ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σωκράτους, Δώρα Χρ. Χατζηλοϊζου, για τον εφεσείοντα Αντ. Κεφάλας, για τον εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-03-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΑΜΟΥΡΙΔΗΣ v. INZEYANNIS, Πολιτική Έφεση αρ. 326/2014, 18/3/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:A133

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 326/2014)

 

18 Μαρτίου, 2022

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx ΣΑΜΟΥΡΙΔΗΣ

Εφεσείων,

 

v.

 

xxx INZEYANNIS

 

Εφεσίβλητoυ.

 

--------------------

Χρ. Χατζηλοϊζου, για τον εφεσείοντα

Αντ. Κεφάλας, για τον εφεσίβλητο

 

----------------

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

.......

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:   Η αξίωση του εφεσείοντα πρωτόδικα, ήταν για ποσό €3.000, η οποία βασιζόταν όπως την περιέγραφε  στην Έκθεση Απαίτησης του σε συναλλαγματικές και/ή γραπτές συμφωνίες και/ή άλλως πως,  Τα έγγραφα αυτά, τεκμ. 2-7,  τα υπέγραψε ο εφεσίβλητος κατά ή περί την 20/4/2010, ήσαν αξίας €500 έκαστο και ήταν πληρωτέα το πρώτο στις 20/6/2010 και τα υπόλοιπα κάθε εικοστή ημέρα του επόμενου μήνα μέχρι 20/11/2010.

 

Ένεκα του ότι ο εφεσίβλητος, ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι του χρέους του, ο εφεσείων καταχώρησε αγωγήν αξιώνοντας το εν λόγω ποσό.

 

O εφεσίβλητος παραδεχόταν με το δικόγραφο της Έκθεσης Υπεράσπισης του το γεγονός της υπογραφής των έξι εγγράφων, πλην όμως, όπως ισχυριζόταν, αυτό έγινε στα πλαίσια γραπτής συμφωνίας ημερ. 20/4/2010 μεταξύ των διαδίκων για την αγορά του μεριδίου του εφεσείοντα από τον εφεσίβλητο σε κοινή επιχείρηση περιπτέρου το οποίο διατηρούσαν στη Λάρνακα.

 

Ως τίμημα αγοράς προνοείτο το ποσό των €14,000 πληρωτέο σε μηνιαίες δόσεις των €500 εκάστη, αρχής γενομένης από 20/5/2010.  Ο εφεσίβλητος κατέβαλε την πρώτη δόση των €500 με την υπογραφή της συμφωνίας.  Τρεις ημέρες αργότερα όμως, ο εφεσείων υπαναχώρησε και επιθυμούσε την επιστροφή του στην επιχείρηση, γι' αυτό υπογράφηκε αυθημερόν ακυρωτική συμφωνία, η οποία προέβλεπε πως (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου) «το αγοραπωλητήριο έγγραφο που γράφτηκε στις 20/4/2010 ακυρώνετε και ο xxx Σαμουρίδης παραμένει συνέταιρος στο N.S. Easy & Fast KIOSK ως ίσοι συνέταιροι..».  Για τούτο ο εφεσίβλητος, με ανταπαίτηση του αξίωνε την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού των €500.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε Απάντηση με την οποία αρνείτο όλα όσα ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν στην Έκθεση Υπεράσπισης του, πλην του γεγονότος ότι «.με την υπογραφή της έγγραφης συμφωνίας ημερ. 20/4/2010 ο εναγόμενος τον πλήρωσε €500».

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν οκτώ μάρτυρες, τέσσερεις για κάθε διάδικη πλευρά μεταξύ των οποίων οι διάδικοι.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ως αναξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου ο οποίος επέμενε στην έγγραφη ακύρωση της συμφωνίας πώλησης του μεριδίου στην κοινή επιχείρηση περιπτέρου.

 

Παρά την αποδοχή του αξιόπιστου της θέσης του εφεσείοντα περί μη πληρωμής των εγγράφων που υπέγραψε ο εφεσίβλητος, εξέτασε τη φύση αυτών, υπό το πρίσμα του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262.  Έκρινε με παραπομπή σε νομολογία (Poly G. Knitwear v. Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης ως Προσωρινός Εκκαθαριστής της περιουσίας της εταιρείας Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (Loukos Trading Co. Ltd) κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 96) πως τα έγγραφα Τεκμ. 2-7 δεν είναι συναλλαγματικές.  Δεν έφεραν την υπογραφή του εκδότη τους, εφεσείοντα, και στερούντο της εγκυρότητας την οποία απαιτεί το άρθρο 3(1) του Κεφ. 262 με συνέπεια, ως προνοεί το άρθρο3(2) να μην αποτελούν συναλλαγματικές (Χριστοφίδης ν. Τσίτσιου, ως Διαχειριστή της περιουσίας του Αποβιώσαντα Αντώνη Σάββα Κωνσταντινίδη (2009) 1 ΑΑΔ 1292).  Εξέτασε περαιτέρω εάν μπορούν να θεωρηθούν είτε γραμμάτια, είτε  γραπτές αναγνωρίσεις χρέους και για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε πως δεν προσφέρετο αυτή η δικονομική δυνατότητα.

 

Συνακόλουθα απέρριψε τόσο την αξίωση όσο και την Ανταπαίτηση.

 

Αμφότεροι οι διάδικοι αμφισβήτησαν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρώντας ο μεν εφεσείων την παρούσα έφεση, ο δε εφεσίβλητος αντέφεση.

 

Με τρεις λόγους (όπως αυτοί τροποποιήθηκαν) προσβάλλει ο εφεσείων την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης.  Διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αγωγή αποτυγχάνει και συνεπώς απορρίπτεται (πρώτος λόγος) πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη Νομολογία για το ότι η δίκη διεξάγεται βάσει των δικογράφων (δεύτερος λόγος) και ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η Απαίτηση του, δεν εστηρίζετο μόνο σε θέμα συναλλαγματικών αλλά και σε συμφωνία, όπως αυτή αναφέρεται στην Απάντηση και Υπεράσπιση και Ανταξίωση.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι εκ της φύσης του καταδικασμένος σε αποτυχία.  Είναι γενικός και αόριστος στην καταγραφή του, ενώ δεν προσφέρεται καμιά αιτιολογία προς υποστήριξη του.  Η αναφερθείσα ως αιτιολογία αυτού αποτελείται από δύο γραμμές χωρίς να εξειδικεύει οποιoδήποτε σφάλμα για ευρήματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη πέραν των δικογραφημένων θεμάτων και επαναλαμβάνει ουσιαστικά το λόγο έφεσης.  Αποκλίνοντας από τη δικονομική υποχρέωση για αιτιολόγηση των λόγων έφεσης, η απουσία της οποίας οδηγεί σε απόρριψη του, αν ληφθεί υπόψη πως και η επιχειρηματολογία γύρω από το λόγο τούτο, απλά τον επανέλαβε, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνιση ή επεξήγηση (Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 832).  Έχοντας υπόψη πως τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 AAΔ 112), ο συγκεκριμένος λόγος απορρίπτεται.

 

Ο πρώτος και τρίτος λόγοι έφεσης μπορούν να θεωρηθούν επάλληλοι και αλληλένδετοι, δεδομένου πως ως κύριο άξονα τους έχουν την κρίση του Δικαστηρίου να μην αποδώσει θεραπεία στον εφεσείοντα, στη βάση της συμφωνίας ημερ. 20/4/2010, ενώ έκρινε τον εφεσίβλητο αναξιόπιστο ο οποίος ισχυριζόταν ακύρωση της.

 

Ως αιτιολογία αυτού αναφέρεται, πως το επίδικο σημείο στην αγωγή ήταν εάν ακυρώθηκε η ανωτέρω συμφωνία και πως ενώ αμφότερα τα μέρη την επικαλούντο ως τη βάση της διαφοράς τους, ωστόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο αχρείαστα επεξέτεινε τα ευρήματα του στη διάγνωση άλλων πτυχών της υπόθεσης.

 

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους η ανωτέρω θέση και εισήγηση του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ως όφειλε τη νομική πτυχή των εγγράφων που παρουσιάστηκαν ως τεκμ. 2-7 και έκρινε με παραπομπή σε νομολογία και το Νόμο όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, πως δεν αποτελούσαν συναλλαγματικές.  Το εύρημα αυτό δεν εφεσιβάλλεται.  Εξέτασε αν μπορούν να εκληφθούν γραμμάτια σε διαταγή ή γραμμάτια συνήθως τύπου και απάντησε αρνητικά.

 

Η βάση επί της οποίας η αξίωση του εφεσείοντα εδραζόταν ήταν η συναλλαγματική.  Όχι η συμφωνία ημερ. 20/4/2010.  Αυτό δηλώνει με την πρώτη παράγραφο της Έκθεσης Απαίτησης του και αυτή την θεραπεία αξιώνει.  Πουθενά δεν εντοπίζεται δικογράφηση γεγονότων τα οποία να δικαιολογούν την απόδοση θεραπείας δυνάμει συμφωνίας.  Δεν δικογραφείται σύναψη της, ούτε οι όροι αυτής αλλά ούτε η οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής οιουδήποτε ποσού.  Με ένα γενικό και αόριστο λόγο αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της Έκθεσης Απαίτησης πως στις 20/4/2010 ο εφεσίβλητος υπέγραψε συναλλαγματικές και/ή γραμμάτια και/ή γραπτές συμφωνίες πλην όμως στην αμέσως επόμενη παράγραφο 2 αναφέρει «Λεπτομέρειες συναλλαγματικών ή γραπτών αναγνωρίσεων χρέους». 

 

Παρά την εδραιωθείσα και πολλάκις διατυπωθείσα αρχή, θεωρούμε ορθό να την υπενθυμίσουμε, πως η νομολογία υποστηρίζει ότι η δίκη διεξάγεται και τροχοδρομείται κατά μήκος των γραμμών πλεύσεως που οριοθετεί η δικογραφί (Ηλίας Αριστοδήμου ν. Τάκη Χαραλάμπους (1990) 1 ΑΑΔ 319).  Η Αγγλική Δικονομική πρακτική, υποστηρίζει ότι τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν διαζευκτικές θεραπείες πρέπει να προσδιορίζονται και να διατυπώνονται ξεχωριστά και να αποφεύγεται η ανάμιξη τους (Αnnual Practice 1960, Vol. 1, p. 495).

 

 Ενώ είναι νομολογημένο πως είναι επιτρεπτή η απόδοση θεραπείας η οποία δεν αξιώνεται ειδικά, αρκεί αυτή να  δικαιολογείται από την παράθεση γεγονότων (Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd, (2002) 1 ΑΑΔ 1156) και άσχετα από το νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η Απαίτηση (Atlas Pantou Co. Ltd v. Angelos Nicolaides Holdings Ltd. (2013) 1 AAΔ 2553) δεν ισχύει το αντίθετο.  Δεν μπορεί να αποδοθεί θεραπεία εάν τα γεγονότα τα οποία τη δικαιολογούν, απουσιάζουν.  Στην κρινόμενη περίπτωση η βάση της αγωγής ήταν οι συναλλαγματικές (αυτό τον τίτλο έφεραν τα τεκμ. 2-7)  και αυτή η θέση προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Η Απάντηση, την οποία επικαλείται ο συνήγορος του εφεσείοντα, δεν προσθέτει οτιδήποτε πέραν του αγώγιμου δικαιώματος το οποίο υποστηρίζει η Έκθεση Απαίτησης.  Υποδεικνύουμε όμως ότι η Απάντηση, ως δικογραφικό όχημα  δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης.  Ο σκοπός της απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης.  Η ορθή πορεία για εισαγωγή περαιτέρω βάσης αγωγής είναι η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης (Εurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd,  ΠΕ 348/2009 ημερ. 17/10/2014), ECLI:CY:AD:2014:A788.

 

Ο εφεσείων μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και τη δικογράφηση εκ μέρους του εφεσίβλητου του γεγονότος της συνομολόγησης της συμφωνίας ημερ. 20/4/2010 και την εν συνεχεία ακύρωση της, παρά το ότι τροποποίησε το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης του (στο αρχικό έγγραφο ως ημερομηνία υπογραφής των συναλλαγματικών αναφερόταν η  20/4/2007 και το διόρθωσε ώστε να διαβάζεται 20/4/2010) δεν εισήξε τα γεγονότα τα σχετικά με τη συμφωνία και την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού και τρόπου πληρωμής του.  Με την Απάντηση του αρνείτο όσα ο εφεσίβλητος διαλάμβανε στο δικόγραφο του περί υπογραφής και ακύρωσης συμφωνίας, εμμένοντας ουσιαστικά στη βάση αγωγής που εισήξε με την Έκθεση Απαίτησης του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όμως ακόμη και αυτή τη διαζευκτική εκδοχή την οποία ο εφεσείων κατά γενικό λόγο και αόριστο τρόπο έθεσε στην Έκθεση Απαίτησης του.  Ξεκινώντας με την ορθή παρατήρηση ότι η αναφορά του εφεσείοντα βασίζεται ουσιαστικά σε δύο μόνο λέξεις στην παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης, έκρινε πως έχοντας υπόψη τη δικογραφία και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προέκυπτε ότι ο εφεσείων «βάσισε την απαίτηση του αποκλειστικά και μόνο στην ιδιότυπη νομική ρύθμιση της συναλλαγματικής».  Γι' αυτό κατέληξε, «πως δεν παρέχονταν τα αναγκαία για αξίωση του εφεσείοντα δυνάμει συμφωνίας».  Το παρατεθέν στην πρωτόδικη απόφαση απόσπασμα από την απόφαση Πανίκος Α. Λεωνίδου και Δώρα Βόλου ως διαχειριστές της περιουσίας της Σωτηρούλας Βόλου ν. Δρ. Θρασυβούλου Σπυριδάκη, (2012) 1 AAΔ 1694 το επαναλαμβάνουμε ως πλήρως εφαρμοζόμενο στην κρινόμενη περίπτωση:

 

«Με όλη την εκτίμηση και προς το σχετικό επιχείρημα της συνηγόρου του εφεσίβλητου, οι πιο πάνω παράγραφοι δεν περιέχουν τα αναγκαία για αξίωση δυνάμει συμφωνίας.  Όπως έχει κατ' επανάληψη διατυπωθεί από τη νομολογία, χρειάζεται σαφής προσδιορισμός στη δικογραφία των εκατέρωθεν προβαλλόμενων ισχυρισμών, με αποτέλεσμα να είναι ανεπίτρεπτη η επίλυση ζητημάτων που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας, (δέστε Latifundia Properties Ltd. v. Ψακή κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 670 και τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις).  Όπως άλλωστε ορθά υπέδειξε ο κ. Ιωάννου κατά τη συζήτηση της έφεσης αξίωση επί συμφωνίας πρέπει να αναφέρει ρητά και τους βασικούς όρους αυτής, το χρόνο και τόπο της σύναψης της συμφωνίας κλπ., όπως προδιαγράφει η Δ.19 θ.θ. 18,19 και 22.  Σχετικά είναι και τα αναφερόμενο στο Annual Practice 1970, σελ. 246-247, παρ. 18/7/8-18/7/9, στα σχόλια του Ο.18 r.7 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών και Odgers' Principles of Pleading and Practice, 21η έκδ. σελ. 161-163.»

 

Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται.

 

Αντέφεση

Με τέσσερεις λόγους ο εφεσίβλητος παραπονείται για το μέρος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης, η οποία άπτετο του θέματος της μη επιδίκασης εξόδων υπέρ του και της απόρριψης της αίτησης του ημερ. 3/2/14 για παροχή ασφάλειας εξόδων από τον εφεσείοντα, η οποία εδόθη με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25/2/2014.

 

Διατείνεται ο εφεσίβλητος πως δεδομένου του γεγονότος ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του, θα έπρεπε να καταδικαστεί στα έξοδα και όχι να εκδοθεί διαταγή για επιβάρυνση του κάθε διαδίκου με τα δικά του.

 

Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα είναι το αποτέλεσμα της δίκης.  Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων.  Εξαίρεση από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχίας διάδικου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσης του, στην αύξηση των εξόδων της δίκης.  Σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διάδικου στη διόγκωση των εξόδων.  (Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1983) 1 AAΔ.12).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, δεν απέτυχε στην αξίωση του μόνο ο εφεσείων.  Απέτυχε και ο εφεσίβλητος, ο οποίος επίσης δεν καταδικάστηκε σε έξοδα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της αποτυχίας των απαιτήσεων τόσο του εφεσείοντα όσο και του εφεσίβλητου, αντί επιδίκασης εξόδων εναντίον ενός εκάστου των διαδίκων, διέταξε όπως κάθε διάδικος επωμισθεί τα δικά του.

 

Κρίνουμε δίκαιο και ορθό υπό τις περιστάσεις το αποτέλεσμα αυτό και συνεπώς ο λόγος αντέφεσης Α αποτυγχάνει.

 

Οι λόγοι αντέφεσης Β και Δ αποσύρθηκαν από τον εφεσίβλητο διά του περιγράμματος αγόρευσης του (9/1/2020).  Οι ανωτέρω λόγοι εμέμφοντο την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για κατάθεση ασφάλειας εξόδων εκ μέρους του εφεσείοντα.  Σημειώνουμε την ορθότητα της προσέγγισης αυτής του εφεσίβλητου, ήτοι της απόσυρσης των συγκεκριμένων λόγων, δεδομένου πως παρόμοια αίτηση την οποία καταχώρησε (ημερ. 21/10/2015) στα πλαίσια της έφεσης, είχε απορριπτική κατάληξη και το Εφετείο στην απόφαση του ημερ. 11/7/2016 σχολίασε θετικά τα ευρήματα και σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία και χρησιμοποίησε ως μέρος της απόφασης του.

 

Κρίνουμε πως ενόψει της απόσυρσης των ανωτέρω λόγων, ο εναπομείνας λόγος Γ με τον οποίο ο εφεσίβλητος διατείνεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ένσταση του εφεσείοντα, δεν έχει καμιά αυτοτέλεια και σημασία, ώστε να χρήζει εξέτασης, με συνέπεια την απόρριψη του. 

 

Η αντέφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Ενόψει της αποτυχίας τόσο της έφεσης όσο και της αντέφεσης, κρίνουμε δίκαιο όπως κάθε διάδικος επωμισθεί τα έξοδα του.

 

                                                               Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                               Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                               Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

/κας

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο