ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A108
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 308/14)
16 Μαρτίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ERMES DEPARTMENT STORES PLC,
Εφεσειόντων,
v.
xxx ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Εφεσίβλητης.
....
Ε. Αρότη (κα), για Σπύρος Αρότης-Έλενα Αρότη & Συνεργάτες, για Εφεσείοντες.
Π. Κονταξής, για Σ. Σωφρονίου, για Εφεσίβλητη.
.......
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («η Πρωτόδικη Απόφαση») - στην Υπόθεση/Αίτηση 240/09 με ημερομηνία καταχώρισης την 24.6.09 («η Αίτηση») - διά της οποίας επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση υπέρ της Αιτήτριας («η Εφεσίβλητη») και κατά των εργοδοτών-Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες»).
Η Εφεσίβλητη προσλήφθηκε στην υπηρεσία των Εφεσειόντων την 1.8.03 στο κατάστημα Debenhams Apollon (στην Λεμεσό).
Εργαζόταν στο τμήμα πληροφοριών και εξυπηρέτησης πελατών.
Μέρος των καθηκόντων της ήταν η παροχή πληροφοριών σε πελάτες, η εξαργύρωση βαθμών καρτών των πελατών και η ταμειακή τους εξυπηρέτηση.
Στις αρχές Απριλίου 2009, μεταφέρθηκε στο Debenhams Olympia.
Την 15.4.09 τέθηκε σε διαθεσιμότητα (υποχρεωτική άδεια).
Την 23.4.09 απολύθηκε γραπτώς.
Κατά την εκδοχή των Εφεσειόντων - την οποία αμφισβήτησε η Εφεσίβλητη- η Εφεσίβλητη ενεργούσε ταυτοχρόνως ως πελάτης και ταμίας στην εκτέλεση της εργασίας της, αν και η ενέργεια αυτή απαγορευόταν ρητώς από τους εσωτερικούς κανονισμούς των Εφεσειόντων (τους οποίους ήξερε η Εφεσίβλητη).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και απέρριψε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης, δέχθηκε την Αίτηση κρίνοντας πως οι Εφεσείοντες δεν ενήργησαν ως συνετοί λογικοί εργοδότες και ότι «. η απόλυση της Αιτήτριας στις 23/4/2009 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νόμιμη και δικαιολογημένη εντός των πλαισίων του Νόμου και της νομολογίας.» και πως «. απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που τους βάρυνε να αποδείξουν ότι τερμάτισαν νόμιμα την εργοδότηση της Αιτήτριας εντός των πλαισίων του Νόμου.», έχοντας υποχρέωση πλέον να «. καταβάλουν αποζημίωση στην Αιτήτρια σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου» (οι περικοπές είναι αυτούσιες όπως και οι άλλες που ακολουθούν).
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την Πρωτόδικη Απόφαση με τέσσερεις λόγους έφεσης (ήτοι τους λόγους έφεσης 2-5), έχοντας αποσύρει κατά την προδικασία τον λόγο έφεσης 1.
Στο στάδιο αυτό, θα περιοριστούμε σε συγκεφαλαίωση των λόγων έφεσης, για να δώσουμε, πολύ συνοπτικώς, το στίγμα των εναντιώσεων των Εφεσείοντων προς την Πρωτόδικη Απόφαση.
Αυτό, θα συντείνει στην καλύτερη κατανόηση των όσων έπονται.
Με τον λόγο έφεσης 2, οι Εφεσείοντες λέγουν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως τούτοι δεν παρουσίασαν άμεση, ικανοποιητική και πειστική μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι, πέραν των ερευνών κατά τις οποίες εντοπίστηκαν συγκεκριμένα τεκμήρια (βλ. Τεκμήρια 5 και 6), δεν προέβησαν σε άλλες εξετάσεις για να διακριβώσουν υπό ποιες συνθήκες έγιναν οι πράξεις που απεικονίζονται στα τεκμήρια αυτά. Επιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λαθεμένα έκρινε πως οι Εφεσείοντες όφειλαν να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως υπήρξε τερματισμός των υπηρεσιών άλλων υπαλλήλων τους πριν από το 2009 λόγω «. παραβίασης του Κανονισμού.», και ότι ως εκ τούτου «. δημιουργήθηκαν αμφιβολίες σε σχέση με το αξιόπιστο των θέσεων των μαρτύρων των Καθ' ων η Αίτηση ότι πριν από την απόλυση της Αιτήτριας είχαν εντοπιστεί παραβιάσεις του Κανονισμού και ότι είχαν γίνει έντονες παραστάσεις στο προσωπικό στο οποίο επισημαίνετο και το θέμα των απολύσεων και ότι υπήρξαν απολύσεις .» (λόγος έφεσης 3). Παρομοίως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κακώς αποφάσισε (γενικώς για τα περί διερεύνησης) «. ως η 2η παράγραφος [υποστοιχεία (i)(ii), (iii)(iv)], της σελίδας 25 της δικαστικής απόφασης ημερ. 29/08/14.» (λόγος έφεσης 4). Τέλος, με τον λόγο έφεσης 5, το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα κρίνοντας ότι οι Εφεσείοντες δεν έλαβαν δεόντως υπόψιν πως η τελευταία συναλλαγή της Εφεσίβλητης έγινε «4.5 μήνες πριν τη διαπίστωση του ηλεκτρονικού αρχείου του Τεκμηρίου 5 και πριν την απόλυση της Αιτήτριας.», καταλήγοντας έτσι σε άστοχα συμπεράσματα για «. τις προθέσεις και τις πράξεις τόσο της Αιτήτριας, π.χ. ότι πιθανόν να 'μεταμελήθηκε' και 'να έλαβε υπόψη τις παραινέσεις και τις προειδοποιήσεις των εργοδοτών της' όσο και των Καθ' ων η Αίτηση.» (λόγος έφεσης 5).
Διεξήλθαμε με τη δέουσα προσοχή τα περιγράμματα αγόρευσης των μερών.
Αποτιμήσαμε προσέτι καθετί που τέθηκε ενώπιον μας.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με τη θέση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης, ως την ανιχνεύσαμε στο περίγραμμα αγόρευσής του, ότι η έφεση δεν αφορά σε νομικά σημεία κατά το «. άρθρο 11Α του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999 Ν110(1)/99.», και, έτσι χρήζει απόρριψης.
Συγκλίνουμε με την τοποθέτηση της Εφεσίβλητης.
Τούτο, αφού μελετήσαμε όλο το φάσμα απόψεων των μερών.
Πράγματι - με κατά νουν τις προβλέψεις του Άρθρου 12(11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67 - πλείστα όσα προσβάλλονται με τους λόγους έφεσης άπτονται, κατ' ουσίαν, ζητημάτων αξιολόγησης μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο που δεν αφορούν σε νομικά σημεία ώστε να υπόκεινται κατ' αρχήν σε έφεση, ή να συναπαρτίζουν αποδεκτώς έναυσμα για εφετειακή επέμβαση προς ανατροπή αντίστοιχων ευρημάτων.
Για τούτη την περί αρχών πτυχή, αποφανθήκαμε στην Terra Santa College v. Παπαπαρασκευά και Άλλου, Π.Ε. 93/13, ημ. 21.12.20 - και μετέπειτα στις Kallinika Developing Limited v. Γεωργίου και Άλλης, Π.Ε. 383/14, ημ. 12.10.21, ECLI:CY:AD:2021:A451 και Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυριάδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430 - υπογραμμίζοντας και τα εξής:
«.......................................
Πράγματι, ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος έφεσης, άπτεται της αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δίχως να προκύπτει κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ένταξη του λόγου αυτού ως νομικού σημείου κατά τις επιταγές του άρθρου 12 (11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67, έτσι ώστε, δεόντως πλέον, να θεωρηθεί το παράπονο των Εφεσειόντων ως επιτρεπτή αφετηρία αναθεώρησης και ανατροπής των επίδικων ευρημάτων (Παυλίδης ν Depfa Bank Public Limited Company και Άλλων, ΠΕ 198/14, ημ. 18.11.20, ECLI:CY:AD:2020:A391, Αντέννα Λτδ ν Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) ΑΑΔ 392).
Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (.).
....................................».
Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας εξονυχίσει τον κάθε ένα λόγο έφεσης ξεχωριστά εξακριβώνουμε, με σεβασμό προς τους συνηγόρους των Εφεσειόντων, ότι όλοι οι λόγοι έφεσης αφορούν, κατ' ουσίαν, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτι που αναδύεται με διαύγεια και από το περιεχόμενο της αντίστοιχης αιτιολογίας που παρέχεται στο εφετήριο για τον καθένα από τους υπό αναφοράν λόγους έφεσης.
Επιπροσθέτως, ό,τι διακρίναμε εξ απόψεως μεθοδολογίας των Εφεσειόντων, είναι ότι τούτοι επέλεξαν να παρουσιάσουν πτυχές της Πρωτόδικης Απόφασης ως συμπεράσματα που αντιτίθενται ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που δόθηκε και αξιολογήθηκε πρωτοδίκως, σε μια, πιθανώς, προσπάθεια ένταξης των πτυχών αυτών στις πλατύτερες ορολογικές παραμέτρους του όρου νομικό σημείο ώστε να τις καταστήσουν εν τίνι τρόπω εφέσιμες (βλ. Μιχαήλ ν. Nakis Theocharides & Son Ltd, Π.Ε. 296/10, ημ. 8.7.16, ECLI:CY:AD:2016:A344).
Πέραν της γενικής αυτής διαπίστωσης - και χωρίς ποσώς να υποβιβάζουμε τη δυναμική της - αν ήταν να αναδείξουμε κάποιες επιμέρους εκφάνσεις των υπό αναφορά λόγων έφεσης, θα τονίζαμε την αξιολογική λεπτομέρεια και μόχθο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να πραγματευθεί διεξοδικώς τη μαρτυρία, όπως και το ότι κάποιες τοποθετήσεις των Εφεσειόντων για τη μαρτυριακή αξιολόγηση, δεν αποδίδουν με πιστότητα τη δικονομική και αποδεικτική πραγματικότητα .
Προς τούτο, παραθέτουμε ενδεικτικώς κάποια παραδείγματα.
Οι Εφεσείοντες διατείνονται - κατά το περιεχόμενο του αιτιολογικού που συνοδεύει τον λόγο έφεσης 2 - ότι παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως μαρτυρία (Τεκμήριο 5) το ηλεκτρονικό αρχείο των Εφεσειόντων όπου καταγράφονται συναλλαγές τις οποίες διενήργησε φερόμενα η Εφεσίβλητη, σε κατοπινό στάδιο απαίτησε «. περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να το βασίζει κάπου αυτό».
Δεν έχουν δίκαιο οι Εφεσείοντες.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν περιέπεσε σε σφάλματα αρχής.
Απεναντίας, λειτούργησε εντός των αποδεικτικών αρχών για το ζήτημα.
Άλλο η αποδεκτότητα μιας μαρτυρίας και άλλο η αποδεικτική βαρύτητα της.
Τούτο, κατά κανόνα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα επίδικα τεκμήρια θεωρώντας τα - και πολύ σωστά - ως μέρος του μαρτυρικού υλικού και ως τέτοια, υποκείμενα σε ανάλογη και αναγκαία αξιολόγηση (βλ. Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυριάδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430, Καύκαρκου ν Χαπούπη (1992) 1(Α) ΑΑΔ 260, 262-263).
Δεν παρίσταται ανάγκη να εντρυφήσουμε περισσότερο στο θέμα.
Ένα άλλο παράπονο των Εφεσειόντων, που αποτελεί και σημείο αναφοράς στον λόγο έφεσης 3, είναι το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εκλάβει ως αναγκαία ενέργεια την παρουσίαση εκ πλευράς Εφεσειόντων στοιχείων που να δείχνουν πως υπήρξε τερματισμός υπηρεσιών άλλων υπαλλήλων τους πριν από το 2009, κάτι που ανέδειξε και αμφιβολίες για το αξιόπιστο της μαρτυρίας που παρουσίασαν οι Εφεσείοντες για το ζήτημα.
Το τι κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκφανση αυτή δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από μια παρεμπίπτουσα αξιολογική παρατήρηση.
Παρομοίως, οι Εφεσείοντες υποβάλλουν (με τον λόγο έφεσης 4), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άστοχα αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες (ως απογράφεται στη σελίδα 25 της Πρωτόδικης Απόφασης) ότι «. (i) πριν τον Νοέμβριο του 2009 ή πριν τον Απρίλιο του 2009 γνωστοποίησαν στους υπαλλήλους τους τη σοβαρότητα της παράβασης από μέρους τους του Κανονισμού και τις επακόλουθες συνέπειες μιας τέτοιας πράξης τους, (ii) πάντοτε τηρούσαν αυστηρά τον Κανονισμό με την έννοια ότι πριν την απόλυση της Αιτήτριας τον Απρίλιο του 2009 διενεργούσαν τακτικούς και συχνούς ελέγχους κατά πόσον οι υπάλληλοι τους εφάρμοζαν τον Κανονισμό και σε περίπτωση εντοπισμού παραβίασης του απέλυαν τον υπάλληλο που διέπραξε παράβαση του Κανονισμού, (iii) γνωστοποίησαν στην Αιτήτρια με σαφήνεια τα παραπτώματα που της απέδιδαν (δηλαδή τις πράξεις που είναι φαίνονται στο Τεκμήριο 5) και στα οποία βασίστηκε η απόφαση για απόλυση της ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην Αιτήτρια να προβάλει τη δική της θέση σε σχέση με τις πράξεις που τις αποδίδονταν με βάση το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου και με την ύπαρξη των πράξεων που φαίνονταν στο εν λόγω τεκμήριο, και (iv) πέραν των ερευνών κατά τη διάρκεια των οποίων εντοπίστηκε το Τεκμήριο 5 προέβηκαν σε οποιεσδήποτε άλλες έρευνες για να διαπιστώσουν κάτω από ποιες συνθήκες διενεργήθηκαν οι πράξεις που φαίνονται στο εν λόγω τεκμήριο».
Ούτε και αυτές οι θέσεις των Εφεσειόντων ευσταθούν.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καταπιάστηκε με όλα τα εγειρόμενα ζητήματα χωρίς να υποπέσει σε λάθη αρχής ή παρερμηνεία της εφαρμοζόμενης νομοθεσίας και νομολογίας, την οποία, ας σημειωθεί, παρέθεσε και ανέπτυξε λεπτομερειακά στις σελίδες 15-24 της Πρωτόδικης Απόφασης.
Έχοντας στο μυαλό όλα τα ανωτέρω, αποφαινόμαστε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο ότι οι Εφεσείοντες τερμάτισαν παρανόμως την απασχόληση της Εφεσίβλητης.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3.000,00, συν ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ