ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 139/2014)
18 Απριλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. XXXXX XXXXX XXXXX XXXXX ARABANI,
2. XXXXX SABOUHI, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ XXXXX SAΒOUHI,
Εφεσείοντες,
ν.
1. xxx ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,
2. ΜΙΝΕΡΒΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Μ. Καραπατάκη (κα) για Karapatakis Pavlides LLC, για τους Εφεσείοντες.
Α. Γλυκύς για Η. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ και Ν. Κυριακίδης για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τα γεγονότα που συνέθεσαν τη βάση αγωγής εδράζονται σε τροχαίο δυστύχημα που επεσυνέβηκε στις 11.9.2008, η ώρα 8.30 το βράδυ, ως αποτέλεσμα του οποίου επήλθε ο θάνατος του XXXXX Sabouhi (ο αποβιώσας), συζύγου της Εφεσείουσας 1/ενάγουσας 1 και πατέρα της Εφεσείουσας 2/ ενάγουσας 2, οι οποίες κίνησαν την αγωγή υπό την ιδιότητά τους ως διαχειρίστριες της περιουσίας του.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απόρροια της αδιαμφισβήτητης ενώπιόν του μαρτυρίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο και ενώ ο αποβιώσας βρισκόταν στη θέση του οδηγού, εντός του οχήματός του, το οποίο ήταν σταθμευμένο σε παρακείμενο του δρόμου χωμάτινο παγκέττο, η Εφεσίβλητη 1/εναγόμενη 1, οδηγώντας το όχημά της, επέπεσε επί του πίσω μέρους του αυτοκινήτου του, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στηριζόμενος στην μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, αυτή της πλευράς των εναγόντων, έκρινε ως αποκλειστική υπεύθυνη για το δυστύχημα την εναγόμενη 1. Με αυτό ως δεδομένο και στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε, επιδίκασε εις βάρος της και υπέρ των εναγόντων: ειδικές αποζημιώσεις €735, αποζημιώσεις λόγω απώλειας (bereavement) €17.086.01 και αποζημιώσεις για την εξάρτηση της συζύγου και των δύο παιδιών του αποβιώσαντος €187.500, πλέον σχετικούς τόκους επί των ποσών αυτών, πλέον έξοδα. Η αγωγή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας, εναγόμενης 2, απορρίφθηκε.
Η απόρριψη της αγωγής εναντίον της εναγόμενης 2 αποτελούσε και το αντικείμενο των δύο λόγων έφεσης που τέθηκαν ενώπιόν μας εκ μέρους των Εφεσειόντων. Πλην όμως, κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης και μετά από δήλωση των συνηγόρων της Εφεσίβλητης 2, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία είναι εκ του νόμου υπεύθυνη και αναλαμβάνει να καλύψει τις όποιες αποζημιώσεις κληθεί να καταβάλει η Εφεσίβλητη 1, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων απέσυρε και τους δύο λόγους έφεσης.
Υπό το φως των πιο πάνω, ό,τι απομένει προς εξέταση είναι τα όσα καλύπτουν οι λόγοι αντέφεσης, ο ένας πυλώνας εκ των οποίων αφορά προηγηθείσα ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα των Εφεσιβλήτων για παροχή άδειας και/ή έκδοση διατάγματος για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισής τους, ο δε έτερος αφορά την τελική πρωτόδικη απόφαση και καλύπτει τόσο το ζήτημα της απόδοσης αποκλειστικής ευθύνης στην Εφεσίβλητη 1, όσο και το πλήρες φάσμα των επιδικασθέντων αποζημιώσεων.
Α. Η ενδιάμεση απόφαση επί της τροποποίησης της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης.
Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσειόντων, στο σύνολό τους οκτώ μάρτυρες, η υπεράσπιση κάλεσε ως μάρτυρα υπάλληλο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία είχε στην κατοχή της τον φάκελο του αποβιώσαντος. Όταν ρωτήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγομένων/Εφεσιβλήτων ως προς το παράνομο της διαμονής του αποβιώσαντος στην Κυπριακή Δημοκρατία, αποτέλεσμα της απόρριψης αίτησής του, το 2003, για πολιτικό άσυλο, ηγέρθηκε ένσταση από την αντίδικη πλευρά, η οποία προέβαλε την απουσία δικογραφημένης θέσης προς την κατεύθυνση αυτή. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το παράνομο της εργοδότησης συνιστά μια ξεχωριστή υπεράσπιση, η οποία θα έπρεπε να είχε δικογραφηθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες, ζητήθηκε εκ μέρους των εναγομένων αναβολή προκειμένου να προχωρήσουν σε ανάλογη τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισής τους. Σχετικό αίτημα υπεβλήθη την επόμενη ημέρα, 19.7.2013. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 20.9.2013, την εφεσιβαλλόμενη, απέρριψε την αιτούμενη τροποποίηση, με έξοδα εις βάρος των αιτητών/εναγομένων.
Η εν λόγω απόρριψη προσβάλλεται με τους τέσσερις πρώτους λόγους αντέφεσης, αλληλένδετους στην ουσία τους. Τίθεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτηθείσα τροποποίηση αφορούσε νέο θέμα και ότι το αίτημα υπεβλήθη, χωρίς αιτιολόγηση, πολύ καθυστερημένα. Προστίθεται ότι παρατηρείται λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, καθότι δεν επηρεάζονται, κατά τρόπο που δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα, τα δικαιώματα της αντίδικης πλευράς.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί απόκλισή μας από τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάληξή του να απορρίψει το υπό εξέταση ζήτημα της τροποποίησης της έκθεσης υπεράσπισης.
Η υπό κρίση τροποποίηση αφορούσε σε ισχυρισμό ο οποίος όντως δεν ήταν δικογραφημένος, αφού κάλυπτε θέση περί παράνομης εργοδότησης, η οποία συνιστούσε νέα επίδικη τοποθέτηση. ΄Ο,τι κάλυπτε η ενώπιον του Δικαστηρίου καταχωρηθείσα έκθεση υπεράσπισης, αφορούσε στην άρνηση ότι ο αποθανών εργαζόταν ή κέρδιζε τα ισχυριζόμενα ποσά. Οι εναγόμενοι, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο σε αδιαμφισβήτητη ενώπιόν του μαρτυρία, γνώριζαν τα ουσιαστικά για την τροποποίηση γεγονότα μήνες προηγουμένως, από τον Φεβρουάριο του 2013. Παρά ταύτα, και ενώ η διαδικασία ακρόασης προχωρούσε με την παρουσίαση σειράς μαρτύρων εκ μέρους των εναγόντων, παρέλειψαν, χωρίς καμιά αιτιολογία, να προβούν σε σχετική ευθυγράμμιση της υπεράσπισής τους, υποβάλλοντας, εγκαίρως, σχετικό αίτημα.
Η τροποποίηση έγγραφων προτάσεων, όπως συνιστά πάγια θέση της νομολογίας, είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών (Χρίστου ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 704). Δεν είναι επιτρεπτή όμως όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αντίδικο, τέτοιας που να μην θεραπεύεται με την καταβολή εξόδων.
Εν προκειμένω, ορθά συνεκτιμήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το καθυστερημένο της υποβολής του αιτήματος, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας και τους κινδύνους που εγκυμονούσε για την πλευρά των εναγόντων, η οποία είχε ολοκληρώσει ήδη την παρουσίαση της μαρτυρίας της. Υπό τα δεδομένα της περίπτωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και βάσιμα απέρριψε την αίτηση τροποποίησης, ευθυγραμμιζόμενο με τις πάγιες επί του θέματος αρχές της νομολογίας. Το συμφέρον της δικαιοσύνης, υπό τις συνθήκες, συνηγορούσε υπέρ της απόρριψης του αιτήματος για τροποποίηση.
Β. Οι λόγοι αντέφεσης επί της τελικής απόφασης.
Όπως προαναφέραμε, οι λόγοι αντέφεσης που καλύπτουν την τελική κρίση του Δικαστηρίου κινούνται σε όλο το εύρος των κριθέντων ζητημάτων, ήτοι τόσο της απόδοσης αποκλειστικής ευθύνης, όσο και των επιδικασθέντων αποζημιώσεων.
Προβάλλεται, με τον πέμπτο λόγο αντέφεσης και με έμφαση στο γεγονός ότι ο αποβιώσας δεν είχε αναμμένα τα πίσω φώτα του αυτοκινήτου του, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως αποκλειστική υπεύθυνη για το δυστύχημα ήταν η Εφεσίβλητη 1/εναγόμενη 1.
Εξετάζοντας αυτό το σκέλος της αντέφεσης, κρίνουμε, υπό το φως των αδιαμφισβήτητων δεδομένων που καλύπτουν την περίπτωση, ότι η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσιβλήτων στερείται ερείσματος.
Συνιστά νομολογιακό δόγμα, ως προς το θέμα ευθύνης πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος, ότι η απόδοση αμέλειας κρίνεται με βάση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή ότι η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής, υπό το φως των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση γεγονότων. Στην περίπτωση καταφατικής κατάληξης περί ύπαρξης αμέλειας, εξετάζεται ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας και ακολούθως αποδίδονται τα εκατέρωθεν ποσοστά ευθύνης. Η συντρέχουσα αμέλεια έχει ως λόγο το καθήκον αυτοπροστασίας του ενάγοντα, με την επίδειξη ανάλογης επιμέλειας. Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας βρίσκεται στους ώμους του εναγόμενου και αποφασίζεται με βάση την ολότητα της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Η μόνη μαρτυρία επί του εξεταζόμενου θέματος προσφέρθηκε από την πλευρά των εναγόντων/Εφεσειόντων, ήταν ευθυγραμμισμένη και, ως αναντίλεκτη και αξιόπιστη, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Καταγράφηκαν, ως συνακόλουθα ευρήματα, ότι το αυτοκίνητο του αποβιώσαντα κατά τον επίδικο χρόνο ήταν σταθμευμένο εκτός του δρόμου, σε παρακείμενο χωμάτινο παγκέττο, δεν υπήρχε άλλη τροχαία κίνηση, υπήρχε άπλετος φωτισμός στην σκηνή από λαμπτήρες υψηλής ισχύος, η ορατότητα ήταν 100 περίπου μέτρα και το πλάτος του δρόμου 6.40 μέτρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εναγόμενη 1, οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα, εξήλθε της λωρίδας κυκλοφορίας που χρησιμοποιούσε και προσέκρουσε στο πίσω μέρος του οχήματος του αποβιώσαντα, με αποτέλεσμα αυτό να μετακινηθεί σε μεγάλη απόσταση, 25 μέτρων και να καταστραφεί ολοσχερώς.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ορθά αντικρίσθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την πορεία εξέτασης του θέματος της ευθύνης και αναπόφευκτο ήταν το συμπέρασμά του ότι αποκλειστική υπεύθυνη για το δυστύχημα και τις ολέθριες συνέπειες που επέφερε ήταν η εναγόμενη 1/Εφεσίβλητη 1. Υπό τις συνθήκες, ο αποβιώσας δεν δημιούργησε επικίνδυνο εμπόδιο στο δρόμο και τα σβηστά πίσω φώτα του αυτοκινήτου του δεν συνιστούσαν στοιχείο παραβίασης του καθήκοντος αυτοπροστασίας του, ούτως ώστε και να του αποδιδόταν οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης.
Η κατάληξη μας ως προς το ζήτημα της απόρριψης της τροποποίησης της έκθεσης υπεράσπισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκθεμελιώνει και τη βάση στήριξης του έκτου και ο έβδομου λόγου αντέφεσης. Μέσω τους προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις για την εξάρτηση και, επίσης εσφαλμένα, δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο αποβιώσας εργαζόταν παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεδομένης της απουσίας σχετικής δικογραφημένης στην υπεράσπιση θέσης, το όλο θέμα της παράνομης εργασίας και των όποιων προεκτάσεών της επί του δικαιώματος αποζημίωσης δεν συνιστούσε επίδικο ζήτημα και η όποια σχετική μαρτυρία προσφέρθηκε ορθά δεν λήφθηκε υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και εξαγωγής ανάλογων ευρημάτων.
Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεκτείνοντας αχρείαστα, αποφάσισε, με παραπομπή στον λόγο της Παπαμάρκου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 568, ότι, έστω και αν ο ισχυρισμός περί του παράνομου της δικογράφησης είχε δικογραφηθεί, τότε και πάλι θα τον απέρριπτε, αποτελεί το αντικείμενο του όγδοου λόγου αντέφεσης. Ο λόγος αυτός στερείται σημασίας, ως θεωρητικού πλέον περιεχομένου, δεδομένης της απόρριψης των λόγων 1-4, 6 και 7 και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Ο ένατος λόγος αντέφεσης συνδέεται με τον δωδέκατο. Αφορούν σε, κατ΄ ισχυρισμόν, λανθασμένη αποδοχή της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με το εισόδημα του αποβιώσαντα και σε, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένη παράλειψή του να αποκόψει από τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις οφειλόμενο προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ποσό.
Ηταν η ουσία των θέσεων των Εφεσιβλήτων ότι η μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς απόδειξη των απολαβών του αποβιώσαντα δεν ήταν ικανοποιητική, αφού δεν κατατέθηκαν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία ή πιστοποιητικά προς τον σκοπό αυτό.
Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η όλη μαρτυρία που κάλυπτε τα επίδικα γεγονότα προσφέρθηκε από την πλευρά των εναγόντων, οι οποίοι έφεραν βεβαίως και το βάρος απόδειξης των αξιούμενων αποζημιώσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή παρουσίασαν φορολογικές δηλώσεις του αποβιώσαντα για τα έτη 2007 και 2008, καθώς επίσης και την απόδειξη πληρωμής του φόρου εισοδήματος για το χρονικό αυτό διάστημα και βεβαίωση διευθέτησης των φορολογικών υποχρεώσεών του. Χωρίς αμφιβολία - και συμφωνούμε επί του προκειμένου με τους ευπαίδευτους συνήγορους των Εφεσιβλήτων - οι φορολογικές αυτές βεβαιώσεις δεν θα ήταν από μόνες τους ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη των εισοδημάτων, δεδομένου ότι ετοιμάσθηκαν και καταχωρήθηκαν τρία χρόνια μετά τον θάνατό του αποβιώσαντα, χωρίς, εννοείται βεβαίως, την εμπλοκή του ιδίου. Πλην όμως, δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία ως προς το ζήτημα των εισοδημάτων του από τις ίδιες τις ενάγουσες, σύζυγο και κόρη του, ΜΕ4 και ΜΕ1 αντιστοίχως, καθώς επίσης από την ιδιοκτήτρια της κατοικίας που ενοικιάζει η οικογένειά του, ΜΕ2 και από πρόσωπο που εργοδοτούσε ο αποβιώσας, ΜΕ3. Η μαρτυρία αυτή συνίστατο στα καθημερινά έξοδα που είχε η οικογένεια, στο ποσό μηνιαίου ενοικίου, τα οποία κάλυπτε ο αποβιώσας ως ο μόνος εργαζόμενος και στον μισθό που κατέβαλλε στον μάρτυρα/εργοδοτούμενό του.
Υπό το φως των πιο πάνω, εύλογα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι υπήρχε ικανοποιητικό μαρτυρικό υλικό ενώπιόν του προς κατάληξη ως προς το ύψος των απολαβών του αποβιώσαντα. Περαιτέρω, ορθά προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα του υπολογισμού των σχετικών αποζημιώσεων, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προέβηκε σε αφαίρεση του σχετικού φόρου εισοδήματος, καθώς επίσης και ποσοστού 25% από τον μισθό, που αφορούσε κάλυψη προσωπικών αναγκών του, λαμβάνοντας υπόψη την όλη οικογενειακή κατάσταση του αποβιώσαντος.
Σφάλμα ως προς την πρωτόδικη κατάληξη εντοπίζουμε σε σχέση με τη μη αποκοπή ποσού από τις απολαβές του αποβιώσαντα, για καταβολή εισφοράς στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζήτημα το οποίο καλύπτεται με τον δωδέκατο λόγο αντέφεσης. Το Δικαστήριο έπρεπε, προβαίνοντας το ίδιο σε ένα υπολογισμό, όχι κατ΄ ανάγκη ακριβή, στη βάση των σχετικών νόμων, να αποκόψει ανάλογο ποσό, προκειμένου να καταλήξει στο ζητούμενο για σκοπούς αυτής της μορφής των αποζημιώσεων, ήτοι στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων του (Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 ΑΑΔ 980, Παπαμάρκου (ανωτέρω), Οικονομίδου κ.ά. ν. Κουβέλλα κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 2299). Στη βάση του σχετικού περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι)/2010 και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εισοδηματικών και φορολογικών δεδομένων και της συνακόλουθης διαφοροποίησης στις φορολογικές εκπτώσεις, κρίνουμε ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί ποσό €2.250 από το συνολικό ετήσιο εισόδημα.
Ο δέκατος λόγος αντέφεσης σχετίζεται με την επιδίκαση ποσού €735 ως ειδικές αποζημιώσεις. Το ποσό αυτό κάλυπτε €650 έξοδα κηδείας και €85 για έκδοση αστυνομικής έκθεσης. Η αμφισβήτηση αφορά στο ποσό των εξόδων κηδείας, για τα οποία, σε αντίθεση με αυτά της έκθεσης, δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε απόδειξη.
Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόδειξη του υπό αμφισβήτηση ποσού προερχόταν από την ΜΕ1, ενάγουσα 2, κόρη του αποβιώσαντα. Τα όσα κατέθεσε δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση και, κατά προέκταση, ορθά έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο, ως απόλυτα λογικό το εν λόγω ποσό, προς απόδειξη του συγκεκριμένου κονδυλίου.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης, εντέκατος, καλύπτει το ζήτημα του πολλαπλασιαστή των δέκα ετών, όπως καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προβάλλεται ότι ο συγκεκριμένος πολλαπλασιαστής είναι αδικαιολόγητος και υπερβολικός και γίνεται εισήγηση για υιοθέτηση «.. πολλαπλασιαστή πέριξ του 6 έως 8 ετών.».
Το Εφετείο επεμβαίνει με φειδώ σε θέματα πολλαπλασιαστή, λαμβανομένου υπόψη ότι ο καθορισμός του είναι έργο κατ΄ εξοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση ΑΗΚ ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 417, «.. δεν υποκαθιστά στη θέση της πρωτόδικης τη δική του, ενδεχομένως, διαφορετική κρίση αλλά επεμβαίνει, εφόσον διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή σε ακραίες περιπτώσεις εντελώς αδικαιολόγητου καθορισμού. Και αυτά, υπό το σταθερό ότι δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες στη βάση των οποίων εξασφαλίζεται ομοιόμορφη λύση.».
Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης συνιστούν τη βάση προσδιορισμού του πολλαπλασιαστή. Στην κρινόμενη, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το όλο πλέγμα των ενώπιόν του δεδομένων, με ιδιαίτερη αναφορά στην ηλικία του αποβιώσαντα, 47 χρονών κατά την ημέρα του θανάτου, στον τρόπο ζωής του και στην κατάσταση της υγείας του.
΄Οπως προβάλλει μέσα από την αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου, το παράπονο των Εφεσιβλήτων δεν αφορά στο είδος της εργασίας του αποβιώσαντα, αλλά στην κατάσταση της υγείας του και στις προοπτικές εργοδότησής του. Ως προς τα ζητήματα αυτά, υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επαρκής, αναντίλεκτη, μαρτυρία προς κατάληξη. Όπως υπήρχε και επαρκές μαρτυρικό υλικό ως προς τις εργασιακές ικανότητες του αποβιώσαντα, ο οποίος, πέραν της βασικής του ασχολίας ως ελαιοχρωματιστής, είχε τη δυνατότητα διεξαγωγής οικοδομικών και ξυλουργικών εργασιών, στοιχεία που επαύξαναν τις προοπτικές εργοδότησής του.
Καταληκτικά, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη επί του θέματος του πολλαπλασιαστή κατάληξη. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κινήθηκε εντός των επιτρεπομένων ορίων και, συνακόλουθα, δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας.
Στη βάση των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι αντέφεσης, πλην του δωδέκατου, που καλύπτει το ζήτημα της αφαίρεσης ποσού για κοινωνικές ασφαλίσεις, απορρίπτονται. Με δεδομένη την επιτυχία του πιο πάνω λόγου αντέφεσης, αναπροσαρμόζεται ανάλογα και το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων για την εξάρτηση, ήτοι από €187.500 σε €165.000. Κατά τα λοιπά, η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και των εξόδων επικυρώνεται.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων, επιδικάζεται ποσό €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, προς όφελος των Εφεσειόντων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.