ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2022:12
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6/2008
σχ.με αριθμ.8/2008)
20 Απριλίου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]
ΧΧΧ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΧΧΧ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσίβλητης,
---------
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/2008
σχ.με 6/2008)
ΧΧΧ ΧΧΧ (ΝΤΑΓΚΛΑΣ)
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΧΧΧ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσίβλητος,
---------------------
Αίτηση ημερ. 2.4.2021
Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά
Ρ.Χαραλάμπους (κα), για Ν.Παπαγεωργίου ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ης η αίτηση
-------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Με την κρινόμενη αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στα πλαίσια των δύο εφέσεων, ως φαίνεται στον τίτλο, οι οποίες έχουν ήδη εκδικαστεί, αξιώνεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Κρίνουμε πως η παράθεση του ιστορικού των γεγονότων της υπόθεσης θα βοηθήσει στην κατανόηση της αίτησης.
Οι διάδικοι υπήρξαν κάποτε σύζυγοι με το γάμο τους να είχε τελεστεί στις 2.6.1974 και να λύθηκε 24 χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα στις 16.3.1998. Η λύση του, επέφερε ρήξη στις σχέσεις τους και προκάλεσε περιουσιακές αξιώσεις εκ μέρους της Εφεσίβλητης η οποία διεκδικούσε μερίδιο επί της επαύξησης της περιουσίας του Εφεσείοντα, ως αποτέλεσμα της κατ΄ισχυρισμό συνεισφοράς της. Για το σκοπό αυτό καταχώρησε Αίτηση περιουσιακών διαφορών αρ.143/99 στο Οικογενειακό Δικαστήριο, με την οποία διεκδικούσε μερίδιο σε διάφορα περιουσιακά στοιχεία συμπεριλαμβανομένου και ενός κτήματος στο χωριό Αγία Βαρβάρα. Η Αίτηση εκδικάστηκε από το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο και δικαίωσε την Εφεσίβλητη εκδίδοντας υπέρ της απόφαση ημερ. 11.3.2005 για συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. (στο εξής η πρώτη απόφαση).
Εναντίον αυτής της απόφασης ο Εφεσείων καταχώρησε τις εφέσεις 3/2005 και 9/2005. Αξίζει να σημειωθεί πως μετά την έκδοση της πρώτης απόφασης, η Εφεσίβλητη εξασφάλισε την έκδοση διατάγματος μεσεγγύησης δυνάμει του οποίου διατασσόταν η Τράπεζα Κύπρου Λτδ, ως μεσεγγυούχος, να της καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό, πλέον τόκο το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε λογαριασμούς τους οποίους διατηρούσε ο Εφεσείων στην Τράπεζα.
Στις 23.3.2007 το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεχόμενο την έφεση αρ. 3/2005 διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή, σε σχέση μόνο με την αξίωση της Εφεσίβλητης για το ακίνητο στην Αγία Βαρβάρα.
Αναφορικά με το διάταγμα μεσεγγύησης διέταξε όπως αυτό παραμένει ανοικτό και σχετικό αίτημα μπορεί να επαναυποβληθεί μετά την έκδοση της απόφασης στην επανεκδίκαση και ανάλογα με το αποτέλεσμα.
Μετά την επανεκδίκαση το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 29.2.2008 (δεύτερη απόφαση) υπέρ της Εφεσίβλητης για ποσό Λ.Κ.16.666,66 ισάξιο σε €28.475,55 για την αξία της γης, ενώ δεν αποδέχθηκε συνεισφορά της για την ανέγερση των αποθηκών που βρίσκονται επί της γης.
Εναντίον αυτής της απόφασης αμφότεροι οι διάδικοι καταχώρησαν τις Εφέσεις 6/2008 και 8/2008 οι οποίες εκδικάστηκαν από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο με απόφαση του ημερ. 11.2.2010 απέρριψε αμφότερες.
Παρεμβάλλουμε στο εν λόγω ιστορικό πως μετά την έκδοση της απόφασης στις Εφέσεις αρ.6/08 και και 8/08 η Τράπεζα κατέβαλε προς την Εφεσίβλητη στις 13.4.2010 ποσό €61.370,63 και στον Εφεσείοντα εκείνο των €26.241,55.
Με την κρινόμενη αίτηση η οποία καταχωρήθηκε δώδεκα χρόνια από την οριστική πλέον λήξη της δικαστικής διαδικασίας μεταξύ των διαδίκων μερών, ο Εφεσείων επιζητεί (α) τον παραμερισμό της δεύτερης απόφασης (επί της επανεκδίκασης) (β) διάταγμα το οποίο να διατάσσει την Εφεσίβλητη να του επιστρέψει το ποσό των €61.370,63 καθώς και τα έξοδα των δικηγόρων της, εκ ποσού €32.467,00 και (γ) διάταγμα το οποίο να διατάσσει την Εφεσίβλητη να επιστρέψει το ποσό των €2.525,95 τα οποία έλαβε για τα έξοδα της στην επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Στην αίτηση δεν παρέχεται οποιοδήποτε νομικό υποστύλωμα. Αντ΄αυτού, παρατίθεται μια παράγραφος εν είδει αποφθέγματος πως «η αίτηση βασίζεται στο ότι είσαστε Δικαστήριο της Δικαιοσύνης και το Δίκαιο είναι υπεράνω του Νόμου. Στον κανόνα ότι αποφάσεις που εκδόθηκαν από Δικαστήριο που δεν είχε τη δικαιοδοσία στο να τις εκδώσει παραμερίζονται, και στο ΄Αρθρο 30.(3) του Συντάγματος και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου». Δεν χρειάζεται βεβαίως να πούμε πως δεν διευκρινίζεται το Δικαστήριο το οποίο κατ΄ισχυρισμόν στερείτο δικαιοδοσίας, ούτε δίδεται συναφής αιτιολογία. Κατά δε θεμελιώδη παρέκκλιση της αρχής της τελεσιδικίας παραγνωρίζεται και αγνοείται εντελώς από τον αιτητή η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Κρίνουμε πως δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για το εκδήλως αβάσιμο των απαιτήσεων του Εφεσείοντα. Οι θεραπείες που επιδιώκει είναι άγνωστες στο Νόμο. Το παράπονο του περί απόκρυψης από το Οικογενειακό Δικαστήριο και μη παρουσίασης πρακτικών και μαρτυρικού υλικού εξετάστηκαν στο Δευτεροβάθμιο Εφετείο, στα πλαίσια των λόγων έφεσης του, και απορρίφθηκαν αφού ο Εφεσείων στα πλαίσια της επανεκδίκασης δεν είχε παρουσιάσει καμιά μαρτυρία από εκείνες τις οποίες ισχυριζόταν ότι απεκρύβησαν. Αυτές, όπως του λογιστή και εκτιμητών ακινήτων, είχαν προσφερθεί στα πλαίσια της πρώτης δίκης.
Το παράπονο του, πως το Οικογενειακό Δικαστήριο, του στέρησε το δικαίωμα να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο διότι του ενέκρινε νομική αρωγή μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, επίσης εξετάστηκε από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στα πλαίσια των λόγων έφεσης για μη δίκαιη δίκη και κρίθηκε αβάσιμο.
Ο Εφεσείων ουσιαστικά επιδιώκει, αβάσιμα και πέραν κάθε νόμιμης διαδικασίας, την προσβολή της ίδιας της εφετειακής απόφασης, γεγονός απαράδεκτο και το οποίο συνιστά κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.
Τα Δικαστήρια, ως πολλάκις έχει λεχθεί και νομολογηθεί, έχουν καθήκον να διαφυλάττουν το κύρος τους και να σταματούν τέτοιου είδους διαδικασίες οι οποίες επαναφέρουν συνεχώς τα ίδια θέματα και με εύσχημο και πολλάκις απροκάλυπτο τρόπο παραβιάζουν την τελεσιδικία των αποφάσεων και των δικαστικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα, οφείλουν να προστατεύσουν τόσο την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας, αλλά και την αντίδικη πλευρά από ταλαιπωρία η οποία προκαλείται από συμπεριφορά αντιδίκου, η οποία συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. (Loukos Trading Co. Ltd κ.ά. ν. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Co Ltd, (2000)1B A.A.Δ. 2014).
Ο Εφεσείων είχε εις χείρας του κάθε νόμιμο μέσο, το οποίο φαίνεται ότι εξάντλησε τόσο εναντίον της απόφασης επί της αίτησης περί περιουσιακών διαφορών όσο και του διατάγματος μεσεγγύησης, τα οποία και απέτυχαν.
Όπως ο ίδιος αναφέρει στην ένορκη του δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση καταχώρησε διάφορες αιτήσεις και έλαβε διάφορα δικονομικά μέτρα διεκδικώντας επιστροφή των χρημάτων που πληρώθησαν δια του διατάγματος μεσεγγύησης, τα οποία απορρίφθηκαν. Εναντίον των απορριπτικών αυτών αποφάσεων, είχε δικαίωμα να λάβει το ορθό ένδικο μέσο και όχι το κρινόμενο.
Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €1,500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.