την αντεξέταση αποκάλυψε, όπως π.χ. ότι αφαίρεσε τσιμεντοπλόκς για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκαν τα σίδερα από την εφεσίβλητη.  Αυτό το γεγονός ήταν ουσιώδες και ορθά το Δικαστήριο το αξιοποίησε ως τέτοιο, αφού με αυτό, λογικά τον τρόπο θα διαπίστωνε χρήση των υλικών που η εφεσίβλητη μεταχειρίστηκε.  Επομένως ήταν σημαντικό να προβεί σε μνεία του γεγονότος τόσο στην έκθεση του (τεκμ. 62), όσο και στην κυρίως εξέταση και όχι πιεζόμενος κατά την αντεξέταση ότι δεν έλεγξε τα υλικά, να προβεί, τότε μόνο, στη συγκεκριμένη αναφορά.  Η παραπομπή που έκανε στην τελευταία παράγραφο της έκθεσης του, και ότι αυτή αποκαλύπτει τη συγκεκριμένη ενέργεια της αφαίρεσης τσιμεντομπλόκς δεν βοηθούσε το εγχείρημα του να φανεί αντικειμενικός, αφού εκείνο που η συγκεκριμένη παράγραφος κατέγραφε είναι πως διενήργησε ελέγχους στα δείγματα των νερών που περισυλλέγησαν.  Αυτό βέβαια δεν εξυπακούει αφαίρεση τσιμεντομπλόκ.

 

Ορθά κρίνουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε πως «ενώ ο μάρτυρας αναφέρει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κατάλληλα υλικά για μόνωση και εξήγησε στην αντεξέταση του ότι η ποιότητα μιας εργασίας κρίνεται από την ποιότητα των υλικών και από το κατά πόσο τοποθετήθηκαν σωστά δεν προέβη, αφού από την πιο πάνω απάντηση του είναι και τα δύο στοιχεία σημαντικά για να διατυπώσει συμπέρασμα, σε έρευνα για το υλικό που χρησιμοποιήθηκε από την ενάγουσα τουλάχιστον για σκοπούς μόνωσης.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του περαιτέρω, πως ενώ ο Μ.Υ.2 ως ανέφερε στην έκθεση του επισκέφθηκε το ξενοδοχείο στις 2/2/04 και 3/2/04 και η επόμενη επίσκεψη του πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 2009, ωστόσο περιέγραψε στην αντεξέταση του καταστάσεις και γεγονότα που λάμβαναν χώραν το καλοκαίρι.  Η παρατήρηση του συνηγόρου του ως αιτιολογία του λόγου έφεσης 14, ότι μπορεί να πήγε στο ξενοδοχείο ως επισκέπτης το καλοκαίρι, δεν έχει έρεισμα τη μαρτυρία και αποτελεί απλώς, μια εικασία και ενδεχόμενο το οποίο δεν αποδείκτηκε.

 

Κατά συνέπεια οι λόγοι έφεσης 11-14 απορρίπτονται.

 

Η κατ' εσφαλμένο τρόπο αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, προτάσσεται με τον δέκατο έκτο λόγο έφεσης.  Διότι ως αιτιολογείται, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε θέματα που εξέφραζε γνώμη, όπως η ποιότητα της εργασίας που εκτέλεσε και των υλικών που χρησιμοποίησε, δεν έπρεπε να κάνει αποδεχτή τέτοια μαρτυρία, διότι αυτή ανάγετο στη σφαίρα μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.

 

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.  Ο Μ.Ε.1, ως ο διευθυντής της εφεσίβλητης και το πρόσωπο το οποίο εκτελούσε και επίσης επέβλεπε τις εργασίες περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίον ενεργούσε κατά την εκτέλεση και πρόοδο των εργασιών, δηλώνοντας ότι τα υλικά που χρησιμοποιούν και χρησιμοποίησαν είναι τα ενδεικνυόμενα και κατάλληλα για το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν.  Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει, ο ΜΕ1 εξήγησε στη μαρτυρία του τον τρόπο με τον οποίον τοποθέτησε τα τσιμεντομπλόκς επί της ταράτσας και έδωσε πλήρεις λεπτομέρειες των εργασιών που εκτέλεσε και τον τρόπο με τον οποίον εφάρμοσε και τοποθέτησε το κάθε υλικό επί της ταράτσας.  Έγινε δε αποδεκτή η μαρτυρία του «η σχετική με την τοποθέτηση σιδέρων επί της ταράτσας, επάλειψης των τρύπων μετά την τοποθέτηση του σιδέρου με εποξικόυλικό για σκοπούς στεγανοποίησης, της τοποθέτησης τσιμεντομπλόκ στις βάσεις που δημιούργησε, στο γέμισμα τους με μπετόν, στην τοποθέτηση λάϊνερ και άλλων εργασιών».

 

Με τον δέκατο έβδομο λόγο προβάλλεται η θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα δεν έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του ΜΥ6, λόγω του ότι ως αιτιολόγησε το Δικαστήριο, τη μαρτυρία του την επιμελήθηκε και όπως φαίνεται την προσάρμοσε ανάλογα η ΜΥ4 στα μέτρα της εναγομένης, καθώς επίσης τη γραπτή δήλωση του την διάβασε ο διευθυντής της εναγομένης, ο οποίος και ασκούσε έλεγχο επί του συγκεκριμένου μάρτυρα».

 

Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε σε σχέση με αυτό το λόγο.  Ο ΜΥ6 εργοδοτήθηκε ως μηχανολόγος στο ξενοδοχείο για πρώτη φορά το 2007 και τότε είχε επαφή με το έργο.  Τη δήλωση του όπως ο ίδιος ανέφερε, την παρουσίασε στην ΜΥ4 η οποία τον βοήθησε να λάβει τη μορφή που είχε όταν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, ενώ αντεξεταζόμενος δήλωσε ότι εκείνη «κτύπησε» τη δήλωση του στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και ότι τη διάβασε και ο κ. Στασής (ΜΥ1).  Ήταν επομένως εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να οδηγηθεί στο ανωτέρω εφεσιβαλλόμενο συμπέρασμα.

'Όπως ανωτέρω σημειώσαμε οι λόγοι 6, 7, 8, 9 και 10 έχουν επίκεντρο τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα μηχανολόγου ΜΥ3, ο οποίος διορίστηκε από το ΕΤΕΚ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ως το μόνο ανεξάρτητο και δέχθηκε τη μαρτυρία του, την οποίαν σχολίασε και από την οποία άντλησε όσα συμπεράσματα μπορούσαν να εξαχθούν από αυτήν.  Δεδομένου πως επισκέφθηκε για πρώτη φορά το έργο το έτος 2009 και δεν μπορούσε να γνωρίζει την πραγματική κατάσταση κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Διατυπώνει όντως, τη γνώμη ότι η τοποθέτηση του μηχανοστασίου στο συγκεκριμένο χώρο ήταν προβληματική, πλην όμως η ακαταστασία που παρατήρησε δεν εμπόδιζε την κανονική του λειτουργία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στη συμφωνία, τεκμ. 2, η οποία καθόριζε το χώρο κατασκευής του μηχανοστασίου, ορθά αποφάσισε πως δεν αποτελούσε ευθύνη της εφεσίβλητης το πρόβλημα πρόσβασης υπήρχε.

 

Ο εν λόγω μάρτυρας διαπίστωσε κατά την επιθεώρηση του ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα διαρροών τόσο στο χώρο του εστιατορίου όσο και στο χώρο του lobbyκαι μπαρ, όμως ο ίδιος ο μάρτυρας κατέληξε στην έκθεση του, τεκμ. 6 και προφορική του κατάθεση πως «το πρόβλημα όμως των διαρροών σαν τέτοιο, θα πρέπει να διευρενηθεί πολύ πιο ενδελεχώς διότι πιθανόν να υπάρχουν διάφορα αίτια γι' αυτές.»

 

Δεν αποδίδει ο ΜΥ3 το πρόβλημα των διαρροών στο έργο και συνεπώς στην απουσία ικανής και αποδεκτής μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να συνδέσει το πρόβλημα της διαρροής με το έργο, αφού απουσίαζε μαρτυρία επαϊόντα για το αίτιο και το αιτιατό.

 

Συνεπώς οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε στην επίδικη συμφωνία ημερ. 6/12/02 (τεκμ. 2) με την οποία αποφάσισε πως στο ποσό των ΛΚ34.000 δεν συμπεριλαμβανόταν ο φόρος προστιθέμενης αξία.

 

Μέμφεται με την προτεινόμενη αιτιολογία πως ερμήνευσε τη συμφωνία προς όφελος της εφεσίβλητης και λανθασμένα εκτίμησε τη συμπεριφορά της εφεσείουσας η οποία δεν απάντησε και δεν αντέδρασε στις επιστολές με τις οποίες η εφεσίβλητη αξίωνε πληρωμή ποσού για εκτελεσθείσες εργασίες πλέον ΦΠΑ.

 

Η ερμηνεία των όρων σύμβασης, ως έχει διακηρυχθεί, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, το οποίο μέσα από το λεκτικό, αναζητά τις προθέσεις των συμβαλλομένων, με κριτήριο πάντοτε να είναι η έννοια την οποία μεταδίδει στο μέσο λογικό άνθρωπο (Χατζησωτηρίου Γιολάντα ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1406).  Οι όροι της σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζονται απομονωμένοι από το όλο πνεύμα της σύμβασης και την πρόθεση των συμβαλλομένων αλλά να δίδεται η ερμηνεία η οποία οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο το οποίο εξετάζεται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση (Λίλλης Νίκος ν. Παρασκευούλα Ξενή (2009) 1 ΑΑΔ 217).

Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τόσο η συμπεριφορά των μερών όσο και συναφή προς τη σύμβαση έγγραφα τα οποία τείνουν να φανερώσουν τις προθέσεις των συμβαλλομένων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε, ορθά κρίνουμε το έργο της ερμηνείας της σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη την προσφορά που προηγήθηκε της σύμβασης αλλά και το γεγονός πως η εφεσείουσα στις εκκλήσεις και αξιώσεις της εφεσίβλητης για πληρωμή της αξίας των εκτελεσθεισών εργασιών στις οποίες διεκδίκησε ΦΠΑ, δεν αρνήθηκε την αξίωση αυτή ούτε αντέδρασε ούτε την αμφισβήτησε. Σημαντικό στοιχείο το οποίο επέδρασε στην πρωτόδικη κρίση ήταν και η αναφορά στη συμφωνία ότι το ποσό αναφερόταν στο κόστος εκτέλεσης των εργασιών προσδιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αξία των εργασιών.

 

Συνεπώς ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο, η εφεσείουσα διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του το τεκμ. 29, το οποίο αποτελεί επιστολή η οποία συντάχθηκε και υπογράφηκε από το διευθυντή της εφεσίβλητης και αποστάληκε σε αυτήν μέσω της οποίας εύλογα, εξάγονται συμπεράσματα πως αφενός το έργο δεν είχε μέχρι τις 4/11/2003 παραδοθεί, καθόσον εκκρεμούσαν πολλές εργασίες και αφετέρου ομιλεί για απώλειες νερού, διαρροές και κακοτεχνίες.

 

Το παράπονο αυτό της εφεσείουσας είναι επίσης αβάσιμο καθόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια διεργασίας αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας αποδέχτηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης για διεξαγωγή επιπρόσθετων, πέραν της επίδικης συμφωνίας εργασιών, για προσκόμματα που προβάλλονταν στην εργασία τους λόγω κατασκευαστικών έργων και συντήρηση του ξενοδοχείου, τα οποία εγίνοντο από την εφεσείουσα ή υπαλλήλους της και οδήγησαν αναπόφευκτα σε καθυστέρηση παράδοσης του έργου.  Για την αξιολόγηση αυτή, την οποία έχουμε ήδη κρίνει ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και σχολίασε το τεκμ. 29.

 

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο τρίτος λόγος έφεσης για την κατασκευή ανθώνα και την υποχρέωση πληρωμής του από την εφεσείουσα, η οποία αποφασίστηκε και πάλιν μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία λήφθηκαν υπόψη και σχολιάστηκαν διάφορα επί τούτου τεκμήρια.  Έχουμε ήδη κρίνει ορθή την αξιολόγηση, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη, η οποία δεν επιτρέπει την εφετειακή επέμβαση.

 

Συναφής με τα ανωτέρω λεχθέντα είναι ο δέκατος όγδοος λόγος, με τον οποίο εκφράζεται το παράπονο της εσφαλμένης κρίσης, περί παραλαβής του έργου από την εφεσείουσα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα αυτό, βασιζόμενο στη δοθείσα μαρτυρία αλλά και απ' όσα ο διευθυντής της εφεσείουσας παραδέχτηκε, πως εξαιτίας του έργου, το ξενοδοχείο αναβαθμίστηκε στην κατηγορία των τεσσάρων αστέρων, το εκμεταλλευόταν και το χρησιμοποιούσε μέχρι τη δίκη (η οποία διεκπεραιώθηκε το έτος 2014) και το επρόσφερε στους πελάτες της προς εκμετάλλευση  όπως καταδείκνυαν φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν (τεκμ. 56Α κλπ.).

 

Ο τελευταίος (δέκατος έννατος λόγος) υποστηρίζει πως έσφαλλε το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας στο εύρημα ότι «στην ανταπαίτηση της εναγομένης δεν περιλαμβάνεται καμιά απαίτηση για κακοτεχνίες ή ελλείψεις».

 

Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε την κάθε μια των αξιώσεων οι οποίες περιλαμβάνονταν στην Ανταπαίτηση της εφεσείουσας, μη παραβλέποντας τες.  Η φράση την οποία καταγράφει στην απόφαση του πως «στην έκθεση απαίτησης δεν περιλαμβάνεται καμιά απαίτηση για κακοτεχνίες ή ελλείψεις» απαντούσαν τη θέση του ΜΥ1, ότι το έργο δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της εναγομένης και έκρινε πως αφού το παρέλαβε έστω και με ελλείψεις το χρησιμοποίησε και το χρησιμοποιεί, δεν δικαιούται να απαιτεί την απομάκρυνση και κατεδάφιση του και ταυτόχρονα αποζημιώσεις για την καθυστέρηση στην παράδοση του.  Συνεπώς η φράση αυτή δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένη από το όλο κείμενο της απόφασης και της αξιολόγησης καθώς και εξέτασης των αξιώσεων της ανταπαίτησης που πραγματοποιήθηκε.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ εφεσίβλητης και εναντίον εφεσείουσας.

 

                                                               Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο