ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:15
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1/2019)
17 Mαϊου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
Λ.Λ.
Εφεσείων,
ΚΑΙ
Κ.Κ
Εφεσίβλητης,
---------
Κα Ρ. Μάρκου για Κιτρομηλίδης Πέτσας ΔΕΠΕ για τον εφεσείοντα
κ.Μ. Μαρκουλλή και κα Μ. ΧατζηΚωνσταντή για Γ.Φ. Πιττάτζιη ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
-------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Με την κρινόμενη απόφαση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, καθορίστηκε, μετά από αίτημα της εφεσίβλητης στην αίτηση αρ. 75/2015 δικαιοδοσία διατροφών, ποσό €760 ως συνεισφορά του εφεσείοντα για τα τέσσερα ανήλικα τέκνα του.
Οι διάδικοι είχαν αποκτήσει από το γάμο τους πέντε τέκνα. Τους Α,Β,Γ,Δ,Ε ηλικίας περίπου σήμερα 22, 20, 19, 16 και 14 αντίστοιχα.
Κατά το χρόνο καταχώρησης της Αίτησης Διατροφής όλα τα παιδιά των διαδίκων διέμεναν με την εφεσίβλητη σε ιδιόκτητη κατοικία, ενώ κατά την εκδίκαση της, ο Α., ο οποίος εν τω μεταξύ ενηλικιώθηκε, διέμενε μετά από απόφαση Δικαστηρίου σε αίτηση Γονικής Μέριμνας με τον πατέρα του (εφεσείοντα).
Με την αίτηση διατροφής απαιτείτο ποσό €4,500 ως συνεισφορά του εφεσείοντα στα έξοδα διατροφής των ανηλίκων τα οποία η εφεσίβλητη προσδιόρισε, εξ όσων προκύπτει από την αίτηση της στο ποσό των €5.145 μηνιαίως.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της οι μηνιαίες απολαβές του εφεσείοντα ξεπερνούσαν το ποσό των €8.000 ενώ οι δικές της περιορίζονταν σε εκείνο των €1.102 και προέρχονταν από τα ενοίκια δύο ακινήτων τα οποία ενοικίαζε.
Αντίθετα ο εφεσίβλητος διατείνετο ότι οι απολαβές του περιορίζονται στα €1.300 μηνιαίως, το οποίο κατά την ακρόαση της αίτηση προσδιορίστηκε στα €1.400 μηνιαίως.
Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι το εισόδημα της εφεσίβλητης ανέρχεται στο ποσό των €2.448,33, το οποίο περιλαμβάνει €1.278,33 από επίδομα μονογονεικής οικογένεια και επίδομα τέκνου, πλέον €1.170 από ενοίκια. Μη αποδεχόμενο τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου ότι οι απολαβές του ήταν ύψους €1.300 ή €.1410 όπως δήλωνε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, τις καθόρισε με βάση την αποδεκτή μαρτυρία,από την οποία προέκυπτε ότι ήταν διευθυντής εταιρείας καυσίμων στην οποία μοναδικός μέτοχος αναγραφόταν το όνομα του πατέρα του, ότι οι απολαβές του θα μπορούσαν να ανέλθουν στο ποσό των €2.500 μηνιαίως. Έκρινε επομένως, εξ ίσου την εισοδηματική ικανότητα των διαδίκων και υπολογίζοντας τα έξοδα διατροφής των τεσσάρων τέκνων στα €380 δι' έκαστον μηνιαίως, καθόρισε τη συνεισφορά του εφεσείοντα στο μισό ποσό ήτοι συνολικά €760 μηνιαίως.
Προς ολοκλήρωση της εικόνας των πεπραγμένων, να αναφερθεί πως το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να εργαστεί διότι είχε τη φροντίδα τεσσάρων παιδιών και επίσης δεν έλαβε υπόψη στα εισοδήματα της μητέρας επίδομα ύψους €800 το οποίο ελάμβανε για το τελευταίο παιδί τους, τον Ε, αφού ήταν επίδομα ασθενείας. Επικροτούμε την κατάληξη για το δεύτερο ζήτημα αφού επιδόματα ασθενείας προορίζονται για να καλύπτουν τις έκτακτες και επιπλέον των άλλων βιοτικών αναγκών των ανηλίκων παιδιών και όσα επιπρόσθετα έξοδα προκύπτουν λόγω της ασθένειας, γι' αυτό και δεν πρέπει να προσμετρούν υπέρ ή εναντίον οιουδήποτε γονέα. Δεν θεωρούμε ορθή όμως την προσέγγιση αναφορικά με το πρώτο θέμα, αφού η εφεσίβλητη είχε όχι μόνο τη φροντίδα τεσσάρων παιδιών αλλά και τη συνεχή επίβλεψη του Ε, ο οποίος έπασχε από την «επάρατη νόσο» όπως τη χαρακτήρισε η εφεσίβλητη, έχρηζε συνεχούς παρακολούθησης από ιατρούς αλλά και νοσηλείας στα νοσηλευτικά ιδρύματα και επομένως τη συνεχή φροντίδα της μητέρας του, αν αναλογιστεί κάποιος την ηλικία του.
Βέβαια, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν πείσθηκε για τη μη δυνατότητα εργασίας της μητέρας, ωστόσο δεν έλαβε υπόψη εισοδήματα πέραν των πραγματικών, τα οποία είχε η εφεσίβλητη αποδεxτεί.
Πριν να προβούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει την κρινόμενη περίπτωση, όπως αυτό προβλέπεται από τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990, Ν. 216/1990, (στο εξής ο Νόμος), το Μέρος ΙΙ και συγκεκριμένα τα Άρθρα 33-40 του οποίου προδιαγράφουν την υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν από κοινού τα ανήλικα τέκνα τους.
Ο Νόμος, όπως ρητά προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του, επιβάλλει:
(α) Υποχρέωση των γονέων διατροφής των τέκνων. Τόσον ισχυρά και ακλόνητη είναι αυτή η επιταγή που στο εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται πως, και αν ακόμη το ανήλικο τέκνο έχει περιουσία, το δικαίωμα του διατροφής από τους γονείς παραμένει.
(β) Η υποχρέωση αυτή καθορίζεται ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα. Δεδομένης της υποχρέωσης για διατροφή εξετάζονται οι ανάγκες του παιδιού και η οικονομική δυνατότητα των γονιών.
Όπως υποδείχθηκε στην Μαρκουλίδης ν. Μαρκουλίδη κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1386:
«Οι οικονομικές δυνάμεις του υπόχρεου είναι στοιχείο που στις πλείστες των περιπτώσεων ανάγεται στην ιδίαν αυτού γνώση. Αν επιλέξει να μη βοηθήσει το Δικαστήριο στη διακρίβωση της υποχρέωσης του αυτής, τούτο δεν σημαίνει πως και μπορεί να χρησιμοποιηθεί η στάση αυτή και ως επιχείρημα περί ελλείψεως μαρτυρίας. Τέτοια εισήγηση συνιστά έκδηλο παραλογισμό. Το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του. Είναι δε η γνώμη μας πως στη διαδικασία εκδίκασης αίτησης για διατροφή είναι ευθύνη του υπόχρεου να προβεί σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των οικονομικών του πόρων και δυνατοτήτων, ώστε να καθοριστεί η υποχρέωση του σύμφωνα με το νόμο.»
Το ποσό της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, αναλόγως των συνθηκών ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία και την εν γένει εκπαίδευσή του. Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, ενώ η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες των συγκεκριμένων ενώπιον του Δικαστηρίου ατόμων (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951).
Η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης πλήττεται με πέντε λόγους έφεσης ο τελευταίος των οποίων αφορά τα επιδικασθέντα έξοδα. Οι πρώτοι τέσσερεις είναι εν πολλοίς επάλληλοι και έχουν ως κοινή συνισταμένη τον καθορισμό των μηνιαίων απολαβών του εφεσείοντα σε €2.500 αντί €1.400, όπως δήλωνε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ενώ δεν τηρήθηκε η ίδια αρχή για την εφεσίβλητη.
Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο τον οδήγησε στην αύξηση των μηνιαίων απολαβών του εφεσείοντα, δεν είναι ούτε αυθαίρετο ούτε αναιτιολόγητο. Προσέφυγε στον καθορισμό αυτό αφού δέχθηκε, την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι ο εφεσείων είναι ο διευθυντής και γραμματέας εταιρείας καυσίμων, ότι δηλώνει ποσό ως εισόδημα €1.400μηνιαίως, ενώ ταυτόχρονα ανέφερε ως έξοδα επιβίωσης εκείνου και της οικογένειας του ποσό €1.305. Σημαντικό επίσης κρίνουμε το γεγονός το οποίο αναφέρεται σε άλλο σημείο της απόφασης και παρέμεινε αδιαμφισβήτητο από τον εφεσείοντα, πως αγόρασε και κυκλοφορούσε με ακριβό αυτοκίνητο αξίας €42.000. Ήταν επομένως επιτρεπτό για το Δικαστήριο να καταλήξει στο ανωτέρω ποσό, ως εύλογα αναμενόμενο εισόδημα του εφεσείοντα, έχοντας υπόψη τα νομολογηθέντα στην Δημητρίου ν. Ε. Περδίου (2005) 1 ΑΑΔ 1418, πως «περαιτέρω αναφέρουμε ότι από σχετική νομολογία φαίνεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά εισοδήματα αλλά και την ικανότητα του Καθ' ου η Αίτηση να κερδίζει (hispotentialearringcapacity)»
Εξ όσων προέκυπτε από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο εφεσείων είχε όχι μόνο την ικανότητα να κερδίζει, αλλά όντως διέθετε υψηλότερα από τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Ορθά δεν λήφθηκε επίσης υπόψη το ποσό το οποίο κατέβαλλε ο εφεσείων ως δόση για το στεγαστικό του δάνειο, καθώς η καταβολή δόσης για απόκτηση περιουσίας αφορά κεφαλαιουχική δαπάνη την οποία επωμίζεται αυτός που την καταβάλλει για την απόκτηση περιουσίας (Χ. Χαραλάμπους ν. Χ. Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 951).
Το παράπονο του εφεσείοντα πως εσφαλμένα το Δικαστήριο συνυπολόγισε για ένα έκαστο των ανηλίκων ως έξοδα ποσό €50 για ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τηλέφωνο και θέρμανση, κρίνεται αβάσιμο. Μπορεί η χρήση αυτών των αγαθών να γίνεται και από την εφεσίβλητη, δεν παύει όμως η κατανάλωση ή χρήση και/η δαπάνη να αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των προσώπων που διαμένουν σε μια οικία και απολαμβάνουν τις ωφέλειες αυτές. Τέτοια έξοδα, συμπεριλαμβάνονται στα έξοδα διατροφής όπως έχει ήδη επιβεβαιωθεί από πρόσφατη νομολογία, την Α.Γ ν. Σ.Α.Τ έφεση αρ. 36/2018 ημερ. 7/5/20) από την οποίαν παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«...η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του. Συνεπώς η λέξη «διατροφή» δεν αποδίδει την πλατιά έννοια που ο σοφός νομοθέτης φρόντισε επιγραμματικά να αποδώσει. Η διατροφή, σύμφωνα με την έννοια που δίδει ο νόμος, δεν καλύπτει μόνο τη δαπάνη για την τροφή. Περιλαμβάνει κάθε αναγκαία βιοτική δαπάνη όπως τροφή, στέγη, ντύσιμο, φωτισμό, θέρμανση, ψυχαγωγία, νοσηλείες και φάρμακα, συγκοινωνία, επικοινωνία, έξοδα για γενική μόρφωση και επαγγελματική εκπαίδευση. Ο νομοθέτης με την διατύπωση του Νόμου καθόρισε τόσο το πλάτος της διατροφής όσο και το επίπεδο της πάντοτε μέσα στα μέτρα του δυνατού (βλ. Κουμαντου Παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, 2ος Τόμος σελ. 44 κ.ε).»
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη και απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την επιδίκαση του ήμισυ των εξόδων υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Προσφέρεται ως αιτιολογία αυτού πως η παράλογη απαίτηση της εφεσίβλητης στο «υπερβολικό» ποσό των €4.500 μηνιαίως οδήγησε στην ακρόαση και στην δημιουργία εξόδων, ενώ ο εφεσείων δήλωνε εξ αρχής ότι αποδεχόταν όπως το ποσό του προσωρινού διατάγματος δηλωθεί ως τελικό διάταγμα διατροφής.
Η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου, εκτός εάν αιτιολογημένα και για καλό λόγο το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
Στην κρινόμενη περίπτωση, όντως η εφεσίβλητη αξίωνε ποσό €4.500 το οποίο αργότερα περιόρισε στις €4.000 ενώ ο εφεσείων αποδεχόταν ως πληρωμή, ποσό €600 ως ήταν το προσωρινό διάταγμα διατροφής. Βέβαια το εν λόγω ποσό αφορούσε και τα πέντε τέκνα, ενώ εν τέλει εκδόθηκε διάταγμα πληρωμής €760 για τα τέσσερα ανήλικα τέκνα των διαδίκων.
Δεδομένης συνεπώς της μερικής επιτυχίας της αίτησης, όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά επιδικάσθηκε το ήμισυ των εξόδων προς όφελος της εφεσίβλητης.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζεται ποσό €1.000 προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/ΚΑΣ