ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D65
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 9/22)
16 Φεβρουαρίου, 2022
[ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ Ή ΑΠΟΦΑΝΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24/11/2021 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 3226/2021 ΜΕΤΑΞΥ ΧΧΧ ΒΟΥΡΟΥ ν ΧΧΧ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, ΧΧΧ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, ΧΧΧ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΧΧΧ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
.........
M. Κούμας, για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
Χρ. Τριανταφυλλίδης και Ι. Κοτζιάπαση (κα), για τον Καθ' ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Αντωνιάδη, Πολ. Αίτ 245/21, ημ. 14.1.22, ECLI:CY:AD:2022:D8, χορηγήθηκε άδεια στον Αιτητή να καταχωρίσει αίτηση διά κλήσεως προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το Κατώτερο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 24.11.21 («η πρωτόδικη απόφαση»), στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 3226/21 («η ποινική υπόθεση»).
Η αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε την 21.1.22 («η Αίτηση»).
Η Ειδοποίηση Περί Προθέσεως Ενστάσεως, υποβλήθηκε την 7.2.22 («η Ένσταση»).
Η Αίτηση ορίστηκε για ακρόαση την 14.2.22.
Ολοκληρώθηκε αυθημερόν.
Ο Αιτητής, κατηγορούμενος 1 στην ποινική υπόθεση - που φαίνεται να αφορά σε κατηγορία (ή και σε κατηγορία) καταρτισμού πλαστού εγγράφου κατά παράβασιν αντίστοιχων άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 - επιζητεί με την Αίτηση την έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση «. (α) της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπό του έντιμου Δικαστού Γ. Φούλια Ε.Δ. ημερομηνίας 24/11/2021, με την οποία δεν επέτρεψε στους δικηγόρους του Αιτητή να εμφανιστούν στην απουσία του Αιτητή και να εγείρουν ζήτημα άκυρης και μη-νομότυπης επίδοσης του κατηγορητηρίου στον Αιτητή και (β) το σχετικό ένταλμα σύλληψης του Αιτητή το οποίο εκδόθηκε την πιο πάνω ημερομηνία στα πλαίσια της πιο πάνω ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης .» (η περικοπή είναι αυτούσια καθώς και οι υπόλοιπες που έπονται).
Λέγει ο Αιτητής ότι την 24.11.21 (που ήταν ορισμένη η ποινική υπόθεση για Απάντηση), παρουσιάστηκε εκ μέρους του - και στην απουσία του - η δικηγόρος xxx Γεωργιάδου («η δικηγόρος»), για να αμφισβητήσει «. την επίδοση σε αυτόν».
Η δικηγόρος, εκφράζοντας προς το Κατώτερο Δικαστήριο πρόθεση υποβολής σχετικού αιτήματος, ανέφερε πως το κατηγορητήριο επιδόθηκε στον πατέρα του Αιτητή, ο οποίος δεν συγκατοικεί με αυτόν, και που «. είναι 82 ετών και πάσχει από άνοια και είναι κάτοικος Γκάνας και ως εκ τούτου παραβιάζεται το άρθρο 46 του Κεφ. 155 και γι΄ αυτό αμφισβητούμε την επίδοση».
Αμέσως μετά από τη δήλωση αυτή, η συνήγορος του Κατηγόρου-Παραπονούμενου («ο Καθ' ου η Αίτηση»), ζήτησε «. μια νέα ημερομηνία, να οριστεί για ακρόαση για να τοποθετηθούμε για το θέμα της επίδοσης».
Το Κατώτερο Δικαστήριο, διά της πρωτόδικης απόφασης, διαχειρίστηκε τα όσα ανέκυψαν, ως ακολούθως (βλ. Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση):
«..................................Σε ό,τι αφορά την αμφισβήτηση της επίδοσης σε σχέση με τον 1° κατηγορούμενο σχετική είναι η απόφαση του Δικαστή και πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κυρίου Ναθαναήλ ημερομηνίας 17.03.2015 που εκδόθηκε στην Πολιτική Αίτηση 38/2015. Σε αυτήν αναφέρθηκε ότι «Η ιδιωτική ποινική δίωξη δεν μπορεί να μετατρέπεται σε αστική διαδικασία ζητώντας παραμερισμό της επίδοσης ώστε να ακολουθούν αιτήματα για προνομιακά εντάλματα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Άλλος είναι ο σκοπός της ποινικής δίωξης, η οποία θα πρέπει με ταχύτητα να διεκπεραιώνεται ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Ολόκληρο το Κεφ. 155, ακόμη μετά την προσθήκη του άρθρου 46(1Α), δεν περιέχει καμιά πρόνοια για παραμερισμό της επίδοσης. Η ορθόδοξη διαδικασία σε σχέση με επίδοση σε ποινική υπόθεση είναι ότι η επίδοση ελέγχεται από το ίδιο το Δικαστήριο όταν κατατεθεί το επιδοτήριο. Αν τη βρει νόμιμη, και ο κατηγορούμενος είναι παρά ταύτα απών, εκδίδεται ένταλμα σύλληψης. Αν η επίδοση δεν ικανοποιήσει, διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση».
Η κυρία Κοτζιάπαση παρέδωσε στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση του δικαστικού επίδοση κύριου xxx Κοιλιάρη στην οποία ορκίστηκε ότι παρέδωσε το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης στον κύριο xxx Αντωνιάδη, ενήλικα και συγκάτοικο του πρώτου κατηγορουμένου. Έχω ικανοποιηθεί ότι η επίδοση ήταν καθόλα νόμιμη.
Εναντίον των κατηγορουμένων 1, 2 και 3 εκδίδεται ένταλμα σύλληψης. Η υπόθεση ορίζεται για έλεγχο του εντάλματος σύλληψης στις 22.12.2021 η ώρα 10:30.
.................................».
Εν σχέσει προς τις αρχές που διέπουν τα περί της ζητούμενης θεραπείας στην Αίτηση, παραπέμπω υπενθυμιστικά στα όσα καταγράφηκαν στο στάδιο χορήγησης της άδειας για καταχώριση της Αίτησης - κατ' αναλογίαν αναπροσαρμοσμένα βεβαίως για τις ισχύουσες δικαιοδοτικές ανάγκες - στην Αναφορικά με την Αίτηση του Αντωνιάδη, Πολ. Αίτ 245/21, ημ. 14.1.22, ECLI:CY:AD:2022:D8.
Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Τούτων δοθέντων, προχωρώ στην ουσία.
Είναι θέση του Αιτητή πως η επίδοση της ποινικής υπόθεσης προς αυτόν την 19.8.21 «. είναι παράτυπη, αντικανονική, λανθασμένη και παράνομη και θα πρέπει να ακυρωθεί διότι . είναι μόνιμος κάτοικος Γκάνας και δεν διαμένει στην Κύπρο ούτε και είναι συγκάτοικος με τον πατέρα του .» και ότι κατά τον «. χρόνο επίδοσης του κατηγορητηρίου στον πατέρα του . είχε επισκεφθεί την Κύπρο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά ουδέποτε διέμενε ούτε και επισκέφθηκε τον πατέρα του .» και πως το γεγονός ότι ο ιδιώτης δικαστικός επιδότης που ανέλαβε την επίδοση ορκίστηκε πως ο Αιτητής είναι συγκάτοικος με τον πατέρα του «. είναι παντελώς λανθασμένος και αναληθής και τίθεται έτσι και σοβαρό θέμα σοβαρό θέμα ψευδορκίας .».
Είναι αντίληψη του Καθ' ου η Αίτηση - ως παρατίθεται λεπτομερώς στην Ένσταση - πως ουδεμία προϋπόθεση συντρέχει για έγκριση της Αίτησης αφού ό,τι στην ουσία έπραξε το Κατώτερο Δικαστήριο ήταν να αποφασίσει το ζήτημα εντός των παρεχόμενων από τη νομοθεσία εξουσιών του και ότι σε αντίθεση προς όσα υπαινίσσεται ο Αιτητής προκύπτει σαφώς από το πρακτικό/Τεκμήριο 2, πως υπήρξε (για αυτόν) εμφάνιση από την δικηγόρο, με αυτήν να αμφισβητεί την επίδοση της ποινικής υπόθεσης προς τον πελάτη της προτού το Κατώτερο Δικαστήριο εξετάσει τα περί νομότυπου της επίδοσης και εκδώσει το ένταλμα σύλληψης. Περιπλέον, η δικηγόρος ποτέ δεν ζήτησε από το Κατώτερο Δικαστήριο να παρουσιάσει μαρτυρία για υποστήριξη των ισχυρισμών της ή να κλητεύσει μάρτυρες, ή ακόμη να αιτηθεί όπως αγορεύσει περαιτέρω επί του ζητήματος, αν και συνάγεται ότι της παρασχέθηκε κάθε δυνατή ευκαιρία. Μολαταύτα, ο Αιτητής επιχειρεί στην παρούσα, να πράξει, βασικώς, όσα όφειλε να έπραττε στο Κατώτερο Δικαστήριο, επιδιώκοντας σε τελευταία ανάλυση την «. επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε .». Με αυτά ως δοσμένα, συμπεραίνει ο Καθ' ου η Αίτηση, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη κατάληξη από το ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν συνθέτει τίποτα περισσότερο παρά απόρροια άσκησης διακριτικής εξουσίας «. ελεγχόμενη μόνο δια της διαδικασίας της Εφέσεως .», και πάντως σε καμιά περίπτωση προϊόν έκδηλης νομικής πλάνης ή σφάλματος.
Διεξήλθα πάντα όσα τέθηκαν ενώπιον μου μαρτυριακώς.
Το ίδιο και δικηγορικές αγορεύσεις.
Συγκλίνω με τις θέσεις του Καθ' ου η Αίτηση.
Πλην μίας, στην οποία θα αναφερθώ αμέσως.
Τούτη, αφορά στην προδικαστική ένσταση του Καθ' ου η Αίτηση, πως ο Αιτητής δεν έχει δικαίωμα να ακουστεί στην Αίτηση καθότι «. παράκουσε και δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατ' ακολουθία της επίδοσης του κατηγορητηρίου σε αυτόν .».
Ως θεμελιωτική της άποψης αυτής, ο κ. Τριανταφυλλίδης εισηγήθηκε την Θρασυβούλου ν. Λοΐζος Λουκά και Υιοί Λτδ (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 687, όπου, κατά την οπτική του, τονίστηκε και το ότι «. η νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι θεμελιώνεται κατάχρηση διαδικασίας και ο διάδικος δεν έχει δικαίωμα να ακουστεί στις περιπτώσεις όπου λαμβάνει δικονομικά μέτρα, ενώ δεν έχει πρώτα συμμορφωθεί με διαταγή του Δικαστηρίου .».
Συμφωνώ με τον κ. Κούμα ότι η περί ης ο λόγος απόφαση δεν έχει εδώ εφαρμογή, πόσω δε μάλλον καταλυτική, ως προτείνει ο Καθ' ου η Αίτηση.
Κατ' αρχάς, η απόφαση αφορούσε σε αποδεδειγμένη ανυπακοή τού εκεί εφεσείοντα προς δικαστικό διάταγμα το οποίο συνέθετε το αντικείμενο της έφεσης που καταχώρισε για ακύρωση του διατάγματος, με αυτόν να μην προβαίνει καν σε αναστολή εκτέλεσης του εν λόγω μέτρου.
Εδώ, το αίτημα αφορά σε έκδοση προνομιακού εντάλματος, έκφανση του οποίου συναποτελεί και το γεγονός πως η φερόμενη ανυπακοή του Αιτητή σχετίζεται και με την εκδοχή του για μη δέουσα επίδοση σε αυτόν της ποινικής υπόθεσης.
Κατ' ακολουθίαν, ελλείπει, έστω εκ πρώτης όψεως, το στοιχείο της καταφρονητικής συμπεριφοράς από μέρους του Αιτητή.
Εν πάση περιπτώσει - ως δικαίως παραδέχθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης - μέρος του αιτιολογικού στην ως άνω απόφασης (κάτι που καταγράφεται άλλωστε και στο κείμενο της), είναι ότι η κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας μπορεί να είναι πολύμορφη και πως ένας σημαντικός παράγοντας που συνεκτιμάται για τη μόρφωση δικαστικής κρίσης περί τέτοιας κατάχρησης, είναι η φύση τής κατ' ισχυρισμόν παρασπονδίας του αφορώντος διαδίκου, με την τελική απόφανση να ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, 202, Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ και Άλλων ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 798, 804).
Εν προκειμένω - και πέραν των άλλων που εντοπίζονται ως γεγονότα - η προβλεπόμενη διαδικασία στην περίπτωση μη εμφάνισης κατηγορουμένου προβλέπεται στο Άρθρο 89 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 («Κεφ.155»), το οποίο διαλαμβάνει μεταξύ άλλων ότι εάν σε συνοπτική δίκη (ως η επίδικη), κατηγορούμενος που δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του Άρθρου 45(1), Κεφ.155 (κάτι που δεν ισχύει εδώ κατά γεγονός), παραλείψει να παρουσιαστεί στον ορισθέντα χρόνο, το Δικαστήριο, αποδειχθείσας της επίδοσης του κατηγορητηρίου, μπορεί να προχωρήσει σε ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει απόντος του κατηγορουμένου ή, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για σύλληψη του.
Έτσι και έγινε.
Τίποτα δεν συνηγορεί λοιπόν σε αποδοχή της προδικαστικής ένστασης.
Δεν καταδείχθηκε λελογισμένα το αναγκαίο υπόβαθρο.
Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Κατά τα άλλα, συμφωνώ με όσα προέταξε ο Καθ' ου η Αίτηση.
Εξηγώ.
Σύμφωνα με το Άρθρο 44(1), Κεφ.155, το Δικαστήριο (σε συνοπτική δίκη ή σε διαδικασία παραπομπής σε Κακουργιοδικείο), σε οποιοδήποτε στιγμή ύστερα από την καταχώριση του κατηγορητηρίου δύναται να εκδώσει κλήση, ή ένταλμα, που να εξαναγκάζει την παράσταση του κατηγορουμένου ενώπιον του.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, υπέδειξε πως όσα επί της ουσίας επέλεξε να αναπτύξει ο Αιτητής για την επίδοση της ποινικής υπόθεσης, αντιμάχονται του κοινώς αποδεκτού δικαστικού πρακτικού (βλ. Τεκμήριο 2/Αίτηση).
Αυτό διότι - σε αντίθεση με τη θέση του Αιτητή πως δεν του επιτράπηκε να εμφανιστεί και να αμφισβητήσει το νομότυπο της επίδοσης - αποτυπώνεται καθαρά στο πρακτικό η εμφάνιση της δικηγόρου (για τον Αιτητή), με αυτήν να κάνει ακριβώς ό,τι ο Αιτητής ισχυρίζεται πως δεν έγινε, ήτοι να αγορεύσει για αμφισβήτηση τής επίδοσης της ποινικής υπόθεσης.
Είναι σωστή η επισήμανση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι μονάχα η ένορκη δήλωση επίδοσης τής ποινικής υπόθεσης από τον ιδιώτη επιδότη τέθηκε στο Κατώτερο Δικαστήριο, στην οποία αναφέρεται πως άφησε «. ταύτην εις τον . Πατέρα . Aντωνιάδη . όστις/ήτις (β) είναι ενήλιξ συγκάτοικος αυτού .» (βλ. Τεκμήριο 7/Αίτηση).
Ελλείψει άλλης μαρτυρίας που θα μπορούσε να δημιουργήσει, ίσως, παράταιρες ανησυχίες ή σκέψεις στο Κατώτερο Δικαστήριο αναφορικώς προς τα επίδικα - και δεδομένου πως η δικηγόρος όχι μόνον δεν παρουσίασε άλλη μαρτυρία αλλά ούτε θεώρησε πρόσφορο να υποβάλει προς τούτο σχετικό αίτημα - το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε με φαινόμενη αποφασιστικότητα, και ex-tempore, την (αιτιολογημένη) την απόφαση του.
Το πλήρες σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης παρατέθηκε πιο πάνω.
Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω.
Αναφύεται από την πρωτόδικη απόφαση ότι το Κατώτερο Δικαστήριο φαίνεται να ενήργησε εντός των παρεχόμενων εξουσιών του βάσει του Άρθρου 44, Κεφ.155, δίχως να περιπέσει σε έκδηλο σφάλμα νόμου, εμφανούς στο συγκεκριμένο πρακτικό (βλ. Τεκμήριο 2/Αίτηση), ή και στην πρωτόδικη απόφαση (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Στυλιανού (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1899, 1903-1904).
Το αν ο Αιτητής απλώς διαφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση στον πυρήνα της, αλλά και με ό,τι τούτη εκφράζει εξ απόψεως νομικής ερμηνείας ή και έκβασης, δεν υπόκειται κατ' αρχήν σε έλεγχο διά προνομιακού εντάλματος.
Τουλάχιστον κατά τα κειμένως υφιστάμενα δεδομένα.
Ο όποιος έλεγχος της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης θα γίνει στην ώρα του, στο στάδιο της έφεσης, αν και εφόσον τέτοια είναι η δικονομική επιλογή του επηρεαζόμενου μέρους, αναλόγως του αποτελέσματος στην ποινική υπόθεση.
Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο ασχολείται με έλεγχο της νομιμότητας της πρωτόδικης απόφασης και όχι με την ορθότητα της.
Ο δικαιοδοτικός μηχανισμός έκδοσης Certiorari, δεν απαρτίζει εποπτικό μέσο των Κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε και παρέχει, στην ομαλή πορεία των πραγμάτων, δυνατότητα εξέτασης αν καλώς αντιλήφθηκαν (ή όχι), το όποιο εγερθέν νομικό ζήτημα σε συνδυασμό και με τα γεγονότα που το περιβάλλουν (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακόλα και Άλλου, Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, Αναφορικά με την Αίτηση του Συμβουλίου Κτηματομεσιτών, Πολ. Αίτ. 195/21, ημ. 21.12.21, ECLI:CY:AD:2021:D581, Αναφορικά με την Αίτηση των xxx Χριστοφίδη και Άλλων, Πολ. Αίτ. 233/21, ημ. 17.12.21, ECLI:CY:AD:2021:D570).
Υπάρχει και κάτι άλλο.
Αναφέρθηκε από τον κ. Κούμα πως κατά τα διαμειφθέντα στο Κατώτερο Δικαστήριο, η εμφάνιση της δικηγόρου έγινε υπό διαμαρτυρία.
Πιο συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορος στη διά ζώσης αγόρευση του, είπε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο «Εμφανίστηκε κάποιος υπό διαμαρτυρία».
Δεν αποτυπώνεται κάτι τέτοιο στο πρακτικό (Τεκμήριο 2/Αίτηση).
Μήτε και σε όσα έτερα συνοδεύουν την Αίτηση.
Ούτε και στη γραπτή αγόρευση εκ πλευράς Αιτητή.
Επομένως, η θέση του Αιτητή, για ό,τι μπορούσε να αξίζει, θα αγνοηθεί.
Τούτο, επειδή κατά κανόνα (που δεν δικαιολογείται να παρακαμφθεί εδώ ως εκ των γεγονότων), η δικηγορική αγόρευση δεν συνιστά αποδεκτό μέσο προσαγωγής μαρτυρίας σε δικαστική διαδικασία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της xxx Koretska, Π.Ε. 231/20, ημ. 1.2.22).
Με βάση όλα αυτά - με όσες άλλες υποθέσεις στις οποίες παραπέμφθηκα από τον Αιτητή να διακρίνονται, πλέον, ως προς τα γεγονότα τους (ένεκα και όσων προέκυψαν σε αυτό το στάδιο από τις τοποθετήσεις των δικηγόρων) - η παρούσα εντάσσεται στις παραμέτρους του σκεπτικού στην Αναφορικά με την Αίτηση των EasyGroup Holdings Limited, Π.Ε. 61/14, ημ. 28.6.16, ECLI:CY:AD:2016:A309, όπου η Ολομέλεια κατέγραψε και τούτα:
«..................................
Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εγγενή υποχρέωση εξέτασης της εγκυρότητας μιας επίδοσης σ΄ ένα κατηγορούμενο (βλ. αρθρ.46 της Ποινικής Δικονομίας). Η παρουσία δικηγόρου εκ μέρους κατηγορούμενου που επικαλείται άκυρη επίδοση δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, της αδιαμφισβήτητης δηλαδή δικαιοδοσίας, που αποτελεί συνάμα πρωταρχικό καθήκον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να ελέγξει την εγκυρότητα μιας επίδοσης. Θα ήταν παράλογη η εισηγούμενη ερμηνεία του αρθ.46 ότι δηλαδή δεν ενεργοποιείται ουσιαστικά το καθήκον ελέγχου της επίδοσης εάν εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους του κατηγορούμενου και θέσει στο Δικαστήριο κάποια θέματα που θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να απασχολήσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Επίσης καθηκόντως το Δικαστήριο, εάν η επίδοση δεν κριθεί ικανοποιητική διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο Γ.Πική, 2η έκδ. σελ.137). Εν προκειμένω εδόθη νέα ημερομηνία επίδοσης.
Η ύπαρξη δικαιοδοσίας συνεπώς του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφαιρεί τη δυνατότητα στην εφεσείουσα να επικαλείτο επί της αίτησης για άδεια για προνομιακά εντάλματα την μη ύπαρξη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου (βλ. το (Γ) της ΄Εκθεσης/Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση). Αν προσεχθεί το παράπονο της εφεσείουσας στη συνέχεια του (Γ) της ίδιας ΄Εκθεσης αποδίδεται μομφή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κυρίως επειδή «υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του» και ασχολήθηκε με θέματα που δεν έπρεπε να ασχοληθεί, συμπεριφερόμενο ως Δικαστήριο που ασκεί αστική δικαιοδοσία». Αυτός ήταν ο πυρήνας που θεμελίωνε το αίτημα του κ.Μελά για την καταχώρηση αίτησης για certiorari. Όμως, για το θέμα αυτό το Επαρχιακό Δικαστήριο - όπως ήδη εξηγήσαμε - είχε καθήκον και συνεπώς δικαιοδοσία να ασχοληθεί.
Μ΄ όλο το σεβασμό στην αντίθετη άποψη ούτε εκ της διατύπωσης των λόγων έφεσης αλλά ούτε και εκ της αίτησης που αποτέλεσε το πλαίσιο της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχουμε πεισθεί ότι τίθεται θέμα πλάνης περί το νόμο ή έκδηλο νομικό λάθος ως εκ της ερμηνείας αυτής καθ΄ εαυτής στην οποία προέβη το Επαρχιακό Δικαστήριο των επίδικων άρθρων «της έννομης προστασίας» κ.λπ. από την εν λόγω Συνθήκη, Ν.55/84. Ούτε έχει τεθεί η εισήγηση ότι η Σύμβαση περιέχει πρόνοια για κατ΄ αποκλειστικότητα εφαρμογή της. Εκείνο που αποτέλεσε την πεμπτουσία της διαμαρτυρίας-παραπόνου της εφεσείουσας ήταν η ίδια η δυνατότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να ελέγξει την επίδοση. Και αυτό το απαντήσαμε. Οπότε δεν υφίσταται - κατά την κρίση μας - περαιτέρω αντικείμενο εξέτασης.
Είναι από παλαιά εδραιωμένο - και δεν έχει διασαλευθεί - ότι στις διαδικασίες για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν κρίνεται η ορθότητα μιας απόφασης αλλά η νομιμότητα της. Ο έλεγχος στην πρώτη περίπτωση ανήκει και μπορεί να γίνει από το Εφετείο. Η θεραπεία έγκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης. Η διάκριση τίθεται με σαφήνεια στο Σύγγραμμα Basu "Commentary on the Constitution of India", 5η εκδ., 3ος τόμος, 583 σελ.159 και στο Σύγγραμμα του Π.Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα (σελ.160):
«Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης (το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση), είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπον κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής και συνταγματικής δικαιοσύνης. (Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947).»
(βλ. Λυσιώτης (1996) 1Β Α.Α.Δ. 739 και Global Consolidation Public (2006) 1 A.A.Δ. 464).
Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία με ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού εντάλματος επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδεχομένως να αντιλήφθηκε λάθος ένα νομικό σημείο ή να προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία νόμου. (βλ. in Re Μάριος Χρίστου (1996) 1Α Α.Α.Δ. 398), In Re Aίτηση της Marewave Shipping and Trading Co. Ltd (1992) 1A A.A.Δ. 116 και Ανδρονίκη Παντελίδου και 1. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012)1Α Α.Α.Δ.878).
Αν έπρεπε να εξετασθεί το θέμα ως θέμα ορθής ή μη ερμηνείας του Ν.55/84 θα πούμε ότι μόνο εκεί όπου η ερμηνεία θα οδηγούσε σε έκδηλο νομικό λάθος θα έδινε έρεισμα προσφυγής για προνομιακό ένταλμα. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν είναι η περίσταση. Δεν μπορούμε να μιλούμε για έκδηλο νομικό λάθος για την ερμηνεία και την αιτιολογία που δόθηκε. Ακριβώς η αιτιολογία της ερμηνείας δεν της προσδίδει ούτε κατ΄ ελάχιστον χαρακτηρισμό έκδηλου νομικού σφάλματος ούτε οδηγεί σε παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης (εν αντιθέσει αυτό ευρέθη ότι συνέβη με τις υποθέσεις που μας παρέθεσε ο κ.Μελάς). Η δε ορθότητα της δοθείσας ερμηνείας κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης μόνο στο πλαίσιο έφεσης θα ήταν δυνατή. Εντελώς αβάσιμη δε θεωρούμε την εισήγηση για στέρηση δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη λόγω του ότι η δοθείσα ερμηνεία περιόρισε τη δυνατότητα εφαρμογής της σύμβασης με βάση την κατοικία - έδρα της εφεσείουσας εταιρείας. Να θυμίσουμε ότι αυτό αφορούσε μόνο τη δυνατότητα εφαρμογής της σύμβασης για τον τρόπο επίδοσης και μόνο και όχι την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
.................................».
Τα υιοθετώ.
Καμιά άλλη πτυχή από όσες προσθέτως ξεδίπλωσε ο Αιτητής δεν θα μπορούσε να στρέψει τη δικαστική προσοχή προς άλλη κατεύθυνση.
Σε αυτές, περιλαμβάνεται και το παράπονο του Αιτητή, ότι το Κατώτερο Δικαστήριο, σε μια άλλη περίπτωση την προηγούμενη μέρα (23.11.21) - και δη στην Ποινική Υπόθεση 3221/21 (βλ. Τεκμήριο 3/Αίτηση) - αποφάσισε (για το ίδιο θέμα), εντελώς αντίθετα από ό,τι στην επίμαχη.
Τούτο, υπό τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης, παραμένει ουδέτερο για ό,τι τώρα ενδιαφέρει, προπαντός στην απουσία επιχειρημάτων που να τα εντάσσουν φερ' ειπείν υπό το πρίσμα κάποιας ασυνέπειας, ή δυσμενούς ή και άνισης μεταχείρισης - ή άλλων τινών - κατά τρόπο πάντοτε που θα μπορούσαν να κριθούν με προνομιακό ένταλμα.
Εν κατακλείδι.
Ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει όσα έπρεπε για να πετύχει στο αίτημα του.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ