ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A186
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 147/2014)
16 Μαΐου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
xxx ΜΑΚΡΗ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Μ. Πανταζή (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαδόπουλος για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία, πέραν του Εφεσίβλητου, ενάγουσα ήταν και η εταιρεία ΑΝΤΖΕΛΙΝΑ ΕΙΔΗ ΓΑΜΟΥ & ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΕΙΣ ΛΤΔ (η εταιρεία) και εναγόμενη, πέραν της Εφεσείουσας, η θυγατέρα της XXXXX. Στα αρχικά στάδια της διαδικασίας η αγωγή εναντίον της XXXXX διακόπηκε, όπως, σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής πορείας διακόπηκε, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου και η αγωγή της εταιρείας εναντίον της Εφεσείουσας. ΄Ετσι, παρέμειναν ως μόνοι διάδικοι, η Εφεσείουσα/εναγόμενη 1 και ο Εφεσίβλητος/ Ενάγοντας 1.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω και δεδομένων των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, είναι αχρείαστη η επέκταση σε όλο το φάσμα που κάλυπταν τα επίδικα θέματα της πρωτόδικης διαδικασίας. Είναι αρκετό, στο παρόν στάδιο, να καταγράψουμε ότι η αξίωση του Εφεσίβλητου εναντίον της Εφεσείουσας εδραζόταν στον τερματισμό δύο συμβάσεων αγοράς όλων των μετοχών της εταιρείας (οι επίδικες συμβάσεις), τις οποίες κατείχαν, από 1500 έκαστη, η Εφεσείουσα και η XXXXX, για το συνολικό ποσό των τότε ΛΚ50.000. Οι εν λόγω συμβάσεις έλαβαν χώραν στις 2.10.2002, με συμβαλλόμενους τον Εφεσίβλητο, την Εφεσείουσα και τη θυγατέρα της, την XXXXX. Προβλήθηκε από τον Εφεσίβλητο μέσω της ΄Εκθεσης Απαίτησής του ότι οι επίδικες συμφωνίες ήταν άκυρες, ως προϊόν ψευδών παραστάσεων εκ μέρους της Εφεσείουσας, οι οποίες συνίσταντο σε οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, την οποία παρουσίαζαν ως κερδοφόρα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ουσιαστικά χρεοκοπημένη. Στη βάση αυτή, αξίωνε αποζημιώσεις ύψους ΛΚ10.000, το αντίτιμο δηλαδή που κατέβαλε, ως πρώτη δόση, για τη μεταβίβαση σε αυτόν μέχρι τότε 600 εκ των μετοχών της εταιρείας.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αξιολογώντας την ενώπιόν της μαρτυρία, αποδέχθηκε ως πλήρως αξιόπιστη αυτή που πρόσφερε η πλευρά του Εφεσίβλητου, απορρίπτοντας συγχρόνως τα όσα οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν, ως προς τα ουσιαστικά για την υπόθεση γεγονότα. Στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, κατέληξε ότι οι επίδικες συμφωνίες πώλησης των μετοχών της εταιρείας έγιναν κατόπιν ψευδών παραστάσεων της Εφεσείουσας σε σχέση με την οικονομική της κατάσταση και, ως αποτέλεσμα, ο Εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερομηνίας 1.12.2004 προς την Εφεσείουσα, τις τερμάτισε, αξιώνοντας την επιστροφή του ποσού των ΛΚ10.000. Με αυτά ως δεδομένα, έκρινε ότι η υπαναχώρηση του Εφεσίβλητου ήταν νόμιμη και πως η Εφεσείουσα, ως υπαίτιο μέρος, είχε την υποχρέωση αποκατάστασης του Εφεσίβλητου στην προτεραία της σύμβασης θέση. Ως ζημιά την οποία ο τελευταίος είχε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της επίδικης συμφωνίας, κρίθηκε το ποσό των ΛΚ10.000, «. το οποίο, ως η μαρτυρία κατέδειξε έλαβε, κατά τη σύναψη των δύο συμφωνιών, εξ ολοκλήρου η εναγόμενη», ήτοι η Εφεσείουσα.
Ενώπιόν μας αναπτύχθηκαν επτά λόγοι έφεσης προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Με τον πρώτο προωθείται η θέση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε την αγωγή, αφού η εταιρεία, στην εξέλιξη της υπόθεσης, δεν ήταν πλέον διάδικος και δεδομένου ότι οι επίδικες μετοχές αλλά και η ίδια η επιχείρηση αφορούσαν την εταιρεία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης εστιάζει στο παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα εξαπάτησης του Εφεσίβλητου με συγκεκριμένη αναφορά στις λεπτομέρειες δόλου και απάτης, στοιχείο που καθιστά την απόφαση λανθασμένη. Με τον τρίτο λόγο τίθεται ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου να πληρωθεί το ποσό εξ ολοκλήρου από την Εφεσείουσα και να επαναμεταβιβαστούν οι 600 μετοχές, είναι εντελώς αυθαίρετη, δεδομένης και της εμπλοκής στην επίδικη συμφωνία της XXXXX, η οποία έπαυσε να είναι μέρος της διαδικασίας από τα αρχικά στάδια. Οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7 κινούνται, βασικά, στη σφαίρα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και της ορθότητας των συνακόλουθων ευρημάτων στα οποία κατέληξε.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Το μόνο επίδικο ζήτημα αφορά τις προαναφερθείσες επίδικες συμφωνίες αγοράς των μετοχών της εταιρείας. Ως αιτία αγωγής προωθήθηκε η θέση ότι αυτές ήταν άκυρες, συνεπεία ψευδών παραστάσεων κατά την κατάρτισή τους, ήτοι της παρουσίασης ψευδών οικονομικών δεδομένων σε σχέση με την κερδοφορία της εταιρείας. Υπαίτια της διάρρηξης της μεταξύ των μερών συμφωνίας, όπως αποδέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η Εφεσείουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η διακοπή της αγωγής σε σχέση με την εταιρεία, ουδόλως επηρέαζε τα προσωπικά δικαιώματα ή συμφέροντα του Εφεσίβλητου προς προώθηση της αξίωσής του εναντίον της Εφεσείουσας, ούτε και επιδρούσε στα συμφέροντα ή επηρέαζε τα όποια δικαιώματα της εταιρείας.
Αβάσιμα είναι επίσης τα όσα αφορούν τον δεύτερο λόγο έφεσης, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο με σαφήνεια κατέληξε ως προς την στοιχειοθέτηση ύπαρξης ψευδών παραστάσεων εκ μέρους της Εφεσείουσας, οι οποίες συνίστανται στην παρουσίαση μιας υπό κατάρρευση εταιρείας ως κερδοφόρας. Ηταν αυτή η ψευδής παρουσίαση των οικονομικών δεδομένων της εταιρείας, που οδήγησε τον Εφεσίβλητο στη σύναψη των επίδικων συμφωνιών.
Η ακύρωση της συμφωνίας εκ μέρους του Εφεσίβλητου, δικαιολογημένη υπό τις συνθήκες, στοιχειοθετούσε και το δικαίωμά του προς διεκδίκηση αποζημιώσεων για τη ζημιά που υπέστη λόγω της μη εκπλήρωσής της. Η επαναμεταβίβαση των υπό αναφορά μετοχών, θα ήταν το φυσιολογικό αποτέλεσμα της αποζημίωσης του Εφεσίβλητου, της επιδίκασης δηλαδή του τιμήματος αγοράς τους.
Πλην όμως, η διακοπή της διαδικασίας εναντίον της Αγγελικής, πρώην εναγόμενης 2, ενείχε καταλυτικές συνέπειες, ως προς την αντίκριση των οποίων έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επεξηγούμε σχετικά:
Κατ΄ αρχάς, παρά την περί του αντιθέτου προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσίβλητου, ο τρίτος λόγος έφεσης, όπως στη γενικότητά του τέθηκε και στη συνέχεια αναπτύχθηκε λεπτομερώς, προσβάλλει στην ουσία την πρωτόδικη κατάληξη περί επαναμεταβίβασης των 600 μετοχών στην Εφεσείουσα και στην XXXXX, παρά το γεγονός ότι η τελευταία έπαυσε να είναι μέρος της πρωτόδικης διαδικασίας από τα αρχικά στάδια. Τίθεται, βασικά, ζήτημα επηρεασμού των δικαιωμάτων της XXXXX, χωρίς αυτή να είχε λάβει μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία.
Όπως ήδη λέχθηκε, η μία εκ των επίδικων συμφωνιών πώλησης των μετοχών είχε ως συμβαλλόμενα μέρη τον Εφεσίβλητο και την XXXXX. Ηταν η ξεκάθαρη δικογραφημένη θέση του Εφεσίβλητου, ως ενάγοντα, σχετική είναι η παράγραφος 5 της ΄Εκθεσης Απαίτησης, ότι στις 2.12.2002 « .. συμφώνησε σε ξεχωριστές γραπτές συμφωνίες με τις Εναγόμενες να αγοράσει και οι Εναγόμενες υπ΄ αρ. 1 και 2 συμφώνησαν να πουλήσουν όλες τις μετοχές που κατείχαν στην Ενάγουσα υπ΄ αρ. 2 σε στάδια για συνολικό ποσό ΛΚ50.000. .. Ο Ενάγοντας υπ΄ αρ. 1 με την υπογραφή του στις δύο συμφωνίες πλήρωσε ΛΚ10.000, δηλαδή ΛΚ5.000 στην Εναγόμενη υπ΄ αρ. 1 και ΛΚ5.000 στην Εναγόμενη υπ΄ αρ. 2 για την πληρωμή του 1/5 των μετοχών της εταιρείας όπως προέβλεπαν οι όροι των σχετικών συμφωνιών και του μεταβιβάστηκαν συνολικά 600 μετοχές της Ενάγουσας υπ΄ αρ. 2.».
Όπως επίσης εντοπίζεται στην Οπισθογράφηση Απαίτησης, αλλά και στην σχετική ΄Εκθεση Απαίτησης, η αξίωση του Εφεσίβλητου στρεφόταν εναντίον και των δυο Εναγομένων, ήτοι της Εφεσείουσας και της XXXXX, εδραζόμενη στις ξεχωριστές μεταξύ τους συμφωνίες, με σκοπό την εξασφάλιση δήλωσης του Δικαστηρίου για ακύρωσή τους και επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση, μεταξύ άλλων, ψευδών παραστάσεων.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες και με δεδομένη την ύπαρξη δύο ξεχωριστών συμφωνιών, η πρωτόδικη κρίση για ακύρωση και της συμφωνίας που κάλυπτε την XXXXX, για την οποία η αγωγή είχε αποσυρθεί, ήταν εσφαλμένη. Το Δικαστήριο όφειλε να περιοριστεί, στα πλαίσια των ενώπιόν του επιδίκων ζητημάτων, στα όσα αφορούσαν τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου, οι οποίοι ήταν οι μόνοι διάδικοι στην ενώπιόν του διαδικασία.
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι κινούνται ουσιαστικά γύρω από το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, είναι αρκετό να υπομνήσουμε τη βασική αρχή ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο το οποίο ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μόνο αν η αξιολόγησή της είναι τόσο αντιφατική και παράλογη δύναται το Ανώτατο Δικαστήριο να παρέμβει προς αποκατάσταση του δικαίου.
Δεν έχουμε εντοπίσει σε καμία περίπτωση, κρίνοντας στην ολότητά της την αξιολόγηση και όχι κατ΄ απομονωμένο ή αποσπασματικό τρόπο, ανακολουθίες ή αντιφατικές κρίσεις, ούτε οτιδήποτε που θα μπορούσε να κλονίσει τη διεργασία αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα δε ευρήματα στα οποία κατέληξε εδράζονται στην αποδεκτή, ως αξιόπιστη μαρτυρία. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την μαρτυρία του ΜΥ3, συζύγου της XXXXX, παρατηρούμε ότι ο ρόλος του ουσιαστικά περιορίστηκε στην ετοιμασία των νομικών εγγράφων που κάλυπταν τη σχέση των διαδίκων. Υπό τις συνθήκες, και με δεδομένο το φάσμα των κρίσιμων επιδίκων ζητημάτων, τα όσα κατέθεσε δεν θα μπορούσαν να επιδράσουν κατά τρόπο ουσιαστικό στην τελική κατάληξη του Δικαστηρίου.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω και στη βάση της αποδοχής του τρίτου λόγου έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και διαφοροποιείται: Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου και εις βάρος της Εφεσείουσας για το ποσό των €8.543, αντίστοιχου του ποσού των £5.000, με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής. Με την καταβολή του ποσού αυτού ο Εφεσίβλητος θα επαναμεταβιβάσει τις 300 μετοχές της εταιρείας στην Εφεσείουσα. Τα πρωτόδικα έξοδα, στην κλίμακα της απόφασης, θα βαρύνουν την Εφεσείουσα. Σ΄ ό,τι αφορά τα έξοδα της έφεσης, κρίνουμε ότι η κατάλληλη διαταγή είναι όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα δικά της έξοδα.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.