ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ηλίας Στεφάνου, μαζί με Γιάννη Νεάρχου, για τους Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-04-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ amp;amp; ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 188/2021, 14/4/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D159

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 188/2021)

 

14 Απριλίου, 2022

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ

1.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.,

2.  XXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 3.  XXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ,

4.  XXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 5.  XXX ΣΙΜΙΛΛΙΔΗ ΚΑΙ

6.  ΧXX ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΕΚ ΠΑΦΟΥ,

ΟΔΟΣ XXX XXX XXX, ΜΕΓΑΡΟ XXX,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/07/2021 ΚΑΙ ΩΡΑ 14:45

____________________

 

Ηλίας Στεφάνου, μαζί με Γιάννη Νεάρχου, για τους Αιτητές.

Πολίνα Ευθυβούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Θεοδώρα Παπακυριακού (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση - Γενικό Εισαγγελέα.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Στις 29.7.2021, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενέκρινε αίτημα της Αστυνομίας και εξέδωσε ένταλμα έρευνας, (το ένταλμα), του γραφείου της δικηγορικής εταιρείας Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., στην Πάφο, (η δικηγορική εταιρεία).  Το αίτημα, ως εκ του περιεχομένου του, στηριζόταν στα άρθρα 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (το «Κεφ. 155»).  Κατά συνέπεια, και το ένταλμα στηριζόταν στα εν λόγω άρθρα.  Με αυτό, εξουσιοδοτείτο, γενικά, η έρευνα και η κατάσχεση δεδομένων, σε έγγραφη αλλά, κυρίως, σε ηλεκτρονική μορφή, ευρισκομένων σε συσκευές κατάλληλες για την αποθήκευσή τους.  Επιπρόσθετα, εξουσιοδοτείτο, ειδικά, η κατάσχεση των κινητών τηλεφώνων δύο εκ των συνεταίρων της δικηγορικής εταιρείας και μιας συσκευής για πληρωμή μέσω πιστωτικών καρτών. 

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, (ο όρκος), προς υποστήριξη του αιτήματος για το ένταλμα, τα προς αναζήτηση πράγματα που αναφέρονται πιο πάνω σχετίζονται με υπηρεσίες τις οποίες η δικηγορική εταιρεία, ενεργώντας διά των αιτητών, συνεταίρων και εργοδοτουμένων της, προσέφερε σε αλλοδαπούς πελάτες της.  Αυτές αφορούσαν την πολιτογράφησή τους στην Κυπριακή Δημοκρατία, στη βάση συγκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου.  Εμφανώς, απώτερος σκοπός είναι η εξασφάλιση των επικοινωνιών που πιθανόν να περιέχονται στα, ως άνω, υπό αναζήτηση πράγματα, οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των αιτητών και των πελατών της δικηγορικής εταιρείας, καθώς, επίσης, με τρίτα πρόσωπα, που τυχόν να εμπλέκονταν στις σχετικές διαδικασίες.  Επιπρόσθετα, αναφέρεται στον όρκο ότι οι επικοινωνίες αυτές θα συμβάλουν στη διερεύνηση που διεξάγει η Αστυνομία συγκεκριμένων αδικημάτων, τα οποία φέρεται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, η δε μαρτυρία που τυχόν να προκύψει από αυτές πιστεύεται ότι θα χρησιμεύσει για την απόδειξή τους.  Στον όρκο, όπως και στο ένταλμα, αναφέρονται και τα ονόματα των, κατ' ισχυρισμό, πελατών της δικηγορικής εταιρείας, και αριθμός εταιρειών, εμπλεκομένων στις ενέργειες πολιτογράφησής τους.  Αναφέρονται, επίσης, τα υπό διερεύνηση αδικήματα, δώδεκα τον αριθμό, τα οποία φέρεται να διαπράχθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία μεταξύ των ετών 2011 και 2021.  Κάποια από αυτά αφορούν σε θέματα διαφθοράς.   

 

Το ένταλμα εκτελέστηκε αυθημερόν.  Κατά την εκτέλεσή του, προφανώς, κατασχέθηκαν έγγραφα και συσκευές περιέχουσες δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και, όπως έχει αναφερθεί, τα τηλέφωνα δύο εκ των συνεταίρων της δικηγορικής εταιρείας και μια συσκευή πληρωμής μέσω πιστωτικών καρτών.  Δεν είναι, όμως, γνωστό αν στα κατασχεθέντα περιέχονται οποιεσδήποτε επικοινωνίες σχετικές με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Αυτό, βέβαια, είναι το ζητούμενο από τους ανακριτές, με πρωτοβουλία των οποίων εκδόθηκε το ένταλμα.  Το Δικαστήριο έθεσε όρο όσον αφορά την πρόσβαση στο περιεχόμενο των κατασχεθέντων, ως ανωτέρω, πραγμάτων.  Συγκεκριμένα, διέταξε όπως τα ανευρεθέντα  που «θα θεωρηθούν ότι καλύπτονται από το παρόν ένταλμα, ... διασφαλιστούν ώστε να μην υπάρξει οποιαδήποτε επεξεργασία τους, προτού αποφασίσει για το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον Νόμο, ...»

 

Οι αιτητές διαφώνησαν με την έκδοση και την εκτέλεση του εντάλματος.  Αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια από το Δικαστήριο τούτο, καταχώρισαν την υπό εξέταση διά κλήσεως αίτηση.  Με αυτήν, αιτούνται την έκδοση εντάλματος certiorari, για την ακύρωσή του.  Οι λόγοι που προβάλλουν, σχετικά, είναι, βασικά, δέκα και, σε κάποιο βαθμό, αλληλοκαλύπτονται.  Συγκεκριμένα, με τους λόγους Α έως Η, προβάλλεται ότι, συνεπεία της έκδοσης του εντάλματος, παραβιάστηκαν πρόνοιες του ΄Αρθρου 17.2 του Συντάγματος και των άρθρων 21 έως 23 του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, (Ν. 92(Ι)/1996), (όπως αυτός είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο), (ο «Νόμος»).  Οι θέσεις που προβάλλονται με τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, περί παραβίασης των προαναφερθεισών προνοιών, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, υπό το φως των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, δεν ευσταθούν.   

 

Σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ι) του άρθρου 27 του Κεφ. 155, η ύπαρξη, σε ένταλμα έρευνας, όρου όπως ο προαναφερθείς επιβάλλει «οποιοδήποτε τέτοιο πράγμα», που εμπίπτει στο λόγο έκδοσης του εντάλματος, ανευρεθεί, αφού κατασχεθεί, να μεταφερθεί, απαρέγκλιτα, ενώπιον του Δικαστηρίου, «για να τύχει ... μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο».  Εμφανώς, τούτο δεν είναι, άλλως πως, δυνατό, στο στάδιο εκείνο, να χρησιμοποιηθεί από ανακριτική αρχή, για σκοπούς ερευνών που τυχόν αυτή να διεξάγει σε σχέση με τη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων, ή να χρησιμοποιηθεί, σε κατοπινό στάδιο, από την Κατηγορούσα Αρχή ως μαρτυρία, για προώθηση οποιωνδήποτε κατηγοριών, σχετικά, ενώπιον ποινικού δικαστηρίου.  Η τελευταία πρόνοια, ανωτέρω, του άρθρου 27 είναι απόλυτα σαφής και ο προαναφερθείς όρος, που, εν προκειμένω, έθεσε το εκδώσαν Δικαστήριο στο ένταλμα, συνάδει πλήρως με αυτήν.  Στην ίδια βάση, το Δικαστήριο τούτο, με τη σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων των μερών, διέταξε όπως «τα τεκμήρια», ήτοι τα κατασχεθέντα, παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας, απαγορεύοντας, συγχρόνως, «οποιαδήποτε πρόσβαση και/ή επεξεργασία και/ή αποσφράγιση των ..., μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας διαδικασίας», ανάλογα, βέβαια, και με την έκβασή της.

 

Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά επικοινωνία και, δη, μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, ή δικηγόρου με τρίτους για υποθέσεις του πελάτη, που είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η στόχευση του εντάλματος, αυτή, κατά κανόνα, δεν είναι προσβάσιμη σε οποιοδήποτε.  Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 17.1 του Συντάγματος«΄Εκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ' όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου.»  Στην άσκηση του πιο πάνω θεμελιακού δικαιώματος, υπάρχουν εξαιρέσεις, για ευνόητους λόγους, οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω ΄Αρθρου.  Εν προκειμένω, ενδιαφέρει αυτή στην υποπαράγραφο Β(ε), η οποία αναφέρει, συγκεκριμένα, τα εξής:-

 

«2.  Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

Α. .................................................................................................

 

Β.  Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:

 

...............................................................................................

 

(ε)  αδικήματα διαφθοράς διά τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.»

 

 

 

Η πιο πάνω συνταγματική πρόνοια μπορεί να ενεργοποιηθεί, κατ' επίκληση των άρθρων 21 έως 23 του Νόμου.  Ειδικά, στο άρθρο 21(1), προβλέπεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει μονομερή αίτηση στο Δικαστήριο και να ζητήσει την έκδοση δικαστικού εντάλματος, με το οποίο να «εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται η πρόσβαση, η επιθεώρηση και η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας ...»  Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, η προαναφερθείσα αίτηση:-

 

«... δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή κατόπιν έγκρισης από το Δικαστή αιτήματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, ...»

 

 

 

Στις πιο πάνω εξουσίες, τίθενται περιορισμοί, στους οποίους έγινε αναφορά με την προηγηθείσα μνεία στο ΄Αρθρο 17 του Συντάγματος.  Είναι, όμως, σημαντικό να αναφερθεί εδώ και η συντρέχουσα, σχετικά, πρόνοια του εδαφίου (4) του άρθρου 21 του Νόμου, η οποία προβλέπει ότι:-

 

«(4)  Καμιά αίτηση από ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν μπορεί να υποβληθεί και καμιά εξουσιοδότηση ή έγκριση δεν μπορεί να δοθεί από Δικαστή για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο -

 

...................................................................................................

 

(β)  για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σε σχέση με αδικήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος.»

 

 

 

Ακολούθως, στο άρθρο 22 του Νόμου, γίνεται πρόνοια για το περιεχόμενο της προαναφερθείσας αίτησης και, στο άρθρο 23 αυτού, προβλέπονται οι προϋποθέσεις άσκησης των εξουσιών δυνάμει των άρθρων 21 και 22 του Νόμου.  Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως, όπου προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης στο δικαστήριο, η σχετική εξουσία ασκείται από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ή από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή.  Πρόκειται για την ερμηνεία του όρου «Δικαστής», που απαντά στα προαναφερθέντα άρθρα, με βάση το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου

 

Οι αιτητές, όπως έχει προαναφερθεί, με τους λόγους Α έως Η της αίτησής τους, εισηγούνται ότι, με την εκτέλεση, ως ανωτέρω, του εντάλματος, υπήρξε παραβίαση, κατά διαφόρους τρόπους, των πιο πάνω προνοιών του ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος και των άρθρων 21 έως 23 του Νόμου.  Στη βάση δε αυτή, αιτούνται την ακύρωσή του.  Η εξέταση, όμως, που έχει προηγηθεί, σαφώς, καταδεικνύει ότι, δεδομένου του όρου τον οποίο έθεσε, ως ανωτέρω, το εκδώσαν Δικαστήριο, τούτο δεν ήταν δυνατό να συμβεί, στο πλαίσιο εκτέλεσης του εντάλματος.  Συγκεκριμένα, συνεπεία του προαναφερθέντος όρου, ουσιαστικά, αποκλείεται οποιαδήποτε πρόσβαση στα κατασχεθέντα πράγματα, προς διαπίστωση του περιεχομένου τους, περιλαμβανομένων, βεβαίως, οποιωνδήποτε επικοινωνιών, οι οποίες τυχόν να είναι καταχωρημένες σε αυτά.  Για να διαπιστωθεί κατά πόσο στα κατασχεθέντα πράγματα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ των αιτητών, ενεργώντας για τη δικηγορική εταιρεία, και των πελατών της, ή τρίτων, όπως έχει προαναφερθεί, χρειάζεται ειδική εξουσιοδότηση, η οποία να συνάδει με την εξουσία που παρέχεται, προς τούτο, από το ΄Αρθρο 17.2 του Συντάγματος και να μπορεί να τύχει ενεργοποίησης με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 21 έως 23 του Νόμου

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης, δεν απαιτείται να γίνει ειδική αναφορά στα επιμέρους ζητήματα  που εγείρονται με τους λόγους ακύρωσης Α έως Η, η δε εξέταση, πλέον, της νομιμότητας του εντάλματος θα γίνει υπό το πρίσμα των προνοιών των άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155, επί των οποίων, ουσιαστικά, βασίστηκε η έκδοσή του.  Οι εναπομείναντες σχετικοί λόγοι ακύρωσης, Θ και Ι, προωθούν τη θέση ότι, εν πάση περιπτώσει, υπήρξε παραβίαση των πιο πάνω άρθρων.  Οι πρόνοιες, ειδικά, του άρθρου 27, οι οποίες φαίνεται να είναι άμεσα σχετικές με την εξέταση που θα γίνει στη συνέχεια, είναι οι ακόλουθες:-

 

«27.  ΄Οταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α)    ..........................................................................................

 

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος· ...

 

(γ)    .........................................................................................,

 

... δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως 'ένταλμα έρευνας'), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -

 

(ι)  να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο· ...»

 

 

 

Επιπρόσθετα, το άρθρο 28 προβλέπει, στο βαθμό που ενδιαφέρει, ότι:-

 

«28. -  (1)  Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει ... βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.»

 

 

 

Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες, το εκδίδον δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί, από τα αναφερόμενα στον όρκο, ότι, κατά «εύλογη αιτία», «πιστεύεται» πως σε συγκεκριμένο τόπο υπάρχει «οτιδήποτε», το οποίο, πάλι, κατά «εύλογη αιτία», «πιστεύεται» ότι θα παράσχει απόδειξη για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.  Η πίστη, σε κάθε περίπτωση, του δικαστηρίου είναι αρκετό να προκύπτει εύλογα στη βάση των γεγονότων που παρατίθενται στον όρκο.  Δεν απαιτείται η εντρύφησή του, άλλως πως, στην αποδεικτική τους αξία, (βλ. xxx Ιακώβου κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2016, 10.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A349).  Το δικαστήριο δε, στο πλαίσιο της εξέτασης που διενεργεί δυνάμει των απαιτήσεων, ανωτέρω, του άρθρου 27 του Κεφ. 155, πρέπει να διαπιστώσει, πρώτα, τη συνάφεια του τόπου που αναφέρεται στον όρκο με τη σκοπούμενη έρευνα, ανεξάρτητα από την ταυτότητα του ιδιοκτήτη ή του κατόχου του, (βλ. Εταιρεία ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ. Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 133/2018, 17.12.2018), και, δεύτερο,  ότι τα πράγματα που τυχόν να ανευρεθούν εντός του τόπου αυτού θα παράσχουν απόδειξη για τη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος.  Οπωσδήποτε, δε διενεργείται έρευνα στο κενό (in abstracto).  Δεν απαιτείται, ωστόσο, ως προς τούτο, η ύπαρξη βεβαιότητας σε βαθμό πέραν αυτού που ορίζεται από το προαναφερθέν κριτήριο.  Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο, τηρουμένων των απαιτήσεων των πιο πάνω άρθρων, δύναται να προβεί στην έκδοση εντάλματος έρευνας, προς το σκοπό διαφύλαξης μαρτυρίας, ούτως ώστε αυτή να καταστεί, ακολούθως, προσβάσιμη, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 21 έως 23 του Νόμου.  Τούτο είναι επιτρεπτό, εφόσον υπό διερεύνηση είναι και αδικήματα, όπως εν προκειμένω, τα οποία  εμπίπτουν στις πρόνοιες του ΄Αρθρου 17.2Β του Συντάγματος, που, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν η περίπτωση στην υπόθεση xxx Λοϊζίδης, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 455/2019, 8.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A141, την οποία επικαλέστηκαν οι αιτητές.

 

Η διαπίστωση, λοιπόν, της συνύπαρξης των απαιτήσεων των προνοιών των προαναφερθέντων άρθρων διενεργείται, ως ανωτέρω, με αναφορά στο περιεχόμενο του όρκου.  ΄Οπως προκύπτει, στην παρούσα περίπτωση, από το συγκεκριμένο έγγραφο, το προαναφερθέν επενδυτικό σχέδιο έτυχε ευρείας χρήσης.  Πολύ πλούσιοι άνθρωποι, αρκετοί προερχόμενοι από την Ασία, υπέβαλαν αίτηση, στη βάση του, για πολιτογράφησή τους.  Αποδοχή της αίτησής τους από το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση από αυτούς της υπηκοότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι μόνο.  Ο μακρύς κατάλογος, που περιλαμβάνεται στον όρκο, καταμαρτυρεί το πιο πάνω ενδιαφέρον.  ΄Ερευνες, όμως, που έγιναν από τριμελή Επιτροπή, η οποία διορίστηκε στις 6.11.2019 από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατέδειξαν ότι ένας αριθμός από τα πρόσωπα τούτα επωφελήθηκε, χωρίς, στην πραγματικότητα, να δικαιούτο, από το επενδυτικό σχέδιο.  Δεν υπήρξε ικανοποίηση ουσιωδών απαιτήσεων του σχεδίου, ενώ, συγχρόνως, κατά την επιδίωξη του εν λόγω σκοπού τους, δυνατό να σημειώθηκε και παράβαση ποινικών διατάξεων διαφόρων νόμων. 

 

Η Αστυνομία ανέλαβε τη διερεύνηση των εν λόγω περιπτώσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν, κατά την υποβολή και προώθηση της αίτησης του καθενός από αυτούς, διαπράχθηκαν οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα και από ποιους.  Στο πλαίσιο των πιο πάνω ερευνών, διαπιστώθηκε ότι αιτήσεις για πολιτογράφηση συγκεκριμένων επενδυτών δεν ήταν δεόντως συμπληρωμένες.  Είχαν δε πιστοποιηθεί από Πρωτοκολλητή, στην απουσία των προσώπων που τις είχαν υπογράψει.  Επιπρόσθετα, κάποιοι επενδυτές απέκρυψαν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, καθώς, επίσης, ότι καταζητούνταν για τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων στις χώρες τους.  Στον όρκο, αναφέρεται, επίσης, πως μέρος των χρημάτων της κάθε επένδυσης, πέριξ του 25%, επιστρεφόταν στη χώρα προέλευσης του επενδυτή, προφανώς, προς τον ίδιο.  Ειδικές εξετάσεις κατέδειξαν πως το αρχικό έμβασμα και η επιστροφή του προαναφερθέντος μέρους του γίνονταν με ύποπτα μέσα και τρόπο.  Δεν υπήρχε δε έλεγχος από την εδώ εμπλεκόμενη τράπεζα.  Συγκεκριμένα, η μεταφορά του εμβάσματος στην Κύπρο γινόταν μέσω πιστωτικών καρτών, γεγονός το οποίο, κατά τους ειδικούς της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, είναι ενδεικτικό ότι αυτό αφορούσε σε ύποπτη συναλλαγή, εφόσον η διαδικασία γινόταν σε ελάχιστο χρόνο, έναντι μεγάλης χρέωσης.

 

Στον όρκο, γίνεται αναφορά και σε καταθέσεις πωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο, τα οποία, στη συνέχεια, αποσύρθηκαν και η κατάθεσή τους ακυρώθηκε.  Εξετάσεις κατέδειξαν ότι αυτά πιθανόν να ήταν προϊόν πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων.  Στις εν λόγω δοσοληψίες ενέχονταν εταιρείες, άμεσα σχετιζόμενες μεταξύ τους, μια από τις οποίες, η ιθύνουσα, είχε την έδρα της στο Χονγκ-Κόνγκ της Κίνας.  Αυτή είναι και η χώρα προέλευσης των περισσοτέρων επενδυτών που καταγράφεται στο σχετικό κατάλογο στον όρκο.  Οι επενδύσεις γίνονταν μέσω της θυγατρικής της εταιρείας στην Κύπρο.  Οι συγκεκριμένες εταιρείες φέρεται να χρησιμοποιούνταν από τα υπεύθυνα γι' αυτές πρόσωπα ως εργαλεία, προς επίτευξη των, ως άνω, όπως πιστεύεται, παράνομων σκοπών. 

 

΄Ο,τι αναφέρεται πιο πάνω αποτελεί τη γενική εικόνα που προκύπτει από την ανάγνωση του όρκου, η οποία συμπληρώνεται με σχετικά γεγονότα, σε αρκετή λεπτομέρεια, τα οποία καταγράφονται σε αυτόν.  Η δικηγορική εταιρεία φέρεται να ενεργούσε, διά των αιτητών, για κατονομαζομένους στον όρκο επενδυτές, σε όλα τα στάδια της υποβολής και έγκρισης της αίτησής τους.  Συγκεκριμένα, οι αιτήσεις τους για πολιτογράφηση υποβάλλονταν προς την αρμόδια αρχή, μέσω της.  Η υπογραφή της αίτησης, σε αρκετές περιπτώσεις, όπως έχει προαναφερθεί, γινόταν χωρίς τη φυσική παρουσία του αιτουμένου επενδυτή ενώπιον του Πρωτοκολλητή, όπως, ήταν, προφανώς, η απαίτηση του επενδυτικού σχεδίου.  Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι η δικηγορική εταιρεία παραλάμβανε τα χρηματικά ποσά, τα οποία πλήρωνε κάθε επενδυτής μέσω πιστωτικής κάρτας, και τα κατέθετε σε λογαριασμό πελάτη (client account) σε συγκεκριμένη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία.  Στη συνέχεια, αυτά κατατίθεντο, κατά παράβαση νόμου, σε καταπίστευμα, προς όφελος της κυπριακής εταιρείας που θα επωφελείτο από την επένδυση των πελατών της δικηγορικής εταιρείας.

 

Το Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος, διαπίστωσε πως υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα γραφεία της δικηγορικής εταιρείας βρίσκονταν τα υπό αναζήτηση πράγματα, τα οποία και περιέγραψε.  Βεβαιώθηκε, έτσι, πως ό,τι αναζητείτο αφορούσε επαγγελματική επικοινωνία της φύσεως που έχει προαναφερθεί και σε σχέση με τον τομέα που αναφέρεται στον όρκο, στο περιεχόμενο του οποίου παρέπεμψε.  Παρέθεσε, συναφώς τον κατάλογο των επενδυτών, πελατών της δικηγορικής εταιρείας, που αναφέρονται στον όρκο και διαπίστωσε ότι τα υπό αναζήτηση πράγματα «σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση και αφορούν τους ... επενδυτές/...».  Επιπρόσθετα, διαπίστωσε ότι η προς αναζήτηση μαρτυρία σχετιζόταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, τα οποία προέκυπταν από τις νομοθεσίες που αναφέρονται στον κατάλογο που παρατίθεται στον όρκο.  Στα εν λόγω αδικήματα, είναι αποδεκτό, από μέρους των αιτητών, ότι περιλαμβάνονται αδικήματα διαφθοράς, τα οποία εμπίπτουν στις πρόνοιες του ΄Αρθρου 17.2Β(ε) του Συντάγματος που παρατίθεται πιο πάνω.

 

Το δικαστήριο, σε κάθε τέτοια περίπτωση, δεν απαιτείται να επαναλάβει τη μαρτυρία που παρατίθεται στον όρκο, ούτε απαιτείται να χρησιμοποιήσει την ακριβή ορολογία που προβλέπεται στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, (βλ. Μακρίδης, (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238), προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του για την έκδοση εντάλματος έρευνας, (βλ. Εταιρεία Odyssey Retriever Inc, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 59/2016, 3.5.2017).  Στην παρούσα περίπτωση, διαπιστώνεται ότι υπάρχει επαρκής αναφορά στο ένταλμα, με την οποία δικαιολογείται η έκδοσή του, στη βάση ότι υπήρχε, πρόσθετα, εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τα κατασχεθέντα πράγματα θα παράσχουν απόδειξη και για τα υπό διερεύνηση αδικήματα της διαφθοράς.  Τούτο καθιστούσε, όπως, επίσης, βεβαιώνεται, την κατάσχεσή τους αναγκαία, προς διαφύλαξη του περιεχομένου τους, ώστε να τύχει της ανάλογης επεξεργασίας, εφόσον αυτό καταστεί επιτρεπτό από το Δικαστήριο, σε κατοπινό στάδιο.  Η διαπίστωση, ανωτέρω, ουσιαστικά, καλύπτει την απαίτηση εξέτασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία δεν περιορίζεται σε ποσοτικά κριτήρια αλλά επεκτείνεται και σε ποιοτικά, ανάλογα με τις ανάγκες της υπόθεσης.  Επομένως, ούτε και οι λόγοι ακύρωσης Θ και Ι ευσταθούν.        

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του καθ' ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00.

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                              Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο