ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE CHARALAMBOUS (1985) 1 CLR 746
Σιακαλλής Xαράλαμπος (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Moran James Steven ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 926, ECLI:CY:AD:2016:A185
Ευδόκας Πέτρος (2016) 1 ΑΑΔ 3018, ECLI:CY:AD:2016:A586
ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΟΗ , Αίτηση Αρ. 1/2017, 20/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D309
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΔΟΚΑ , Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2017, 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A500
ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394
Λοής Γιώργος ν. Γενικού Εισαγγελέα και Άλλου (2017) 3 ΑΑΔ 686
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:D145
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Αίτησης: 22/2022)
(Ijustice)
5 Απριλίου, 2022
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΜΕ Α.Δ.Τ. xxxxx27, ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01/03/22, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠ/ΜΟΥ Σ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ, ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ Μ. xx ΟΙΚΙΑ x ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΝΑΠΑ, ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΜΕ ΑΡ. ΕΓΓ. xxxx88 ΚΑΙ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ Γ. Ρ. x ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ 3 xxx COURT ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΝΑΠΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28 ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 29(3) Ν. 29/77
_____________________________________________________________________
Αλ. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου εξέδωσε ένταλμα έρευνας της οικίας και των γραφείων του Αιτητή, επί τη βάσει εύλογης υποψίας ότι αυτός κατέχει και κάνει χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α στους χώρους αυτούς.
Τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της Δικαστού με ένορκη δήλωση Αστυνομικού ήταν πως την 16/2/2022 δόθηκε πληροφορία στο ΤΑΕ Αμμοχώστου ότι ο Αιτητής συνεργάζεται με άλλο πρόσωπο στη διακίνηση ναρκωτικών, τα οποία ο προμηθευτής του τα μεταφέρει από τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου και τα πωλεί στον Αιτητή. Η πιο πάνω πληροφορία διερευνήθηκε με την βοήθεια άλλου πληροφοριοδότη/συνεργάτη της Αστυνομίας, ο οποίος ανέφερε ότι ο Αιτητής είναι καθημερινός χρήστης κοκαΐνης και ότι τον έχει δει να κατέχει και να χρησιμοποιεί κοκαΐνη τόσο στο γραφείο του στην οδό Γ. Ρ. x, Κατάστημα 3, xxx Court, στην Αγία Νάπα, όσο και στην οικία του στην οδό Μ. xx, Οικία x, στην Αγία Νάπα.
Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εν λόγω Εντάλματος Έρευνας.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.
Ως Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(1) Δεν υπήρχε καμία αναφορά στη μαρτυρία που να δημιουργεί την αναγκαία εύλογη αιτία περί απόκρυψης ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α στα υποστατικά, αφού δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά που να εμπλέκει τα υποστατικά με το υπό διερεύνηση αδίκημα.
(2) Τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν βασισμένα σε όσα ανέφερε στην Αστυνομία πληροφοριοδότης και όχι σε μαρτυρία, καθώς και σε συμπεράσματα του πληροφοριοδότη τα οποία δεν δύναντο να ελεγχθούν με δικαστική κρίση.
(3) Τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ήταν ικανά να δημιουργήσουν εύλογη υποψία.
(4) Το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, αφού η «πληροφορία» ήταν εις γνώση της Αστυνομίας στις 16/2/2022 και προωθήθηκε την 1/3/2022, ημερομηνία έκδοσης του επίδικου εντάλματος έρευνας, το οποίο και εκτελέστηκε στις 3/3/2022. Περαιτέρω, δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά είτε σε σχέση με το χρόνο που ο πληροφοριοδότης είχε δει τον Αιτητή «να κατέχει και χρησιμοποιεί κοκαΐνη», είτε σε σχέση με την ποσότητα.
(5) Το επίδικο Ένταλμα πάσχει και/ή έχει εκδοθεί κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητας, στο βαθμό που στερείται της δέουσας αιτιολογίας ειδικότερα ενόψει της μη ύπαρξης μαρτυρίας.
(6) Το επίδικο Ένταλμα εκδόθηκε στη βάση κακόπιστης, δόλιας και ψευδούς μαρτυρίας αφού καμία πληροφορία δεν υπήρχε. Η ψευδής μαρτυρία φαίνεται από:
α) Την επανάληψη ιδίων αναφορών σε προηγούμενους όρκους για έκδοση προηγούμενων ενταλμάτων έρευνας,
β) το γεγονός ότι οι διευθύνσεις που αναφέρονται στον όρκο είναι λανθασμένες,
γ) το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε τις υπόλοιπες πληροφορίες που παρουσιάστηκαν ενώπιον του και
δ) ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε γραπτή κατάθεση ώστε το Δικαστήριο να εξετάσει την επάρκεια των ισχυρισμών.
(7) Καταχρηστικά χρησιμοποιείται από την Αστυνομία η διαδικασία έκδοσης εντάλματος έρευνας για αλλότριους σκοπούς, αφού ο ενόρκως δηλών Υπ/μος Σ. Χριστοδούλου επανειλημμένα έχει χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται πιο πάνω, εφόσον είναι η τέταρτη φορά που εκδίδεται ένταλμα έρευνας για τα ίδια αδικήματα χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε.
(8) Το Δικαστήριο παραβίασε τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος που ορίζουν αυστηρές προϋποθέσεις για την επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ενός ατόμου και την άρση του ασύλου της κατοικίας του.
(9) Το Δικαστήριο, ενώ ήταν το αρμόδιο να εξετάσει για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει και να ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες για όλες τις παραβιάσεις των Άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος, «γεγονός που ήταν Συνταγματική επιταγή να καταγράφεται στο σώμα του εντάλματος».
Στην ένορκη του δήλωση ο Αιτητής, αρχικώς αναφέρεται στην έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας ημερ. 1/3/2022 σε σχέση με την οικία, υποστατικά και οχήματα του με σκοπό την ανεύρεση ελεγχόμενων φαρμάκων, ήτοι κοκαΐνης και στο ότι αυτό εκτελέστηκε 2 ημέρες αργότερα, ήτοι στις 3/3/2022, καθώς και στο αποτέλεσμα του που ήταν να μην ανευρεθούν τα αντικείμενα που αναφέρονται σε αυτό. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι είναι η 4η φορά που διενεργείται έρευνα στα υποστατικά του. Παραπέμπει δε σε έρευνα που διεξήχθη τον Αύγουστο του 2021 κατόπιν παρόμοιων ισχυρισμών, χωρίς να ανευρεθεί και πάλι οτιδήποτε. Το υπόλοιπο μέρος της ένορκης του δήλωσης συνιστά επανάληψη και υιοθέτηση των νομικών λόγων που παρατίθενται στην Έκθεση.
Έχω διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο γραπτώς, όσο και δια ζώσης.
Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:A586, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).»
Είναι επίσης νομολογημένο ότι ο έλεγχος σε ζητήματα ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα - και είναι η μόνη οδός - μέσω προνομιακών ενταλμάτων με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης τους (Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, ημερ. 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394). Το Certiorari ως δραστικό μέτρο αναχαιτίζει στη ρίζα του το διάταγμα που εκδόθηκε αν προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης προς έκδοση του (Αναφορικά με την Αίτηση του Αρτέμη Κκολού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2017, ημερ. 31/1/2017).
Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος, το οποίο διαλαμβάνει ότι η είσοδος ή έρευνα εντός της κατοικίας δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 16 του Συντάγματος «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου».
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ.155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.
Η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται όταν υπάρχει εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει:
· «οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
· οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.»[1]
Οι εν λόγω νομοθετικές πρόνοιες αποσκοπούν στο να βοηθήσουν στην απονομή της δικαιοσύνης επιτρέποντας στην Αστυνομία να εισέλθει στα υποστατικά που υποδεικνύονται στο αίτημα, με σκοπό την ανεύρεση αντικειμένου ή αντικειμένων τα οποία συνδέονται με τη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων με τους διάφορους τρόπους που καταγράφονται στο Νόμο.
Το Άρθρο 27 του Κεφ.155 επιτακτικά συνδέει τα αντικείμενα τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου[2] (ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, ημερ. 17/1/2018). Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά του Αιτητή υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016, ECLI:CY:AD:2016:A185 και Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).
Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι, επομένως, δεδομένη.
Μέσω του 1ου Λόγου προβάλλεται ότι στην ένορκη δήλωση δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά ότι τα συγκεκριμένα υποστατικά χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει σύνδεση τους με την παράνομη απόκρυψη ελεγχόμενων φαρμάκων.
Ο Λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος εφόσον ρητά αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση η πληροφορία ότι ο Αιτητής κατέχει και χρησιμοποιεί κοκαΐνη τόσο στο γραφείο του όσο και στην οικία του. Υπό αυτά τα δεδομένα, όπως καταγράφονται στον Όρκο, τα υποστατικά του Αιτητή συναρτούνταν λογικά με τεκμήρια, ήτοι κοκαΐνη, που συνδέονταν με την αποδιδόμενη σε αυτόν έκνομη συμπεριφορά κατά παράβαση των Άρθρων 6(1) και 6(2) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο, Ν.29/1977 ως έχει τροποποιηθεί[3] και με το ενδεχόμενο ανεύρεσης τους.
Ως 2ος και 3ος Λόγος προβάλλεται ότι τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης είναι βασισμένα ολοκληρωτικά σε όσα ανέφερε στην Αστυνομία πληροφοριοδότης και χωρίς να αναφέρεται η εμπλοκή του πληροφοριοδότη, καθώς και ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν ήταν ικανά να δημιουργήσουν εύλογη υποψία.
Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, σε αυτό το στάδιο, εύλογη πιθανότητα σε σχέση με τα αναφερόμενα υποστατικά, ήτοι οικία και γραφείο. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος.» Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω η Αστυνομία δεν έκανε αναφορά μόνο σε μια ανώνυμη πληροφορία περί εμπλοκής του Αιτητή σε διακίνηση ναρκωτικών, αλλά αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο πληροφοριοδότη, συνεργάτη της, ο οποίος διερεύνησε την εν λόγω πληροφορία και διαπίστωσε ο ίδιος ότι ο Αιτητής κατέχει και χρησιμοποιεί, στους συγκεκριμένους χώρους για τους οποίους εκδόθηκε το επίδικο Ένταλμα Έρευνας, κοκαΐνη. Επρόκειτο, επομένως, για πληροφορία η οποία είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο και συνέδεε τα υποστατικά και οικία του Αιτητή με συγκεκριμένα αντικείμενα, ήτοι ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α τα οποία αναζητούνταν από την Αστυνομία αναφορικά με υπό διερεύνηση αδικήματα κατά παράβαση των εδαφίων (1) και (2) του Άρθρου 6 του Ν.29/1977. Υπό αυτά τα δεδομένα, η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κατώτερο Δικαστήριο αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας.
Μέσω του 4ου Λόγου προβάλλεται ότι, αφενός, δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναγκαιότητα έρευνας αφού η πληροφορία ήταν στη γνώση της Αστυνομίας από τις 16/2/2022 και προωθήθηκε η αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας μόλις την 1/3/2022 ενώ το επίδικο Ένταλμα εκτελέστηκε 2 μέρες αργότερα και, αφετέρου, ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου δεδομένα για να καταλήξει ως προς την αναλογικότητα. Αναφορικά με το τελευταίο σχετικός είναι και ο 5ος Λόγος.
Η πάροδος κάποιων ημερών από της λήψης της πληροφορίας μέχρι της προώθησης του αιτήματος της Αστυνομίας προς έκδοση του επίδικου εντάλματος, δεν μπορεί από μόνη της να στηρίξει επιχείρημα περί μη αναγκαιότητας της έρευνας. Έπειτα, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η ημερομηνία 16/2/2022 αναφέρεται στην ημερομηνία λήψης της αρχικής πληροφορίας αναφορικά με την εμπλοκή του Αιτητή στη διακίνηση ναρκωτικών η οποία, όπως διαφαίνεται, έδωσε το έναυσμα στην Αστυνομία για να προχωρήσει στη συνέχεια, αν και δεν καθορίζεται το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, στην διερεύνηση της πιο πάνω πληροφορίας με τη βοήθεια άλλου πληροφοριοδότη/συνεργάτη της. Με δεδομένο ότι η πληροφορία, η οποία εξασφαλίστηκε και διερευνήθηκε μετά τις 16/2/2022, ομιλούσε ότι ο Αιτητής «είναι καθημερινός χρήστης κοκαΐνης» και ο πληροφοριοδότης «τον έχει δει να κατέχει και να χρησιμοποιεί κοκαΐνη» στα συγκεκριμένα υποστατικά, δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη διευκρίνιση ή λεπτομέρεια σε σχέση με το χρόνο που ο πληροφοριοδότης αντιλήφθηκε τα πιο πάνω.
Όσον αφορά το ζήτημα που τέθηκε σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας μέσω του 5ου Λόγου, είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνω ότι ό,τι αυτή η αρχή καθορίζει είναι ότι περιορισμός σε ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες είναι νόμιμος μόνο όταν υιοθετηθεί στο πλαίσιο θεμιτού σκοπού, από τη μια και δεν είναι δυσανάλογος προς τον εν λόγω θεμιτό σκοπό, από την άλλη. (Βλέπε το Σύγγραμμα Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, σελ. 226 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2017, ημερ. 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A500).
Στην υπό κρίση περίπτωση, σταθμίζοντας, από τη μια, τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία η έρευνα αφορούσε, ήτοι αδικήματα που αφορούσαν σε ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που προκύπτει από την εξιχνίαση τους, και, από την άλλη, το καθήκον για προστασία της ιδιωτικής ζωής και ασύλου της οικίας, η πλάστιγγα κλίνει υπέρ του πρώτου, καθιστώντας την έκδοση του επίδικου Εντάλματος μέτρο αναλογικό ανεξαρτήτως της ποσότητας των ναρκωτικών. Ενώ καμία παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως κατά γενικόλογο τρόπο προβλήθηκε μέσω του 8ου και 9ου Λόγου, εγείρεται έστω και εκ πρώτης όψεως. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx Shafeeq Mohammed, Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2021, ημερ. 4/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A151, «αντίθετη θέση θα ήταν δυσανάλογα επαχθής προς την πλευρά της δικαιοσύνης και της εξιχνίασης των αδικημάτων».
Μέσω του 6ου Λόγου γίνεται προσπάθεια κατάδειξης ζητήματος ψευδορκίας εφόσον προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το επίδικο Ένταλμα Έρευνας βασίστηκε σε ψευδή, δόλια και κακόπιστη μαρτυρία του ενόρκως δηλούντα Αστυνομικού. Τα όσα, ωστόσο, επικαλέστηκε η πλευρά του Αιτητή δεν στοιχειοθετούν τις θέσεις του. Η αναφορά ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν πίστεψε τις υπόλοιπες πληροφορίες που παρουσιάστηκαν ενώπιον του δεν είναι ορθή. Όπως προκύπτει από την ίδια την Απόφαση του, το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε για την αποκάλυψη οιασδήποτε διασύνδεσης των αναζητούμενων αντικειμένων που αφορούσαν σε όπλα και φυσίγγια με τα υπό αναφορά υποστατικά. Ούτε και το ότι προηγήθηκαν παρόμοιες αναφορές σε προηγούμενους όρκους για έκδοση στο παρελθόν ενταλμάτων έρευνας θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό για ψευδορκία στην υπό κρίση περίπτωση. Επιπλέον το ότι δεν υπήρχε γραπτή κατάθεση, δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταντο ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου δεδομένα για να κρίνει το ίδιο αν ήταν ικανοποιητικά προς έκδοση εντάλματος.
Ο δόλος και η ψευδορκία αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης κατώτερου δικαστηρίου, όταν, όμως, πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604:
«.an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amounting to a confession by such person .» (βλ. επίσης In Re Charalambous (1985) 1 CLR 746).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης όπου έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ό,τι υπάρχει είναι αντίθετη εκδοχή και μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων από πλευράς Αιτητή. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν θα ήταν επιτρεπτή η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη στα ανάλογα ευρήματα. Όπως προκύπτει, η Αστυνομία, έχοντας σε χρόνο πριν την υποβολή του αιτήματος της για ένταλμα έρευνας εξασφαλίσει πληροφορία, έθεσε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου τα δεδομένα που το στήριζαν. Το κατά πόσα τα δεδομένα αυτά ήταν επαρκή προς έκδοση εντάλματος, επαφίετο στo εκδώσαν το Ένταλμα Κατώτερο Δικαστήριο το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί ότι δεν ενήργησε σύννομα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς ικανοποίηση του αιτήματος για παροχή άδειας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
Δ.
[1]Δέστε το Άρθρο 27 του Κεφ.155.
[2]Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282.
[3] 6.-(1) Τηρουμένων οιωνδήποτε δυνάμει του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εκάστοτε εν ισχύι κανονισμών, δεν είναι νόμιμον δι' οιονδήποτε πρόσωπον να προμηθεύεται ή να έχη ελεγχόμενον φάρμακον εν τη κατοχή αυτού.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 32 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (4) κατωτέρω, αποτελεί αδίκημα δι' οιονδήποτε πρόσωπον να αγοράζει ή προμηθεύεται ή να έχη εν τη κατοχή αυτού ελεγχόμενον φάρμακον κατά παράβασιν του εδαφίου (1) ανωτέρω.