ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A129
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 118/2014)
28 Μαρτίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
SEE YOU TRAVEL LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
xxx ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Ματθαίου, για τους Εφεσείοντες.
Σπ. Χριστοδούλου-Γεωργίου (κα), για τoν Εφεσίβλητo.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η αξίωση των Εφεσειόντων-εναγόντων, ταξιδιωτικών πρακτόρων, όπως αποτυπώθηκε στην έκθεση απαίτησής τους, αφορούσε σε ποσό €1320 «.. οφειλόμενο δυνάμει συμφωνηθεισών και παρασχεθεισών ταξιδιωτικών υπηρεσιών και/ή δυνάμει αγοράς και/ή πωλήσεως αεροπορικών εισιτηρίων υπό τους Ενάγοντες προς τον Εναγόμενο και/ή οφειλόμενο δυνάμει τιμολογίων και/ή οφειλόμενο δυνάμει των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.». ΄Ηταν η δικογραφημένη θέση τους ότι κατά ή περί τις 30.3.2009, κατόπιν συμφωνίας και/ή εντολής και/ή σύμφωνα με τις οδηγίες του εναγόμενου, του παρείχαν ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ήτοι έξι αεροπορικά εισιτήρια, έναντι του ως άνω συμφωνημένου, συνολικού, ποσού. Προς τούτο, εξέδωσαν και δύο τιμολόγια, ιδίας ημερομηνίας, επ΄ ονόματι του εναγόμενου, ο οποίος, μέσω της έκθεσης υπεράσπισής του, ισχυριζόταν ότι ουδέποτε συμφώνησε την πώληση των επίδικων εισιτηρίων και, ως εκ τούτου, απέρριπτε τις εναντίον του απαιτήσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελική του απόφαση - αχρείαστα εκτεταμένη υπό το φως των επιδίκων θεμάτων και της δοθείσας μαρτυρίας - προσδιόρισε ως δικογραφημένο αγώγιμο δικαίωμα «υπόλοιπο δυνάμει τιμολογίων». Προχωρώντας και αποδεχόμενο την θέση του εναγόμενου, σύμφωνα με την οποία η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί για τον λόγο ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν τη ζημιά τους, έκρινε ως ακολούθως:
«Η πιο πάνω θέση της συνηγόρου των Εναγομένου ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι απόδειξη πληρωμής συγκεκριμένου ποσού από την Ενάγουσα προς την αεροπορική εταιρεία δεν έχει παρουσιασθεί στο Δικαστήριο, παρά μόνο είχε κατατεθεί μέσω της ΜΕ2 μια επιστολή (βλ. Τεκμήριο 13) άλλης εταιρείας που αντιπροσωπεύει την εν λόγω αεροπορική εταιρεία στην Κύπρο ότι τα εισητήρια πληρώνονται άμεσα κατά την έκδοσή τους, αλλά τούτη ήταν γενικού περιεχομένου χωρίς εξειδικευμένη αναφορά στην αξία των επίδικων εισητηρίων. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι ο ΜΕ1 δεν ήταν έτοιμος να παρουσιάσει τέτοια απόδειξη. Τα δε εισητήρια δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο για να αποδειχθεί η αξία του καθενός απ΄ αυτά. Η απόδειξη κράτησής τους ως το Τεκμήριο 4, δεν αποκαλύπτει την τιμή τους. Συγχρόνως δεν υπάρχει εύρημα ενυπόγραφης παραλαβής των αντίστοιχων τιμολογίων από τον Εναγόμενο, έτσι ώστε να αποδεικνύεται μέσω της η αποδοχή του Εναγομένου της αξίας των εισιτηρίων.»
Πέραν και ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, η ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, προχώρησε και στην εξέταση της ενώπιόν της διαφοράς υπό το φως της νομικής αρχής που ενσωματώνεται στο ΄Αρθρο 190 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφάλαιο 148 και της σχετικής ανάλυσής της στην απόφαση Γεωργιάδης ν. Bernoulli Trading Ltd (1994) 1 ΑΑΔ 629, όπου λέχθηκε, σελ. 632-633:
«Το άρθρο 190 του Κεφ. 149 ενσωματώνει την αρχή ότι στην περίπτωση που ο αντιπρόσωπος δεν αποκαλύπτει στον τρίτο με τον οποίο συναλλάσσεται το όνομα του αντιπροσωπευομένου δεσμεύεται προσωπικά ο ίδιος και μπορεί να διωχθεί δικαστικά. Οι Cheshire & Fifoot "The Law of Contract" 9η έκδοση, 1976, αναφέρουν σχετικά στη σελ. 472:
"Where an agent, having authority to contract on behalf of another, makes the contract in his own name, concealing the fact that he is a mere representative, the doctrine of the undisclosed principal comes into play. By this doctrine either the agent, or the principal when discovered, may be sued; and either the agent or the principal may sue the other party to the contract."»
Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω στα γεγονότα της ενώπιόν της υπόθεσης - με δεδομένο το εύρημα ότι εξ αρχής ο εναγόμενος είχε αποκαλύψει στον Διευθυντή των εναγόντων, ΜΕ1, τα ονόματα των προσώπων εκ μέρους των οποίων ενήργησε δίνοντας την εντολή κράτησης των επίδικων εισιτηρίων, από τα οποία και αναζήτησε την πληρωμή των εισιτηρίων ο ΜΕ1 - κατέληξε ότι ο εναγόμενος-Εφεσίβλητος δεν δεσμευόταν προσωπικά από την επίδικη συμφωνία και, ως προέκταση, δεν στοιχειοθετείτο αγώγιμο δικαίωμα εις βάρος του, ούτως ώστε να διωχθεί δικαστικά.
Τέσσερις λόγοι έφεσης προβλήθηκαν ενώπιόν μας, στην προσπάθεια των Εφεσειόντων να πλήξουν την πρωτόδικη κατάληξη.
Με τον πρώτο τίθεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε καθορίζοντας ως μόνο δικογραφημένο αγώγιμο δικαίωμα «υπόλοιπο δυνάμει τιμολογίων». Η προβαλλόμενη αυτή εισήγηση είναι βάσιμη, δεδομένου ότι, όντως, οι δικογραφημένες θέσεις των Εφεσειόντων, όπως αποτυπώνονταν στην έκθεση απαίτησής τους, κάλυπταν διάφορες βάσεις αγωγής, πιο συγκεκριμένα, αξίωση του επίδικου ποσού δυνάμει συμφωνίας προς παροχή υπηρεσιών και/ή αγοράς προϊόντων - αεροπορικών εισιτηρίων και/ή δυνάμει των αρχών περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Πλην όμως, η αποδοχή του υπό εξέταση λόγου έφεσης δεν είναι καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα της όλης υπόθεσης. Τούτο διότι, εντέλει, το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην απόρριψη της αξίωσης για λόγους που κάλυπταν ολόκληρο το φάσμα των δικογραφημένων βάσεων αγωγής. ΄Ητοι, όπως έχει ήδη λεχθεί, η αγωγή απέτυχε συνεπεία της αδυναμίας των εναγόντων - Εφεσειόντων να αποδείξουν, ως όφειλαν, τη ζημιά την οποία υπέστησαν, αλλά και της ένταξης των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης στις νομικές αρχές που καλύπτουν το ΄Αρθρο 190 του Κεφαλαίου 148. Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου, συνιστά και το αντικείμενο των λόγων έφεσης 2 και 3.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι Εφεσείοντες δεν απέδειξαν την απαίτησή τους. Προβάλλεται, συναφώς, ότι αγνοήθηκε πλήρως μέρος της μαρτυρίας που προσφέρθηκε προς τον σκοπό αυτό και εξήχθησαν ευρήματα τα οποία ήταν αντιφατικά και ασύμβατα με την προσκομισθείσα από τους Εφεσείοντες μαρτυρία.
Εχουμε διεξέλθει το σύνολο της μαρτυρίας που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσειόντων, ιδίως του ΜΕ1, προκειμένου να εξετάσουμε, σε όλες τους τις διαστάσεις, τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων. Δεν εντοπίσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη επί του θέματος της απόδειξης των διεκδικούμενων αποζημιώσεων. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τέθηκε ενώπιόν του οποιαδήποτε απόδειξη πληρωμής του αξιούμενου ποσού εκ μέρους των Εφεσειόντων. Αυτό παρά το γεγονός ότι αντεξετάσθηκε επισταμένα ο ΜΕ1 Διευθυντής τους επί του θέματος και κατ΄ επανάληψη του ζητήθηκε να παρουσιάσει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Η αυστηρή απόδειξη των ζημιών, η οποία κατά πάγια νομολογία συνιστά προαπαιτούμενο προς επιδίκασή τους, ήταν ακόμη πιο επιτακτική στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένης της κοινής θέσης ότι τα επίδικα αεροπορικά εισιτήρια δεν χρησιμοποιήθηκαν τελικά, γεγονός που επιδρά άμεσα στο όλο ζήτημα του ύψους της ζημιάς.
Η αποτυχία του υπό εξέταση λόγου έφεσης ιχνηλατεί και το αποτέλεσμα επί της ουσίας της όλης υπόθεσης, εξαιρουμένου του τέταρτου λόγου έφεσης που καλύπτει το ζήτημα της επιδίκασης εξόδων εις βάρος των Εφεσειόντων. Παρεμβάλλουμε, όμως, σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι είναι βάσιμο το παράπονο των Εφεσειόντων, σύμφωνα με το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων του ΄Αρθρου 190 του Κεφαλαίου 148, χωρίς να προβάλλεται στις δικογραφημένες θέσεις, ήτοι ως υπεράσπιση, του Εφεσίβλητου, ο οποίος προώθησε, ως μοναδική υπεράσπιση, τον ισχυρισμό περί απουσίας μεταξύ του και των Εφεσειόντων συμφωνίας και πως δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό σε αυτούς. Αυτό όμως δεν επιδρά επί του αποτελέσματος της τελικής μας κρίσης.
Όπως έχουμε προαναφέρει, το παράπονο σε αναφορά με τον τέταρτο λόγο έφεσης εστιάζει στη θέση ότι η επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του Εφεσίβλητου συνιστά εσφαλμένη άσκησης διακριτικής εξουσίας, δεδομένου ότι ο εν λόγω διάδικος κρίθηκε ως αναξιόπιστος μάρτυρας.
Όπως είχαμε την ευκαιρία να υπομνήσουμε στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Ανδρέου, ΠΕ 229/2014, ημερ. 19.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:A17:
«Η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η εξουσία του οποίου θα πρέπει να ασκείται δικαστικά. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Τούτο διότι θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος, στην προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων του, να επωμίζεται τα έξοδα. Βεβαίως, το αποτέλεσμα της δίκης δεν είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Θα πρέπει να συνεκτιμάται το όλο πλαίσιο των δεδομένων, μεταξύ των οποίων διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο η διαγωγή της αντίδικης πλευράς και η τυχόν πρόκληση αδικαιολόγητων εξόδων εκ μέρους της.»
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, κρίνουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του εναγόμενου - Εφεσίβλητου δεν ήταν παράγοντας που θα έπρεπε να οδηγήσει στην παράκαμψη του γενικού κανόνα της επιδίκασης εξόδων εις βάρος του αποτυχόντα διάδικου, ήτοι των εναγόντων -Εφεσειόντων, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορός τους. Ήταν η προώθηση δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους τους που υποχρέωσε τον Εφεσίβλητο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, με όλες τις συνέπειες που αυτό ενείχε ως προς την πρόκληση εξόδων για τον ίδιο.
Συνεπώς, η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα των εξόδων ασκήθηκε στα ορθά πλαίσια και δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη την όλη πορεία της, επιδικάζονται έξοδα €600 συν ΦΠΑ εις βάρος των Εφεσειόντων.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.