ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D164
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.46/22
(iJustice)
19 Απριλίου, 2022
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALPHA PANARETI PUBLIC LTD ΑΠΟ ΤΗ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
Kαι
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡ. 28/2/2022, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ST. NICHOLAS ELEGANT RESIDENCE, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ Α/ΑΣΤ.4XX8 ΧXX ΛΟΥΚΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ.155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28
------------------
Α.Αλεξάνδρου και Λ.Αλεξάνδρου (κα) και Ρ.Πεκρή (κα), για N.Xαραλαμπίδου ΔΕΠΕ για την Αιτήτρια
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
Η Αιτήτρια επιδιώκει την εξασφάλιση αδείας για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προνομιακού εντάλματος certiorari, για να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σκοπό να ακυρώσει το ένταλμα έρευνας ημερ. 28.2.2022, το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, για έρευνα σε κτηριακό συγκρότημα, σε συγκεκριμένη οδό που αναφέρεται, ιδιοκτησία της εταιρείας «Alpha Panareti Public Ltd», ως δικαστική πράξη παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα.
Την 28η.2.2022 Επαρχιακός Δικαστής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε ένταλμα έρευνας κτηριακού συγκροτήματος της ανωτέρω εταιρείας με βάση ένορκη ομολογία του Αστ.4XX8 του Γραφείου Μικροπαραβάσεων της ΑΔΕ Πάφου πως υπάρχει εύλογη υποψία βασιζόμενη σε μαρτυρία ότι στους κοινόχρηστους χώρους του εν λόγω κτηριακού συγκροτήματος παράνομα αποκρύπτεται μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την διάπραξη του αδικήματος της κλοπής νερού, ήτοι λάστιχα νερού χρώματος μαύρου, που σχετίζονται με υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της (α) συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και (β) κλοπής νερού που φαίνεται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 25.2.2022 - 28.2.2022.
Συγκεκριμένα, στην ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα καταγράφεται ότι στις 28.2.2022 καταγγέλθηκε στην Αστυνομία, από Επιστάτη Υδατοπρομήθειας του αρμόδιου Κοινοτικού Συμβουλίου, πως μετά από έλεγχο που διενήργησε στο πιο πάνω συγκρότημα την ίδια ημέρα και κατά τις 9:30 π.μ. διαπίστωσε επέμβαση στην κοινόχρηστη παροχή της πισίνας της οποίας ο μετρητής είχε αφαιρεθεί το 2018 λόγω υψηλών οφειλών της Αιτήτριας εταιρείας προς το αρμόδιο Κοινοτικό Συμβούλιο. Η επέμβαση αφορούσε τη σύνδεση της κοινόχρηστης παροχής της πισίνας με λάστιχο μήκους 32 χιλιοστών το οποίο κατέληγε στο διακλαδωτή νερού δύο πολυκατοικιών του εν λόγω συγκροτήματος με αποτέλεσμα να γίνεται κατανάλωση νερού χωρίς την καταμέτρησή του. Η καταγγελία αυτή αξιολογήθηκε θετικά, επιβεβαιώθηκε, κατόπιν υπόδειξης από τον καταγγέλλοντα, με επιτόπια διερεύνηση από τα Μέλη της ΑΔΕ Πάφου καθώς και με τη λήψη φωτογραφιών από την Αστυνομία. Σύμφωνα με τον όρκο, ακολούθησε σύντομη απουσία των πιο πάνω ατόμων, περίπου 45 λεπτών και με την επιστροφή τους, που σκοπό είχε την αποκατάσταση της επέμβασης, διαπίστωσαν ότι το λάστιχο που σύνδεε την κοινόχρηστη παροχή της πισίνας με το διακλαδωτή νερού, ως ανωτέρω εξηγήθηκε, είχε αποκοπεί και απουσίαζε από το σημείο. Στη συνέχεια, και ενώ τα Μέλη της ΑΔΕ Πάφου βρίσκονταν ακόμη στο σημείο, λήφθηκε πληροφορία από κατονομαζόμενο άτομο που διαμένει σε ένα από τα διαμερίσματα του εν λόγω συγκροτήματος ότι την ίδια ημέρα και κατά τις 11:30 π.μ. είδε ένα εκ των Διευθυντών της Αιτήτριας και συγκεκριμένα τον κ. Νεοφύτου τον οποίο και γνωρίζει, μαζί με άλλα άτομα που δεν γνωρίζει, να αφαιρούν και να περισυλλέγουν το εν λόγω λάστιχο.
Ενόψει των πιο πάνω, διατυπώθηκε σχετική αίτηση προς το Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος έρευνας, το οποίο το Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένο καθώς πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσής του με βάση το Σύνταγμα, τον Νόμο και την Νομολογία και με επίκληση των αρθρ. 25 - 28 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 το εξέδωσε καθότι, ως ανέφερε, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην πιο πάνω κατοικία, βρίσκεται το προαναφερθέν μέσο διάπραξης του αδικήματος της κλοπής νερού, ήτοι λάστιχα νερού χρώματος μαύρου.
Η Αιτήτρια, επιδιώκει τη λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το επίδικο διάταγμα με βάση τη συνοδεύουσα την αίτηση έκθεση γεγονότων καθώς και την Ένορκη Δήλωση του κ. Ιωάννου, ενός εκ των Διευθυντών της Αιτήτριας και υιού του κ. Νεοφύτου. Συγκεκριμένα, εγείρει τους κάτωθι λόγους για τους οποίους αξιώνεται η αιτούμενη θεραπεία.
Είναι η θέση της ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας στην έκδοση του εντάλματος έρευνας αφού το εξέδωσε αντίθετα από τις επιταγές των άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 καθώς και των ΄Αρθρων 16 και 30 του Συντάγματος, επειδή τα στοιχεία στον όρκο δεν ήταν ικανά να δημιουργήσουν εύλογη υπόνοια για την διάπραξη των αδικημάτων καθώς επίσης, ήταν αόριστα, γενικά, ανεπαρκή και ελλιπή. Το αποτέλεσμα των παραλείψεων αυτών ήταν ότι το Δικαστήριο δεν είχε τις αναγκαίες παραμέτρους για να κρίνει τη βασιμότητα του εντάλματος. Παραπονείται ακόμη η Αιτήτρια ότι στη στηρικτική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα δεν γίνεται αναφορά σε προγενέστερες καταγγελίες του κ. Ιωάννου στην Αστυνομία για παρακοή δικαστικού διατάγματος του Κοινοτάρχη ή των αντιπροσώπων του αλλά ούτε στο γεγονός ότι μετέβηκε ο ίδιος ο Ενόρκως Δηλών στον Αστυνομικό σταθμό στις 28.2.2022 και ώρα 15:00 για να προβεί σε καταγγελία κατά του Κοινοτάρχη και Κοινοτικού Συμβουλίου σε σχέση με το ίδιο περιστατικό. Επίσης είναι η θέση της Αιτήτριας ότι το Δικαστήριο λειτούργησε «μηχανικά» αφού εξέδωσε το ένταλμα έρευνας λίγα λεπτά μετά που έγινε η ένορκη δήλωση. Ακόμη γίνεται λόγος για αναιτιολόγητο ένταλμα, χωρίς συσχέτιση με την αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας της έκδοσης του.
Τα πιο πάνω αναλύθηκαν ευρέως και επιμελώς από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Αιτήτριας. Τόσο η δικογραφία της αίτησης όσο και τα αναφερθέντα από τους ευπαίδευτους συνήγορους μελετήθηκαν με προσοχή.
Είναι γεγονός ότι πλούσια νομολογία καλύπτει τα ως άνω άρθρα της Ποινικής Δικονομίας.
Είναι επίσης γεγονός πως η διαδικασία προνομιακού εντάλματος είναι η ενδεδειγμένη και μόνη οδός ακύρωσης ενός εντάλματος που εξεδόθη κατά νομική πλάνη, χωρίς δικαιοδοσία εφόσον οι προϋποθέσεις του Νόμου δεν ισχύουν ή είναι αναιτιολόγητο. ΄Ολα τα πιο πάνω συγκλίνουν, βεβαίως, στην ανάγκη διαφύλαξης του ιδιωτικού χώρου των ανθρώπων (ειδικά της οικίας τους) αφενός και αφετέρου της ανάγκης προστασίας του κοινωνικού συνόλου από το έγκλημα.
Ως γνωστό, η άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται εκεί ΅όνο όπου καταδεικνύεται από τον αιτητή πως υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα και σε περίπτωση που προσφέρεται ΅ε άλλο ένδικο μέσο η θεραπεία, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να καταστήσουν το θέμα συζητήσιμο. Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο υπάρχει συζητήσιμη, εκ πρώτης όψεως υπόθεση η οποία να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της άδειας. Στην Ανθί΅ου (1991) 1 ΑΑΔ, 41, λέχθηκε πως για να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια, ο Αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή ότι υπάρχει «συζητήσιμο ζήτημα» (Sidnell v. Wilson (1966) 1 All E.R., 681). Αυτό κρίνεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς εμβάθυνση στην υπόθεση, (βλ. Ex-parte Papadopoulos (1968) 1 CLR, 496 και In re Kakos (1985) 1 CLR 250). ΄Αδεια επίσης παραχωρείται όπου διαπιστώνεται παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης και ή καταδεικνύονται στοιχεία παρανομίας στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. (Βλ. Base Metal Trading Ltd (2005)1A A.A.Δ. 1).
Το πρώτιστο που θα πρέπει να εξεταστεί είναι η επάρκεια του όρκου κατά τη λήψη του εντάλματος έρευνας, στη βάση του Νόμου στα πλαίσια βεβαίως της συζητήσιμης υπόθεσης, ως ανωτέρω. Είναι φανερό ότι το εν λόγω ένταλμα εξεδόθη ΅ε επίκληση των άρθρων 27 και 28 της Ποινικής Δικονο΅ίας, Κεφ.155. Συνεπώς, ορθό είναι να τεθεί το περιεχόμενο των δύο πιο πάνω άρθρων και να συσχετιστεί στη συνέχεια ΅ε τα δεδομένα που ο εν λόγω όρκος θέτει:
« 27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) ......
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
........
28. (1) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
(2) Κάθε τέτοιο ένταλμα συνήθως απευθύνεται γενικά προς όλους τους αστυνομικούς αλλά ο Δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται, αν η άμεση εκτέλεση του είναι αναγκαία, και δεν υπάρχει αμέσως διαθέσιμος αστυνομικός, να απευθύνει αυτό σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, και το πρόσωπο αυτό ή πρόσωπα εκτελούν αυτό, όταν δε το ένταλμα απευθύνεται σε περισσότερους από ένα αστυνομικούς ή περισσότερα από ένα πρόσωπα, αυτό δύναται να εκτελεστεί από όλους, ή από οποιοδήποτε ή από περισσότερους του ενός από αυτούς.
(3) Κάθε τέτοιο ένταλμα παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από Δικαστή.»
Πρέπει δε κατά πάντα χρόνο να είναι στο μυαλό του δικαστή ότι ο σκοπός εκδοθέντος εντάλματος έρευνας είναι η ανεύρεση και κατάσχεση συγκεκριμένων αντικειμένων και όχι γενικά η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων (βλ. Ανδρέου ν. Δημοκρατίας Πολ.Εφ. 103/20 ημερ. 21.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164 και Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1Β ΑΑΔ 1014).
Στη Σιακαλλή (2001)1Α ΑΑΔ 282 τονίστηκε πως:
«Το ένταλμα αιτιολογείται μόνο με αναφορά στο ότι στην ένορκη δήλωση φαίνεται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του Αιτητή φυλάττονται παράνομα ναρκωτικά. Αυτό που ζητά όμως το Σύνταγμα και ο νόμος δεν είναι να λέγει η Αστυνομία ότι έχει εύλογη υποψία ή εύλογη αιτία να πιστεύει, το οποίο ο δικαστής να εκλαμβάνει ως δεδομένο, αλλά ο ίδιος ο δικαστής να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του διατάγματος ικανοποιούμενος εκείνος ότι η υποψία είναι, επί της μαρτυρίας, εύλογη. Ούτε το ότι αυτός είναι ο καθορισμένος στους κανονισμούς τύπος του εντάλματος ούτε η αόριστη αναφορά στο τέλος του εντάλματος ότι "Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος" θεραπεύουν την έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο το δικαστή της ύπαρξης εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται. Το θέμα δεν είναι δε τυπικό. Μόνο με βάση το τι αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και τη συναρτούμενη προς τούτο μαρτυρία μπορεί να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολόγηση του εντάλματος από το δικαστή σύμφωνα με το ’ρθρο 16.2. Όταν ο ίδιος ο δικαστής απλώς παραπέμπει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή εύλογης αιτίας να πιστεύεται εκ μέρους της Αστυνομίας, δεν έχει ομολογουμένως επιτελέσει το καθήκον του που είναι να διαπιστώσει ο ίδιος το ζητούμενο, προβαίνοντας σε δικαστική πράξη όπως δείχνει η νομολογία».
Στην Odyssey Retriever Πολ.Εφ. 59/16, 3.5.2017 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Με βάση το άρθρο 27 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ο Δικαστής για να εκδώσει ένταλμα έρευνας, πρέπει να ικανοποιηθεί με έγγραφη ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει - (α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Παρατηρείται ότι το άρθρο 27, σε αντίθεση με τα άρθρα που αφορούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, δεν προβλέπει τη θετικά διατυπωμένη προϋπόθεση ως προς τη διάπραξη του αδικήματος. Είναι αρκετό να υπάρχει υποψία ότι το αδίκημα διαπράχθηκε για να χρησιμοποιηθούν ακριβώς οι λέξεις της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 27(α). Στη βάση δε αυτού απαντώνται οι ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ως προς την απαξία που έδωσε στη λέξη «ενδεχομένως» που χρησιμοποιήθηκε δυο φορές στον όρκο.
Και παρακάτω:
«Στην υπόθεση Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656, που αφορούσε ακριβώς εξέταση εντάλματος έρευνας και τέθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί, εκρίθη ότι κατά την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε εύλογη υπόνοια βασισμένη σε μαρτυρία η φύση της οποίας εξειδικευόταν. Τονίστηκε ότι εφόσον το ίδιο το ένταλμα όπως το υπέγραψε ο Δικαστής αναφέρεται ρητά στην ένορκη καταγγελία, όπως τέθηκε ενώπιον του, συνάγεται και η κατάληξη ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Η κατάληξη αυτή ασφαλώς παραπέμπει στα ίδια και ενσωματώνει τη δική του κρίση πάνω στο θέμα. Η απόφαση Αντωνίου καταλήγει ως εξής: «αυτή η κατάληξη, υπογεγραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή, είναι δική του και κανενός άλλου». (βλ. Παναγιώτου (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, Γεωργαλλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 302, Φωτίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1114, Γεωργίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1217, Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094, Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, Πολυδώρου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1166, Χρυσάνθου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1175 και Αίτηση Σ.Σ., πολ.έφ.30/17, 9.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:D75.
Όπως δε επαναλαμβάνεται στην xxx Μακρίδη, Πολ.έφ.514/12, 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238 «η διαπίστωση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης, ήταν του εκδόσαντος το ένταλμα δικαστή. Διαπίστωση που αναμφίβολα στηρίχθηκε στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ήταν ενώπιόν του. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. . . . Υπόνοια, η οποία αναδυόταν αβίαστα μέσα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και καθιστούσε αχρείαστη την οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης για έκδοση του επίδικου εντάλματος. Όπως, δε, ορθά εντοπίζεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί αυστηρή ή τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασής του για έκδοση εντάλματος, ούτε βεβαίως να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν του".
Συνεπώς κρίνουμε ότι εφόσον η εν λόγω ένορκη καταγγελία περιείχε τα αναγκαία στοιχεία με βάση το άρθρο 27 και δια της δικανικής κρίσεως αυτά έχουν ελεγχθεί, ήταν εύλογη και ορθή η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή, στην απόρριψη της αίτησης. ΄Επεται πως ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.»
Στη Νικολάου, Πολ.Αίτ.113/20, 20.10.2020, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Είναι φανερό ότι με βάση το άρθρο 27 ανωτέρω, ο δικαστής πρέπει να ικανοποιηθεί με βάση την ένορκη δήλωση που του προσφέρεται, ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στον τόπο εργασίας ή διαμονής του αιτητή υπάρχει ο,τιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε. (Βλ. Μαρκίδης (2014)1A A.A.Δ 756, Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656 και Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. Πολ.εφ.348/15, 9.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Ορθά υποδείχθηκε βεβαίως, πως το άρθρο 27 και η εμβέλεια του δεν οδηγεί στο συμπέρασμα πως το άτομο εναντίον του οποίου εκδίδεται το ένταλμα έρευνας πρέπει να έχει απαραιτήτως σχέση με το αδίκημα. (Βλ. Odyssey Retriever Inc., Πολ.εφ. αρ.59/16, 3.5.2017). Εκείνο που πρέπει να στοιχειοθετηθεί είναι η σχέση με τα αντικείμενα που αναζητούνται. Ωστόσο είναι θέμα των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης πώς αυτό θα επιτευχθεί.»
΄Εχω μελετήσει τα διάφορα εγερθέντα ζητήματα και δεν θα συμφωνήσω με την πλευρά της Αιτήτριας. Προκύπτει από τον όρκο του αστυνομικού ότι τα διερευνόμενα αδικήματα αφορούν (α) συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος και (β) κλοπής νερού και φαίνεται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 25.2.2022 - 28.2.2022. Η Αιτήτρια δια του Διευθυντή της και ως δια της κατοχής των υποστατικών, αλλά και ως προκύπτει από καταγγελία και μαρτυρία προσώπων, παρουσιάζεται να ενέχεται στα αδικήματα. Δεν πρόκειται απλώς για μια ανώνυ΅η πληροφορία, αλλά για καταγγελία η οποία έγινε από κατονομαζόμενο αρμόδιο υπάλληλο στην Αστυνομία και πληροφορία με ισχύ μαρτυρίας που προήλθε από συγκεκριμένο άτομο το οποίο επίσης, κατονομάζεται. Είναι ως εκ της προτεινόμενης υποψίας εμπλοκής της Αιτήτριας που παρουσιάζεται η περαιτέρω εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τα αντικείμενα - αναζητούμενα τεκμήρια, λάστιχα νερού, βρίσκονται στο συγκεκριμένο χώρο ή χώρους. Τα δύο θέματα της εύλογης υποψίας και της εύλογης αιτίας, εν προκειμένω, παρουσιάζονται ως επάλληλα. Η εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο χώρο δύναται να ανευρεθεί στοιχείο που συνδέεται άμεσα με τη διάπραξη του αδικήματος, δηλαδή «των λαστίχων» αναδύεται τόσο από τον όρκο του αστυνομικού όσο και από την επεξήγηση 4 στο περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας.
Σχετικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας πουθενά δεν προκύπτει από το επίδικο ένταλμα ότι διατάχθηκε έρευνα σε οποιοδήποτε διαμέρισμα ή σε όλα τα διαμερίσματα (250 στο σύνολο) των πολυκατοικιών που αποτελούν το εν λόγω συγκρότημα. Αντιθέτως, το κατώτερο Δικαστήριο ρητά αναφέρει ότι «υπάρχει εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι στους κοινόχρηστους χώρους του κτιριακού συγκροτήματος . παράνομα αποκρύπτεται μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την διάπραξη του αδικήματος της κλοπής νερού .». Το ότι στην επεξήγηση 4 ανωτέρω αναφέρεται «κατοικία» και δεν επαναλαμβάνεται η φράση «κοινόχρηστοι χώροι» δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.
Επίσης, από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Δικαστής που επιλήφθηκε το ένταλμα έρευνας ενήργησε μηχανικά. Ούτε βεβαίως ότι αυτό συναρτάται με την ώρα του όρκου. Κάτι τέτοιο είναι τουλάχιστον αστήρικτο και δεν περιλαμβάνει ισχυρισμό ουσίας.
Σχετικά με το παράπονο της Αιτήτριας ότι στη στηρικτική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα δεν γίνεται αναφορά σε προγενέστερες καταγγελίες που έγιναν στην Αστυνομία εναντίον του Κοινοτάρχη ή των αντιπροσώπων του, ή σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την ίδια ημέρα, ήτοι στις 28.2.2022, ή σε αλλότρια κίνητρα του καταγγέλλοντος, θα αναφέρουμε ότι οι θέσεις που υποστηρίζει ο ενόρκως δηλών επί της παρούσας, δεν μπορούν να ανατρέψουν το γεγονός ότι η ένορκη καταγγελία περιείχε τα αναγκαία στοιχεία με βάση το άρθρο 27 του Κεφ. 155, ότι δηλαδή, τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση των προϋποθέσεων του Νόμου. ΄Οσα αναφέρονται εξάλλου στη στηρικτική ένορκη της αίτησης αποτελούν μέρος της εκδοχής της Αιτήτριας, τα οποία καθηκόντως θα διερευνηθούν, αλλά δεν δημιουργούν συζητήσιμη υπόθεση ως προς το εν λόγω ένταλμα έρευνας.
΄Οσον αφορά δε την εισήγηση για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή τη μη ύπαρξη αναγκαιότητας στην έκδοση του εντάλματος έρευνας, οι θέσεις της Αιτήτριας παρέμειναν χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο που θα μπορούσε να διασαλεύσει το ευλόγως αναμενόμενο, ότι δηλαδή το ένταλμα έρευνας σε συγκεκριμένους χώρους, σε συνάρτηση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, για ανεύρεση συγκεκριμένου στοιχείου η αναγκαιότητα και αναλογικότητα του μέτρου, είναι συνυφασμένη με την ίδια την αιτιολογία της έκδοσης του. Το ίδιο ενδεχομένως να μην ίσχυε για το θέμα εντάλματος σύλληψης όπου η αναγκαιότητα έκδοσης του κρίνεται διαφορετικά.
Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να της παραχωρηθεί άδεια.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.