ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A157
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε192/2015)
8 Απριλίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
SINCERITY ESTATES LIMITED,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1,
v.
xxx FYODOROVICH VIDOVIN,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.
____________________
Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Ρ. Καραμανή (κα), για Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, (το διάταγμα), στην αγωγή αρ. 2295/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Με τούτο, εμποδιζόταν να αποξενώσει, ή επιβαρύνει κατά οποιοδήποτε τρόπο τα δύο τρίτα (2/3) συγκεκριμένου ακινήτου, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε κτίσματος επί αυτού, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Αγίου Τύχωνα, στην επαρχία Λεμεσού. Το ακίνητο περιγράφεται επαρκώς στο διάταγμα. Σημειώνεται δε, συναφώς, ότι, κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος, διεξάγονταν εργασίες για την ανέγερση στο ακίνητο τετραώροφης οικοδομής, (το έργο).
Το διάταγμα εκδόθηκε με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου, ενάγοντος στην αγωγή, στο πλαίσιο ενδιάμεσης, διά κλήσεως, αίτησης, (η αίτηση), η οποία βασίστηκε, κατά κύριο λόγο, στο άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), όπως τούτος έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»), και υποστηρίχτηκε από ένορκες δηλώσεις, τις οποίες έκαμε ο ίδιος. Αποβλέπει δε στην εξασφάλιση δικαστικής απόφασης που τυχόν να εκδοθεί προς όφελός του για αποζημιώσεις, τις οποίες αυτός αξιώνει, ειδικά, εναντίον της εφεσείουσας. Παρεμπιπτόντως, ο εφεσίβλητος, με την αγωγή, βασικά, προβάλλει ότι η εφεσείουσα παρέβη συμφωνία, που αυτοί είχαν συνάψει μεταξύ τους, για την ανάπτυξη του ακινήτου, με τον τρόπο που έχει προαναφερθεί. Η εφεσείουσα πρόβαλε ένσταση στην αίτηση, η οποία, όμως, δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την έκδοση του διατάγματος. Αυτή διαφώνησε και με την απόφαση, σχετικά, του Δικαστηρίου, την οποία θεωρεί λανθασμένη. Ως εκ τούτου, καταχώρισε την παρούσα έφεση, με την οποία επιδιώκει την ανατροπή της. Με τους πλείστους από τους λόγους που περιέλαβε στην έφεσή της, εισηγείται ότι το Δικαστήριο έσφαλε στη διαπίστωσή του ότι, στη βάση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, είχαν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις του άρθρου 32(1) του Νόμου, προκειμένου για απαγορευτικό διάταγμα, προσωρινής φύσεως.
Ο εφεσίβλητος, σε ένορκη δήλωσή του που υποστήριζε την αίτηση, δήλωσε πως είναι Ρώσος υπήκοος και ότι γνώρισε την εφεσείουσα, αφού γνώρισε τη διευθύντριά της, μέσω του συμπατριώτη του, εναγομένου 2 στην αγωγή. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω γνωριμίας, συνήφθη, στις 28.1.2012, μεταξύ του ιδίου και της εφεσείουσας, της τελευταίας ενεργούσης διά της διευθύντριάς της, συμφωνία για την κατασκευή στο ακίνητο του έργου που έχει προαναφερθεί. Με βάση αυτή, η συνεισφορά του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας στη δαπάνη για το έργο καθορίστηκε σε ποσοστό 35% και 65%, αντίστοιχα. Σημειώνεται πως η συνεισφορά του εφεσίβλητου ήταν, αποκλειστικά, χρηματική και ανερχόταν στο ποσό των €1.371.000,00. Ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της αίτησής του, ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε, δεόντως, στην εφεσείουσα το πιο πάνω ποσό και, προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, κατέθεσε σχετικές αποδείξεις πληρωμής.
Η εφεσείουσα, στην ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η διευθύντριά της, αρνήθηκε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Ειδικά, αρνήθηκε τον ισχυρισμό περί της παραβίασης από την ίδια της συμφωνίας που αυτή είχε συνάψει με τον εφεσίβλητο. Βέβαια, σημειώνεται πως ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της αίτησής του, δεν είχε να αποσείσει οποιοδήποτε βάρος απόδειξης. ΄Ηταν αρκετό γι' αυτόν να καταδείξει, μέσω της έκθεσης απαίτησής του, ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δίκη, καθώς, επίσης, ότι υπήρχε πιθανότητα να δικαιούτο σε ανάλογη θεραπεία, στη βάση ένορκης μαρτυρίας. Επιπρόσθετα, με αναφορά στην ίδια αποδεικτική βάση, έπρεπε να καταδείξει ότι, αν δεν εκδιδόταν το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα, θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Πρόκειται για τις τρεις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Νόμου, όπως αυτές έτυχαν ερμηνείας, αναφορικά με την εφαρμογή τους, στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557. Δεδομένης της συνύπαρξής τους, εναπόκειται, πλέον, στο εκδικάζον δικαστήριο να αποφασίσει, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, κατά πόσο είναι δίκαιη ή πρόσφορη η έκδοση του ζητούμενου παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος.
Εξετάζοντας την παρούσα έφεση υπό το πρίσμα των πιο πάνω προνοιών, διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων ότι η συμφωνία προέβλεπε ημερομηνία για την ολοκλήρωση του έργου. Συγκεκριμένα, είχε καθοριστεί, για το σκοπό αυτό, η 28.7.2013. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα δεν τήρησε την εν λόγω προθεσμία, όπως και άλλες μεταγενέστερες, που είχαν τεθεί για τον ίδιο σκοπό. Σε απάντηση στον πιο πάνω ισχυρισμό, η εφεσείουσα παρέπεμψε στις παρατάσεις που είχαν δοθεί, εκ συμφώνου, για την ολοκλήρωση του έργου. Στη βάση αυτή, εισηγήθηκε ότι δεν υπήρξε παράβαση της συμφωνίας από μέρους της. Ο εφεσίβλητος, όμως, ισχυρίστηκε, ειδικά, ότι, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 12.5.2015, τερμάτισε τη συμφωνία, καθιστώντας υπαίτια, σχετικά, την εφεσείουσα. Τούτο συνέβη, επειδή αυτή δε συμμορφώθηκε με την περάτωση του έργου εντός του χρόνου που είχε, προηγουμένως, τεθεί. Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών, ο εφεσίβλητος, ουσιαστικά, πρόβαλε ότι ο ίδιος είχε καταστήσει το χρόνο εκπλήρωσης της συμφωνίας, από την εφεσείουσα, ουσιώδη, αυτή, όμως, απέτυχε να συμμορφωθεί με την πιο πάνω υποχρέωσή της. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τούτο θα διαπιστωθεί, οριστικά, στο πλαίσιο της δίκης, ο εφεσίβλητος, όπως το Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε, κατά το στάδιο εκείνο, κατέδειξε την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, όπως τέτοιο ζήτημα αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Pop Life Electric Shops Ltd κ.ά. v. Ονησιφόρου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 359.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω, κατ' ισχυρισμό, συμβατικής παραβίασης, ο εφεσίβλητος πιθανόν να υπέστη οικονομική ζημιά. Ο ίδιος, στο πλαίσιο της ένορκης δήλωσής του, αποτίμησε την εν λόγω ζημιά του σε €1.371.000,00, ποσό το οποίο, σύμφωνα με τις γραπτές αποδείξεις του, κατέβαλε στην εφεσείουσα, ως συμφωνηθείσα συνεισφορά του για το έργο. Είναι το ίδιο ποσό το οποίο, κατ' ισχυρισμό, η εφεσείουσα όφειλε να του επιστρέψει εντόκως, στην περίπτωση που το έργο δεν ολοκληρωνόταν ως η μεταξύ τους συμφωνία. Το Δικαστήριο, στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών, διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε να καταδείξει την ύπαρξη πιθανότητας αυτός να δικαιούται στην προαναφερθείσα θεραπεία για αποζημιώσεις. Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, υπό τις περιστάσεις, ανωτέρω, κρίνεται ορθή.
΄Οπως έχει προαναφερθεί, σε κάθε περίπτωση όπως η παρούσα, αποτελεί, επίσης, προϋπόθεση ο αιτητής να καταδείξει, μέσα από ένορκη μαρτυρία, ότι: «εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.» Επομένως, το ερώτημα που τίθεται προς εξέταση είναι κατά πόσο απόφαση η οποία τυχόν να εκδοθεί υπέρ του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις είναι δυνατό να ικανοποιηθεί από την εφεσείουσα. Από μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι το ακίνητο ήταν ελεύθερο παντός εμπράγματου βάρους. Ωστόσο, υπήρχε αναφορά στην ένορκη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας ότι, με την ολοκλήρωση του έργου, η ίδια θα προέβαινε στην πώληση του ακινήτου. Είναι δε, μάλλον, εύλογο να θεωρηθεί ότι αυτός είναι ο προορισμός του έργου και ο σκοπός, σχετικά, της εφεσείουσας. Σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με ό,τι ελέχθη στην υπόθεση C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. «Λεωνίκ» Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, στις σελίδες 789 έως 790: «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.» Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιος κίνδυνος, ως ο προαναφερθείς, είναι, οπωσδήποτε, ορατός. Επομένως, αναμφίβολα, συνέτρεχε και η υπό εξέταση προϋπόθεση, ως η κατάληξη, σχετικά, του Δικαστηρίου.
Το διάταγμα εκδόθηκε σύντομα μετά την καταχώριση της αγωγής. Στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας, κάθε πλευρά παρουσίασε, ενόρκως, την εκδοχή της, χωρίς, όμως, να ετίθετο θέμα αντιπαραβολής τους, προς το σκοπό διαπίστωσης της αλήθειας. Η εξέταση της υπόθεσης διενεργήθηκε στη βάση της εκατέρωθεν ένορκης μαρτυρίας, ιδωμένης εκ πρώτης όψεως. Συγχρόνως, σημειώνεται πως, εν πάση περιπτώσει, δε διαπιστώνεται οτιδήποτε στη μαρτυρία εκ μέρους της εφεσείουσας, που θα μπορούσε να καταστήσει, αντικειμενικά, ανυπόστατη την εκδοχή του εφεσίβλητου. Από τη συζήτηση δε η οποία προηγήθηκε, σε συμφωνία με το εκδικάσαν Δικαστήριο, κρίνεται ότι ήταν δίκαιη και, οπωσδήποτε πρόσφορη, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η έκδοση του διατάγματος, με την εφεσείουσα να υφίσταται, ως εκ τούτου, την ολιγότερη δυσχέρεια.
Το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα όπως το σχετικό αιτητικό στην αίτηση. Με αυτό, ζητείτο να απαγορευτεί στην εφεσείουσα και στους αντιπροσώπους της «να αποξενώσουν και/ή πωλήσουν και/ή δωρίσουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή δεσμεύσουν διά υποθήκης και/ή άλλως πως το ... ακίνητο ...». Το πιο πάνω αιτητικό, το οποίο παρατίθεται, συνοπτικά, στην αρχή της παρούσας απόφασης, ουδόλως προκαλεί οποιαδήποτε αβεβαιότητα ως προς τι, ακριβώς, ζητείται με αυτό. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται πως δεν έχει καταδειχθεί το Δικαστήριο να έλαβε υπόψη του οτιδήποτε στη μεταφρασμένη στα Ελληνικά ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, το οποίο δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωσή του στα Ρωσικά. Οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι πιο πάνω, δήθεν, παρατυπίες, όπως και κάποιες άλλες που έχουν απαντηθεί προηγουμένως, πασιφανώς, αποτελούν ανυπόστατες αιτιάσεις, οι οποίες προβλήθηκαν, με την επιδίωξη να αποκτηθεί, από την εφεσείουσα, πλεονέκτημα εκ του μηδενός.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.500,00, πλέον Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/ΜΠ