ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116
Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464
Κασπαρής Σάββας Ιωάννη (2013) 1 ΑΑΔ 2476
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΤΕΛΑ , Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:D103
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Πολιτική Αίτηση αρ. 6/22
(i-Justice)
14 Μαρτίου, 2022
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. XXX ΤΖΙΟΒΑΝΝΗ ΚΑΙ 2. XXX XXX XXX RONALD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΙΑ, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4(1)(2)(3) ΚΑΙ (4), ΤΟΥ Ν. 183(Ι)/2007, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 100(1) ΚΑΙ (101) ΤΟΥ Ν.112(Ι)/2004, ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2002/58/ΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΔ.Π.607/2007
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 1/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΗΜΕΡ. 11/01/2022 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΑΡΟΧΗ Η/ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ
--------------
Β. Ακάμας και για Γ. Πολυχρόνη, για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές επιδιώκουν με το παρακλητικό Α΄ την εξασφάλιση άδειας για την καταχώρηση Αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, ώστε να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό να ακυρώσει το διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερομηνίας 11.1.2022, το οποίο εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και αφορά τους αιτητές, (καθώς και άλλα πρόσωπα), ως δικαστική πράξη παράνομη και/ή καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας. Επιζητείται επίσης, με το παρακλητικό Β΄, έκδοση διατάγματος το οποίο να απαγορεύει τη χρήση/διάδοση/επεξεργασία οιωνδήποτε τέτοιων δεδομένων (και/ή συνδεδεμένης με αυτά μαρτυρίας) τα οποία εξασφαλίστηκαν δυνάμει του ανωτέρω διατάγματος μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Στις 11.1.2022, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε, μετά από σχετική αίτηση υπ' αρ. 1/2022, το ακόλουθο διάταγμα παροχής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που αφορά μεταξύ άλλων και τους αιτητές:
«Διά του παρόντος διατάττει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ’ρθρου 4(1)(2)(3) και (4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων Νόμου Ν. 183(Ι)/2007, του ’ρθρου 100 (1), 101, του Ν. 112(Ι)/2004, των άρθρων 5, 6 και 9 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και Κ.Δ.Π. 607/2007 την παροχή δεδομένων που αφορούν τους συνδρομητές που αναφέρονται στην εν λόγω αίτηση τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή .»
Το αίτη΅α υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση αστυφύλακα του ΤΑΕ Λάρνακας, ο οποίος αφού προέβη σε αναφορά του υπό διερεύνηση αδικήματος, (φόνου εκ προμελέτης) , εξέθεσε και τα ακόλουθα:
«. Περαιτέρω, το βράδυ μετά την δολοφονία, περί ώρα 2400 μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. ανέκοψαν στη λεωφ. Φανερωμένης στην Λάρνακα το αυτοκίνητο (με αριθμούς εγγραφής που αναφέρονται) το οποίο οδηγείτο από τον 1) xxx xxx xxx Ronald, [με Δ.Ε.Α. που αναφέρεται] κάτοχος κινητού τηλεφώνου με αρ. κλήσης 97χχχ, με επιβάτες τους 2) xxx Σιλβέστρου, [Δ.Τ. αναφέρεται], κάτοχο κινητού τηλεφώνου με αρ. κλήσης 95χχχ και 3) xxx Τζιοβάννη, [Δ.Τ. αναφέρεται] κάτοχος κινητού τηλεφώνου με αριθμό κλήσης 99χχχ. Τα ρούχα που φορούσαν οι πιο πάνω ομοιάζουν με τα ρούχα των δραστών και η περιοχή που ανακόπηκαν βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την σκηνή του φόνου και στην κατεύθυνση που διέφυγαν οι δράστες. Επιπρόσθετα, υπάρχει πληροφορία ότι ο xxx Σιλβέστρου, πρόσκειται στον Χριστοδούλου @ Ζαβράντωνα ο οποίος θεωρείται ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας καθότι είχε κίνητρο για τον φόνο του θύματος».
Αφού γίνεται ευρεία αναφορά στη συνέχεια σε σχέση με τα κίνητρα του φόνου, τα οποία εστιάζονται σε εκδίκηση και εχθρότητα που εξηγείται, αναφέρονται και τα εξής:
«Στην βάση των πιο πάνω και σύμφωνα με τις πληροφορίες και μαρτυρίες που κατέχει η αστυνομία δημιουργείται η εύλογη υπόνοια για την εμπλοκή των 1. xxx xxx xxx Ronald, 2. xxx Σιλβέστρου, 3. xxx Τζιοβάννη, 4. ΧΧ, 5. ΧΧ στα πλαίσια επικοινωνίας, πληροφόρησης για την αναχώρηση του θύματος και περαιτέρω για τον συντονισμό και εκτέλεση της δολοφονικής επιχείρησης εναντίον του. Είναι φανερό από τον τρόπο δράσης ότι οι δράστες τύγχαναν τηλεφωνικής ενημέρωσης σχετικά με τις κινήσεις του θύματος, το όχημα που διακινείτο και την θέση του ώστε να τοποθετηθούν στο σημείο που παραμόνευαν και στην συνέχεια να προχωρήσουν στην δολοφονία του κατά την άφιξη του.
Επίσης υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι οι κινήσεις του θύματος κατά τις μέρες που προηγήθηκαν της δολοφονίας του παρακολουθείτο και διενεργούνται εξετάσεις για την εξακρίβωση αυτού.
Η αποκάλυψη των εν λόγω επικοινωνιακών δεδομένων ενδέχεται να βοηθήσουν στην εξιχνίαση της υπόθεσης αφού ενδέχεται να καταδείξουν περαιτέρω πρόσωπα που βοήθησαν ή μετείχαν στην δολοφονία του θύματος με την συνδρομή τους ή/ και τον εκτελεστή. Περαιτέρω τα πιο πάνω πρόσωπα συνδέονται άμεσα με πρόσωπα που είχαν ίδιον και άμεσο συμφέρον από την δολοφονία του θύματος λόγω της πρόσφατης κατάθεσης του γιου του θύματος εναντίον του Ζαβράντωνα στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας αφού πίστευαν ότι η μαρτυρία του ήταν καταλυτική για την ενοχοποίηση του Ζαβράντωνα με την οποία θα του επιβληθεί μακροχρόνια ποινή φυλάκισης. Χωρίς καμία αμφιβολία ο θάνατος του θύματος αποδίδεται ξεκάθαρα από την πρώτη στιγμή ως προϊόν ξεκαθαρίσματος λογαριασμών-εκδίκησης από μέρος του Ζαβράντωνα με την βοήθεια προσώπων που πρόσκεινται σε αυτόν.
Τα δεδομένα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που ζητούνται είναι πρόσφατα και εύλογα διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών για σκοπούς τιμολόγησης.
Ως εκ των άνω, λόγω του ότι υπάρχει εύλογη υποψία για την διάπραξη του αδικήματος του φόνου εκ προμελέτης και οι δράστες μέχρι στιγμής παραμένουν άγνωστοι, παρακαλώ όπως το Σεβαστό Δικαστήριο εκδώσει Διάταγμα Πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα με το οποίο διατάσσεται η καθ' ων η αίτηση CYTA, EPΙC CABLENET και PRIMETEL όπως:»
Στη δικογραφία της Αίτησης, οι αιτητές εγείρουν τους κάτωθι λόγους για τους οποίους επιδιώκεται η αιτούμενη θεραπεία:
A) To προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου ή/και προφανής υπέρβαση δικαιοδοσίας λαμβανομένου ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του, προκειμένου να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα για το αν δημιουργείτο η απαιτούμενη από το Νόμο, «εύλογος υποψία» ή/και το διάταγμα του Δικαστηρίου στερείται πάσης και/ή της δέουσας αιτιολογίας ως τα άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος απαιτεί ή/και δέχτηκε ως «Rubber Stamp» τη θέση της Αστυνομίας. Το σώμα του προσβαλλόμενου διατάγματος του Δικαστηρίου δεν φέρει καμία βεβαίωση από το Δικαστήριο ότι έχει ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ως ο ίδιος ο Νόμος 183(Ι)/2007 ορίζει (άρθρο 4(4)(α)). Από μελέτη της Ε.Δ της Αίτησης, ουδεμία εύλογη υπόνοια στοιχειοθετείται για τη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος για τους Αιτητές, παρά μόνο καταγράφεται υποκειμενική κρίση του ενόρκως δηλούντα.
B) Το προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου ή/και προφανής υπέρβαση δικαιοδοσίας λαμβανομένου υπόψη ότι δεν καταγράφεται καμία εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα ή/και με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Το σώμα του προσβαλλόμενου διατάγματος του Δικαστηρίου δεν φέρει καμία βεβαίωση από το Δικαστήριο ότι έχει ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ως ο ίδιος ο Νόμος 183(Ι)/2007 ορίζει (άρθρο 4(4)(β)).
Γ) Το κατώτερο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδώσει το επίδικο ή/και προσβαλλόμενο διάταγμα δεδομένου ότι η αίτηση στηρίχθηκε ρητά ή/και εξυπακουόμενα στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Ν. 183(Ι)/2007, και ειδικά όσον αφορά την νομική έννοια του όρου «Δεδομένα», ως καθορίζεται στον εν λόγω Νόμο, ο οποίος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο ή/και το άρθρο 1A του Συντάγματος ή/και τα άρθρα 15, 17 και 35 του Συντάγματος ή/και άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ή/και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρθρα 7, 8, 11 και 52 ή/και την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/136/ΕΚ αναφορικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις Πολιτικές Αιτήσεις που αφορούν στα Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα αρ. 97/18, 127/18, 140/19-143/19, 154/19, 169/19, 36/20 και 46/20, Απόφαση ημερ. 27/10/21, και που κρίθηκε ότι ο Ν.183(Ι)/2007 ή/και τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 13 αυτού αντιβαίνουν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ αλλά και την ενωσιακή νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικός, ανίσχυρος, αντίθετος και υπερβαίνον τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας.
Δ) Με επιμέρους λόγους που αναλύουν, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα ή/και καθ' έκδηλη πλάνη Νόμου ή/και καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, η νομική βάση της αίτησης ή/και του προσβαλλόμενου διατάγματος στηρίχθηκε στα άρθρα 100(1) και (101) του Ν. 112(Ι)/2004, και άρθρα 5, 6 και 9 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και της ΚΔΠ 607/2007, άρθρα τα οποία είναι εντελώς άσχετα ή/και αντιφατικά ή/και ανεφάρμοστα στην υπό εξέταση αίτηση και στο αιτούμενο διάταγμα. (Βλ. Δ΄ (α-στ)).
Ε) Το επίδικο Διάταγμα πάσχει καθότι στην Αίτηση που ενέκρινε ο Γενικός Εισαγγελέας και απαιτεί απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί Αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου προς έκδοση του Διατάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας ενέκρινε την υποβολή της Αίτησης στη βάση του ’ρθρου 3 του Ν.183(Ι)/2007 (προφανώς εκ παραδρομής στο σημείο αυτό της αίτησης αναγράφεται ο Ν.187(Ι)2007 αντί του ορθού Ν.183(Ι)/2007), ενώ η Αστυνομία αιτήθηκε την έκδοση του επίδικου διατάγματος στη βάση του ’ρθρου 4 του Ν.183(Ι)/2007 και το Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο Διάταγμα στην βάση του ’ρθρου 4 του Ν.183(Ι)/2007. Τούτο συνιστά κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας ή/και υπέρβαση νόμου, καθότι το ’ρθρο 4(2) του Ν. 183(Ι)/2007 προϋποθέτει την έγκριση της Αίτησης από τον Γενικό Εισαγγελέα.
ΣΤ) Το διάταγμα, υπό τις περιστάσεις, λήφθηκε υπό συνθήκες που συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους της Αστυνομίας.
Κατά την ακρόαση της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών τόνισε ιδιαίτερα τους λόγους Γ΄ και Δ΄ προβάλλοντας την, κατά την άποψή του, στενή διασύνδεση μεταξύ των άρθρων του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων Νόμου Ν.183(Ι)/2007, ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθώς και την, επίσης κατά τη θέση του, εσφαλμένη νομική βάση του προσβαλλόμενου διατάγματος με την επίκληση των ’ρθρων 100(1) και 101 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 Ν. 112(Ι)/2004. Όπως υποστήριξε, ο Νόμος 112(Ι)/2004, δεν παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία έκδοσης διαταγμάτων όπως το επίδικο. Υπέδειξε δε, ότι η Οδηγία 2002/58/ΕΚ, σύμφωνα με το ’ρθρο 1(3) αυτής, δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς ποινικού δικαίου αλλά παρέχει τη δυνατότητα λήψης άλλων νομοθετικών μέτρων στα κράτη μέλη, με βάση το ’ρθρο 15.
Είναι γνωστές οι αρχές οι οποίες εφαρμόζονται στη δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων. Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παροχή άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Για τη χορήγηση της, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει ότι έχει «εκ πρώτης όψεως» υπόθεση και/ή ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα. Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, τέτοια άδεια δεν χορηγείται όταν προβλέπεται άλλο υπαλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία και ειδικά έφεση, εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον Κανόνα, εφόσον η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά σε κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης και ούτε στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο νομιμότητας (Δέστε μεταξύ άλλων, Ανθί΅ου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Αναφορικά ΅ε την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, 2/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A145, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Αίτηση του xxx xxx Κασπαρή (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2476, Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Αναφορικά ΅ε την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121).
Στη βάση των πιο πάνω αρχών έχω εξετάσει την παρούσα υπόθεση εάν δηλαδή τα περιστατικά της στοιχειοθετούν συζητήσιμη υπόθεση, με δεδομένο ότι δεν φαίνεται, εν προκειμένω, να υφίσταται άλλο ένδικο μέσο θεραπείας.
Σε σχέση με τον προβαλλόμενο λόγο Ε΄, από απλή αναδρομή στα στοιχεία του ηλεκτρονικού φακέλου οι ισχυρισμοί των αιτητών, όπως τίθενται, δεν ευσταθούν καθώς στην έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 4(1) (2) (3) (4) του Ν.183(Ι)/2007. Το ότι στην πρώτη παράγραφο της δέσμης των εγγράφων του τεκμηρίου 1 δηλαδή της δικογραφίας της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, γίνεται αναφορά στο άρθρο 3 αντί στο άρθρο 4 δεν είναι, κρίνω, ουσιώδες αφού στον τίτλο του εγγράφου αναγράφεται το σωστό άρθρο και η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα εδόθη επίσης στη βάση του άρθρου 4. Επίσης θεωρώ ότι ο λόγος ΣΤ΄ έχει τεθεί με γενικό και αόριστο τρόπο χωρίς να δοθούν περιστατικά που να πείθουν για τη βασιμότητα του. Προφανώς, γι΄αυτό στη γραπτή τους αγόρευση οι αιτητές δεν αναφέρουν τίποτε για τους πιο πάνω λόγους. Συνεπώς σε σχέση με τους λόγους Ε΄ και Στ΄ δεν προκύπτει οποιαδήποτε συζητήσιμη υπόθεση και απορρίπτονται.
Σε σχέση με τους νομικούς λόγους Α΄ και Β΄ που αφορούν το κατά πόσον το επίδικο διάταγμα, όπως εκδόθηκε, είναι αιτιολογημένο και αν δεικνύεται από το περιεχόμενο του ικανοποίηση του Δικαστηρίου για την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Νόμου, το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί κυρίως κάτω από το άρθρο 4(4) του Νόμου 183(Ι)/2007, το οποίο έχει ως εξής:
«(4) Ο Δικαστής δύναται να εκδόσει το διάταγμα που καθορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), όπως ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους, με το οποίο να εξουσιοδοτείται η πρόσβαση στα δεδομένα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν:
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι πρόσωπο διαπράττει, διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα∙
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρό ποινικό αδίκημα».
Το λεκτικό που ακολούθησε το Δικαστήριο στο επίδικο διάταγμα έχει ως εξής:
«Της αιτήσεως χωρίς ειδοποίηση ημερ. .... παρουσιασθείσης προς ακρόαση στην παρουσία του (τίθεται ο αριθμός του αστυφύλακα) του ΤΑΕ Λάρνακας, το Δικαστήριο τούτο αφού ανέγνωσε την ένορκη δήλωση στην κατατεθείσα υπό ή εκ μέρους του αιτητή και αφού ακούσθη παν ό,τι ελέχθη υπό του πιο πάνω αστυφύλακα. Δια του παρόντος διατάττει .. (ακολουθεί το περιεχόμενο του διατάγματος).»
Το πιο πάνω περιεχόμενο του διατάγματος δημιουργεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ως προς τα σημεία Α΄ και Β΄ ανωτέρω.
Σε σχέση με τα σημεία Γ΄ και Δ΄, τίθεται στο προσκήνιο ευρύτερα το ποία θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι η νομική βάση της αίτησης και του επίδικου διατάγματος. Οπότε, τίθεται ερώτημα ως προς την ισχύ και εφαρμογή του καθενός εκ των πιο πάνω αναφερθέντων Νόμων, Κανονισμών ή Οδηγιών.
Σε σχέση με το Ν.112(Ι)/2004 και τη σχέση του με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία αναφέρονται στη Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308 τα ακόλουθα:
«Ο περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) σκοπό είχε την εναρμόνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ άλλων είχε σκοπό και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά ΅ε την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ως εναρμονιστικός, ΅ε το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, ο νόμος αυτός έχει και την αυξημένη ισχύ που του αποδίδεται ΅ε την πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματος. Το Μέρος 14 του νόμου αφορά στην ασφάλεια, το απόρρητο και την προστασία των δεδομένων. Το ’ρθρο 99(2) του Νόμου προνοεί ότι ουδείς, πέραν των εκάστοτε επικοινωνούντων μεταξύ τους χρηστών, επιτρέπεται να ακούει, υποκλέπτει, αποθηκεύει, παρεμβαίνει ή και προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη μορφή παρακολούθησης επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης χωρίς τη συγκατάθεση των σχετικών χρηστών, εκτός στην έκταση που προβλέπεται διαφορετικά στο εδάφιο 3. Στο εδάφιο 3 προνοείται ότι στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το Νόμο, και ΅ε άδεια δικαστηρίου, μπορεί να υπάρξει παρέμβαση σε επικοινωνίες. Τα δεδομένα κίνησης όπως ερμηνεύονται στο ερμηνευτικό ’ρθρο 4 του Νόμου είναι οποιαδήποτε δεδομένα καθίστανται αντικείμενο επεξεργασίας, για το σκοπό μετάδοσης μιας επικοινωνίας σε ένα δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για τη χρέωση αυτής. Στο ’ρθρο 100 του Νόμου προνοείται ότι τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για την πραγματοποίηση κλήσεων και αποθηκεύονται από πρόσωπα, δέον όπως απαλείφονται ή καθίστανται ανώνυμα κατά τη λήξη της κλήσης, όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για τη μετάδοση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο ’ρθρο 100, οι οποίες περιλαμβάνουν τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων και τις περιπτώσεις όπου ο συνδρομητής ή ο χρήστης συγκατατίθενται όπως τα προαναφερόμενα δεδομένα τύχουν επεξεργασίας, για συγκεκριμένους σκοπούς».
Συναφής επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, κύριο άξονα της οποίας αποτέλεσε η εισήγηση πως, ο περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004, Ν. 112(Ι)/2004 σκοπό είχε την εναρμόνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μεταξύ άλλων, με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ.
Επίσης, ο περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων Νόμος του 2007, Ν. 183(Ι)/2007 αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης με την πρόσφατη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας (κατά πλειοψηφία) ημερομηνίας 27.10.2021 στις Πολιτικές Αιτήσεις 97/2018, 127/2018, 140/2019-143/2019, 154/2019, 169/2019, 36/2020 και 46/2020 όπου κρίθηκε ότι τα υπό αμφισβήτηση ’ρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν. 183(Ι)/2007 αντιβαίνουν στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία.
Υπό το φως της απόφασης της πλήρους Ολομέλειας η αντίληψη ότι όλα τα ’ρθρα του Ν.183(Ι)/2007 είναι σχετικά και αλληλένδετα βρίσκει ένα καταρχήν έρεισμα και συνεπώς δημιουργείται, υπό αυτό το πρίσμα, εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ώστε να εξεταστεί περαιτέρω και εις βάθος το θέμα της νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος.
Τονίζω βεβαίως, πως στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο κρίνει εάν υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση, στη βάση υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς εμβάθυνση στην υπόθεση, (βλ. In re Kakos (1985) 1 CLR 250 και Αναφορικά με την αίτηση της Alpha Bank Cyprus Limited, Πολιτική Αίτηση 133/2020, 30.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:D327).
Δίδεται άδεια ως το παρακλητικό Α΄ της αίτησης, περιοριζόμενο για τους νομικούς λόγους Α΄- Δ΄ ανωτέρω.
Η αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 7 ημερών από σήμερα και να επιδοθεί στη συνέχεια. Ορίζεται για οδηγίες στις 28.3.2022 η ώρα 11.15π.μ.
Στο μεταξύ αναστέλλεται η ισχύς του επιδίκου διατάγματος ως προς τους αιτητές, μέχρι την εκπνοή του χρόνου που έχει οριστεί για την καταχώρηση της αίτησης δια κλήσεως και, εφόσον καταχωρηθεί, μέχρι την εκδίκαση της.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.