ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D156
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2022 (I-Justice))
6 Απριλίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 10 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 19, 29, 30 ΚΑΙ 31 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60) ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 146, 155.4, 157, 163 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ XXXXX ΒΑΡΩΣΙΩΤΟΥ, ΔΙΚΗΓΟΡΟ, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΗΜΕΡ. 17/03/2022
____________________
Η αιτήτρια, κ. XXXXX Βαρωσιώτου, εμφανίζεται προσωπικά.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια στην παρούσα αίτηση είναι αδειούχος δικηγόρος και ασκεί τη δικηγορία. Ανταποκρινόμενη στην προκήρυξη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 10.12.2021, για την πλήρωση δέκα θέσεων Επαρχιακού Δικαστή, υπέβαλε αίτηση για διεκδίκηση της εν λόγω θέσης. Ο διορισμός των δικαστών στα κατώτερα δικαστήρια υπάγεται στην «αποκλειστικήν αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου», (άρθρο 10(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/1964)), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), (ο «Ν. 33/1964»). Γίνεται δε στη βάση διαδικασίας και κριτηρίων τα οποία το ίδιο έχει καθιερώσει.
Στην προαναφερθείσα περίπτωση, αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία της υποβολής αιτήσεων, διενεργήθηκε ο νενομισμένος έλεγχος, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο οι αιτητές πληρούσαν τις απαιτήσεις για κλήση τους σε συνέντευξη. Αναφορικά με την αιτήτρια, διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν πληρούσε το Δ΄ Στάδιο της διαδικασίας. Για την ακρίβεια, δεν είχε τις συστάσεις, τουλάχιστον, πέντε Δικαστών των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να κληθεί σε συνέντευξη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, που ήταν το επόμενο στάδιο στη διαδικασία. Ενημερώθηκε για την πιο πάνω απόφαση, με επιστολή της Αρχιπρωτοκολλητού, ημερομηνίας 17.3.2022. Έτσι, λοιπόν, η προσπάθειά της να διεκδικήσει μια θέση στη Δικαστική Υπηρεσία τερματίστηκε στο στάδιο εκείνο.
Ακολούθως, η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα μονομερή αίτηση, με την οποία αιτείται την παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Θα επιδιώξει, για το σκοπό αυτό, την έκδοση εντάλματος certiorari. Εισηγείται, συναφώς, ότι η υπό αναφορά απόφαση συνιστά πασίδηλο νομικό σφάλμα, για το λόγο ότι λήφθηκε κατά παράβαση του ΄Αρθρου 157.2 του Συντάγματος, του άρθρου 10(2) του Ν. 33/1964 και του άρθρου 6(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί). Με δεδομένη την ιδιότητά της, ως δικηγόρος, υποστήριξε την αίτησή της αυτοπροσώπως. Στο παρόν στάδιο, απαιτείται από αυτή να καταδείξει την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.
Υπεδείχθη στην αιτήτρια ότι, με την αναληφθείσα, ως ανωτέρω, διαδικασία, ουσιαστικά, θα επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος certiorari, για την ακύρωση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Επίσης, τής υπεδείχθη πως το εγχείρημα τούτο πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δικαιοδοσία δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο, προς το σκοπό ελέγχου της νομιμότητας αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων. Η αιτήτρια, με αναφορά σε σχετική νομολογία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου[1], εισηγήθηκε ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αποτελεί οιονεί δικαστική απόφαση. Συμπλήρωσε δε, χωρίς παραπομπή, όμως, σε οποιαδήποτε σχετική νομολογία, ότι, με δεδομένη τη δικαστική φύση της εν λόγω απόφασης, είναι νομικά επιτρεπτή η αναθεώρησή της στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
Η πιο πάνω θέση δεν είναι ορθή. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αρχικά, συστάθηκε με βάση το ΄Αρθρο 157.1 του Συντάγματος. Ακολούθως, με τη θέσπιση του Ν. 33/1964, έγιναν ειδικές πρόνοιες για τη συνέχιση της ύπαρξής του. Στο άρθρο 10(1), προβλέπεται ότι: «Το Ανώτατον Δικαστήριον αποτελεί το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον». Επομένως, τούτο απαρτίζεται, αποκλειστικά, από Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ασκεί δε τις ίδιες, ακριβώς, εξουσίες που ασκούσε δυνάμει του ΄Αρθρου 157.2 του Συντάγματος.
΄Ο,τι είναι σημαντικό, για σκοπούς του υπό εξέταση θέματος, είναι πως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποτελεί, αμιγώς, Ανώτατο Δικαστικό Σώμα. Οι αποφάσεις του έχουν χαρακτηριστεί οιονεί δικαστικές, (βλ. Στυλιανίδης ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κ.ά., ανωτέρω). Διαφέρουν δε από τις δικαστικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως εκ του τομέα στον οποίο αυτές αφορούν. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατό να ελεγχθεί η νομιμότητά τους δυνάμει της εξουσίας που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος, (βλ. In re Lyras (1986) 1 C.L.R. 663, η οποία ακολουθήθηκε στην υπόθεση Κλεάνθους (2015) 1 Α.Α.Δ. 1828, ECLI:CY:AD:2015:D560). Εν ολίγοις, το Δικαστήριο τούτο στερείται εξουσίας να επιληφθεί της παρούσας αίτησης επί της ουσίας.
Ως αποτέλεσμα, η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] xxx Kourris ν. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390, Καρατσής v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Δ.Δ. 220 και Στυλιανίδης ν. Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κ.ά., ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 83/2016, 5.2.2018.